Πέμπτη, Ιανουαρίου 14, 2016

Τα καλύτερα διηγήματα



Τζακ Λόντον
 Μπατάρ (Batard)

Bâtard - Wikipedia, the free encyclopedia

Batard by Jack London - (Text)



Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Ο Μπατάρ ήταν διάβολος. Τούτο ήταν πασίγνωστο σ’ όλη την Βόρεια Χώρα. Πολλοί τον έλεγαν Γέννημα της Κόλασης, αλλά το αφεντικό του, ο Μπλακ Λεκλέρ, τον βάφτισε με το επονείδιστο όνομα Μπατάρ (στα γαλλικά μπάσταρδος). Κι ο Μπλακ Λεκλέρ ήταν διάβολος έτσι που κι οι δυο τους αποτελούσαν ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Υπάρχει μια παροιμία που λέει πως όταν συναντιούνται δυο διάβολοι, πληρώνει η Κόλαση – πράγμα αναμενόμενο. Και φυσικά αυτό επρόκειτο να περιμένει κανείς όταν  συναντήθηκαν ο Μπατάρ και ο Λεκλέρ. Την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν, ο Μπατάρ ήταν ένα μισομεγαλωμένο κουτάβι, σκελετωμένο και πεινασμένο, με μάτια γεμάτα πίκρα. Γνωρίστηκαν με γρυλίσματα και επιθέσεις, και με μοχθηρά βλέμματα, γιατί ο Λεκλέρ είχε έναν τρόπο να σηκώνει το πάνω χείλι του σαν λύκος και να δείχνει τα άσπρα, απάνθρωπα δόντια του. Έτσι είχε σηκώσει και τότε το χείλι του με τα μάτια του ν’ αστράφτουν από κακία, όταν άπλωσε το χέρι του από το αναδευόμενο τσούρμο των νεογνών και έσυρε έξω τον Μπατάρ. Ήταν βέβαιο πως κατάλαβαν καλά ο ένας τον άλλον, γιατί αμέσως ο Μπατάρ έχωσε τα δόντια του στο χέρι του Λεκλέρ και ο Λεκλέρ με δείκτη και αντίχειρα ατάραχος έσφιγγε το λαιμό του να τον πνίξει.
«Sacredam», είπε ο Γάλλος με απαλή φωνή, αφήνοντας το αίμα να τρέχει στο δαγκωμένο χέρι του και ατενίζοντας το κουτάβι να ασθμαίνει πισοπνιγμένο στο χιόνι.
Ο Λεκλέρ γύρισε προς τον Τζον Χάμλιν, τον ιδιοκτήτη του εμπορικού στο Σίξτι Μάιλ. «Να γιατί μου αρεσεί το κουταβί. Ε, μεσιέ, πόσο κανεί. Το αγκοραζώ αμεσώς».
Και επειδή τον μίσησε θανάσιμα, ο Λεκλέρ αγόρασε τον Μπατάρ και του έδωσε το επονείδιστο όνομά του. Για πέντε χρόνια οι δυο τους περιπλανήθηκαν με χίλιες περιπέτειες σ’ όλη τη Βόρεια Χώρα, από το Σεντ Μάικλ και το δέλτα του Γιούκον μέχρι την περιοχή των Πέλι κι ακόμη πιο πέρα μέχρι τον ποταμό Πις, Αθαμπάσκα, και τη Λίμνη Γκρέιτ Σλέιβ. Και απέκτησαν φήμη θανάσιμου μίσους, τέτοιου που ποτέ πριν δεν υπήρξε μεταξύ σκυλιού και ανθρώπου.
Ο Μπατάρ δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα του – εξ’ ου και το όνομά του, αλλά κατά πώς ήξερε ο Τζον Χάμλιν, ο πατέρας του ήταν ένας τεράστιος γκρίζος λύκος των δασών του Καναδά. Αλλά η μητέρα του Μπατάρ, όπως μπορούσε αμυδρά να θυμηθεί, ήταν επιθετικό, εριστικό και ξεδιάντροπο χάσκι, με πλατύ μέτωπο, στιβαρό στήθος, κακόβουλο μάτι, με γατίσιο κράτημα στη ζωή και με ιδιοφυΐα για ζαβολιά και κακία. Δεν ήταν κανείς να την εμπιστευόταν. Μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος για τη δολιότητά της και μόνο, ενώ οι ασυγκράτητες ακολασίες της μαρτυρούσαν τη γενική της εξαχρείωση. Πολλή κακία αλλά και πολλή δύναμη υπήρχαν σ’ αυτούς τους δυο προγόνους του κι ο Μπατάρ, όντας οστούν εκ των οστέων τους και σαρξ εκ της σαρκός τους, κληρονόμησε όλα τους τα χαρακτηριστικά. Και μετά ήρθε ο Μπλάκ Λεκλέρ κι έβαλε κι αυτός το χεράκι του στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του κουταβιού, που έσφυζε από ζωή. Το καταπίεσε, το συνέθλιψε και το έπλασε έτσι που το έκανε ένα μεγάλο εξαγριωμένο θεριό, με απαράμιλλη κατεργαριά, και να ξεχειλίζει από ένα μίσος, μοχθηρό, φαρμακερό και διαβολικό. Μ’ ένα κανονικό αφεντικό ο Μπατάρ θα μπορούσε ίσως να διαμορφωθεί σ’ ένα συνηθισμένο και αρκετά αποδοτικό σκυλί ελκήθρου. Αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία. Ο Λεκλέρ κανόνισε να παραμείνει στην έμφυτη διαστροφή του.
Η ιστορία του Μπατάρ και του Λεκλέρ είναι μια ιστορία πολέμου – πέντε σκληρών, αμείλικτων χρόνων, των οποίων η πρώτη τους συνάντηση υπήρξε καθοριστική. Κατ’ αρχάς όλη η ευθύνη έπεφτε στον Λεκλέρ, διότι ως άνθρωπος μισούσε με αντίληψη και νοημοσύνη, ενώ το τετράποδο, άγαρμπο κουτάβι μισούσε μόνο στα τυφλά και ενστικτωδώς χωρίς λογική και μέθοδο. Στην αρχή δεν υπήρχε εκλεπτυσμένη βαναυσότητα (αυτή θα επακολουθούσε αργότερα), παρά μόνο ξυλοδαρμοί και άτεχνες βαρβαρότητες. Σε κάποιο τέτοιο περιστατικό ο Μπατάρ πληγώθηκε άσχημα στο αυτί. Ποτέ δεν απέκτησε τον έλεγχο των κρεουργημένων μυών και έκτοτε το αυτί έπεφτε χαλαρά προς τα κάτω, μια ανεξίτηλη ανάμνηση του τι υπέστη στα χέρια του βασανιστή του.
Τα χρόνια που πέρασε σαν κουτάβι ήταν μια περίοδος ανόητης επανάστασης. Πάντοτε κακοποιούταν αλλά και πάντα αντεπιτίθετο, διότι ήταν στη φύση του να αντεπιτίθεται. Όμως δεν το έβαζε κάτω. Στριγκλίζοντας από τον πόνο του μαστιγίου και του ροπάλου, κατόρθωνε μολαταύτα να αρθρώνει ένα ανυπάκουο γρύλισμα, την πικρή εκδικητική απειλή της ψυχής του, πράγμα που του επέφερε περισσότερα χτυπήματα και ξυλοδαρμούς. Ο Μπατάρ όμως είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του το ανθεκτικό κράτημα στη ζωή. Τίποτε δεν μπορούσε να τον σκοτώσει. Άκμαζε σε κάθε κακουχία, πάχαινε με την πείνα, και εξαιτίας του τρομακτικού αγώνα για επιβίωση ανέπτυξε μια υπερφυσική ευφυΐα. Από τη μεριά της χάσκι μητέρας του πήρε την κρυψίνοια και την πονηριά, και από τη μεριά του λύκου πατέρα του την αγριότητα και την παλληκαριά.
Ποτέ δεν έκλαιγε, πράγμα που πιθανόν να οφειλόταν στον πατέρα του. Τα στριγκλίσματα σαν κουτάβι πέρασαν όπως και τα λιγνά του πόδια, και εξελίχθηκε σ’ ένα βλοσυρό και επιφυλακτικό ζώο, γρήγορο στην επίθεση και αργό στην προειδοποίηση. Απαντούσε στις βρισιές με γρυλίσματα, και στα χτυπήματα με απόπειρες να δαγκώσει, δείχνοντας παράλληλα μ’ ένα πλατύ μειδίαμα το άσβηστο μίσος του. Όμως ποτέ, ακόμη και κάτω από την πιο ακραία βασανιστική μεταχείριση, δεν κατόρθωσε ο Λεκλέρ να του αποσπάσει κραυγή φόβου ή πόνου. Αυτή του η αδάμαστη θέληση του Μπατάρ έριχνε περισσότερο λάδι στη φωτιά της οργής του Λεκλέρ και τον εξωθούσε σε μεγαλύτερες διαβολιές.
Τύχαινε ο Λεκλέρ να δίνει ολόκληρα ψάρια στα άλλα σκυλιά και στον Μπατάρ μισό αυτός πήγαινε και τους έκλεβε το ψάρι. Προσέτι ρήμαζε τις κρυψώνες με τα τρόφιμα, και ήταν ο αίτιος για χιλιάδες κατεργαριές μέχρι που έγινε ο φόβος και ο τρόμος σ’ όλα τα σκυλιά και στα αφεντικά τους.
Μια φορά ο Λεκλερ έδειρε τον Μπατάρ και  χάιδεψε την Μπαμπέτ – ποια, την Μπαμπέτ που έκανε τη μισή δουλειά απ’ όση αυτός – ε, τότε ο Μπατάρ την έριξε κάτω στο χιόνι και με τα δυνατά του σαγόνια της έσπασε το πίσω της πόδι. Ο Λεκλέρ αναγκάστηκε να την τουφεκίσει. Σε αιματηρές αναμετρήσεις, ο Μπατάρ κυριαρχούσε σ’ όλη του την ομάδα, επιβάλλοντας τον νόμο της πορείας και της αναζήτησης τροφής στα άλλα σκυλιά και αναγκάζοντάς τα να ζουν με τον νόμο που αυτός τους επέβαλε.
Στα πέντε χρόνια που πέρασαν άκουσε μόνο μια καλή κουβέντα και έλαβε ένα απαλό χάδι από ανθρώπινο χέρι. Και τότε ακόμη δεν γνώριζε τι λογής ενέργειες ήταν αυτές. Σαν αδάμαστο πλάσμα που ήταν όρμησε σαν αστραπή κλείνοντας τα σαγόνια του στο χέρι του ευεργέτη του. Ήταν ο ιεραπόστολος στο Σανράιζ, νεοφερμένος στη χώρα, που του μίλησε καλοσυνάτα και τον χάιδεψε. Για έξη μήνες μετά, ο ιεραπόστολος δεν ήταν σε θέση να αλληλογραφεί με τους δικούς του στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ο γιατρός από το Μακκουέστιον ταξίδεψε διακόσια μίλια πάνω στον πάγο να τον σώσει από σηψαιμία.
Άνθρωποι και σκυλιά λοξοκοίταζαν με προφύλαξη και φόβο τον Μπατάρ, όταν αυτός περιπλανιόταν στους καταυλισμούς και στους εμπορικούς σταθμούς. Οι άνθρωποι τον αντιμετώπιζαν με σηκωμένο το ένα τους πόδι, έτοιμοι να του δώσουν κλωτσιά, και τα σκυλιά με σηκωμένες τις χαίτες τους και με γυμνωμένα τα δόντια τους. Μια φορά κάποιος τόλμησε να κλωτσήσει το Μπατάρ, κι αυτός  μ’ ένα αστραπιαίο λυκίσιο άρπαγμα, έκλεισε τα σαγόνια του σαν ατσάλινο δόκανο στη γάμπα του ανθρώπου τραγανίζοντάς την βαθιά μέχρι το κόκαλο. Αμέσως ο άνθρωπος είχε αποφασίσει να σκοτώσει το σκυλί, μόνο που ο Λεκλέρ με απειλητική ματιά και γυμνωμένο κυνηγητικό μαχαίρι μπήκε ανάμεσά τους. Το να σκοτώσει τον Μπατάρ – α, SACREDAM, αυτό ήταν μια ευχαρίστηση αποκλειστική για τον Λεκλέρ. Κάποια μέρα θα γινόταν κι αυτό, ειδάλλως – μπα! Ποιος θα το ήξερε; Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα θα λυνόταν.
Είχαν κι οι δυο τους γίνει μπελάς ο ένας για τον άλλον. Η κάθε ανάσα που ο ένας έπαιρνε ήταν μια πρόκληση και απειλή για τον άλλον. Το μίσος τούς έδενε μαζί όπως δεν θα τους έδενε η αγάπη. Ο Λεκλέρ προσδοκούσε τη μέρα που ο Μπατάρ θα έσπαγε και θα συρνόταν κλαψουρίζοντας στα πόδια του. Ο Λεκλέρ ήξερε πολύ καλά τι έκρυβε στο μυαλό του ο Μπατάρ, και περισσότερο από μια φορά το είχε διαβάσει στα μάτια του Μπατάρ, τόσο καθαρά που όταν ο σκύλος ήταν πίσω του, φρόντιζε πάντα να ρίχνει κρυφές ματιές πάνω από τον ώμο του.
Ο κόσμος απορούσε που ο Λεκλέρ αρνούταν να πουλήσει το σκυλί έναντι μεγάλων ποσών. «Κάποια μέρα θα τον σκοτώσεις και σκοτωμένος δε θα αξίζει τίποτε», του είπε κάποτε ο Τζον Χάμλιν την ώρα που ο Μπατάρ ήταν ξαπλωμένος στο χιόνι λαχανιάζοντας μετά την κλωτσιά που έφαγε από το αφεντικό του. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει αν είχαν σπάσει τα πλευρά του, και φυσικά κανείς δεν τολμούσε να το διαπιστώσει.
«Αυτή» απάντησε ο Λεκλέρ ξερά, «αυτή ειναί ντική μου ντουλειά, μεσιέ».
Επίσης ο κόσμος απορούσε πώς ο Μπατάρ δεν το έσκαγε να πάει αλλού. Δεν μπορούσαν να το καταλάβουν. Όμως ο Λεκλέρ το καταλάβαινε. Ήταν άνθρωπος που ζούσε τον περισσότερο καιρό στην ύπαιθρο, μακριά από τον ήχο της ανθρώπινης ομιλίας, και είχε μάθει τη γλώσσα του ανέμου και της καταιγίδας, την ανάσα της νύχτας, τον ψίθυρο της αυγής και τον πάταγο της μέρας. Και κατά κάποιο ακαθόριστο τρόπο μπορούσε ν’ ακούσει να μεγαλώνουν τα φυτά, να τρέχει μέσα τους ο χυμός και να σκάει το μπουμπούκι. Καταλάβαινε επίσης τη λεπτή και ανεπαίσθητη ομιλία όσων κινούνταν, όπως του κουνελιού πιασμένου στην παγίδα, του κυκλοθυμικού κορακιού που χτυπάει τον αέρα με ευέλικτα φτερά, της αρκούδας που σέρνει τα βήματά της κάτω από το φεγγάρι, του λύκου που σαν γκρίζα σκιά γλιστράει στο σκοτάδι ανάμεσα στο λυκαυγές και το λυκόφως. Στον Λεκλέρ λοιπόν ο Μπατάρ μιλούσε καθαρά και στα ίσια. Και πολύ καλά γνώριζε γιατί ο Μπατάρ δεν το έσκαγε από κοντά του, γι’ αυτό κοίταζε πιο συχνά πίσω από την πλάτη του.
Όταν ο Μπατάρ θύμωνε, θα ήταν φρόνιμο να μην τον κοιτούσες, και περισσότερες από μια φορά είχε πηδήξει με στόχο το λαιμό του Λεκλέρ, για να πέσει φαρδύς πλατύς στο χιόνι τρέμοντας και μισοπεθαμένος από το πάντα σε ετοιμότητα μαστίγιο του αφεντικού του. Κι έτσι ο Μπατάρ έμαθε να καιροφυλακτεί για την εκπλήρωση του σκοπού του. Όταν έφτασε στην πλήρη δύναμή του και στην ακμή της νιότης του, ο Μπατάρ σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα. Είχε ένα πλατύ στήθος, με ισχυρούς μυς, ήταν μεγαλύτερος από το κανονικό, και ο σβέρκος του από το κεφάλι μέχρι τους ώμους ήταν μια μάζα από σηκωμένο τρίχωμα – φανερά ένας καθαρόαιμος λύκος.
Μια μέρα ο Λεκλέρ, ξαπλωμένος στις γούνες του, κοιμόταν όταν ο Μπατάρ έκρινε πως ήρθε η ώρα. Σύρθηκε κοντά του στα κλεφτά, με το κεφάλι χαμηλά πάνω στο έδαφος, με το καλό του αυτί τσιτωμένο προς τα πίσω, και με μια αιλουροειδή ελαστικότητα στο βήμα του. Ανάσαινε απαλά, πολύ απαλά, και δεν σήκωσε το κεφάλι του μέχρι που έφτασε πολύ κοντά. Στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας τον ηλιοκαμένο ταυρίσιο λαιμό του Λεκλέρ, γυμνό και νευρώδη, να πάλλεται με βαθύ και σταθερό σφυγμό. Άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια πάνω στα δόντια, και  στη θέα μετατόπισε τη γλώσσα του προς τα πλάγια. Τη στιγμή εκείνη θυμήθηκε το παράλυτο αυτί του, τις αμέτρητες ξυλιές και τις τερατώδεις αδικίες που υπέστη, και χωρίς κανέναν ήχο πήδηξε πάνω στον άνθρωπο που κοιμόταν.
Ο Λεκλέρ ξύπνησε από τον πόνο των δοντιών του σκύλου στον λαιμό του και, σαν τέλειο ζώο που κι ο ίδιος ήταν, ξύπνησε με καθαρό μυαλό και πλήρη επίγνωση. Αμέσως έσφιξε τα δυο χέρια του γύρω από την τραχεία του Μπατάρ, και κύλισε έξω από τις γούνες του πλακώνοντας με ολόκληρο το βάρος του το σκυλί. Όμως χιλιάδες πρόγονοι του Μπατάρ είχαν χώσει τα δόντια τους στο λαιμό αναρίθμητων ελαφιών και καριμπού ρίχνοντάς τα στο έδαφος, και τώρα όλη αυτή η σοφία τους ήταν δική του. Όταν το βάρος του Λεκλέρ έπεσε πάνω στο σκυλί, αυτό σήκωσε τα πίσω του πόδια προς τα μέσα κι εμπρός, και άρχισε να ξεσκίζει με τα νύχια το στήθος και την κοιλιά του Λεκλέρ, κάνοντας κομμάτια δέρμα και μυς. Κι όταν ένιωσε το σώμα του ανθρώπου να ανασηκώνεται απότομα, ο Μπατάρ εξακολουθούσε να δαγκώνει και να τινάζει πέρα δώθε το λαιμό του Λεκλέρ. Τα υπόλοιπα σκυλιά της ομάδας σχημάτισαν έναν στενό κλοιό γύρω τους γρυλίζοντας, και ο Μπατάρ, ξέπνοος και με τις αισθήσεις του να τον εγκαταλείπουν, γνώριζε πως τα πεινασμένα σαγόνια τους προορίζονταν γι’ αυτόν. Αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία – αυτό που τον ένοιαζε ήταν ο άνθρωπος από πάνω του και αυτόν βασάνιζε και καταξέσκιζε με τα νύχια του μέχρι την τελευταία ικμάδα της δύναμής του. Αλλά κι ο Λεκλέρ τον έπνιγε σφίγγοντάς του τον λαιμό με τα δυο του χέρια, μέχρι που το στήθος του Μπατάρ φούσκωνε και σπαρταρούσε για τον αέρα που του αρνούνταν, τα μάτια του άρχιζαν να γυαλίζουν και να ακινητοποιούνται, τα σαγόνια του σταδιακά να χαλαρώνουν και η γλώσσα του να προεξέχει, μαύρη και πρησμένη.
«Ε; να λοιπόν, σατανά!», γουργούρισε ο Λεκλέρ με το στόμα και τον λαιμό φραγμένα από το ίδιο το αίμα του, καθώς τίναξε από κοντά του το ζαλισμένο σκυλί.
Κατόπιν ο Λεκλέρ με βρισιές έδιωξε τα σκυλιά που είχαν πέσει πάνω στον Μπατάρ. Αυτά έκαναν προς τα πίσω σχηματίζοντας έναν ευρύτερο κύκλο και κάθισαν στα πίσω τους πόδια αρχίζοντας να ξερογλείφονται με σηκωμένες τις τρίχες της χαίτης τους.
Ο Μπατάρ συνήλθε γρήγορα και στον ήχο της φωνής του Λεκλέρ, στάθηκε τρεκλίζοντας στα πόδια του και με αδυναμία ταλαντευόταν μπρος πίσω.
«Α! Εισαί μεγκαλός σατανάς!» άρθρωσε με δυσκολία ο Λεκλέρ. «Εγκώ τα σου ντείξω μια μέρα, μα τον έ!»
Ο Μπατάρ με τον αέρα να επανέρχεται οδυνηρά στα πνευμόνια του όρμησε ξανά σαν αστραπή ολόκληρος στο πρόσωπο του άντρα, αλλά τα σαγόνια του αστόχησαν κάνοντας έναν μεταλλικό κρότο. Άρχισαν πάλι να κυλιούνται στο χιόνι στριφογυρίζοντας και ο Λεκλέρ να ρίχνει άγριες γροθιές. Μετά χώρισαν, και ο ένας απέναντι στον άλλο, άρχισαν να κάνουν κύκλους. Ο Λεκλέρ θα μπορούσε να είχε τραβήξει το μαχαίρι του. Το τουφέκι του ήταν πεσμένο στα πόδια του. Αλλά το θηρίο μέσα του τον είχε κυριέψει και λυσσομανούσε. Ήθελε να τον σκοτώσει με χέρια και με δόντια. Ο Μπατάρ επιτέθηκε αλλά ο Λεκλέρ τον ξάπλωσε με μια γροθιά, έπεσε πάνω του και βύθισε τα δόντια του στη σπάλα του σκύλου.
Έβλεπε κανείς ένα πρωτόγονο σκηνικό, τέτοιο που επικρατούσε στην άγρια νιότη του κόσμου. Ένα ξέφωτο σ’ ένα σκοτεινό δάσος, ένας δακτύλιος από λυκόσκυλα να δείχνουν απειλητικά τα δόντια τους, και στο κέντρο δύο θηρία, μπλεγμένα σε πάλη, να ανοιγοκλείνουν τα σαγόνια τους γρυλίζοντας, λυσσομανώντας, ασθμαίνοντας, αγκομαχώντας, βρίζοντας, τεντώνοντας τα κορμιά τους, εξαγριωμένα από το πάθος και τη μανία του φόνου, σκίζοντας και  κατασπαράζοντας με νύχια και με δόντια το ένα το άλλο σε μια κατάσταση αρχέγονης κτηνωδίας.
Ο Λεκλέρ έπληξε τον Μπατάρ πίσω από το αυτί με μια δυνατή γροθιά, ρίχνοντάς τον καταγής και για μια στιγμή ζαλίζοντάς τον. Κατόπιν πήδηξε πάνω του ποδοπατώντας τον και πασχίζοντας να τον λιώσει μέσα στο χιόνι. Με την πράξη του αυτή του έσπασε και τα δυο πίσω πόδια πριν σταματήσει ο Λεκλέρ να πάρει ανάσα.
«Α-α-α! Α-α-α!» ούρλιαζε, ανίκανος να αρθρώσει λόγο, κουνώντας τις γροθιές του, λόγω ολοσχερούς αδυναμίας του λαιμού του και του λάρυγγα.
Όμως ο Μπατάρ ήταν αδάμαστος. Ήταν ξαπλωμένος χάμω σαν ένα ανήμπορο κουβάρι, το χείλι του σηκωμένο και τρεμάμενο για γρύλισμα που δεν είχε τη δύναμη να το βγάλει. Ο Λεκλέρ τον κλώτσησε ξανά και τα κουρασμένα σαγόνια του σκύλου έκλεισαν στον αστράγαλο του αφεντικού του, χωρίς όμως να μπορεί να σκίσει το δέρμα.
Μετά ο Λεκλέρ πήρε το μαστίγιο και άρχισε να τον χτυπάει σχεδόν κάνοντάς τον κομμάτια, και σε κάθε χτύπημα να φωνάζει: «Τη φορά αυτή τα σε κάνω να σπασείς. Ε; ντιαβολέ! Τα σε τσακισώ!»
Στο τέλος, εξουθενωμένος, και μισολιπόθυμος από την απώλεια αίματος, σωριάστηκε και έπεσε δίπλα στο θύμα του, και όταν τα λυκόσκυλα πλησίασαν να βγάλουν το άχτι τους στον Μπατάρ, αυτός με όση συναίσθηση του απέμεινε σύρθηκε και κάλυψε με το σώμα του τον Μπατάρ για να τον προστατέψει από τα δόντια τους.
Τούτο το περιστατικό συνέβη πολύ κοντά στο Σανράιζ, και ο ιεραπόστολος ανοίγοντας την πόρτα στον Λεκλέρ λίγες ώρες αργότερα, έμεινε κατάπληκτος παρατηρώντας πως ο Μπατάρ απουσίαζε από την ομάδα των σκύλων. Και η κατάπληξή του μεγάλωσε όταν ο Λεκλέρ τράβηξε τα σκεπάσματα από το έλκηθρο, πήρε τον Μπατάρ στην αγκαλιά του και τρεκλίζοντας διέσχισε το κατώφλι. Κατά τύχη ο γιατρός από το Μακκουέστιον, ο οποίος ήταν λιγάκι αργόσχολος, ψιλοκουβέντιασε με τον ιεραπόστολο, και οι δυο τους τώρα προχώρησαν να ‘επιδιορθώσουν’ τον Λεκλέρ.
«Μερσί, νον», είπε. «Γκιατρεψτέ σκυλό πρωτά. Να πετάνει, ΝΟΝ. Ντεν είναι καλό. Γκιατί αυτόν εγκώ πρέπει να τον τσακισώ. Να γκιατί ντεν πρέπει να πετάνει».
Ο γιατρός το είπε φαινόμενο, ο ιεραπόστολος θεϊκό  θαύμα, που ο Λεκλέρ επέζησε. Και τόσο αδύναμος ήταν ώστε τον έπιασαν και οι ανοιξιάτικες θέρμες, που τον ξανάριξαν στο κρεβάτι. Ο Μπατάρ πάλι ήταν σε χειρότερο χάλι, αλλά επικράτησε η ισχυρή του θέληση για ζωή. Τα κόκαλα των ποδιών του έθρεψαν και τα εσωτερικά του όργανα επανήλθαν στην κανονική τους θέση, κατά τη διάρκεια των αρκετών εβδομάδων που έμεινε δεμένος στο πάτωμα. Και με το που ο Λεκλέρ τελικά αναρρώνοντας, ωχρός και τρεκλίζοντας, κάθισε να λιαστεί στην πόρτα της καλύβας του, ο Μπατάρ είχε ήδη επιβληθεί στα άλλα σκυλιά, και δεν κυριάρχησε μόνο στην ομάδα του αλλά και στα σκυλιά του ιεραπόστολου.
Ούτε έναν μυ, ούτε καν μια τρίχα δεν κούνησε όταν για πρώτη φορά ο Λεκλέρ τρεκλίζοντας και υποβασταζόμενος στο μπράτσο του ιεραπόστολου, κάθισε μαλακά και με άκρα προφύλαξη στο τρίποδο σκαμνάκι.
«Μπον!» είπε. «Μπον! Ο καλός ηλιός!» Και άπλωσε να ζεστάνει τα σκελετωμένα του χέρια στον θερμό ήλιο.
Κατόπιν το βλέμμα του έπεσε στον σκύλο και η παλιά σπίθα έλαμψε ξανά στα μάτια του. Άγγιξε ελαφρά το μπράτσο του ιεραπόστολου. «Mon pere, ο Μπατάρ είναι ένας μεγκάλος ντιαβολός. Καλού-κακού, φέρε μου ένα πιστόλι, γκια να λιαστώ ήσυχός».

Και έκτοτε για πολλές μέρες, ο Λεκλέρ καθόταν στην πόρτα της καμπίνας απολαμβάνοντας τη ζέστη του ήλιου. Ποτέ δεν τον έπαιρνε ο ύπνος και το πιστόλι ήταν πάντα στα γόνατά του. Ο Μπατάρ το πρώτο πράγμα που έκανε κάθε μέρα ήταν να σιγουρεύεται πως το όπλο ήταν στο συνηθισμένο μέρος. Βλέποντάς το, ανασήκωνε το πάνω του χείλι σε ένδειξη ότι καταλάβαινε και ο Λεκλέρ ανασήκωνε και το δικό του σ’ ένα μειδίαμα ανταπόκρισης. Μια μέρα ο ιεραπόστολος παρατήρησε το συμβάν.
«Ο Θεός να μας φυλάει!» είπε. «Πραγματικά πιστεύω πως το ζωντανό καταλαβαίνει».
Ο Λεκλέρ έβγαλε ένα σιγανό γέλιο. «Πρόσεκε, mon pere. Ό, τι τα πω, αυτός ακούει και καταλαβαίνει».
Και προς επίρρωση των λεγομένων, ο Μπατάρ ανεπαίσθητα τσίτωσε το καλό του αυτί για να πιάσει τον ήχο της φωνής τους.
«Τα πω σκοτώσει».
Ο Μπατάρ έβγαλε ένα γρύλισμα βαθιά από το λαρύγγι του, ορθώνοντας ταυτόχρονα τις τρίχες του τραχήλου του, και όλοι του οι μύες τεντώθηκαν με προσμονή.
«Τα σηκώσω το όπλο τώρα, έτσι ντα». Και κάνοντας πράξη τα λόγια του, σκόπευσε τον Μπατάρ με το πιστόλι. Μ’ ένα μοναδικό πλαγιαστό άλμα ο Μπατάρ, προσγειώθηκε πίσω από τη γωνία της καλύβας κι εξαφανίστηκε.
«Θεέ μου!» συνέχισε να επαναλαμβάνει κατά διαστήματα ο ιεραπόστολος κι ο Λεκλέρ χαμογελούσε περήφανα.
«Μα γιατί δεν το σκάει;»
Ο Γάλλος ανασήκωσε τους ώμους με τον αδιάφορο τρόπο της φυλής του που σημαίνει οτιδήποτε από ολική άγνοια μέχρι πλήρη κατανόηση.
«Τότε γιατί δεν τον σκοτώνεις;»
Ξανά ο Λεκλέρ ανασήκωσε τους ώμους του.
«Mon pere», είπε μετά από μια σύντομη παύση. «Ντεν ήρτε ακόμη η ώρα. Είναι μεγκάλος ντιάβολός. Κάποια φορά τα τον τσακίσω, να έτσι, τα τον κάνω κομματάκια. Κάποια φορά. Μπον!»
Ήρθε μια μέρα που ο Λεκλέρ μάζεψε τα σκυλιά του και κατέβηκε με ποταμόπλοιο μέχρι το Φόρτι Μάιλ, κι από εκεί στο Πορκιουπάιν, όπου πήρε εξουσιοδότηση από την εταιρία Π. Σ. να πάει για μια εξερεύνηση το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου. Μετά ανέβηκε με καγιάκ τον ποταμό Κογιοκούκ μέχρι την έρημη Αρκτική Πόλη, και αργότερα, από καταυλισμό σε καταυλισμό, περιπλανήθηκε κατά μήκος του Γιούκον. Στους πολλούς αυτούς μήνες ο Μπατάρ δεν καλοπέρασε βέβαια. Υπέστη πολλά βασανιστήρια, ιδίως το βασανιστήριο της πείνας, της δίψας, της φωτιάς, και το χειρότερο απ’ όλα το βασανιστήριο της μουσικής.
Όπως όλοι οι σκύλοι, δεν του άρεσε καθόλου η μουσική. Του προξενούσε αβάσταχτο άγχος, κουρελιάζοντας κάθε του νεύρο, και ξεσκίζοντας κάθε ίνα της ύπαρξής του. Τον έκανε να ουρλιάζει μακρόσυρτα σαν λύκος, όπως όταν οι λύκοι ουρλιάζουν πένθιμα ατενίζοντας τα άστρα τις παγωμένες νύχτες. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ήταν η μόνη του αδυναμία στην αντιπαράθεση με τον Λεκλέρ, και αυτή ήταν η ντροπή του. Από την άλλη μεριά, ο Λεκλέρ αγαπούσε με πάθος τη μουσική – με τον ίδιο τρόπο που αγαπούσε το δυνατό ποτό. Κι όταν η ψυχή του λαχταρούσε να εκφραστεί, συνήθως εκφραζόταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ή και με τους δυο συγχρόνως. Κι όταν είχε πιει, με το μυαλό του σε ρυθμό μιας μη τραγουδισμένης μελωδίας, και με τον διάβολο μέσα του να τον ξεσηκώνει ανεξέλεγκτα, η ψυχή του έβρισκε διέξοδο στο να βασανίζει τον Μπατάρ.
«Τώρα τα έκουμε λίγκη μυζίκ», έλεγε. «Ε; τι λες, Μπατάρ;»
«Είχε μόνο μια παλιά και στραπατσαρισμένη κοντσερτίνα, που φύλαγε στοργικά και υπομονετικά επισκεύαζε. Αλλά δεν ήθελε να διαθέσει λεφτά ν’ αγοράσει άλλη, και από τις ασημένιες της χορδές έβγαζε αλλόκοτες και απόκοσμες μελωδίες που ποτέ πριν δεν είχε ακούσει ανθρώπου αυτί. Τότε ο Μπατάρ, άλαλος, με σφιγμένα δόντια, οπισθοχωρούσε σιγά – σιγά στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της καλύβας. Και ο Λεκλέρ, κρατώντας ένα χοντρό ρόπαλο κάτω από τη μασχάλη, ακολουθούσε το ζώο, εκατοστό με εκατοστό, βήμα – βήμα, μέχρι που το κακόμοιρο δεν είχε πουθενά αλλού να καταφύγει.
Στην αρχή ο Μπατάρ μαζευόταν στο πιο μικρό μέρος που μπορούσε, έρποντας απελπισμένα πάνω στο πάτωμα, και καθώς η μουσική τον πλησίαζε όλο και πιο κοντά, αναγκαζόταν να σηκώνεται με την πλάτη του σφηνωμένη ανάμεσα στα κούτσουρα του τοίχου και να κουνά τα μπροστινά του πόδια σαν βεντάλια λες και ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να απαλλαχτεί από τα απανωτά κύματα του ήχου. Συνέχιζε να σφίγγει τα δόντια του, αλλά οι δυνατές μυϊκές συσπάσεις έπλητταν ολόκληρο το κορμί του, και τον έκαναν με παράξενο τρόπο να συσπάται και να τινάζεται μέχρι που τελικά να τρέμει με σπασμούς σ’ ένα σιωπηρό βασανιστήριο. Καθώς έχανε τον έλεγχό του, τα σαγόνια του άνοιγαν σπασμωδικά, και βαθιές λαρυγγικές δονήσεις έβγαιναν από το στόμα του, τόσο χαμηλές που δεν μπορούσε να τις συλλάβει ανθρώπινο αυτί. Και τότε τα ρουθούνια του φούσκωναν, τα μάτια του διαστέλλονταν, οι τρίχες του ορθώνονταν με μια ανήμπορη λύσσα και έβγαζε το μακρόσυρτο λυκίσιο ουρλιαχτό. Τούτο έβγαινε με μια ψευδίζουσα ορμή που κατέληγε σε έναν δυνατό σπαρακτικό σκούξιμο και σταδιακά έσβηνε σε μια θλιβερή δίεση – και αμέσως μετά, οκτάβα με οκτάβα, ανέβαινε ξανά σ’ έναν σπαραγμό καρδιάς, δίνοντας διέξοδο στην απέραντη θλίψη και δυστυχία, για να εξασθενίσει πάλι, να ξεθωριάσει, να πέσει και τελικά σιγά – σιγά να σβήσει.
Η σκηνή λες κι ήταν παρμένη από την Κόλαση. Και ο Λεκλέρ με σατανική γνώση έδειχνε να μαντεύει κάθε ειδικό νεύρο και φύλλο της καρδιάς του ζώου, και Μπατάρ με μακρόσυρτα σκουξίματα, τρέμουλα και λυγμικά μινόρε έδινε διέξοδο και στο τελευταίο σπάραγμα της λύπης του. Ήταν πράγματι φρικτό, και για ένα εικοσιτετράωρο μετά, ο Μπατάρ ήταν νευρικός και αποσυντονισμένος, ν’ αναπηδά στον παραμικρό ήχο, να φοβάται την ίδια του τη σκιά, αλλά παρόλα αυτά να μη χάνει τον έλεγχο στα σκυλιά της ομάδας του. Ούτε έδειχνε σημάδια χαμηλού ηθικού. Μάλλον γινόταν όλο και πιο βλοσυρός και επιφυλακτικός, περιμένοντας να έρθει η ώρα της εκδίκησης με μια ανεξιχνίαστη υπομονή που άρχισε να προβληματίζει και ν’ ανησυχεί και τον ίδιο τον Λεκλέρ. Ο σκύλος ξάπλωνε κάτω από το φως ακίνητος επί ώρες ατενίζοντας μπροστά του ίσια τον Λεκλέρ και δείχνοντας το μίσος του στα πικρόχολα μάτια του.
Συχνά ό άντρας ένιωθε πως είχε βρεθεί αντιμέτωπος με την ίδια ουσία της ζωής – την αδάμαστη ουσία που κάνει το γεράκι να πέφτει σαν φτερωτή βολίδα από τον ουρανό, που ωθεί τις μεγάλες γκρίζες χήνες να μεταναστεύουν από ζώνη σε ζώνη, που δίνει το ορμέφυτο στους νεογέννητους σολομούς να εκτοξεύονται δυο χιλιάδες μίλια ενάντια στα αφρισμένα νερά του Γιούκον. Σε τέτοιες στιγμές ο Λεκλέρ ένιωθε την ανάγκη να εκφράσει τη δική του ακατανίκητη ουσία. Και με δυνατό ποτό, άγρια μουσική, και με θύμα τον Μπατάρ, παραδινόταν σε πρωτοφανή όργια, όπου με την ασήμαντή του δύναμη τα έβαζε με την ουσία των πραγμάτων και προκαλούσε όλα όσα υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν.
«Κάτι υπάρκει εκεί», είπε με βεβαιότητα όταν οι ρυθμικές ιδιοτροπίες του μυαλού του άγγιξαν τις κρυφές χορδές της ύπαρξης του Μπατάρ κάνοντάς τον να βγάλει εκείνο το μακρόσυρτο, πένθιμο ουρλιαχτό. «Α! τα σου το βγκάλω με τα ντυο μου κέρια, να έτσι. Χα, χα! Τι αστείο. Είναι πολύ αστείο! Ο παπάς ψέλνει, οι γκυναίκες προσεύκονται, οι άντρες βλαστημούν, τα πουλάκια κελαηντούν, τσίου, τσίου και ο Μπατάρ κάνει ου!ου! όλα είναι το ίντιο. Χα! Χα!»
Ο πατήρ Γκοτιέ, άξιος ιερωμένος, τον επέπληξε με συγκεκριμένα παραδείγματα αιώνιας τιμωρίας.
«Μπορεί να είναι κι έτσι, mon pere”, είχε έτοιμη την απάντηση. «Κι εγκώ πιστεύω πως τα πάω στην κόλαση γκρήγκορα όπως η μαγκούτα μέσα από τη φωτιά, ε,  mon pere;» Αλλά μετά απ’ αυτή την απάντηση ποτέ δεν τον επέπληξε ξανά.
Αλλά όλα τα κακά, όπως και τα καλά, έχουν ένα τέλος, έτσι κι με τον Μπλακ Λεκλέρ. Με την άμπωτη του καλοκαιριού, έφυγε από το Μακντάγκαλ μ’ ένα καγιάκ με προορισμό το Σανράιζ. Έφυγε με συντροφιά τον Τίμοθι Μπράουν κι έφτασε στο Σανράιζ μόνος του. Επιπλέον, ήταν γνωστό σ’ όλους ότι είχαν φιλονικήσει λίγο πριν φύγουν.
Το Λίζι, ένα ατμοκίνητο ποταμόπλοιο, χωρητικότητας δέκα τόνων, ξεκινώντας ασθμαίνοντας εικοσιτέσσερις ώρες μετά τους δυο ταξιδιώτες, πρόφτασε τον Λεκλέρ σε τρεις μέρες. Και όταν αυτός επιβιβάστηκε, έφερε ένα διαμπερές τραύμα από σφαίρα στον ώμο του με την εξήγηση πως τους είχαν στήσει ενέδρα για να τους σκοτώσουν.
*
Στο Σανράιζ είχαν βρει φλέβα χρυσού και τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Με την εισροή αρκετών εκατοντάδων χρυσοθήρων, με το εμπόριο ουίσκι και με καμιά δεκαριά εξοπλισμένους χαρτοπαίκτες, ο ιεραπόστολος είδε το μόχθο ετών να φέρει στο σωστό δρόμο τους ινδιάνους να εξανεμίζεται. Όταν οι ινδιάνες άρχισαν να απασχολούνται με το να μαγειρεύουν φασόλια και να ανάβουν φωτιά για τους εργένηδες χρυσωρύχους, και οι άντρες τους ν’ ανταλλάσσουν τις ζεστές τους γούνες με μαύρα μπουκάλια και σπασμένα ρολόγια, έπεσε άρρωστος λέγοντας «Θεός να με σχωρέσει», και αναχώρησε για να δώσει τον τελικό του απολογισμό στον Κύριό του μέσα σ’ ένα άτεχνα πελεκημένο μακρουλό, ξύλινο κιβώτιο. Και χωρίς να χάσουν καιρό οι χαρτοπαίκτες κουβάλησαν τη ρουλέτα και τα τραπέζια για το πόκερ, μπακαρά και άλλα τυχερά παιχνίδια κατευθείαν στην ιεραποστολή, όπου το κροτάλισμα από τις μάρκες και το τσούγκρισμα των ποτηριών έδινε και έπαιρνε από το σούρουπο μέχρι την αυγή, και αντιστρόφως.
*
Εντωμεταξύ, ο Τίμοθι Μπράουν ήταν πολύ αγαπητός στον κύκλο των τυχοδιωκτών του Βορρά. Το μόνο του ελάττωμα ήταν ότι ήταν οξύθυμος και έτοιμος για καβγά – μικρό το κακό όμως, γιατί είχε καρδιά μάλαμα και δεν κρατούσε κακία, πράγμα που τον εξιλέωνε. Από την άλλη μεριά, δεν υπήρχε τίποτε καλό για να εξιλεώσει τον Μπλακ Λεκλέρ. Ο Λεκλέρ ήταν μαύρος στην ψυχή, όπως καταμαρτυρούσε κάθε πράξη του που μπορούσε κανείς να θυμηθεί, και όλοι τον μισούσαν τόσο όσο αγαπούσαν τον Τίμοθι Μπράουν. Οι άνθρωποι, λοιπόν, του Σανράιζ του έβαλαν μια αντισηπτική γάζα στην πληγή του και τον έφεραν ενώπιον του Δικαστή Λύντς.
Η εκδίκαση ήταν μια απλή υπόθεση. Είχε τσακωθεί με τον Τίμοθι Μπράουν στο Μακντάγκαλ. Έφυγε από το Μακντάγκαλ μαζί του. Έφτασε στο Σανράιζ χωρίς τον Τίμοθι Μπράουν. Θεωρούμενος υπό το φως της φαυλότητάς του, το ομόφωνο συμπέρασμα ήταν πως αυτός είχε σκοτώσει τον Τίμοθι Μπράουν. Όμως ο Λεκλέρ παραδέχτηκε πως όλα έδειχναν να τον επιβαρύνουν, αλλά αντέκρουσε το συμπέρασμά τους, δίνοντας τη δική του εξήγηση. Είκοσι μίλια μακριά από το Σανράιζ αυτός και ο Τιμοθι Μπράουν διεύθυναν με το μακρύ κοντάρι το καγιάκ τους κατά μήκος της βραχώδους όχθης του ποταμού. Τότε από την όχθη δέχτηκαν δύο πυροβολισμούς. Ο Τίμοθι Μπράουν έγειρε προς τα μπρος κι έπεσε στο νερό που αμέσως έγινε κατακόκκινο, κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδε τον Τίμοθι Μπράουν. Ο Λεκλέρ έπεσε στον πάτο της βάρκας μ’ ένα τσούξιμο στον ώμο. Έμενε εντελώς ακίνητος κρυφοκοιτάζοντας προς την όχθη. Μετά από λίγο δύο Ινδιάνοι έβγαλαν τα κεφάλια τους από τα βράχια και κατέβηκαν μέχρι την άκρη του νερού κουβαλώντας ανάμεσά τους ένα κανό. Καθώς έριξαν το κανό στο νερό και μπήκαν μέσα του, ο Λεκλέρ τους πυροβόλησε. Πέτυχε τον έναν, που έπεσε στο νερό όπως κι ο Τίμοθι Μπράουν. Ο άλλος έπεσε στον πάτο του κανό, και τα δυο πλεούμενα παρασύρθηκαν προς τα πίσω από το ρεύμα με τους δυο άντρες ν’ ανταλλάσσουν πυρά. Μετά κόλλησαν σ’ ένα διχαλωτό ρεύμα γύρω από μια νησίδα, όπου το κανό πέρασε από τη μια μεριά και η βάρκα του Λεκλέρ παρασύρθηκε από την άλλη. Δεν ξαναείδε το κανό, κι έτσι ήρθε στο Σανράιζ. Ναι, από τον τρόπο που ο Ινδιάνος έπεσε από το κανό, ήταν σίγουρος πως τον πέτυχε. Αυτό ήταν όλο. Αλλά αυτή η εξήγηση δεν κρίθηκε επαρκής. Του έδωσαν δέκα ώρες χάρη ενώ το Λίζι κατέβαινε το ποτάμι για να εξιχνιάσει την υπόθεση. Μετά από δέκα ώρες, το ποταμόπλοιο ανέβηκε αγκομαχώντας πίσω στο Σανράιζ. Δε βρήκε τίποτε. Ούτε στις όχθες βρέθηκαν στοιχεία που θα επικουρούσαν την κατάθεση του Λεκλέρ. Τότε του είπαν να κάνει τη διαθήκη του, διότι ήταν κάτοχος δικαιωμάτων εξόρυξης στο Σανράιζ πενήντα χιλιάδων δολαρίων, και οι κάτοικοί του ήταν νομοταγείς όπως ήταν και εκτελεστές της δικαιοσύνης.
Ο Λεκλέρ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Τέλω ένα πράγκμα», είπε. «Λίγκη, πώς το λέτε, χάρη – ναι, μια μικρή χάρη. Αφήνω τα πενήντα χιλιάντες ντολέρ στην Εκκλησία. Αφήνω το χάσκι μου, τον Μπατάρ, στον ντιάβολο. Τώρα η μικρή χάρη; Πρώτα κρεμάστε αυτόν, και μετά εμένα. Εντάξει, ε;»
Συμφώνησαν πως ήταν εντάξει. Το Γέννημα της Κολάσεως να ανοίξει δρόμο για το αφεντικό του πέρα από το τελικό διάσελο. Και μετά την ετυμηγορία το δικαστήριο διέκοψε την διαδικασία και κατευθύνθηκαν όλοι προς την όχθη του ποταμού, όπου υπήρχε ένα μοναδικό έλατο. Ο Σλακγουότερ Τσάρλι έδεσε τον κόμπο του δημίου στην άκρη ενός σχοινιού τροχαλίας και πέρασε τη θηλιά πάνω από το κεφάλι του Λεκλέρ, σφίγγοντάς της  γερά γύρω από τον λαιμό του. Τα χέρια του Λεκλέρ ήταν δεμένα πισθάγκωνα και τον βοήθησαν ν’ ανέβει πάνω σ’ ένα κασόνι. Κατόπιν το άλλο άκρο του σχοινιού το πέρασαν πάνω από ένα κλαδί, το τέντωσαν καλά στερεώνοντάς το. Μ’ ένα λάκτισμα στο κασόνι, θα τον άφηναν να ταλαντεύεται κρεμασμένος στον αέρα.
«Η σειρά του σκυλιού τώρα», είπε ο Γουέμπστερ Σο, που ήταν κάποτε μηχανικός εξόρυξης. «Θα πρέπει να το δέσεις, Σλακγουότερ».
Στο πρόσωπο του Λεκλέρ ζωγραφίστηκε ένα σαρκαστικό μειδίαμα. Ο Σλακγουότερ, έβαλε ένα κομμάτι ταμπάκου στο στόμα του, έφτιαξε ένα λάσο, και άρχισε να το κουλουριάζει λίγες φορές στο χέρι του. Στάθηκε μια με δυο φορές να διώξει τα ενοχλητικά κουνούπια από το πρόσωπό του. Όλοι ήταν απασχολημένοι να διώχνουν τα κουνούπια εκτός από τον Λεκλέρ, που γύρω από το κεφάλι του ήταν ορατό ένα μικρό νέφος απ’ αυτά. Ακόμη κι ο Μπατάρ, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς πάνω στο έδαφος έδιωχνε κι αυτός τα ενοχλητικά έντομα από το στόμα και τα μάτια του με τα δυο του μπροστινά πόδια.
Αλλά ενώ ο Σλακγουότερ περίμενε να σηκώσει το κεφάλι του ο Μπατάρ,  ο αέρας έφερε από μακριά μια  φωνή μέσα στην ησυχία. Ένας άντρας φάνηκε να κουνά βίαια τα χέρια του και να τρέχει από το Σανράιζ διασχίζοντας το πλάτωμα.
«Σ-σταματήστε την εκτέλεση, παιδιά», είπε αγκομαχώντας καθώς ερχόταν ανάμεσά τους.
«Μόλις έφτασαν το Σάντι και το Μπερναντότ», τους εξήγησε μόλις ανάκτησε την αναπνοή του. «Έκοψαν δρόμο και άραξαν λίγο πιο κάτω. Έχουν και τον Κάστορα μαζί τους. Τον μάζεψαν με το κανό του. Είχε κολλήσει σ’ ένα ρηχό πέρασμα, με μερικά τραύματα από σφαίρες στο σώμα του. Ο άλλος κιτρινιάρης ήταν ο Κλοκ Κούτς, εκείνος που ξεπάστρεψε την κυρά του και το έσκασε».
«Ε; Εγκώ τι έλεγκα;» φώναξε ο Λεκλέρ θριαμβευτικά. «Εκείνος ήταν! Ξέρω. Λέω αλήτεια».
«Το θέμα είναι τώρα να μάθουμε σ’ αυτούς τους αγρίους μερικούς καλούς τρόπους», είπε ο Γουέμπστερ Σο. «Τρώνε και παχαίνουν και γίνονται αυθάδεις, γιατί έχουν καβαλήσει το καλάμι και πρέπει να τους κατεβάσουμε. Μαζέψτε όλους τους κιτρινιάρηδες και φέρτε τους μπροστά από τον Κάστορα να δουν και να παραδειγματιστούν. Το πλάνο λοιπόν είναι να πάμε να δούμε τι έχει να μας πει ο Κάστορας για τον εαυτό του».
«Έι, μεσιέ!», φώναξε ο Λεκλέρ καθώς το πλήθος άρχισε να διαλύεται μέσα στο μισόφωτο κατευθυνόμενο προς το Σανράιζ. «Πολύ τα ήτελα κι εγκώ να ντω το τέαμα».
«Ω, εσένα θα σε λύσουμε όταν γυρίσουμε», φώναξε ο Γουέμπστερ Σο, κάνοντας πίσω το κεφάλι του. «Εντωμεταξύ, συλλογίσου τις αμαρτίες σου και τις βουλές της Θείας Πρόνοιας. Θα σου κάνει καλό, γι’ αυτό να ευγνωμονείς τον Θεό».
Και όπως είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι που έχουν μάθει σε μεγάλους κινδύνους, που τα νεύρα τους είναι υγιή κι έχουν εκπαιδευτεί να υπομένουν, έτσι ήταν κι ο Λεκλέρ που αμέσως συμβιβάστηκε να περιμένει όσο κι αν αργούσαν – δηλαδή το μυαλό του συμφιλιώθηκε με μια ενδεχόμενη πολύωρη αναμονή. Το σώμα του όμως δεν μπορούσε να χαλαρώσει, γιατί το τεντωμένο σχοινί τον ανάγκαζε να στέκεται άκαμπτα ολόρθος. Η παραμικρή χαλάρωση των μυών των κάτω άκρων του θα πίεζαν την τραχιά θηλιά γύρω από τον λαιμό του κόβοντας την ανάσα του. Από την άλλη πάλι, η όρθια στάση του προξενούσε φοβερό πόνο στον πληγωμένο του ώμο. Προεξέτεινε το κάτω του χείλι και βγάζοντας τον αέρα από τα πνευμόνια του τον φύσηξε προς τα πάνω στο πρόσωπό του για να διώξει τα κουνούπια από τα μάτια του. Δεν παραπονιόταν όμως. Θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Το να γλιτώσεις από τα σαγόνια του χάρου άξιζε μια μικρή σωματική ταλαιπωρία. Κρίμα μόνο που θα έχανε τον απαγχονισμό του Κάστορα.
Όλα αυτά συλλογιζόταν μέχρι που τα μάτια του έπεσαν τυχαίως στον Μπατάρ, ο οποίος, έχοντας το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια και ξαπλωμένος πάνω στο έδαφος, κοιμόταν μακαρίως. Και τότε ξαφνικά ο Λεκλέρ σταμάτησε τους συλλογισμούς του. Άρχισε να παρατηρεί προσεκτικά το ζώο, προσπαθώντας μαντέψει αν κοιμόταν στ’ αλήθεια ή υποκρινόταν. Ο Μπατάρ έδειχνε να κινεί τα πλευρά του ανασαίνοντας κανονικά, αλλά ο Λεκλέρ είχε την εντύπωση πως ο σκύλος ανάσαινε μια ιδέα πιο γρήγορα απ’ το συνηθισμένο. Επίσης ένιωσε πως η κάθε τρίχα του έδειχνε μια ετοιμότητα και εγρήγορση, πράγμα που διέψευδε έναν αδέσμευτο ύπνο. Θα έδινε ευχαρίστως τα δικαιώματά του εξόρυξης που είχε για να επιβεβαιωθεί αν ο σκύλος δεν ήταν ξυπνητός. Μια φορά που έτριξαν οι αρθρώσεις του, κοίταξε ένοχα να δει μήπως ξύπνησε τον Μπατάρ. Εκείνη τη στιγμή δεν ξύπνησε, αλλά λίγα λεπτά αργότερα ο Μπατάρ σηκώθηκε με την άνεσή του, τεντώθηκε και κοίταξε γύρω του προσεκτικά.
«Sacredam», μουρμούρισε ο Λεκλέρ σιγανά.
Αφού σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν τον έβλεπε κι ούτε τον άκουγε, ο Μπατάρ πήρε καθιστική θέση, ανασήκωσε το πάνω του χείλι λες και χαμογελούσε, κοίταξε τον Λεκλέρ και ξερογλείφτηκε.
«Α, βλέπω το τέλος μου», είπε ο άντρας με σαρδόνιο γέλιο.
Ο Μπατάρ τον πλησίασε, με το παράλυτο αυτί να ταλαντεύεται και με το καλό τσιτωμένο προς τα μπρος με μια διαβολική επίγνωση. Έριξε το κεφάλι του προς τα πλάγια με αινιγματικό τρόπο και προχώρησε όλο νάζι με παιχνιδιάρικο βήμα. Άρχισε να τρίβει το κορμί του απαλά πάνω στο κασόνι μέχρι που τούτο άρχισε στην αρχή να κουνιέται και βαθμηδόν να κλονίζεται. Ο Λεκλέρ άρχισε κι αυτός να τραμπαλίζεται προσεκτικά για να διατηρήσει την ισορροπία του.
«Μπατάρ», είπε ήρεμα, «Πρόσεξε, τα σε σκοτώσω».
Στο άκουσμα της λέξης ο Μπατάρ του έδειξε τα δόντια του και κούνησε το κασόνι με μεγαλύτερη δύναμη. Κατόπιν σηκώθηκε στα πίσω του πόδια και με τα μπροστινά του έριξε όλο του το βάρος ψηλότερα πάνω στο κασόνι. Ο Λεκλέρ κλώτσησε προς τα έξω με το ένα του πόδι αλλά το σχοινί τον έσφιξε περισσότερο στο λαιμό και παρά λίγο να χάσει την ισορροπία του.
«Αϊ για! Ουστ! Βρε!» ούρλιαξε.
Ο Μπατάρ οπισθοχώρησε καμιά εικοσαριά βήματα με μια σατανική ελαφρότητα στην συμπεριφορά του που ο Λεκλέρ δεν μπορούσε να παραβλέψει. Θυμήθηκε τον τρόπο που το σκυλί έσπαζε το λεπτό στρώμα πάγου σ’ έναν νερόλακκο σηκώνοντας το σώμα του στηριζόμενο στα πίσω του πόδια και ρίχνοντας το βάρος του πάνω στον πάγο. Και με τη θύμηση αυτή, καταλάβαινε καλά τι είχε στο μυαλό του το σατανικό σκυλί. Ο Μπατάρ έριξε μια ματιά γύρω του και στάθηκε. Έδειξε τα άσπρα του δόντια σ’ ένα απαίσιο μειδίαμα, στο οποίο ανταποκρίθηκε κι ο Λεκλέρ. Και κατόπιν, μ’ όλη του τη δύναμη, εκσφενδόνισε το σώμα του, πετώντας κυριολεκτικά, κατευθείαν πάνω στο κασόνι.
Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, επιστρέφοντας ο Σλακγουότερ Τσάρλι και ο Γουέμπστερ Σο, αντίκρισαν ένα αποτρόπαιο εκκρεμές να ταλαντεύεται πέρα δώθε στο μισόφωτο. Καθώς πλησίασαν βιαστικά, διέκριναν το άψυχο κορμί του άντρα, κι ένα ζωντανό πράγμα γαντζωμένο πάνω του, να το κουνάει και να το δαγκώνει, προκαλώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ταλάντευση.
«Χάι για! Ούστ! Γέννημα του Σατανά!» φώναξε ο Γουέμπστερ Σο.
Αλλά ο Μπατάρ τον αγριοκοίταξε και γρύλισε απειλητικά χωρίς να χαλαρώσει τα σαγόνια του από τον κρεμασμένο.
Ο Σλακγουότερ Τσάρλι έβγαλε το περίστροφό του, και με τρεμάμενο χέρι, σαν να τον είχε πιάσει ρίγος, ψαχούλευε να βρει τη σκανδάλη.
«Να, κάντο εσύ», είπε δίνοντας το όπλο στον άλλον.
Ο Γουέμπστερ Σο, μ’ ένα σύντομο γέλιο, στόχευσε ανάμεσα να φλογισμένα μάτια του ζώου και πάτησε τη σκανδάλη. Το κορμί του Μπατάρ τινάχτηκε προς τα πίσω, έπεσε στο έδαφος, σπάραξε σπασμωδικά για μια στιγμή, και κατόπιν χαλάρωσε. Όμως τα δόντια του συνέχισαν να είναι σφιγμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: