Τάσος Καλούτσας*
Αντίστροφη μέτρηση
Όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι και το πήρα απόφαση πως έπρεπε να χωρίσω ή τουλάχιστον να ζήσω για ένα διάστημα όπως ζουν οι χωρισμένοι, γνώρισα την Ανθή. Νοίκιαζε τότε μόνη της ένα διαμέρισμα, μικρό και άβολο, και τα πρωινά πήγαινε στις ανασκαφές. Τις νύχτες σκυμμένη πίσω από 'να βουνό βιβλία, ξεκομμένη από τις παρέες της και καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα, ετοίμαζε τη μεταπτυχιακή εργασία της, με θέμα τη θέση των γυναικών στο προϊστορικό Αιγαίο.
Συνήθως αράζαμε στον καναπέ, στο καθιστικό, ακούγοντας απαλή μουσική απ' το κασετόφωνο. Σ' αυτό το σπίτι πάντως, όσο γινόταν στενότερη η σχέση μας, φοβόταν όλο και περισσότερο ν' ανεβαίνει μονάχη της τα μεσάνυχτα, διασχίζοντας τον έρημο διάδρομο και την κατασκότεινη στριφτή σκάλα. Έλεγε πως μπορούσε να της είχε στήσει καρτέρι κάποιος «δολοφόνος». Μια βραδιά μάλιστα αργότερα θα την ονόμαζα «βραδιά των αποκαλύψεων» μετά από ένα «ψυχολογικό θρίλερ» που είχαμε δει στον κινηματογράφο, την είδα να κοντοστέκεται σχεδόν τρομοκρατημένη. Στο τέλος ανεβήκαμε πάνω μαζί. Και την επομένη, για καλό και για κακό, της αγόρασα ένα σύρτη και τον πέρασα στην πόρτα της.
Άλλες φορές όμως φερόταν με τόση αποκοτιά, που δεν την αναγνώριζα. Όπως εκείνο το απόγευμα που πήγε να τα βάλει μ' ένα τσούρμο μοτοσυκλετιστές και με το ζόρι τη συγκράτησα. Οι τύποι θα πρέπει να κάνανε προπόνηση για αγώνες όρμησαν καταπάνω μας σαν ξεφρενιασμένοι και μας λαχτάρισαν, περνώντας ξυστά απ' τα μαρμαρωμένα σώματά μας, καθώς ανηφορίζαμε σε μια υπερυψωμένη τούμπα, κοντά στην ακρογιαλιά. Πηγαίναμε εκεί επειδή ήταν απόμερα, κι η Ανθή έσκυβε κάθε τόσο χαρούμενη να μαζέψει ένα λαμπυριστό χοχλάδι ή βότσαλο· ή μου εξηγούσε πως «άλλα είνα τα όστρεα και άλλα τα όστρακα». Γυρίσαμε στο σπίτι της συγχυσμένοι, με τα μούτρα κατεβασμένα. «Μη χολοσκάς!» έκανε η Ανθή, βρίσκοντας ξαφνικά το κέφι της και πατώντας το κουμπί απ' το κασετόφωνο. «Χόρεψέ μου μια ζεμπεκιά!». Βάλθηκα να γυροφέρνω, αργοφτερουγίζοντας τους ώμους μου, σηκώθηκε κι αυτή, κόλλησε πάνω μου και μετά ριχτήκαμε χαλαρωμένοι στο κρεβάτι.
Κάπως έτσι περνούσαμε από τη μια κατάσταση στην άλλη. Συχνά σκεφτόμουν πως η Ανθή αναζητούσε στον έρωτα ένα μπάλσαμο. Αλλά για ποια πληγή; Εξάλλου, εκείνη η ώρα την μεταμόρφωνε! Όταν πυρωνόταν, της άρεσε η δύναμη· αλλιώς δεν μπορούσε να φτάσει στην κορύφωση. Οι γυναίκες είναι βίαιες, μου τόνιζε, αναθεωρώντας, θαρρείς, μεμιάς τις απόψεις της για τα δύο φύλα. Θέλω να είσαι πολύ δυνατός μαζί μου, συνέχιζε με την ψιλή φωνούλα της, ενώ εγώ αναρωτιόμουν πώς μπορούσε να φωλιάζει στην ψυχή αυτού του λεπτεπίλεπτου πλάσματος κι η παραμικρή απαίτηση για σκληρότητα.
Κάποια στιγμή πάντως, εκείνο το βράδυ που ανεβήκαμε στο διαμέρισμά της μετά την ταινία, γύρισε και μου 'πε: «Δεν ξέρεις τίποτα για μένα», και φαινόταν πολύ μαγκωμένη. «Για μας...» πρόσθεσε, υπονοώντας ίσως ολόκληρη την οικογένειά της. Την πίεσα να μου πει τι ακριβώς εννοούσε, αλλά σώπαινε. «Δεν είναι αλήθεια όσα μου είπες για τους γονείς σου; Για τον αδερφό σου;» τη ρώτησα. Εξακολουθούσε να κρατάει κλειστό το στόμα της. «Τι συμβαίνει με τον αδερφό σου;» ξανάπα φυτιλιασμένος. «Σκότωσε κανένα; Είναι φυλακή; Μήπως δεν είναι καλά στην υγεία του;». Κούνησε αργά το κεφάλι της. «Όχι, τώρα είναι καλύτερα...». Με τα πολλά, κατάφερα να της πάρω κάποια λόγια. Ο αδερφός της, γεννημένος στον όγδοο μήνα του, είχε κάποιο κουσούρι δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον περνούσαν για «βλαμμένο»... Στο σχολείο αυτή έπρεπε να τον διαβάζει. Τι ταπεινώσεις, τι εξευτελισμοί από φίλους και συγγενείς, που ήθελαν ν' αποδείξουν ότι τα δικά τους παιδιά ήταν σαΐνια. Κι οι γονείς της την είχαν φορτώσει με ενοχές. Μεγάλωσε μ' ένα μίσος για τους δικούς της ανθρώπους. Ο ίδιος ο πατέρας της την κυνηγούσε κάποτε με το τσεκούρι, επειδή τάχα του αντιμίλησε. Και τώρα ακόμη, όταν πήγαινε στο σπίτι τους, παρ' όλο που έλεγε πως ήταν το «καμάρι» του, έκλαιγε καμιά φορά χωρίς σοβαρό λόγο, σα μικρό παιδί και δεν μπορούσε να τον βλέπει. Τους σιχάθηκε όλους, μαζί και τον αδερφό της. Πριν από μερικά χρόνια είχε δει έναν εφιάλτη, που ακόμα τον θυμόταν πολύ καθαρά: «Ήμουν στο χωριό και σηκώθηκα νύχτα να πάω στο καμπινέ. Στον ουρανό είχε φεγγάρι και το καμπινέ βρισκόταν έξω απ' το σπίτι. Κι όταν μπήκα μέσα, δεν υπήρχε εκεί λεκάνη, αλλά κάτι σα σκουριά ήταν στη θέση της, γεμάτο ακαθαρσίες και τότε εμφανίστηκε δίπλα μου ένα σκυλάκι που είχαμε παλιά. Κρατούσα ένα μεγάλο σπαθί και χρατς του πήρα μεμιάς το κεφάλι. Βγήκα με την αίσθηση πως είχα πάρει το κεφάλι του αδερφού μου, πήγα λίγο παραπέρα κι έκανα εμετό». Καταλάβαινα έτσι το πείσμα της να σπουδάσει, να πάρει υποτροφία, να φύγει μακριά.
Λίγο αργότερα ήρθαν κι οι αποκαλύψεις για τον πρώην φίλο της και το δεσμό τους που υπήρξε «θεάρεστος αλλά και καταστροφικός». «Αγάπησα έναν ψυχικά άρρωστο» μου εξομολογήθηκε, χώρια που ο τύπος είχε και σωματικά προβλήματα έπασχε από το στομάχι του. Αλλά το πιο σοβαρό ήταν που πάθαινε «απροσωποποίηση». Για να μου δώσει να καταλάβω τι εννοούσε, μου διηγήθηκε πως κάποτε, που κάθονταν σ' ένα μπαράκι, της είπε ξαφνικά πως έβλεπε να βγαίνει ένας δράκος απ' το απέναντι κάδρο... Τινάχτηκε σα σούστα, λέγοντας πως έπρεπε να φύγει. Συνάμα έβλεπε μια τρύπα στο πόδι της. Έπρεπε να πάει αμέσως, λέει, στα μνήματα, στον τάφο της μάνας του. Η μάνα του βέβαια ζούσε άλλες φορές τη λάτρευε και άλλες τη μισούσε απλώς με το μυαλό του εκείνη την ώρα την είχε σκοτώσει... Μόλις βγήκαν έξω εκείνη του κρατούσε το χέρι «κοίτα, μια τάφρος!» της λέει, εννοώντας το πεζοδρόμιο, κι αγαλμάτωσε. «Δηλαδή, ήταν τρελός;» την ρώτησα. «Όχι, απλά άρρωστος» μου απάντησε. Κι έκανε ψυχοθεραπεία. Όμως εκείνη τον είχε ερωτευτεί και τον βοηθούσε, όσο μπορούσε να το ξεπεράσει. Μόνο η Ανθή μπορούσε ν' αφοσιωθεί ολόψυχα σ' ένα τέτοιο άτομο. Παρ' όλα αυτά στο τέλος την πλήγωσε και τα τσουγκρίσανε. «Να φανταστείς δε θέλησε να μοιραστεί μαζί μου ούτε τη χαρά από την πρώτη επιτυχία που είχε στη δουλειά του!» στρίγκλισε, μη θέλοντας να συνεχίσει άλλο αυτή την κουβέντα και ξεφυσώντας τουλύπες καπνού απ' το στόμα της. Τη μάλωσα, δεν έπρεπε να καπνίζει τόσο. «Άσε με να καρκινιαστώ!» είπε. «Θέλω να πεθάνω νέα. Εξάλλου, είμαι μια ατάλαντη!». Σε λίγο ομολόγησε πόσο ένιωθε «αποτυχημένη», ενώ στ' αυτιά της βούιζαν πάντα τα λόγια των γονιών της: «Ούτε τέλειωσες ακόμη, ούτε λεφτά βγάζεις, ούτε παντρεύτηκες...». Γι' αυτό, πρόσθεσε, τον καιρό που τη γνώρισα, την βασάνιζαν μαύρες σκέψεις κι είχε τάσεις αυτοκτονίας.
Διψούσε ν' αγαπηθεί, αλλά όσα είχαν μεσολαβήσει την είχαν πείσει πως δε θα βρισκόταν ποτέ κανένας να την αγαπήσει, με τις ατέλειές της όπως ήταν πρόθυμη αυτή να κάνει με τους άλλους. «Κανείς δε μου είπε πως θα ήταν τόσο δύσκολο!». Χτύπησε μια φορά με θυμό τις γροθιές της στο μαξιλάρι. «Αλλά, φυσικά, καθέναν τον αγαπούν όσο του αξίζει...» συμπλήρωσε σιγανά, βάζοντάς τα πάλι με τον εαυτό της. Ένιωσα ενοχή γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ποτέ δεν της είχα ψιθυρίσει «σ' αγαπώ» ακόμα και στις πιο παθιασμένες στιγμές του έρωτά μας. Ενώ εκείνη επαναλάμβανε πολλές φορές, «μ' αγαπάς, μ' αγαπάς;», περιμένοντας θαρρείς με αγωνία ν' ακούσει την επιβεβαίωση από το στόμα μου. Δενόταν όμως η γλώσσα μου, δεν ξέρω γιατί· ίσως γιατί πίστευα πως η αγάπη είναι περισσότερο έργα, παρά λόγια. Ώσπου μια μέρα ξέσπασε: «Πες το μου, κι ας είναι ψέμα!» έκανε μ' ένα σπάσιμο στη φωνή της, κι ένιωσα την καρδιά μου να σκίζεται.
Κάποιο βράδυ που το κρύο είχε σφίξει, πήγαμε σ' ένα ταβερνάκι κι άρχισε να μου διηγείται, λίγο ταραγμένη, όσα συνέβησαν στην πρωινή ανασκαφή. Σ' ένα οικόπεδο, κοντά στην Έδεσσα, είχαν ανακαλύψει αρκετούς τάφους ένα χριστιανικό κοιμητήριο του τέταρτου ή πέμπτου αιώνα. Σ' έναν απ' αυτούς, ο σκελετός δεν ήταν εύκολο να εξακριβωθεί, μου 'πε, αν ανήκε σε άντρα ή γυναίκα, γιατί δε σωζόταν καλά η λεκάνη. Υπήρχε όμως κάτι άλλο σ' αυτόν, πολύ «επεισοδιακό»: Στο κρανίο βρέθηκαν μπηγμένα καρφιά, ένα στην οροφή, ένα πλάγια στα μάτια· καρφιά είχαν μπηχτεί ακόμα στην ωμοπλάτη, στον καρπό και χαμηλά στα πόδια του νεκρού. Αλλά και στα γεννητικά του όργανα. Οι ανασκαφείς έπιασαν μια συζήτηση, που εξελίχθηκε σε πραγματικό «θρίλερ»... Αν ήταν άντρας, κατέληξαν, τότε ίσως επρόκειτο για θάνατο από βασανιστήρια, πιθανόν να 'ταν νεκρός πολέμου. Αν ήταν γυναίκα, θα πρέπει να ήταν μοιχαλίδα. «Έτσι τιμωρούσαν οι χριστιανοί τους μοιχούς;» ρώτησα με σβησμένη φωνή, κι η Ανθή κούνησε το κεφάλι της. Εκείνο που τους έκανε όλους ν' ανατριχιάσουν, είπε και με κάρφωσε με το βλέμμα της, ήταν το σούβλισμα στα γεννητικά όργανα, ιδίως αν έγινε σ' έναν άντρα... Ζάρωσα τα φρύδια, με αποτροπιασμό.
Την άλλη μέρα έφυγε για λίγες μέρες στο χωριό της. Στο αχνισμένο τζάμι του τρένου, καθώς με αποχαιρετούσε, χάραξε την τελευταία λέξη: «σ' αγαπώ».
Στο λίγο διάστημα που έλειψε για τους ερωτευμένους, λένε, ένα ταξίδι χωρισμού είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί έκανα διάφορες σκέψεις για το «δεσμό» μας και με ζώσανε τα φίδια. Μήπως ήταν λάθος; Μήπως έπρεπε να σκεφτώ πιο λογικά; Τι γύρευα εγώ μ' αυτό το νέο κορίτσι, που μπήκε ξαφνικά στη ζωή μου κι εγώ στη δική του κι έβλεπα να δένεται τόσο μαζί μου; Είχα μετακομίσει στο σπιτάκι της μάνας μου, έξω απ' την πόλη, κι ένιωθα αξιολύπητος, καθώς τουρτούριζα τις νύχτες, προσπαθώντας να ζεσταθώ μ' ένα μικρό σώμα του καλοριφέρ. Στο διαμέρισμα της Ανθής δεν ήθελα να μείνω, αν και μου είχε δώσει το κλειδί. Όταν εκείνη γύρισε απ' το χωριό της, μου έφερε γίδα κι ένα μπλε βελούδινο κουτί, παράξενο δώρο για τα γενέθλιά μου, για να φυλάω εκεί μέσα ό,τι πολυτιμότερο είχα. Ένα παρόμοιο κουτί, μου είπε, είχε κι η γιαγιά της η μόνη απ' όλους που την αγαπούσε κι έβαζε μέσα τα «μαλαματικά» της.
Πήγα τη γίδα στη γυναίκα μου και της είπα να την μαγειρέψει. Ένιωθα περίεργα και προσπάθησα να την πλησιάσω. Στο κρεβάτι, ήταν σα να άγγιζα ένα ξένο σώμα. Σε λίγο καταλάβαμε πως ήταν μάταιος κόπος. Κάτι είχε χαθεί οριστικά. Την άκουγα που έβγαζε έναν πνιχτό ήχο· έκλαιγε μουλωχτά. Γύρισα απ' την άλλη μεριά, για να κρύψω κι εγώ τα δικά μου δάκρυα. Μετά σηκώθηκε ρουφώντας τη μύτη της και, ρίχνοντας κάτω τα μάτια της, χώθηκε αμίλητη στην κουζίνα, απ' όπου ακουγόταν να βράζει η γίδα μέσα στη χύτρα.
Ξαναγύρισα στο σπίτι της Ανθής που με ρώτησε, αναπάντεχα, αν είχα κάνει τελευταία έρωτα με τη γυναίκα μου. Πριν προλάβω να της απαντήσω, «Θα το καταλάβω αν συμβεί κάτι τέτοιο», μου είπε. Ήταν φανερό ότι την ζήλευε, κι ας μην το φανέρωνε στις αρχές. Θυμόμουν μια φορά που έτυχε να δει μια φωτογραφία της και μου είπε: «Τώρα στα όνειρά μου θα έχει συγκεκριμένη μορφή, γαμώτο!». Θα 'πρεπε όμως να μοιραζόταν μαζί μου και κάποιες ενοχές, επειδή δεν ήμουν ακόμη τελεσίδικα χωρισμένος. Απ' την άλλη, κάποτε που με ρώτησε αν θα μπορούσα ποτέ να την παντρευόμουν εκείνη, βιάστηκα να την προειδοποιήσω πως δεν αποτελούσα την ιδανική επιλογή της. «Ας μην τα κάνουμε όλα τραγωδία» είπε κοφτά η Ανθή. «Δεν περνάμε καλά; Τι άλλο θέλουμε;».
Αλλά αυτός ήταν ένας λόγος. Το θέμα πρέπει να την απασχολούσε σοβαρά. Λίγο μετά, εκείνο το απόγευμα, την πήρε το μάτι μου να γονατίζει μπροστά στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρης και να μονολογεί σχεδόν έξαλλη: «Είμαι τρελή!». Τη ρώτησα ξαφνιασμένος τι στο καλό έλεγε εκεί. «Τίποτα» απάντησε. Έμοιαζε αποκομμένη από τα γύρω. «Μα μόλις είπες "είμαι τρελή"!» της κάνω. «Ναι, είμαι τρελή», παραδέχτηκε. «Γιατί το λες αυτό;». «Δε με ξέρεις... Απλούστατα ένιωσα αυτή τη στιγμή ότι έχω τρελαθεί κακό είναι;». Μιλούσε μυστήρια και την κοίταζα παγωμένος. «Καλύτερα να φύγω» είπα, αλλά όρμησε να με συγκρατήσει. «Να πας πού; Θες να το βάλεις στα πόδια; Χα, χα!..». Η φωνή της ήταν βραχνή και η στάση της γενικά αλλαγμένη. Ήμουν σίγουρος πως η σκηνή δεν ήταν άσχετη απ' το γεγονός ότι η σχέση μας δεν οδηγούσε πουθενά. Γι' αυτό φερνόταν έτσι σκληρά στον εαυτό της.
Κάπως έτσι, θυμάμαι, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Κάτσαμε στον καναπέ, στο καθιστικό, ακούγοντας Παγκανίνι. «Θα ήμασταν ένα υπέροχο ζευγάρι εμείς οι δυο» είπε ξαφνικά η Ανθή, χώνοντας το μουσούδι της στην αγκαλιά μου. «Γιατί οι άντρες που αγαπώ θέλουν να λακίσουν!..», φώναξε μετά, ξεσπώντας σε λυγμούς. Της χάιδευα τα μαλλιά, αλλά η γλώσσα μου είχε δεθεί. Στη συνέχεια με ρώτησε αν θα δεχόμουν, τουλάχιστον, κάποτε να γίνω ο πατέρας του παιδιού της έτσι, χωρίς καμιά άλλη υποχρέωση, μου τόνισε! Όταν πάλι δεν έβγαλα άχνα, άρχισε να μιλάει γι' αυτοκτονίες και τα ρέστα. «Τι 'ναι αυτά που λες!» της έμπηξα μια φωνή και της θύμισα τη συμφωνία που είχαμε κάνει να μη δημιουργήσουμε εξαρτήσεις (κάθε λογής εξαρτήσεις) στη ζωή μας. «Άλλωστε» πρόσθεσα αποφασιστικά «δε θα 'θελα να σταθώ εμπόδιο στην προσωπική σου ζωή». «Μα, εδώ κι ένα χρόνο, εσύ είσαι η προσωπική μου ζωή!» με αποστόμωσε.
Αυτό με τρόμαξε. Εξαφανίστηκα για αρκετές μέρες. Κάποτε που με πέτυχε η Ανθή στο τηλέφωνο, μου ζήτησε συγγνώμη, «μερικές φορές δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου» είπε. Έκανε μια παύση. «Είμαστε στο τέλος» συνέχισε με θλιμμένη φωνή. «Στο 'χα πει πως θα το καταλάβω, αν θελήσεις ν' απομακρυνθείς» αλλά πρόσθεσε πως δεν ήθελε να χωρίσουμε έτσι. Με ρώτησε ακόμα, επειδή κάποιες φίλες της είχαν οργανώσει ένα πάρτι το Σαββατοκύριακο, αν έκρινα σκόπιμο ότι έπρεπε να πάει. «Και βέβαια να πας» της απάντησα· «μη με σκέφτεσαι εμένα».
Εκεί γνώρισε κάποιον Αλέξανδρο που τη διπλάρωνε ως αργά τη νύχτα, αλλά δεν του έδωσε σημασία. Όταν μου το 'πε, ξίνισα κάπως τα μούτρα μου. Κρέμασε κι αυτή τα δικά της. «Για να τα φτιάξω με άλλον, πρέπει πρώτα να χωρίσω από σένα, εντάξει;» μου είπε. «Είσαι ώριμος για κάτι τέτοιο;». Είπα ναι, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν το εννοούσα.
Από τότε άρχισε μια νέα φάση στη σχέση μας. Βλεπόμασταν πιο αραιά, αν και οι συναντήσεις μας απόχτησαν μια ξεχωριστή ένταση, που την υποδαύλιζε, θαρρείς, η επικείμενη στέρηση του οριστικού χωρισμού. Η Ανθή έσμιξε με παλιές παρέες της και τα διαβάσματά της έμειναν αναγκαστικά πίσω. Όλο και κάποιον μου 'λέγε πως γνώριζε, αλλά στο τέλος μάλλον τους απέρριπτε όλους. Κι εγώ, ακόμα και το μπουφάν μου της δάνεισα κάποτε για να το φορέσει σ' ένα πάρτι. Έφτασα μέχρι το σημείο να τη συνοδέψω ως τον κινηματογράφο που την περίμενε η παρέα της, ενώ εκείνη σάρκαζε στο δρόμο: «Είναι πρωτάκουστο! Ο εραστής μου να με ξαποστέλνει, μ' αυτό τον τρόπο, στους φίλους μου...». Ύστερα την είδα από μακριά να μπαίνει στο σινεμά, μ' έναν ψηλό.
Φοβόταν στην αρχή πως αν έβρισκε άλλον, θα έπαυα να της μιλώ, κι αυτό θα την πλήγωνε. Ενώ η δική της γενιά ήταν διαφορετική, μου τόνιζε. Ο δικός της φίλος ή σύντροφος, θα τα ήξερε όλα για μας και ποτέ δε θα την εμπόδιζε να με συναντάει, αν εκείνη το ήθελε. Το πήρα απόφαση να μην την ξαναδώ όταν μου ομολόγησε πόσο «οδυνηρό» της ήταν να με βλέπει κι αυτό ακόμα το λίγο που μ' έβλεπε. «Γιατί ποτέ δεν ήσουν δικός μου», πρόσθεσε. Εκείνο το βράδυ της χόρεψα τον τελευταίο χορό, στους ήχους μιας μουσικής που της άρεζε ήταν, θαρρώ, το κομμάτι Down Town των Hearts. Καθόταν στον καναπέ διπλοπόδι, σειώντας και λυγώντας το πανωκόρμι της, και ρουφούσε λαίμαργα με τα μάτια της κάθε μου κίνηση. Ύστερα μάζεψα τα πράγματά μου, άφησα το κλειδί της στο τραπέζι και της έστειλα ένα φιλί από την πόρτα.
Πήγε στο χωριό της, γύρισε, με ξαναπήρε τηλέφωνο. «Δεν μπορούμε τουλάχιστον να βλεπόμαστε σα φίλοι;» με ρώτησε. Έτσι συναντιόμασταν πάλι, πιο αραιά. Έμαθα πως τα έφτιαξε μ' ένα νεαρό, συνομήλικο της. Μου πρότεινε στο τηλέφωνο να μου τον γνωρίσει, αλλά αρνήθηκα. Με ξαναπήρε να μεσολαβήσω, για ν' αγοράσει εκείνος ένα μεταχειρισμένο αμάξι, και το έκανα.
Έτσι κύλησε ο καιρός. Στο μεταξύ γνώρισα κι εγώ τη Φοίβη. Ήταν μια ψηλή και γλυκιά γυναίκα, με λεπτή κορμοστασιά και ωραία ανοιχτόχρωμα μάτια. Μια φορά συναντήσαμε τυχαία στο δρόμο την Ανθή, που της έριξε μια φαρμακερή ματιά. Μετά δύο μέρες μου τηλεφώνησε και πρότεινε να μου κάνει το τραπέζι. Ο δεσμός με το φίλο της ήταν «σοβαρός», αλλά εκείνη δε λογάριαζε να ξεχάσει τις παλιές της συνήθειες. Τότε της εξομολογήθηκα κι εγώ για τη σχέση μου με τη Φοίβη. Την είδα που δαγκάθηκε. Θα πρέπει να 'ταν κάτι που δεν το περίμενε ποτέ να συμβεί. Η όψη της σκοτείνιασε περισσότερο όταν της είπα πως ήταν καλλιτέχνις και ασχολούνταν με επιτυχία με τη ζωγραφική.
Από τότε δε με ξαναπήρε ποτέ τηλέφωνο. Εξαφανίστηκε κι έχασα κυριολεκτικά τα ίχνη της. Μήπως είχε διοριστεί στο Δημόσιο, κι έφυγε για την επαρχία; Ή μήπως είχε δώσει εξετάσεις στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, όπως το σχεδίαζε άλλοτε; Ούτε, φυσικά, το δικό της τηλέφωνο απαντούσε. Μ' έτρωγε η περιέργεια. Περνώντας ένα βράδυ τέλος έξω απ' το σπίτι της, είδα άλλο όνομα γραμμένο στο θυροτηλέφωνο.
Μια Καθαρή Δευτέρα, απόγευμα, βρεθήκαμε με τη Φοίβη σ' εκείνη την ακρογιαλιά, όπου είχε συμβεί παλιά το επεισόδιο με τις μοτοσυκλέτες. Έβγαλα απ' το πορτ-μπαγκάζ το χαρταετό που είχα ψωνίσει για την κόρη μου, και καθώς φυσούσε ένα δυνατό αεράκι, τον καντήλιασα στο πι και φι. Υψώθηκε κατακόρυφα, ο σπάγκος τεζάρισε επικίνδυνα κι ένιωθα τέτοιο τράβηγμα στο χέρι, που φοβήθηκα πως θα έσπαζε. Και πραγματικά σε λίγο κόπηκε. Ο χαρταετός όμως, ύστερα από ένα ξαφνικό μακροβούτι στην αρχή, ξαναβρήκε γρήγορα την ισορροπία του, ξεδίπλωσε την ουρά του και συνέχισε να πετάει μόνος του, παίρνοντας κι άλλο ύψος πάνω από τ' αφρισμένα κύματα. Τον παρακολουθούσαμε έκπληκτοι, χωρίς να μιλάμε, να ξεμακραίνει μέχρι που έγινε μια κουκίδα στο βάθος του ορίζοντα. Πού θα τον ξέβγαζε ο άνεμος; Το περιστατικό μου έφερε μοιραία στο νου την Ανθή και ασυναίσθητα, λίγο μετά που βλέπαμε κάποιες φωτογραφίες με τη Φοίβη, έβγαλα να της δείξω και δυο δικές της, που φύλαγα πίσω στο πορτ-μπαγκάζ ανάμεσα σε παλιές κιτρινισμένες εφημερίδες. Με τη Φοίβη μ' όλο που ήμασταν στην ίδια περίπου ηλικία νιώθαμε αρκετά νέοι (χωρίς να μας αρέσει και να παιδιαρίζουμε) γι' αυτό και οι αντιδράσεις μας ήταν συχνά παιδιάστικες και καμία φορά απρόβλεπτες. Ήταν επίσης ο τύπος της γυναίκας που σε παρασέρνει απ' τον πρώτο κιόλας καιρό να της πεις «σ' αγαπώ», ενώ εκείνη είναι εξαιρετικά φειδωλή σε τέτοιες κουβέντες, λες και δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη αν αυτό που νιώθει είναι έρωτας ή απλή επιθυμία. Το γεγονός, λοιπόν, ότι της έδειξα τις φωτογραφίες την σάστισε στην αρχή και μετά τη γέμισε οργή. Μπορεί να ήταν και γκάφα μου. Στο δρόμο της επιστροφής εξακολουθούσαμε να λογομαχούμε, και δεν θα σταματούσαμε, αν δεν πετούσα τις φωτογραφίες απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου στα χωράφια (με βαριά καρδιά, είναι αλήθεια) αλλά ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε κάπως να την ξεχολώσει.
Αυτό που συνέβη τις επόμενες μέρες δεν περνούσε καν από το μυαλό μου, όμως είναι γνωστό ότι η ζωή σκαρώνει τέτοια άσχημα (κι ασύλληπτα) παιχνίδια, που μπροστά της ωχριά η φαντασία: Ένα μεσημέρι είδα στο περίπτερο τη φωτογραφία της Ανθής να φιγουράρει στην πρώτη σελίδα μιας εφημερίδας κι έμεινα άναυδος. Δεν με ξεγελούσαν τα μάτια μου. Ήταν εκείνη με το στεγνό της πρόσωπο και το λακαρισμένο τσουλούφι των μαλλιών της κρεμασμένο, όπως το συνήθιζε, πάνω στο μέτωπό της. Δίπλα της η φωτογραφία ενός γέρου με αξύριστα μάγουλα και θολό βλέμμα. «Ο δράστης» έγραφε η λεζάντα από κάτω. Μ' έλουσε κρύος ιδρώτας. «Φονικό στην Ακαρνανία», «Την δολοφόνησε», ήταν οι τίτλοι γύρω τους, ενώ παρακάτω δίνονταν διευκρινήσεις, με λιγότερο τονισμένα γράμματα: «Έκοψε με κουζινομάχαιρο τη ζωή της 28χρονης κόρης του...». Ο δράστης αυτά τα μάθαινα για πρώτη φορά με «διαπιστωμένα ψυχολογικά προβλήματα» και νοσηλείες σε ψυχιατρικές κλινικές κατά το παρελθόν... Η εφημερίδα έκανε αόριστες νύξεις για «οικογενειακές διαφορές» και δημοσίευε μια ασυνάρτητη δήλωση του δολοφόνου πατέρα πως το κακό «έπρεπε να γίνει», γιατί η κόρη του είχε μείνει έγκυος... Σφίχτηκα τόσο που ένιωσα την ψυχή μου να διαλύεται.
Ξαναγύρισα στον τόπο που είχα πετάξει τις φωτογραφίες της εκείνο το απόγευμα. Παράτησα το αμάξι στη μουντή ερημιά κι άρχισα να ψάχνω στο χαντάκι, πλάι στο δημόσιο! Ύστερα από κάμποση ώρα, απογοητεύτηκα. Άραγε σε ποιανού χέρια να είχανε πέσει στο μεταξύ; Ώσπου, ξαφνικά, ανακάλυψα τη μια, μουσκεμένη από το λιανοβρόχι και μισοσκεπασμένη από μια τούφα χορτάρια. Πόζαρε η Ανθή στην άκρη, ντροπαλή αλλά με ανασηκωμένη κάπως τη μυτούλα της και δίπλα της καμιά δεκαριά άντρες η ομάδα των εργατών τους οποίους επέβλεπε στις ανασκαφές. Μου την είχε χαρίσει πρόσφατα για να τη θυμάμαι, όπως μου 'χε πει κι από πίσω ήταν γραμμένη η σχετική φράση, μ' εντελώς ξεθωριασμένα γράμματα πια. Την σκούπισα προσεχτικά με το μαντίλι, την έβαλα στο πορτοφόλι μου, κι όταν γύρισα στο σπίτι, την έκρυψα μαζί με άλλες δυο ευχετήριες κάρτες που μου είχε στείλει κάποτε, στα γενέθλιά μου στο μπλε βελούδινο κουτί.
______________________________
Καλούτσας Τάσος (1948 - ) | |||||
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου