Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014

Το κάνιστρο της Ωραίας Ελένης

 
 Η Άννα Συνοδινού ως  Ελένη στο ομώνυμο
έργο του Ευριπίδη, σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, το 1962.

Γοργίου, "Ελένης εγκώμιον"

(20) πῶς οὖν χρὴ δίκαιον ἡγήσασθαι τὸν τῆς Ἑλένης μῶμον, ἥτις εἴτ' ἐρασθεῖσα εἴτε λόγῳ πεισθεῖσα εἴτε βίᾳ ἁρπασθεῖσα εἴτε ὑπὸ θείας ἀνάγκης ἀναγκασθεῖσα ἔπραξεν ἃ ἔπραξε, πάντως διαφεύγει τὴν αἰτίαν; (21) ἀφεῖλον τῷ λόγῳ δύσκλειαν γυναικός, ἐνέμεινα τῷ νόμῳ ὃν ἐθέμην ἐν ἀρχῇ τοῦ λόγου· ἐπειράθην καταλῦσαι μώμου ἀδικίαν καὶ δόξης ἀμαθίαν, ἐβουλήθην γράψαι τὸν λόγον Ἑλένης μὲν ἐγκώμιον, ἐμὸν δὲ παίγνιον.

 *
(20) Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να θεωρήσει δίκαιη τη μομφή εναντίον της Ελένης αφού, είτε ερωτεύτηκε, είτε πείσθηκε με λόγια, είτε αρπάχτηκε με τη βία, είτε εξαναγκάστηκε από θεϊκή ανάγκη και έκανε ό,τι έκανε, οπωσδήποτε απαλλάσσεται από την κατηγορία;
 (21) Με το λόγο μου απάλλαξα από τη δυσφήμιση μιά γυναίκα· έμεινα πιστός στους όρους που έθεσα στην αρχή του λόγου· δοκίμασα να καταλύσω την αδικία της μομφής και την αμάθεια της πεποίθησης· θέλησα να γράψω τον λόγο ως εγκώμιο της Ελένης και δικό μου παιχνίδι.
Μετ. Π. Καλλιγά
[από το βιβλίο Η Αρχαία Σοφιστική, Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, ΓΝΩΣΗ 1991]
*


 Jacques-Louis David. Ο έρωτας του Πάρη και της ωραίας Ελένης. 1788.
Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ
Οπόταν τα ανθρώπινα καταρασθεί η μοίρα,
λαμβάνει και το πήδημα του ψύλλου χαρακτήρα
σπουδαίον΄αν πυρέσσει δε και νους και φαντασία
πολλά συμβαίνουσι κακά και πλείονα γελοία.
Εκλόνισε την παλαιάν Ελλάδα της Ελένης
η αρπαγή΄ολίσθημα μιας "παραλυμένης"
εκρίθη συμφορά κοινή΄διό (=γι΄αυτό) κατά των Τρώων
ωπλίσθησαν σαν αστακοί το άνθος των ηρώων,
ενώ Ελέναι εκατόν (δεν λέγω πλειοτέρας)
κρυφίως θα επρύμνισαν (= έφυγαν με το πλοίο) εκείνας τα ημέρας
με τους καλούς των εραστάς, και δι΄αυτάς με ζήλον
ούτ΄εκινήθησαν στρατοί και στόλοι, ουδέ φύλλον.Αλλά φαιδροί και σκωπτικοί εγέλασαν ολίγον
διαβολικώς οι γείτονες στην μύτην των συζύγων.

Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1886)



Αποτέλεσμα εικόνας για Γιώργος ΣεφέρηςΓιώργος Σεφέρης, "Ελένη", Ποιήματα, Αθήνα, Ικαρος, 151985, σσ. 239-242.


ΕΛΕΝΗ
ΤΕΥΚΡΟΣ ... ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
..............................................................
ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ' , αλλ' είδωλον ήν.
.............................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ,ΕΛΕΝΗ
 
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''.

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το 'λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.
"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

  Sara Teasdale
(1884-1933)
Helen of Troy

Wild flight on flight against the fading dawn
The flames' red wings soar upward duskily.
This is the funeral pyre and Troy is dead
That sparkled so the day I saw it first,
And darkened slowly after. I am she
Who loves all beauty -- yet I wither it.
Why have the high gods made me wreak their wrath --
Forever since my maidenhood to sow
Sorrow and blood about me? Lo, they keep
Their bitter care above me even now.
It was the gods who led me to this lair,
That tho' the burning winds should make me weak,
They should not snatch the life from out my lips.
Olympus let the other women die;
They shall be quiet when the day is done
And have no care to-morrow. Yet for me
There is no rest. The gods are not so kind
To her made half immortal like themselves.
It is to you I owe the cruel gift,
Leda, my mother, and the Swan, my sire,
To you the beauty and to you the bale;
For never woman born of man and maid
Had wrought such havoc on the earth as I,
Or troubled heaven with a sea of flame
That climbed to touch the silent whirling stars
And blotted out their brightness ere the dawn.
Have I not made the world to weep enough?
Give death to me. Yet life is more than death;
How could I leave the sound of singing winds,
The strong sweet scent that breathes from off the sea,
Or shut my eyes forever to the spring?
I will not give the grave my hands to hold,
My shining hair to light oblivion.
Have those who wander through the ways of death,
The still wan fields Elysian, any love
To lift their breasts with longing, any lips
To thirst against the quiver of a kiss?
Lo, I shall live to conquer Greece again,
To make the people love, who hate me now.
My dreams are over, I have ceased to cry
Against the fate that made men love my mouth
And left their spirits all too deaf to hear
The little songs that echoed through my soul.
I have no anger now. The dreams are done;
Yet since the Greeks and Trojans would not see
Aught but my body's fairness, till the end,
In all the islands set in all the seas,
And all the lands that lie beneath the sun,
Till light turn darkness, and till time shall sleep,
Men's lives shall waste with longing after me,
For I shall be the sum of their desire,
The whole of beauty, never seen again.
And they shall stretch their arms and starting, wake
With "Helen!" on their lips, and in their eyes
The vision of me. Always I shall be
Limned on the darkness like a shaft of light
That glimmers and is gone. They shall behold
Each one his dream that fashions me anew; --
With hair like lakes that glint beneath the stars
Dark as sweet midnight, or with hair aglow
Like burnished gold that still retains the fire.
Yea, I shall haunt until the dusk of time
The heavy eyelids filled with fleeting dreams.

I wait for one who comes with sword to slay --
The king I wronged who searches for me now;
And yet he shall not slay me. I shall stand
With lifted head and look within his eyes,
Baring my breast to him and to the sun.
He shall not have the power to stain with blood
That whiteness -- for the thirsty sword shall fall
And he shall cry and catch me in his arms,
Bearing me back to Sparta on his breast.
Lo, I shall live to conquer Greece again!








Δεν υπάρχουν σχόλια: