Α. Καρκαβίτσα, " Μιλτιάδης" , αι φυλακαί του Ναυπλίου ( Εστία,1892) Μέρος 1ο.
ΕΡΑΝΙΣΜΑΤΑ
Το ντοκουμέντο που ακολουθεί φέρει την υπογραφή του Ανδρέα Καρκαβίτσα , πρωτοπόρου δημοτικιστή και κορυφαίου εκπροσώπου του ηθογραφικού διηγήματος, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αρχικά, με την ιδιότητα του γιατρού στα πλοία και από το 1896 ως ιατρού στο στρατό ξηράς επισκέφθηκε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας , συλλέγοντας πληροφορίες και ερχόμενος σε επαφή με ανθρώπους του λαού, η σκληρή και βασανισμένη ζωή των οποίων τον συγκινούσε ιδιαίτερα .
Καρπός των επαφών αυτών είναι πάμπολλα κείμενα : ταξιδιωτικές εντυπώσεις, διηγήματα, νουβέλες, ,πολιτικοκοινωνικά και λαογραφικά άρθρα.
Ο Καρκαβίτσας επισκέφθηκε τη διαβόητη φυλακή βαρυποινιτών του Ναυπλίου και συγκλονίστηκε από την αθλιότητα των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων. Στο ρεπορτάζ που δημοσίευσε ευθύς αμέσως στο εβδομαδιαίο περιοδικό Εστία περιγράφει , βαθιά συγκινημένος, τις εντυπώσεις του.
Το κείμενο του Καρκαβίτσα, που θα αναρτήσουμε σε συνέχειες , δίνει μια σαφέστατη εικόνα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το σωφρονιστικό σύστημα στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σκοπός του συστήματος αυτού δεν ήταν η τιμωρία των εγκληματιών και η επανένταξή τους στην κοινωνία μετά την έκτιση της ποινής τους , αλλά η πλήρης και μέχρι εκμηδενισμού καταρράκωση της προσωπικότητάς τους.
Οι φυλακισμένοι του Μιλτιάδη δεν αντιμετωπίζονταν ως άνθρωποι αλλά ως υπάνθρωποι . Η μεταχείριση αυτή συγκίνησε βαθύτατα τον εικοσιεπτάχρονο συγγραφέα και τον ώθησε να γράψει το γεμάτο συμπόνια
για τα φυλακισμένα ερείπια της ζωής.
Η μεταγραφή του κειμένου έγινε από τον συντάκτη του Blog , που διατήρησε τους ορθογραφικούς κανόνες του Καρκαβίτσα ως τεκμήριο της γλωσσικής ταυτότητας ενός εκ των πρωτοπόρων δημοτικιστών.
Για λόγους τεχνικούς, τα πνεύματα και οι τόνοι παραλείφθηκαν.
Το ντοκουμέντο που ακολουθεί φέρει την υπογραφή του Ανδρέα Καρκαβίτσα , πρωτοπόρου δημοτικιστή και κορυφαίου εκπροσώπου του ηθογραφικού διηγήματος, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αρχικά, με την ιδιότητα του γιατρού στα πλοία και από το 1896 ως ιατρού στο στρατό ξηράς επισκέφθηκε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας , συλλέγοντας πληροφορίες και ερχόμενος σε επαφή με ανθρώπους του λαού, η σκληρή και βασανισμένη ζωή των οποίων τον συγκινούσε ιδιαίτερα .
Καρπός των επαφών αυτών είναι πάμπολλα κείμενα : ταξιδιωτικές εντυπώσεις, διηγήματα, νουβέλες, ,πολιτικοκοινωνικά και λαογραφικά άρθρα.
Ο Καρκαβίτσας επισκέφθηκε τη διαβόητη φυλακή βαρυποινιτών του Ναυπλίου και συγκλονίστηκε από την αθλιότητα των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων. Στο ρεπορτάζ που δημοσίευσε ευθύς αμέσως στο εβδομαδιαίο περιοδικό Εστία περιγράφει , βαθιά συγκινημένος, τις εντυπώσεις του.
Το κείμενο του Καρκαβίτσα, που θα αναρτήσουμε σε συνέχειες , δίνει μια σαφέστατη εικόνα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το σωφρονιστικό σύστημα στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σκοπός του συστήματος αυτού δεν ήταν η τιμωρία των εγκληματιών και η επανένταξή τους στην κοινωνία μετά την έκτιση της ποινής τους , αλλά η πλήρης και μέχρι εκμηδενισμού καταρράκωση της προσωπικότητάς τους.
Οι φυλακισμένοι του Μιλτιάδη δεν αντιμετωπίζονταν ως άνθρωποι αλλά ως υπάνθρωποι . Η μεταχείριση αυτή συγκίνησε βαθύτατα τον εικοσιεπτάχρονο συγγραφέα και τον ώθησε να γράψει το γεμάτο συμπόνια
για τα φυλακισμένα ερείπια της ζωής.
Η μεταγραφή του κειμένου έγινε από τον συντάκτη του Blog , που διατήρησε τους ορθογραφικούς κανόνες του Καρκαβίτσα ως τεκμήριο της γλωσσικής ταυτότητας ενός εκ των πρωτοπόρων δημοτικιστών.
Για λόγους τεχνικούς, τα πνεύματα και οι τόνοι παραλείφθηκαν.
ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
[περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τχ.16, 1892, σελ.241-245]
Και τι φοβερές φυλακές΄τι κρύο και άψυχο κτίριο, αλήθεια! Φαντάζομαι τι ανατριχίλα θα πιάνη τον δυστυχισμένο κατάδικο όταν διά πρώτην φοράν το βλέπει απ' έξω. Το λιοντάρι με τον τρανό βρυχηθμό του΄η τίγρις με το αναμαλλιασμένο πρόσωπο και τα φλογερά μάτια της΄αυτός ο δράκος του παραμυθιού με το φοβερόν όγκος του και τα τροχισμένα δόντια του όταν τ' άνοιγε τριγύρω κ' έλεγεν- ωχ, ωχ! ανθρώπινο αίμα μυρίζει! όχι δεν εφόβιζε τόσον όσον το κτίριον αυτό με την ερημία και την σιωπή του. Στέκεται ολόρθο και βαρύ, εκπληκτικό, με τα πλατειά στήθη του εμπρός κατά το Άργος, με μια σιδερένια πύλη 'ς τη μέση, με ζωνάρι επάνω κ' επάλξεις οδωντοτάς ωσάν ένα επίγειο στόμα της Κολάσεως, ολάνοικτο.
Ο σκοπός μού άνοιξε την πύλη κ' εμπήκα εις μία μικρή λιθοστρωμένη αυλή. Δεξιά όρθιο εψήλωνε το τείχος, αριστερά σκάλα πέτρινη ανέβαινεν εις το επάνω δώμα, όπου το φυλακειον κ' έφθανε τας επάλξεις γύρω. Έξω από το φυλακείον εκάθητο ο αξιωματικός με τον επιστάτη και 'ς την ξύλινη γέφυρα ποτ έβγαινεν από τον ένα τοίχο εις τον άλλον επηγαινοήρχετο άλλος σκοπός με το όπλον εις το χέρι.
Επήγα ίσα εις την γέφυρα, έσκυψα κ' είδα διά πρώτην φοράν τους φυλακισμένους. Οι περισσότεροι ήσαν έξω, εις την τετράγωνη μικρή αυλή. Τα δώματα ανοίγουν από τες επτά ώρες το πρωί έως τες πέντε το βράδυ και βλέπουν λίγη μέρα και παίρνουν λίγην αναψυχή οι κατάδικοι. Άλλοι επεριπάτουν απάνου κάτου, με μικρά μουδιασμένα βήματα, δύο δύο ή τρεις τρεις μαζί΄άλλοι καταμόναχοι, με χαμηλωμένο κεφάλι, συλλογισμένοι΄άλλος έπαιρνε νερό΄ένας με ποδιά, κάμνων τον παντοπώλην εκεί μέσα, έδιδε καφέδες επάνω εις στραβοχειλιασμένο δίσκο΄άλλοι καθισμένοι εις τα πεζούλια επριόνιζαν ξυλάκια είτ' έγλυφον κόκκαλα διά την τέχνην τους΄ένας έστριβε αλύσια΄άλλος έπλεκε καλτσοδέτες και τρεις άλλοι εις τη γωνιά απάνου εις μία σανίδα , μισόγυμνοι εσαπούνιζον τ' ασπρόρρουχά τους!
Κάποιος εσήκωσε το κεφάλι του και μ' είδε. Μεμιάς όλα τα μάτια , γαλανά και μαύρα και μπιρμπιλά μάτια, εστηλώθησαν όλα επάνω μου. Κ' ευθύς άρχισαν ομάδι , αλλόι εδώ, άλλοι εκεί, να τρέχουν εις τα δώματα και να ετοιμάζουν τα εργόχειρά τους.
Βλέπω ένα και μου σηκώνει εις ψηλό κοντάρι το κουτάκι του γεμάτο από κεντητούς σουγιάδες και πίπες. Άλλος ψηλώνει ένα κοντάρι με καρέλι εις την κορφήν και σύρων το σχοινί μού ανεβάζει το καλαθάκι του γεμάτο από κοκκαλένια πόμολα και σουγιάδες και χιλάλια. Άλλος μου ρίχνει το μαντήλι του μ' ένα κόμπο΄λύνω τον κόμπο κ' ευρίσκω ένα βούρδουλα ομορφοπλεμένον από λεπτό άσπρο σύρμα. Κ' έμεναν όλοι όρθιοι ΄ εκείνος με το καλάθι, ζωσμένο κρατών το σχοινί εις την μέση του΄ο άλλος με το κοντάρι στηριγμένο εις τα στήθη του εμισότρεμε αλλά έστεκε κολώνα μέσα εις την αυλή κ' επερίμενεν. Οι άλλοι με τα μαντήλια μού έγνεφαν να τους τα ρίξω με άλλον κόμπον , της επιθυμίας των, ενώ τ' άσπρα τους πρόσωπα, και τα χείλη τους τα ψημένα μου εχαμογέλων δίχως όρεξι και οι λοιποί εκύτταζαν μ' ενδιαφέρον το τι θα κάμω και τι θα δώσω. Και ο καλός αξιωματικός που έστεκεν εις το πλευρό μου έλεγεν ότι όλοι εκείνοι ήσαν διά θάνατον είτε ισοβίως καταδικασμένοι και μ' έδειχνε έναν έναν, με τ' όνομά του και τα πικρά του κατορθώματα.
- Να , εκείνος είναι ο Σπανός, ο ληστής. Εκείνος ο Ρεντίφης από το Χέλι. Τούτος είνε 'πιζωήτης ΄ τούτος θανατηφόρος.
Εις μία γωνιά της αυλής βλέπω την θύρα μανταλωμένη και τρία κεφάλια που κύτταζαν από το στριγγυλό σιδηροφραγμένο παραθύρι. Λιοντάρια μέσα εις το κλουβί δεν θα κύτταζαν έτσι.
- Αυτούς γιατί τους έχετε κλεισμένους; ερώτησα τον αξιωματικόν.
-Εκεί είνε ο Αράπης΄ όποιοι κάνουν άτακτα τους βάνουμ' εκεί. Αυτοί επιάστηκαν προχθές με τους άλλους μέσα 'ς τη Στενή.
- Γιατί πιάστηκαν;
- Για τα πολιτικά΄έχουν κόμματα κ' εδώ μέσα ΄είνε παρέες παρέες και μη γυρεύης τι τραβούμε κάθε ημέρα. Χθες μαχαίρωσαν ένα.
Κ' η Στενή ποια είνε;
- Να την.
Εφθάσαμεν εις τη άλλην άκρην της γεφύρας. Σκύφτω κάτω ΄σκοτάδι. Όταν εσυνήθισαν τα μάτια μου, βλέπω εις στενήν αυλήν, τριών πηχών μάκρος και μιας μόνον πλάτος, είκοσι εικοσι-πέντε ανθρώπους, ελεεινούς, αγρίους, πατείς με πατώσε, τον ένα κοντά εις τον άλλο. Και αυτή ήτο η αυλή όπου τους έβγαζαν να ιδούν το φως της ημέρας! Και μέσα εις το ντουβάρι, ωσάν δύο σπηλιές, ήσαν δύο δώματα όπου τους εμαντάλωναν την νύκτα. Όσοι ήσαν έξω την ώραν εκείνην ήσαν από το ένα μόνο δώμα ΄του άλλου ήσαν κατάκλειστοι. Διότι από τους συχνούς καυγάδες των, οι ίδιοι εζήτησαν να μένη από μισήν ημέρα κάθε δώμα ανοικτόν, διά να μη σμίξουν και πετσοκοπούν καμμιά ώρα.
- Κ' εδώ βάζομε όσους δεν κάνουν φρόνιμα΄μου είπεν ο αξιωματικός.
- Πώς περνούν την ημέρα τους΄τον ερώτησα.
- Όσοι ξέρουν τέχνη κάτι κάνουν΄οι άλλοι έτσι γυρίζουν.
- Διαβάζουν τίποτε;
- Μπα . Μια φορά τους έφεραν ιερά βιβλία από την βασίλισσα΄μα τα έσχισαν αμέσως. Κ' εγέλασεν, ο καλός άνθρωπος, κατακρίνων αυτούς.
Μα εγώ δεν εγέλασα ούτε τους κατακρίνω. Πώς θέλετε να διαβάσουν και τι Θεό να δοξάσουν, οι δύστυχοι εκεί μέσα; Ο άνθρωπος διαβάζει και δοξολογεί τον Θεόν διότι τον αφίνει και ζη και χαίρεται το φως και τα καλά του, όταν έχη ήσυχο το μυαλό. Τι ήσυχον όμως μυαλό θα έχουν αυτοί , που άλλοι κάθε ώρα και κάθε στιγμή του ύπνου τους βλέπουν απάν' από το κεφάλι τους τον Αμοιραδάκη* με τη φοβερή του μηχανή και άλλοι λογαριάζουν πως δεν θα έβγουν εκείθε παρά νεκροί, πως δεν θα ιδούν ποτέ πλέον, ποτέ ούτε πατρίδα , ούτε συγγενείς και φίλους, ούτε θα σφίξουν εις την αγκαλιά τους γυναίκα, ούτε θ' αναστήσουν παιδιά; Και θέλετε οι άνθρωποι αυτοί να μην είνε ανήμεροι, να μην έχουν μοναχή των φροντίδα πώς να ελευθερωθούν. Να ελευθερωθούν όχι μόνον από τα σίδερα αλλά και από την βρώμα, από την ψείρα, από την υγρασία που τους σκάβει νυχταήμερα τα κουφάρια. Ένα βρώμιο σώμα, πώς θέλετε να έχη τον νουν του εις τον αμόλυντο δημιουργό, και να κυττάζη με αγαθό μάτι τον έξω κόσμο; Βρώμιο σώμα, βρώμια θα κάμη και την ψυχή. Ας έλθη εκείνο το αφηρημένο σκίασμα του Νόμου να γίνη διά μία στιγμή άνθρωπος ωσάν αυτούς και τότε τα 'μιλάμε.
[Συνεχίζεται...]
* Σημείωση (Gerontakos): "φοβερή μηχανή": Με τη φράση αυτή υπονοείται η λαιμητόμος (γκιλοτίνα). Στην
Ελλάδα εισήχθη επισήμως στις 26 Οκτωβρίου 1846 και χρησιμοποιήθηκε ως
τις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν στημένη στις φυλακές του Παλαμηδιού, στο
Ναύπλιο. Με γκιλοτίνα εκτελέστηκε ο δολοφόνος του Πρωθυπουργού Θεόδωρου
Δηλιγιάννη, Κώστας Γερακάρης, το 1906. Αγνοούμε την ιδιότητα του
Αμοιραδάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου