Ανδρέα Καρκαβίτσα
ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
[περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τχ.16, 1892, σελ.241-245]
Οι κατάδικοι μου έφεραν καφέ.
- Σαν κ' ήρθες μια φορά σ το κελί μας, είπαν, κάτι να σε φιλέψουμε.
Μου έβαλαν ένα σκαμνί κ' εκάθισα. Εμαζεύθησαν πολλοί, άλλοι γονατιστοί άλλοι όρθιοι, γύρω μου. Άρχισαν τα παράπονά τους. Πόσα μου είπαν και τι άκουσα δεν λέγεται. Γραμματαλλαγή με τους δικούς των δύσκολα ημπορούν να κρατήσουν. Να παραπονεθούν διά κάθε τι που τους λείπει, διά το ψωμί που είναι φαρμάκι μοναχό, διά τον επιστάτην που ούτε τους κυττάζει, ούτε φαίνεται καθόλου, πώς να το κάμουν; Άλλη αρχή από τους στρατιωτικούς δεν βλέπουν εμπρός τους. Αναφορά να κάμουν πρέπει να την δώσουν εις τον επιστάτη. Κι' ο επιστάτης βέβαια δεν θα είναι κουτός να φέρη ο ίδιος το κατηγορητήριό του. Μπάζει και την φρουρά και τους αρχίζει στο ξύλο. Πολλοί εζήτησαν με τα έξοδά των να μεταφερθούν εις φυλακάς πλησίον του τόπου των, να βλέπουν κάποτε κανένα δικό τους , την μάνα, τον πατέρα, τους συγγενείς των΄να τους πλένουν, να τους βρίσκωνται διά κάθε τι ως να περάση αυτή η άχαρη ζωή τους΄δεν ακούσθησαν. Βέβαια χρειάζεται ν' ακούση κανείς τοιαύτα τέρατα. Αχ! σκληρότερη κι' από εμέ αν είχε καρδιά καθένας θα έκλαιγεν αν άκουε ό,τι άκουσα και είδα!...
- Ε, ωρέ παιδιά΄αφίστε τ' αυτά τα μυρολόγια. Οι γυναίκες μονάχα μυρολογούνε΄τους έκοψα έξαφνα για να κρύψω τον πόνο μου. Αυτά 'χει ο παληόκοσμος. Ποιος παίζει καλλίτερα μπουζούκι;
- Να το βαρέσουμε΄μου είπεν ο Σπανός, με το λόγο κάμνων και κίνημα κατεβατό του και χαμογελών.
- Αμ ' τι , θα σκάσουμε; είπεν άλλος.
Έστειλε κ' εφώναξεν έναν απ' έξω πως τον ήθελεν ο μπάρμπα Βαγγέλης. Ήλθε΄ήτο ψηλός Λιδωρικιώτης, πριν λοχίας των Ευζώνων. Άμα του είπε ο μπάρμπα Βαγγέλης επήρε από μέσα το μπουζούκι του κ' ήλθε κ' εκάθισε εις το πεζούλι της θύρας και άρχισε να το κουρδίζη.
- Να ειπής ένα της φυλακής΄του είπα.
- Θα πω τον κατάδικο΄μου απάντησε με χαμόγελο.
Και άρχισε σύνωρα να παίζη το μπουζούκι και να τραγουδή:Όποιος με βλέπει και γελώ λέει πίκρα δεν έχω,
Μα 'γω 'χω πίκρα ς' την καρδιά και πίκρα μέσ' ς' τα χείλη.
Δεν έχω φίλο να το πω και να το μολογήσω.
Να σας το ειπώ ψηλά βουνά φοβούμαι μη ραγίστε.
Εμένα μ' εδικάσανε ς' τα σίδερα να λυώσω.
Δε με δικάσαν ξάμηνο δε με δικάσαν χρόνο,
Μον με δικάσαν 'πιζωής ς' τα έρημα μπουντρούμια.
Παρακαλώ την Παναγιά και το Θεό δοξάζω,
Να γιάνη το κορμάκι μου και το δεξί μου χέρι,
Να κάμω τρία γράμματα πικρά, φαρμακωμένα,
Τώνα να πάη ς' τη μάνα μου, τάλλο ς' την αδερφή μου,
το τρίτο το πικρότερο ς' τη δόλια μου γυναίκα
Να μην αλλάξη τη Λαμπρή και βγη ς' το μισοχώρι,
Γιατ' έχ' οχθρούς και χαίρονται και φίλους και λυπούνται...Όλοι ήσαν με κατεβασμένα μούτρα όταν ετελείωσε. Ποια καρδιά να τ' ακούση και να μη ραγίση αυτό το παράπονο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου