Carl Maria von Weber (1786 - 1826)
Ο Κάρλ Μαρία φον Βέμπερ ανήκει, όπως και ο Μέντελσον, στη
γενιά των γερμανών συνθετών που
διαμόρφωσαν τα καλλιτεχνικά τους ιδεώδη υπό την επίδραση του γερμανικού
ρομαντισμού. Ο ίδιος υπήρξε από τους πρώτους εκπροσώπους του νέου είδους
καλλιτέχνη, που είναι ταυτόχρονα μουσικός / συνθέτης, λογοτέχνης και μουσικός
αρθρογράφος. Για το Βέμπερ δεν υπήρχαν σύνορα μεταξύ των τεχνών. Το οποιοδήποτε
ερέθισμα από τη φύση, την ποίηση, τη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική ήταν ικανό να
του γεννήσει πληθώρα μουσικών ιδεών. Η πηγή της έμπνευσής του ήταν αυτή της
φαντασίας, του ονείρου και του παραμυθιού.
Την εποχή του Βέμπερ το κλαρινέτο ήταν ακόμη ένα νέο όργανο,
με ιστορία λίγο μεγαλύτερη του αιώνα. Η κατασκευαστική του εξέλιξη δεν είχε
ακόμη ολοκληρωθεί τη χρονιά που ο Βέμπερ συνέθεσε το πρώτο του κονσέρτο για
κλαρινέτο. Ωστόσο, είχαν ήδη εμφανιστεί οι πρώτοι βιρτουόζοι, οι οποίοι έδωσαν
ώθηση τόσο στη βελτίωση της τεχνικής, στην αύξηση του ρεπερτορίου, στην παγίωση
της θέσης του κλαρινέτου στην ορχήστρα, όσο και στην τελική καθιέρωση του
κλαρινέτου ως σολιστικού οργάνου με ευρείες εκφραστικές δυνατότητες.
To 1811, κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του, ο Βέμπερ
βρέθηκε στο Μόναχο. Εκεί συνάντησε τον Χάινριχ Γιόζεφ Μπέρμαν, τον κατά γενική
παραδοχή καλύτερο κλαρινετίστα της εποχής του. Για τον Μπέρμαν, ο Βέμπερ
συνέθεσε αρχικά ένα κονσερτίνο, το οποίο παρουσιάστηκε στα μέσα Απριλίου
ενώπιον του βασιλιά Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας. Το έργο γνώρισε άμεση επιτυχία,
ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε και παράγγειλε στον Βέμπερ επιπλέον δύο κονσέρτα για
κλαρινέτο. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του
Βέμπερ, η σύνθεση του κονσέρτου αρ. 1 σε φα ελάσσονα ξεκίνησε στις 18 Απριλίου,
ολοκληρώθηκε στις 17 Μαΐου και παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλιά στις 13
Ιουνίου του ίδιου χρόνου.
Κρίνοντας από τις τεχνικές δυσκολίες που παρουσιάζει το
κονσέρτο, η δεξιοτεχνία του Μπέρμαν πρέπει να υπήρξε πραγματικά απαράμιλλη,
όμως ο Βέμπερ έθεσε τη δεξιοτεχνία αυτή στην υπηρεσία του μουσικού λόγου και
της φαντασίας του. Σε ολόκληρο το κονσέρτο αναγνωρίζει κανείς τη σφραγίδα της
θητείας του Βέμπερ στο μουσικό θέατρο. Υπάρχει μία διάχυτη θεατρικότητα, μία σχεδόν
σκηνική αφήγηση μουσικών γεγονότων τα οποία, χωρίς απαραίτητα να αναφέρονται σε
κάποιο συγκεκριμένο εξωμουσικό ερέθισμα, δίνουν την αίσθηση της ακολουθίας
δραματικών κανόνων.
To πρώτο μέρος ξεκινά με μία σχεδόν απειλητική εισαγωγή από
τα έγχορδα, για να αναδυθεί μέσα από αυτήν με αγωνία η μελωδία του κλαρινέτου.
Το γεμάτο εσωτερική ένταση πρώτο μέρος ακολουθεί ένας προσωπικός μονόλογος, το
παρακλητικό «Adagio ma non troppo». Άξιο προσοχής είναι εδώ το μεσαίο τμήμα, με
τα τρία κόρνα και το σόλο κλαρινέτο, όπου φαίνεται το μοναδικό ένστικτο του
Βέμπερ για το ορχηστρικό χρώμα. Έπειτα από αυτές τις συναισθηματικές εναλλαγές,
το κονσέρτο ολοκληρώνεται με ένα παιχνιδιάρικο, γεμάτο ζωντάνια και γρήγορους,
χορευτικούς ρυθμούς, εξωστρεφές ρόντο. Ο Βέμπερ εκμεταλλεύεται την ευελιξία της
άρθρωσης και τον διαφορετικο χαρακτήρα των τονικών περιοχών του οργάνου,
επιτρέποντας στο κλαρινέτο να αποκαλύψει την μοναδική του εκφραστική παλέτα.
[ Ενημερωτικό σημείωμα του Μεγάρου Μουσικής με αφορμή την εκτέλεση του έργου στο πλαίσιο βραδιάς αφιερωμένης στον Βέμπερ]
[ Ενημερωτικό σημείωμα του Μεγάρου Μουσικής με αφορμή την εκτέλεση του έργου στο πλαίσιο βραδιάς αφιερωμένης στον Βέμπερ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου