ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΣΙΛΕΡ
[Με αφορμή τη χθεσινή επέτειο του θανάτου του
ρομαντικού ποιητή από φυματίωση,
στις 9 Μαΐου 1805 (γενν.: 1859),
συνεχίζουμε την ανάρτηση του περίφημου ποιήματός του
"Ο Βουτηχτής", στην αριστουργηματική μετάφραση
του Γλαύκου Πόντιου (Νίκου Κογεβίνα, 1856-1897).]
στις 9 Μαΐου 1805 (γενν.: 1859),
συνεχίζουμε την ανάρτηση του περίφημου ποιήματός του
"Ο Βουτηχτής", στην αριστουργηματική μετάφραση
του Γλαύκου Πόντιου (Νίκου Κογεβίνα, 1856-1897).]
Der Taucher
Und es wallet und siedet und brauset und zischt,
Wie wenn Wasser mit Feuer sich mengt,
Bis zum Himmel spritzet der dampfende Gischt,
Und Flut auf Flut sich ohn' Ende drängt,
Und will sich nimmer erschöpfen und leeren,
Als wollte das Meer noch ein Meer gebären.
Βράζει, χοχλάζει, σφυρίζει, βροντά
Σαν στια, που σμιχθεί με νερό.
Τα ουράνια βρέχει με αφρόν αχνιστό
Και αδιάκοπα κύμα το κύμα χτυπά'
Το ακένωτο βάθος ποτέ δεν αδειάζει
Λες κι άλλη μια θάλασσα η θαλασσα βγάζει.
Doch endlich, da legt sich die wilde Gewalt;
Und schwarz aus dem weißen Schaum
Klafft hinunter ein gähnender Spalt,
Grundlos, als ging's in den Höllenraum:
Und reißend sieht man die brandenden Wogen
Hinab in den strudelnden Trichter gezogen.
Λουφάζει τέλοςτο άγριο στοιχειό
Και χάσκει απ΄την άσπρη αφριά
Σχισμάδα άπατη, μαύρη, πλατιά,
Σαν δρόμος που βγαίνει στον Άδη' μ΄αχό
Τα κύματα ολάγρια, στριφτά, ρουφηγμένα,
Βυθιώνται με ορμή στο σιφούνι (=σίφουνα) αρπαγμένα.
Jetzt schnell, eh die Brandung wiederkehrt,
Der Jüngling sich Gott befiehlt,
Und - ein Schrei des Entsetzen wird rings gehört -
Schon hat ihn der Wirbel hinweggespült,
Und geheimnisvoll über dem kühnen Schimmer
Schließt sich der Rachen; er zeigt sich nimmer.
Πριν το κυμάτωμα οπίσω να έλθει,
Ο νέος θερμά το Θεό
Βοήθεια κράζει- και ιδού βοητό
Σηκώνεται τρόμου κι ευθύς η στροφή
Μες στ΄άγνωστο σέρνει και κλει τον γενναίον,
Νεαρό βουτηχτή, που δε φαίνεται πλέον.
Und stille wird's über dem Wasserschlund,
In der Tiefe nur brauset es hohl;
Und bebend geht es von Mund zu Mund:
"Hochherziger Jüngling, fahre wohl!"
Und hohler und hohler hört man's heulen,
Und es harrt noch mit bangem, mit schrecklichem Weilen.
Και γαληνίζ' η κορφή του νερού,
Αλλά κουφοβράζει βαθιά,
Εύχεται ολότρεμη κάθε λαλιά
"Να είν΄ώρα καλή" τ΄ανδρειωμένου παιδιού'
Πλην πάντα πλειο κούφια τα κύματ' ακούνε
Και με καρδιοχτύπι φριχτό καρτερούνε.
Und wärfst du die Krone selber hinein
Und sprächst: Wer mir bringet die Kron',
Er soll sie tragen und König sein -
Mich gelüstete nicht nach dem teuren Lohn,
Was die heulende Tiefe da unten verhehle,
Das erzählt keine lebende, glückliche Seele.
"Και αν ήθε(λε) ρίξεις το στέμμα κι ειπείς,
Μ΄αυτό θα γενεί βασιλιάς,
Θα το φορέσει, αν κανείς από σας
Το σώσει! μιας τόσο ακριβής αμοιβής
Δεν μ΄έπιανε πόθος. Τι κλειούν τέτοια βάθη
Ψυχή ζωντανού δε μπορεί να μας μάθει".
Wie wenn Wasser mit Feuer sich mengt,
Bis zum Himmel spritzet der dampfende Gischt,
Und Flut auf Flut sich ohn' Ende drängt,
Und will sich nimmer erschöpfen und leeren,
Als wollte das Meer noch ein Meer gebären.
Βράζει, χοχλάζει, σφυρίζει, βροντά
Σαν στια, που σμιχθεί με νερό.
Τα ουράνια βρέχει με αφρόν αχνιστό
Και αδιάκοπα κύμα το κύμα χτυπά'
Το ακένωτο βάθος ποτέ δεν αδειάζει
Λες κι άλλη μια θάλασσα η θαλασσα βγάζει.
Doch endlich, da legt sich die wilde Gewalt;
Und schwarz aus dem weißen Schaum
Klafft hinunter ein gähnender Spalt,
Grundlos, als ging's in den Höllenraum:
Und reißend sieht man die brandenden Wogen
Hinab in den strudelnden Trichter gezogen.
Λουφάζει τέλοςτο άγριο στοιχειό
Και χάσκει απ΄την άσπρη αφριά
Σχισμάδα άπατη, μαύρη, πλατιά,
Σαν δρόμος που βγαίνει στον Άδη' μ΄αχό
Τα κύματα ολάγρια, στριφτά, ρουφηγμένα,
Βυθιώνται με ορμή στο σιφούνι (=σίφουνα) αρπαγμένα.
Jetzt schnell, eh die Brandung wiederkehrt,
Der Jüngling sich Gott befiehlt,
Und - ein Schrei des Entsetzen wird rings gehört -
Schon hat ihn der Wirbel hinweggespült,
Und geheimnisvoll über dem kühnen Schimmer
Schließt sich der Rachen; er zeigt sich nimmer.
Πριν το κυμάτωμα οπίσω να έλθει,
Ο νέος θερμά το Θεό
Βοήθεια κράζει- και ιδού βοητό
Σηκώνεται τρόμου κι ευθύς η στροφή
Μες στ΄άγνωστο σέρνει και κλει τον γενναίον,
Νεαρό βουτηχτή, που δε φαίνεται πλέον.
Und stille wird's über dem Wasserschlund,
In der Tiefe nur brauset es hohl;
Und bebend geht es von Mund zu Mund:
"Hochherziger Jüngling, fahre wohl!"
Und hohler und hohler hört man's heulen,
Und es harrt noch mit bangem, mit schrecklichem Weilen.
Και γαληνίζ' η κορφή του νερού,
Αλλά κουφοβράζει βαθιά,
Εύχεται ολότρεμη κάθε λαλιά
"Να είν΄ώρα καλή" τ΄ανδρειωμένου παιδιού'
Πλην πάντα πλειο κούφια τα κύματ' ακούνε
Και με καρδιοχτύπι φριχτό καρτερούνε.
Und wärfst du die Krone selber hinein
Und sprächst: Wer mir bringet die Kron',
Er soll sie tragen und König sein -
Mich gelüstete nicht nach dem teuren Lohn,
Was die heulende Tiefe da unten verhehle,
Das erzählt keine lebende, glückliche Seele.
"Και αν ήθε(λε) ρίξεις το στέμμα κι ειπείς,
Μ΄αυτό θα γενεί βασιλιάς,
Θα το φορέσει, αν κανείς από σας
Το σώσει! μιας τόσο ακριβής αμοιβής
Δεν μ΄έπιανε πόθος. Τι κλειούν τέτοια βάθη
Ψυχή ζωντανού δε μπορεί να μας μάθει".
Wohl manches Fahrzeug, vom Strudel erfaßt,
Schoß jäh in die Tiefe hinab,
Doch zerschmettert nur rangen sich Kiel und Mast
Hervor aus dem alles verschlingendem Grab. -
Und heller und heller, wie Sturmessausen,
Hört man's näher und näher brausen."Καράβι αρπάζ΄η ρουφίστρα συχνά
Και πάν΄στο βυθό με ροπή.
Σπασμένο μόνον κατάρτ΄ή σκαρί
Ξεβγαίνει απ΄το βάραθρο π΄όλα ρουφά-"
Πλην σφύριγμ΄αντάρας ψηλότατο βγάζει
Και πάντα σιμά και σιμότερα βράζει.
Schoß jäh in die Tiefe hinab,
Doch zerschmettert nur rangen sich Kiel und Mast
Hervor aus dem alles verschlingendem Grab. -
Und heller und heller, wie Sturmessausen,
Hört man's näher und näher brausen."Καράβι αρπάζ΄η ρουφίστρα συχνά
Και πάν΄στο βυθό με ροπή.
Σπασμένο μόνον κατάρτ΄ή σκαρί
Ξεβγαίνει απ΄το βάραθρο π΄όλα ρουφά-"
Πλην σφύριγμ΄αντάρας ψηλότατο βγάζει
Και πάντα σιμά και σιμότερα βράζει.
[Συνεχίζεται]
1 σχόλιο:
Παρακαλώ πολύ υπάρχει και άλλη συνέχεια
Δημοσίευση σχολίου