Πέμπτη, Ιανουαρίου 14, 2016

 

Βιβλία στο προσκέφαλο

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις  
Εφημερίδα των Συντακτών, 13.01.2016,

"Συγγραφέας έγινα από το «Κάστρο» του Κρόνιν"

Φαίδωνας Ταμβακάκης  
Ο Φαίδωνας Ταμβακάκης

Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Βραβευμένος πρόσφατα για το τελευταίο του βιβλίο από την Ακαδημία Αθηνών, ο Φαίδων Ταμβακάκης σκιαγραφεί παιδιόθεν την έλξη του από την περιπετειώδη αφήγηση, αλλά και τη μετέπειτα γαλούχησή του στην αγγλόφωνη λογοτεχνία, από τους βικτοριανούς κι εντεύθεν.
Διαβάζοντας αναδρομικά τα βιβλία νεοελληνικής μαθητείας και αποφεύγοντας τα προβεβλημένα του καιρού του ο οικονομολόγος, ιστιοπλόος, μεταφραστής και πεζογράφος σμιλεύει το αναγνωστικό του πρόσωπο (άρα κι αυτό της γραφής) μέσα από μια ερεθιστική βιβλιοθήκη.
❖❖❖❖❖
Ξεκίνησαν όλα με δίσκους, το «Νησί των Πειρατών» κι ο «Πέτρος πάει παντού», που από την επανάληψη τα θυμάμαι ακόμα. Παρότι το σπίτι ήταν πάντα γεμάτο βιβλία, τα περισσότερα πανόδετα στο ίδιο χρώμα ανάλογα με το θέμα, και τα πιο πολλά στα γαλλικά, τα άνοιγα κυρίως για να τα μυρίζω, ώσπου να μπουχτίσω τα κόμικς και να αρχίσω τα αστυνομικά.
Το πρώτο βιβλίο, μεγαλίστικο, που μάλιστα με έκανε για πρώτη φορά να σκεφτώ το ενδεχόμενο να γίνω συγγραφέας, ήταν το «Κάστρο» του Κρόνιν. Είχα φτάσει τα δεκατρία χρόνια κι ένιωσα αίφνης ότι ποτέ δεν θα προλάβω να διαβάσω όλα τα βιβλία του σπιτιού.
Με μέθοδο και με σύστημα καρτέλας, πάλευα, με αντίπαλο το σχολείο, να ξεπεράσω τα πενήντα, κι έπειτα τα εκατό βιβλία τον χρόνο. Συνέπεσε λίγο αργότερα και η Μεταπολίτευση και η γνωριμία μου με το υπόγειο του Κώστα Νικολάκη που ανέλαβε να με κατευθύνει και να με τροφοδοτεί με όσα έπρεπε να διαβάσω, κλασικούς σε μετάφραση, τους πρώην απαγορευμένους Λουντέμη, Χατζή, Ρίτσο, Καζαντζάκη, Βασιλικό, τα πολιτικά και φιλοσοφικά «πρέπει» του νέου αριστερού.
Βιβλία στο προσκέφαλο
Το σχολείο έπαιξε καθοριστικό ρόλο ώστε στην εφηβεία να μην απολαύσω Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, δημοτική ποίηση, Ηρόδοτο και Θουκυδίδη. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν τη γλίτωσαν, αλλά ήταν πολύ νωρίς για να καταλάβω τι διάβαζα. Αντίθετα, χαρά πήρα με τους τραγικούς και κωμωδιογράφους. Ειδική μνεία πρέπει να κάνω στους τόμους του «Θεάτρου» που είχε συλλέξει η μητέρα μου, και με τους οποίους πέρασα ευτυχισμένες στιγμές με τον Τένεσι Ουίλιαμς, τον Ιψεν, τον Πίντερ και τον Μπέκετ, αλλά και τους Ελληνες του Κουν. Πόσο γέρασαν κάποιοι από αυτούς αλήθεια.
Τους Ρώσους τούς γνώρισα από τον Αρη Αλεξάνδρου, αλλά το «Κιβώτιό» του χρειάστηκαν χρόνια για να το διαβάσω, παρά τη γενική αποδοχή από τους άξιους του σιναφιού. Φοιτητής, και λόγω σπουδών, έπεσα με τα μούτρα στους αγγλόφωνους, σπούδαζα αγγλική φιλολογία, όμως την απόλαυση έπαιρνα από τους εστέτ, Ουάιλντ, Πέιτερ, Ουισμάνς, αλλά και τον Κόνραντ, τον Χένρι Τζέιμς και λιγότερο τους πρωτομάστορες του 18ου ή τους βικτοριανούς τεχνίτες.
Κρύβει σοφία το να διδάσκονται στη λάθος ηλικία τα σπουδαία κείμενα. Ο μαθητής τα προσπερνά και όταν έρθει η στιγμή που θα είναι έτοιμος, θα ξέρει το μονοπάτι να τα ξαναβρεί.
Τους σύγχρονους, ξένους και ελληνόφωνους, δεν έπαψα ποτέ να παρακολουθώ, συνήθως αποφεύγοντας τους προβεβλημένους κάθε εποχής. Οπως κάποιος προτιμά την ορχήστρα δωματίου σε μικρή αίθουσα σχολής, από τη συμφωνική σε Μέγαρο.
Ετσι δεν διάβασα την ώρα που μεσουρανούσαν ούτε τον Μίσσιο, ούτε τον Μπουκόφσκι, ούτε τη Γώγου, ούτε τη Σωτηρίου, ούτε τον Μάρκες και όποιον πιθανώς έτυχε να βρίσκεται στο στόμα και το προσκέφαλο της στιγμής. Με κάποιους γλέντησα αρκετά χρόνια αργότερα, με ίσως πιο χαρακτηριστική περίπτωση τον Τζον Φόουλς που βρέθηκα να μεταφράζω επί είκοσι χρόνια, η πιο μακρά μαθητεία και αναψυχή μέχρι σήμερα.
Οσο ο «Μάγος» και η «Ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου» ήταν μπεστ σέλερ, και χολιγουντιανές επιτυχίες, δεν συνέβη ούτε να τα ξεφυλλίσω. Ετυχε λίγο μετά να μου προτείνει ο ο εκδότης μου να μεταφράσω ένα έργο του και κατέληξα να μεταφράζω σχεδόν το σύνολο. Απόδειξη ότι και οι συμφωνικές δεν έχουν μόνο κοινό αλλά και χάρες για όλους.
Τελειώνοντας τις σπουδές είχα πλέον γίνει επισήμως γραφιάς, οπότε οι ανάγκες της δουλειάς καθόριζαν πιο συχνά τις επιλογές μου. Πέρασα χρόνια εντρυφώντας στο γαλλικό μπαρόκ (το βιβλίο είναι ακόμα στα σκαριά), στην Πολυνησία και τη μνημοτεχνική, στην Αφρική και τους εξερευνητές της (κι αυτό στα σκαριά), στις αφηγήσεις ναυτικών από όλες τις εποχές. Και βέβαια ως μεταφραστής πέρασα χρόνια με τον Φιτζέραλντ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον με τον Φόουλς.
Υπάρχει μια ιδιαίτερα ευάριθμη κατηγορία βιβλίων στο προσκέφαλό μου, διαρκώς. Εκείνη των δωρισμένων. Τα περισσότερα είναι δώρα από φίλους που εκτιμούν ότι θα μου αρέσουν, ορισμένα σταλμένα από τους ίδιους τους συγγραφείς ή ποιητές. Λίγα έχω διαβάσει, κι όχι γιατί δεν είναι αξιόλογα, ή δεν μου προκαλούν το ενδιαφέρον. Μάλλον γιατί ένα χορτάτο αιλουροειδές δεν θα σαλέψει για να φάει από λαιμαργία, αλλά θα πεταχτεί πάνω για το κυνήγι.
Πάντως την περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου κατέχουν τυχαίες ανακαλύψεις, που στη συνέχεια προσπαθώ να αναβιώσω: ο Ποταγός και τα ταξίδια του, ο μυστηριώδης Ζαχάροφ, ο δόκιμος Καλβοκορέσης, ο Τζορτζ του Ριτς, ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης και τα φίδια του, ο Γιόραν Σιλντ και η Ελλάδα του '50, ο Τομπάζης που είδε τον Γιέτι, ο Κίττο στα ελληνικά βουνά του μεσοπολέμου και πολλοί ακόμη που εύχομαι να ξαναβγούν στο φως. Κι όταν τα φέρνω στο κομοδίνο για να τα διαβάσω πριν κοιμηθώ, από αυτό το πλευρό κοιμάμαι.
Τελευταίο του βιβλίο είναι η νουβέλα «Η αναπαλαίωση» (εκδ. Εστία, 2015).

Δεν υπάρχουν σχόλια: