Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014

«Πόσο εξευτελισμό νομίζεις μπορεί κάποιος ν’ αντέξει;»


The Immortal Bard

  by Isaac Asimov
 


"Oh, yes," said Dr. Phineas Welch, "I can bring back the spirits of the illustrious dead."
He was a little drunk, or maybe he wouldn't have said it. Of course, it was perfectly all right to get a little drunk at the annual Christmas party.
Scott Robertson, the school's young English instructor, adjusted his glasses and looked to right and left to see if they were overheard. "Really, Dr. Welch."

"I mean it. And not just the spirits. I bring back the bodies, too."
"I wouldn't have said it were possible," said Robertson primly.
"Why not? A simple matter of temporal transference."
"You mean time travel? But that's quite - uh - unusual."
"Not if you know how."
"Well, how, Dr. Welch?"

"Think I'm going to tell you?" asked the physicist gravely. He looked vaguely about for another drink and didn't find any. He said, "I brought quite a few back. Archimedes, Newton, Galileo. Poor fellows."

"Didn't they like it here? I should think they'd have been fascinated by our modern science," said Robertson. He was beginning to enjoy the conversation.
"Oh, they were. They were. Especially Archimedes. I thought he'd go mad with joy at first after I explained a little of it in some Greek I'd boned up on, but no-no-"

"What was wrong?"
"Just a different culture. They couldn't get used to our way of life. They got terribly lonely and frightened. I had to send them back."

"That's too bad."
"Yes. Great minds, but not flexible minds. Not universal. So I tried Shakespeare."
"What?" yelled Robertson. This was getting closer to home.
"Don't yell, my boy," said Welch. "It's bad manners."
"Did you say you brought back Shakespeare?"
"I did. I needed someone with a universal mind; someone who knew people well enough to be able to live with them centuries away from his own time. Shakespeare was the man. I've got his signature. As a memento, you know."
"On you?" asked Robertson, eyes bugging.
"Right here." Welch fumbled in one vest pocket after another. "Ah, here it is."
A little piece of pasteboard was passed to the instructor. On one side it said: "L. Klein & Sons, Wholesale Hardware." On the other side, in straggly script, was written, "Willm Shakesper."
A wild surmise filled Robertson. "What did he look like?"
"Not like his pictures. Bald and an ugly mustache. He spoke in a thick brogue. Of course, I did my best to please him with our times. I told him we thought highly of his plays and still put them on the boards. In fact, I said we thought they were the greatest pieces of literature in the English language, maybe in any language."

"Good. Good," said Robertson breathlessly.
"I said people had written volumes of commentaries on his plays. Naturally he wanted to see one and I got one for him from the library."
"And?"
"Oh, he was fascinated. Of course, he had trouble with the current idioms and references to events since 1600, but I helped out. Poor fellow. I don't think he ever expected such treatment. He kept saying, 'God ha' mercy! What cannot be racked from words in five centuries? One could wring, methinks, a flood from a damp clout!'"

"He wouldn't say that."
"Why not? He wrote his plays as quickly as he could. He said he had to on account of the deadlines. He wrote Hamlet in less than six months. The plot was an old one. He just polished it up."

"That's all they do to a telescope mirror. Just polish it up," said the English instructor indignantly.
The physicist disregarded him. He made out an untouched cocktail on the bar some feet away and sidled toward it. "I told the immortal bard that we even gave college courses in Shakespeare."

"I give one."
"I know. I enrolled him in your evening extension course. I never saw a man so eager to find out what posterity thought of him as poor Bill was. He worked hard at it."

"You enrolled William Shakespeare in my course?" mumbled Robertson. Even as an alcoholic fantasy, the thought staggered him. And was it an alcoholic fantasy? He was beginning to recall a bald man with a queer way of talking....
"Not under his real name, of course," said Dr. Welch. "Never mind what he went under. It was a mistake, that's all. A big mistake. Poor fellow." He had the cocktail now and shook his head at it.

"Why was it a mistake? What happened?"
"I had to send him back to 1600," roared Welch indignantly. "How much humiliation do you think a man can stand?"
"What humiliation are you talking about?"
Dr. Welch tossed off the cocktail. "Why, you poor simpleton, you flunked him."


*The Immortal Bard - Wikipedia, the free encyclopedia



 ΙΣΑΑΚ ΑΣΙΜΟΦ*

Ο Αθάνατος Βάρδος 

Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
 
«Μα βέβαια,» είπε ο Δρ. Φινέας Γουέλτς, «μπορώ να φέρω πίσω τα πνεύματα των επιφανών νεκρών.»
Ήταν λίγο πιωμένος, ειδάλλως ίσως να μην το έλεγε αυτό. Φυσικά, ήταν εντελώς επιτρεπτό να είσαι λίγο πιωμένος στο ετήσιο Χριστουγεννιάτικο πάρτι.
Ο Σκοτ Ρόμπερτσον, ο νεαρός δάσκαλος των Αγγλικών του σχολείου, προσάρμοσε τα γυαλιά του και κοίταξε δεξιά κι αριστερά να δει μήπως τύχει και τους ακούσουν. «Αλήθεια, Δρ. Γουέλτς;»
«Το εννοώ. Κι όχι μόνο τα πνεύματα. Φέρνω και τα σώματα.»
«Δε θα έλεγα πως κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να γίνει,» είπε ο Ρόμπερτσον με διακριτική κομψότητα.
«Γιατί όχι; απλά μια χρονική μεταβίβαση.»
«Δηλαδή ταξίδι στο χρόνο; Μα κάτι τέτοιο είναι – αμ – εντελώς ασυνήθιστο.»
«Όχι αν ξέρεις τον τρόπο.»
«Λοιπόν, Δρ. Γουέλτς;»
«Περιμένεις λοιπόν να σου πω;» ρώτησε ο φυσικός σοβαρά. Έριξε ένα ασαφές βλέμμα γύρω του για ένα άλλο ποτό αλλά δε βρήκε τίποτε. Είπε, «έφερα κάμποσους πίσω. Τον Αρχιμήδη, τον Νεύτωνα, τον Γαλιλαίο. Τους κακομοίρηδες.»
«Δεν τους άρεσε που ήρθαν στην εποχή μας; Εγώ θα έλεγα ότι θα τους γοήτευε η σύγχρονή μας επιστήμη,» είπε ο Ρόμπερτσον. Άρχισε ν’ απολαμβάνει την κουβέντα.
«Και βέβαια τους γοήτευσε. Ιδίως τον Αρχιμήδη. Νόμισα στην αρχή ότι θα τρελαθεί απ’ τη χαρά του μια και του εξήγησα σε κάτι λίγα ελληνικά που είχα πασχίσει με δυσκολία να μάθω, αλλά του κάκου…»
«Τι δεν πήγε καλά;»
«Διαφορετική κουλτούρα. Δεν μπορούσαν να συνηθίσουν στον τρόπο της ζωής μας. Νιώσανε τρομερή μοναξιά και τρομάξανε. Αναγκάστηκα να τους στείλω πίσω.»
«Αχ, τι κρίμα!»
«Ναι. Σπουδαία μυαλά, αλλά απροσάρμοστα. Τους έλειπε η καθολικότητα. Κι έτσι δοκίμασα να φέρω τον Σαίξπηρ.»
«Τι πράγμα;» ούρλιαξε ο Ρόμπερτσον. Άρχισαν να του μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά.
«Μη φωνάζεις, αγόρι μου,» είπε ο Γουέλτς. «Είναι αγένεια.»
«Μα, λέτε πως φέρατε πίσω τον Σαίξπηρ;»
«Τον έφερα. Χρειαζόμουν κάποιον να έχει καθολικό μυαλό. Κάποιον που να ξέρει τους ανθρώπους αρκετά καλά ώστε να ζει μαζί τους, αιώνες μετά την εποχή του. Και τέτοιος ήταν ο Σαίξπηρ. Έχω και την υπογραφή του. Ξέρεις, έτσι για ενθύμιο.»
«Την έχεις μαζί σου;» ρώτησε ο Ρόμπερτσον με γουρλωμένα μάτια.
«Ακριβώς, μαζί μου.» Ο Γουέλτς ψαχούλεψε στην μια τσέπη του γιλέκου του και κατόπιν στην άλλη. «Α, να ’ τη».
Ο δάσκαλος πήρε στα χέρια του μια κάρτα. Στη μια πλευρά του είχε την επιγραφή Λ. Κλάιν & Υιοί, Χονδρέμποροι Σιδηρικών. Στην πίσω πλευρά με ακανόνιστα γράμματα φαινόταν το όνομα "Willm Shakesper."
Μια άγρια υποψία κυρίεψε τον Ρόμπερτσον. «Πώς ήταν;»
«Όχι όπως τον απεικονίζουν. Φαλακρό με άσχημο μουστάκι. Μιλούσε με μια βαριά διαλεκτική προφορά. Έκανα ό, τι μπορούσα για να ευχαριστηθεί με την εποχή μας. Του είπα πως είχαμε σε μεγάλη υπόληψη τα έργα του και συνεχίζαμε να τα ανεβάζουμε στη σκηνή. Εδώ που τα λέμε , του είπα πώς τα θεωρούσαμε τα σπουδαιότερα αριστουργήματα στην αγγλική γλώσσα και ίσως σ’ όλες τις γλώσσες.»
«Λοιπόν. Λοιπόν,» είπε ο Ρόμπερτσον με κομμένη την ανάσα.
Του είπα ότι έχουν γραφεί τόμοι με σχόλια για τα έργα του. Φυσικά, θέλησε να δει ένα έργο του και του έδειξα ένα από τη βιβλιοθήκη.
«Και;»
«Ω, καταγοητεύτηκε. Φυσικά, είχε δυσκολίες να κατανοήσει τα σύγχρονα ιδιώματα και τις αναφορές σε γεγονότα του 1600, εγώ όμως τον βοήθησα σ’ αυτό. Ο καημένος. Δε φαντάζομαι να περίμενε τέτοια μεταχείριση. Όλο έλεγε: «Έλεος, Θεέ μου! Τόση σχολαστικότητα εδώ και πέντε αιώνες για να μην μπορεί να βγει κάτι; Θαρρώ, στύβοντας ένα βρεγμένο πανί, μπορείς να προκαλέσεις πλημμύρα!»
«Δεν μπορεί να είπε κάτι τέτοιο.»
«Γιατί όχι; Έγραφε τα έργα του όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Είπε ότι ήταν αναγκασμένος από τις προθεσμίες που του έθεταν. Έγραψε τον Άμλετ σε λιγότερο από τρεις μήνες. Η υπόθεση βέβαια ήταν παλιά. Αυτός απλώς τη λουστράρισε.»
«Ό, τι κάνουν και σ’ ένα κάτοπτρο τηλεσκοπίου. Απλά το λουστράρουν γυαλίζοντάς το,» είπε αγανακτισμένος ο δάσκαλος των αγγλικών.
Ο φυσικός τον αγνόησε. Διέκρινε ένα απείρακτο κοκτέιλ που βρισκόταν πάνω στον πάγκο ένα μέτρο πιο πέρα και λοξοδρόμησε να το πάρει. «Είπα προσέτι στον αθάνατο βάρδο ότι στο κολλέγιο παραδίδαμε ακόμη και μαθήματα για τον Σαίξπηρ.»
«Εγώ είμαι αυτός που κάνω τέτοια μαθήματα.»
«Το ξέρω. Τον έγραψα στις επιπρόσθετες βραδινές σου τάξεις. Ποτέ δεν είδα κάποιον, σαν τον καημένο τον Μπιλ, να λαχταρά τόσο πολύ να μάθει τι σκέπτονται οι μεταγενέστεροι γι’ αυτόν. Και δούλεψε σκληρά γι’ αυτό.»
«Ώστε έγραψες τον Γουίλιαμ Σαίξπηρ στην τάξη μου;» μουρμούρισε ο Ρόμπερτσον. Ακόμη και σαν μια φαντασίωση ενός αλκοολικού, η σκέψη τον συγκλόνισε. Ήταν όμως όντως φαντασίωση αλκοολικού; Άρχισε λίγο-λίγο να θυμάται έναν καραφλό μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο ομιλίας…
«Όχι φυσικά με το πραγματικό του όνομα,» είπε ο Δρ. Γουέλτς. «Δε μας ενδιαφέρει με τι όνομα γράφτηκε. Απλά ήταν λάθος. Ένα μεγάλο λάθος. Ο καημενούλης». Κρατούσε τώρα το κοκτέιλ του και κούναγε το κεφάλι του κοιτώντας το.
«Γιατί ήταν λάθος; Τι συνέβη;»
«Αναγκάστηκα να τον ξαναστείλω στα 1600,» βρυχήθηκε ο Γουέλτς με αγανάκτηση. «Πόσο εξευτελισμό νομίζεις μπορεί κάποιος ν’ αντέξει;»
«Για ποιον εξευτελισμό μιλάτε;»
Ο Δρ. Γουέλτς κατέβασε το κοκτέιλ του μονορούφι. «Για το γεγονός, ρε χάχα, που τον απέρριψες.»  

* Ισαάκ Ασίμωφ - Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Θα Έρθει η Φωτιά /Fire Will Come (2019)

  Θα Έρθει η Φωτιά Fire Will Come ...