Ο "ΘΡΙΑΜΒΟΣ" ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ
[Μια σπαρταριστή περιγραφή από την πένα
του Εμμανουήλ Ροΐδη για το πώς επιβλήθηκε
ο εκχριστιανισμός πάνω στους "αγρίους"
λαούς του Μεσαίωνα της Δυτικής Ευρώπης.
Νέα αποτρόπαια όργανα βασανισμού επινοήθηκαν
από "ευσεβείς" εγκεφάλους και βοήθησαν την
κοσμική και θρησκευτική ηγεσία να οδηγήσουν
ταχύτατα τους λαούς στο "δρόμο του αληθινού Θεού.
Η αριστουργηματική ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας,
που μας έδωσε ο ύπατος των νεοελλήνων πεζογράφος,
στηρίχθηκε στα πολυάριθμα έργα που είχαν γραφεί
έως την εποχή του από επώνυμους και ανώνυμους
συγγραφείς και αναπαρήγαγαν ένα ευρέως διαδεδομένο
κατά το Μεσαίωνα θρύλο για έναν Πάπα
-Pope Joan (853-855)- που δεν ήταν άνδρας αλλά γυναίκα.]
Νέα αποτρόπαια όργανα βασανισμού επινοήθηκαν
από "ευσεβείς" εγκεφάλους και βοήθησαν την
κοσμική και θρησκευτική ηγεσία να οδηγήσουν
ταχύτατα τους λαούς στο "δρόμο του αληθινού Θεού.
Η αριστουργηματική ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας,
που μας έδωσε ο ύπατος των νεοελλήνων πεζογράφος,
στηρίχθηκε στα πολυάριθμα έργα που είχαν γραφεί
έως την εποχή του από επώνυμους και ανώνυμους
συγγραφείς και αναπαρήγαγαν ένα ευρέως διαδεδομένο
κατά το Μεσαίωνα θρύλο για έναν Πάπα
-Pope Joan (853-855)- που δεν ήταν άνδρας αλλά γυναίκα.]
[...........]
Αλλά προς τούτο αποχαιρετώντες την νήσον των Βρεταννών ας μεταβώμεν εις την χώραν των Φράγκων.
Ο μέγας Κάρολος (ΣΣ: Καρλομάγνος, 742- 814), αφού περιέδραμε την Ευρώπην θερίζων δάφνας και κεφαλάς διά της μακράς του σπάθης, αφού έπνιξεν, ετύφλωσεν ή εστρέβλωσε τα τρία τέταρτα των Σαξώνων, αποκτήσας ούτω την υποταγήν και το σέβας των επιζώντων, ανεπαύετο τέλος επί των τροπαίων του εις Ακυίσγρανον (=Άαχεν), πόλιν περίφημον διά τα άγια λείψανα και τας βελόνας. Τα πάντα εβάδιζον κατ’ ευχήν εν τη απεράντω αυτοκρατορία· ο σοφός Αλκουίνος [ΣΣ. Alcuin of York (Λατινικά: Alcuinus)730/740– 804]έλουεν εις το ύδωρ του βαπτίσματος τους ρυπαρούς του Καρόλου υπηκόους, έκοπτε τα κόκκινά των γένεια και τα μακρά ονύχια και ανοίγων αυτοίς της ανεξαντλήτου σοφίας του τον θησαυρόν έτριβε του ενός τα χείλη διά του μέλιτος του ιερού λόγου, έτρεφεν άλλον με της γραμματικής τας ρίζας και τρίτον εδίδασκεν ότι των χηνών τα πτερά, διά των οποίων καθίστα ταχύτερα τα βέλη, ήσαν και προς γραφήν επιτήδεια.
Ο δ’ ευτυχής αυτοκράτωρ διήνυεν αφρόντιδας ημέρας, μετρών τα ωά των ορνίθων του, τακτοποιών τα ωρολόγια και τα κράτη του, παίζων μετά των θυγατέρων του και του ελέφαντος, ον έλαβε δώρον παρά του καλίφου Αρούν, καταδικάζων εις μικρόν πρόστιμον τους φονείς και ληστάς και απαγχονίζων εις τα δένδρα του κήπου του όσοι των υπηκόων έτρωγον κρέας την Παρασκευήν ή έπτυον μετά την μετάληψιν.
Αλλ’ ενώ ο ευσεβής Κάρολος, όστις, καίτοι μη εξεύρων να γράφη, εγνώριζεν όμως την κλασικήν αρχαιότητα, επανέλεγε καθ’ εκάστην:
Haec mihi Deus otia fecit (=Αυτήν την ανάπαυση μού έδωσε ο Θεός),
οι Σάξωνες ανήγειρον πάλιν την θρασείαν και ακτένιστον κεφαλήν των και βυθίζοντες την χείρα εις το αίμα ουχί ταυρείων, αλλ’ ανθρωπίνων θυμάτων, ώμνυον εις τον Tουίτονα, τον Ιρμινσούλ και Αρμίνιον ή ν’ αποσείσωσι τον καρόλειον ζυγόν ή διά του αίματος αυτών να φυράσωσι του Άλυος και Βισούργιδος (ΣΣ: ο ποταμός Βέζερ) τας όχθας. Ήλθεν, είδε και ενίκησε κατά το σύνηθες ο άμαχος αυτοκράτωρ διά της λόγχης εκείνης, ην κατά τους Ευαγγελιστάς εβύθισεν ο Ρωμαίος στρατιώτης εις του Σωτήρος την πλευράν, ο δε αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανισθείς καθ’ ύπνους τω Καρόλω εναπέθεσεν επί της κλίνης του, ίνα κατά τους χρονογράφους ανταμείψη αυτόν, διότι και από εψημένου και από ωμού κρέατος απέχων την Τεσσαρακοστήν εκοιμάτο μόνος.
Μετά την νίκην, φοβούμενος ο άγιος αυτοκράτωρ μη αναγκασθή και πάλιν υπό των αγριανθρώπων εκείνων να διακόψη τας ευσεβείς αυτού ασχολίας, απεφάσισεν ή πάντας τους νικηθέντας να εξολοθρεύση ή εκόντας άκοντας όλους να βαπτίση. Ουδείς ποτέ ιεροκήρυξ κατώρθωσε πλείονας απίστους εν βραχεί χρόνω να χριστιανίση· αλλ’ η ευγλωττία του Φράγκου κατακτητού ήτο ακαταμάχητος. «Πίστευσον ή σε φονεύω», έλεγεν εις τον δεσμώτην Σάξωνα, εις ου τα όμματα ήστραπτεν ως πειστικώτατον επιχείρημα η μάχαιρα του δημίου, και όλος εκείνος ο όχλος επήδα εις την κολυμβήθραν ως αι νήσσαι εις τους λάκκους, αφού βρέξη.
Επειδή όμως, όσω παντοδύναμος και αν υποτεθή η πίστις, απαιτείται ουχ ήττον να γνωρίζη οπωσούν και ο χριστιανός εις τι πιστεύει, συνηθίζετο τότε εν Ευρώπη, ως σήμερον εν Οταΐτη και Μαλαβάρη, να μανθάνωσιν οι νεοβάπτιστοι είδος τι κατηχήσεως, ην οι δεκανείς του Καρόλου εδίδασκον τους Σάξωνας, τάσσοντες αυτούς κατά σειράν ανά δέκα ως νεοσυλλέκτους και ραπίζοντες ανηλεώς, οσάκις προσέκοπτον εις δυσπρόφερτον τινά λέξιν του «Πιστεύω». Ούτω ελάμβανε δίκην ο Ιησούς παρά των ειδώλων δι’ όσα έπαθον υπ’ εκείνων οι πρώτοι αυτού οπαδοί, ότε εκαίοντο επί Νέρωνος ή ωπτούντο επί Διοκλητιανού, κ’ εντεύθεν των Γάλλων η παροιμία «Η εκδίκησις είναι η ηδονή των θεών».
Ενόσω μεν διήρκει ο πόλεμος, οι στρατιώται εξηκολούθουν εκπληρούντες έργα ιερέων· αλλ’ αφού ησύχασαν τα πράγματα και εξηντλήθησαν αι θεολογικαί γνώσεις των θωρακοφόρων εκείνων ιεροκηρύκων, πάντες και προ πάντων ο αυτοκράτωρ ησθάνθησαν την ανάγκην σοβαρωτέρων κατηχητών. Αλλά παρά τοις Φράγκοις καλόγηροι μόνον υπήρχον τότε και δεινότεροι περί την ζυθοποιίαν ή την δογματικήν, βαπτίζοντες τα βρέφη εις το όνομα της Πατρίδος, της Θυγατρός και της Αγίας Πνοής, ισχυριζόμενοι ότι η Θεοτόκος συνέλαβεν εκ του ωτός, προγευματίζοντες προ της μεταλήψεως και αναγκάζοντες τον διάκονον να πίη το ύδωρ, δι’ ου έπλυνον τας χείρας μετά την λειτουργίαν.
Εις τοιούτων διδασκάλων τας χείρας ουδ’ αυτούς τους Σάξωνας ετόλμησεν ο Κάρολος να εμπιστευθή, φοβούμενος μη αναγκασθή μετ’ ολίγον να εκστρατεύση και πάλιν, ίνα νέα είδωλα κρημνίση, τα του Βάκχου και του Μορφέως. Απορών περί του πρακτέου εσυμβουλεύθη τον Αλκουίνον, εις ου τους χρησμούς κατέφευγον τότε οι Φράγκοι, ως οι Έλληνες εις την Πυθίαν. Ο Αλκουίνος ήτο Άγγλος, η δε Αγγλία είχε τότε το μονοπώλιον των θεολόγων, ως σήμερον των ατμομηχανών. Εκεί λοιπόν εστάλη πλοίον, ίνα φορτωθή ιεροκήρυκας προς μύησιν των Σαξώνων εις της πίστεως τα μυστήρια.
Η σωτήριος εκείνη κιβωτός της χριστιανοσύνης, εφ’ ης είδομεν επιβάντα και της Ιωάννας τον πατέρα μετά της γυναικός, εφέρετο οκτώ ημέρας επί των υδάτων, την δε ενάτην υπερβάσα το στόμιον του Ρήνου προσωρμίσθη ενώπιον της πόλεως Νοβιομάγου (ΣΣ: το Neumagen), όπου κατά πρώτον επάτησαν το γερμανικόν χώμα οι αγρευτήρες εκείνοι των ψυχών. Εκείθεν άλλοι επί όνων, άλλοι διά λέμβων και άλλοι αποστολικώς ανατρέξαντες εις τας πηγάς της Λίππης, έφθασαν τέλος κεκμηκότες και πειναλέοι εις Παδέβορνον (ΣΣ: η πόλη Paderborn), όπου εσκήνου ο Κάρολος εν μέσω σταυρών και ασπίδων. Η Σαξωνία διενεμήθη παραχρήμα υπό του νικητού εις τους νεήλυδας καλογήρους, ων έκαστος έλαβεν εντολήν να κοσμήση διά του Σταυρού πάσαν καλύβην επαρχίας τινός της κατακτηθείσης χώρας, της δε Ιωάννας ο πατήρ διετάχθη να διευθυνθή προς νότον, ίνα κρημνίση το εν Ερισβούργη είδωλον του Ιρμινσούλ, περί το οποίον συνήρχοντο οι τότε επαναστάται, ως οι ημέτεροι εις τα Χαφτεία, προσφέροντες ανθρωπίνους θυσίας και νέας καθ’ εκάστην χαλκεύοντες συνωμοσίας. Ο ταλαίπωρος μοναχός, φορτώσας επί οναρίου την γυναίκα του και τέσσαρας μαύρους σαξωνικούς άρτους, ήρξατο της νέας οδοιπορίας, σύρων το ζώον εκ του χαλινού και μετά δακρύων ενθυμούμενος τας αναπαύσεις της πατρώας καλύβης.
Οκτώ όλα έτη επλανήθη ο πατήρ της Ιωάννας υπό τα δένδρα της Βεσταλίας, βαπτίζων, διδάσκων, εξομολογών και θάπτων. Πολυπαθέστερος δε γενόμενος και αυτού του αποστόλου Παύλου πολλάκις ερραβδίσθη, δεκάκις ελιθάσθη, πεντάκις ερρίφθη εις τον Ρήνον και δις εις την Άλυν, τετράκις εκάη, τρις εκρεμάσθη και μεθ’ όλα ταύτα επέζησε τη βοηθεία της Θεοτόκου. Τον δε υποπτευόμενον ότι απίθανα λέγω, παραπέμπω εις της εποχής εκείνης τα συναξάρια, ίνα μάθη τίνι τρόπω η ξανθή Παναγία υπεστήριζεν διά των λευκών αυτής χειρών τους πόδας των πιστών της, οσάκις απηγχονίζοντο, έσβηνε τας φλόγας της πυράς διά ριπιδίου εκ πτερών Αγγέλου, οσάκις εκαίοντο, ή λύουσα την κυανήν ζώνην έτεινεν αυτήν εις τους καταποντιζομένους, ως η Ινώ τω Οδυσσεί τον πέπλον.
Τα τόσα παθήματα δεν ίσχυσαν να ψυχράνωσι τον ζήλον ή ν’ αλλοιώσωσι το φρόνημα του ακαμάτου αποστόλου· το σώμα όμως αυτού κατήντησε βαθμηδόν αγνώριστον, αφού οι μεν Φρίσονες τω αφήρεσαν τον δεξιόν οφθαλμόν, οι δε Λογγοβάρδοι έκοψαν τα ώτα του, οι Θουρίγγιοι την ρίνα και οι ανήμεροι κάτοικοι του Ερκυνίου δάσους, θέλοντες να εξολοθρεύσωσι των ιεροκηρύκων την γενεάν, εθυσίασαν προ του βωμού του Τουίτονος τα δύο τέκνα του και έπειτα διά της αυτής απανθρώπου μαχαίρας απέκοψαν αυτώ... πάσαν πατρότητος ελπίδα.
Η Γιούθα, ήτις και μετά την τελευταίαν ταύτην συμφοράν έμεινε πιστή τω ηκρωτηριασμένω συζύγω, επειράτο παντοιοτρόπως ν’ ανακουφίση τας θλίψεις του. Οσάκις εξυπνών την νύκτα προσήλονεν εις αυτήν μετά ματαίου πόθου τον ένα απομείναντα οφθαλμόν και έκλαιε την στέρησιν των τέκνων του και των πρώην ηδονών, ησπάζετο αυτόν λέγουσα, «Καθ’ ημέραν ανάπτω λαμπάδα προ της εικόνος» του Αγ. Πατέρνου. Ίσως ο προστάτης ούτος της ευτεκνίας εφεύρη θαύμα τι, ίνα απολαύσωμεν και πάλιν τέκνα».
Η ευχή αύτη της καλής Γιούθας επληρώθη μετ’ ου πολύ· ουχί φευ! διά θαύματος του αγίου Πατέρνου, αλλ’ υπό δύο τοξοτών του κόμητος της Ερφούρτης. Οι κακότροποι ούτοι συναντήσαντες αυτήν παρά την όχθην της Φούλδας απλόνουσαν εις τον ήλιον τον χιτώνα του ανδρός της, όστις μη έχων άλλον εκρύπτετο ως ο Οδυσσεύς υπό σωρόν ξηρών φύλλων, περιμένων να ξηρανθή ο πλυθείς, ήπλωσαν κακείνην επί της χλόης και διά της βίας τη υπενθύμισαν τον αληθή επί της γης προορισμόν της γυναικός.
Αφού κορεσθέντες ανεχώρησαν οι στρατιώται, εξήλθε της κρύπτης ο ατυχής καλόγηρος και ενδυθείς υγρόν ακόμη το υποκάμισον απεμακρύνθη εκείθεν μετά της πεπονημένης γυναικός, καταρώμενος τους Σάξωνας, οίτινες πλην του μαρτυρικού επέθεσαν και άλλον στέφανον επί της φαλακράς κεφαλής του.
Εννέα μετά ταύτα μήνας, εν έτει 818, έτεκεν η Γιούθα εν Ιγγελχείμη (ΣΣ: η όλη Ingelheim) ή κατ’ άλλους εν Μογουντία (ΣΣ: η πόλη Mainz), την μέλλουσαν ν’ αρπάση τας ουρανίους κλείδας Ιωάνναν. Ο δε πατήρ αυτής ή μάλλον ο σύζυγος της μητρός, ίνα συνηθίση άμα γεννηθείσα εις του πλάνητος βίου τας κακουχίας, εβάπτισεν αυτήν εις το ψυχρόν ρεύμα της Μεΐνης (ΣΣ: ποταμός Μάιν), όπου εβύθιζον και οι αυτόχθονες τα ξίφη, ίνα σκληρότερα αυτά καταστήσωσι.
Πάντων των ηρώων την κοιτίδα κοσμούσι κατ’ έθος αρχαίον οι βιογράφοι διά τεραστίων σημείων προαγγελλόντων τας μελλούσας αρετάς. Ούτω νήπιος έτι ων έπνιξε τους δράκοντας ο Ηρακλής, ο δε Κριεζώτης την άρκτον, αι μέλισσαι επεκάθισαν εις του Πινδάρου το στόμα, ο Πασχάλης εφεύρε δεκαετής την γεωμετρίαν, ο ήρως του Βύρωνος ακούων την λειτουργίαν εις της τροφού τας αγκάλας απέστρεφε τους οφθαλμούς από των ερρυτιδωμένων αγίων, ίνα προσηλώση αυτούς μετά κατανύξεως επί της Αγίας Μαγδαληνής, η δε ημετέρα ηρωίς η μέλλουσα εις το εκκκλησιαστικόν στάδιον να διαπρέψη, ουδέποτε Tετάρτην ή Παρασκευήν ηθέλησε να βυζάξη, αλλ’ οσάκις προσεφέρετο αυτή ο μαστός κατά νηστήσιμον ημέραν, απέστρεφε τους οφθαλμούς μετά φρίκης.[......]
Αλλά προς τούτο αποχαιρετώντες την νήσον των Βρεταννών ας μεταβώμεν εις την χώραν των Φράγκων.
Ο μέγας Κάρολος (ΣΣ: Καρλομάγνος, 742- 814), αφού περιέδραμε την Ευρώπην θερίζων δάφνας και κεφαλάς διά της μακράς του σπάθης, αφού έπνιξεν, ετύφλωσεν ή εστρέβλωσε τα τρία τέταρτα των Σαξώνων, αποκτήσας ούτω την υποταγήν και το σέβας των επιζώντων, ανεπαύετο τέλος επί των τροπαίων του εις Ακυίσγρανον (=Άαχεν), πόλιν περίφημον διά τα άγια λείψανα και τας βελόνας. Τα πάντα εβάδιζον κατ’ ευχήν εν τη απεράντω αυτοκρατορία· ο σοφός Αλκουίνος [ΣΣ. Alcuin of York (Λατινικά: Alcuinus)730/740– 804]έλουεν εις το ύδωρ του βαπτίσματος τους ρυπαρούς του Καρόλου υπηκόους, έκοπτε τα κόκκινά των γένεια και τα μακρά ονύχια και ανοίγων αυτοίς της ανεξαντλήτου σοφίας του τον θησαυρόν έτριβε του ενός τα χείλη διά του μέλιτος του ιερού λόγου, έτρεφεν άλλον με της γραμματικής τας ρίζας και τρίτον εδίδασκεν ότι των χηνών τα πτερά, διά των οποίων καθίστα ταχύτερα τα βέλη, ήσαν και προς γραφήν επιτήδεια.
Ο δ’ ευτυχής αυτοκράτωρ διήνυεν αφρόντιδας ημέρας, μετρών τα ωά των ορνίθων του, τακτοποιών τα ωρολόγια και τα κράτη του, παίζων μετά των θυγατέρων του και του ελέφαντος, ον έλαβε δώρον παρά του καλίφου Αρούν, καταδικάζων εις μικρόν πρόστιμον τους φονείς και ληστάς και απαγχονίζων εις τα δένδρα του κήπου του όσοι των υπηκόων έτρωγον κρέας την Παρασκευήν ή έπτυον μετά την μετάληψιν.
Αλλ’ ενώ ο ευσεβής Κάρολος, όστις, καίτοι μη εξεύρων να γράφη, εγνώριζεν όμως την κλασικήν αρχαιότητα, επανέλεγε καθ’ εκάστην:
Haec mihi Deus otia fecit (=Αυτήν την ανάπαυση μού έδωσε ο Θεός),
οι Σάξωνες ανήγειρον πάλιν την θρασείαν και ακτένιστον κεφαλήν των και βυθίζοντες την χείρα εις το αίμα ουχί ταυρείων, αλλ’ ανθρωπίνων θυμάτων, ώμνυον εις τον Tουίτονα, τον Ιρμινσούλ και Αρμίνιον ή ν’ αποσείσωσι τον καρόλειον ζυγόν ή διά του αίματος αυτών να φυράσωσι του Άλυος και Βισούργιδος (ΣΣ: ο ποταμός Βέζερ) τας όχθας. Ήλθεν, είδε και ενίκησε κατά το σύνηθες ο άμαχος αυτοκράτωρ διά της λόγχης εκείνης, ην κατά τους Ευαγγελιστάς εβύθισεν ο Ρωμαίος στρατιώτης εις του Σωτήρος την πλευράν, ο δε αρχάγγελος Μιχαήλ εμφανισθείς καθ’ ύπνους τω Καρόλω εναπέθεσεν επί της κλίνης του, ίνα κατά τους χρονογράφους ανταμείψη αυτόν, διότι και από εψημένου και από ωμού κρέατος απέχων την Τεσσαρακοστήν εκοιμάτο μόνος.
Μετά την νίκην, φοβούμενος ο άγιος αυτοκράτωρ μη αναγκασθή και πάλιν υπό των αγριανθρώπων εκείνων να διακόψη τας ευσεβείς αυτού ασχολίας, απεφάσισεν ή πάντας τους νικηθέντας να εξολοθρεύση ή εκόντας άκοντας όλους να βαπτίση. Ουδείς ποτέ ιεροκήρυξ κατώρθωσε πλείονας απίστους εν βραχεί χρόνω να χριστιανίση· αλλ’ η ευγλωττία του Φράγκου κατακτητού ήτο ακαταμάχητος. «Πίστευσον ή σε φονεύω», έλεγεν εις τον δεσμώτην Σάξωνα, εις ου τα όμματα ήστραπτεν ως πειστικώτατον επιχείρημα η μάχαιρα του δημίου, και όλος εκείνος ο όχλος επήδα εις την κολυμβήθραν ως αι νήσσαι εις τους λάκκους, αφού βρέξη.
Επειδή όμως, όσω παντοδύναμος και αν υποτεθή η πίστις, απαιτείται ουχ ήττον να γνωρίζη οπωσούν και ο χριστιανός εις τι πιστεύει, συνηθίζετο τότε εν Ευρώπη, ως σήμερον εν Οταΐτη και Μαλαβάρη, να μανθάνωσιν οι νεοβάπτιστοι είδος τι κατηχήσεως, ην οι δεκανείς του Καρόλου εδίδασκον τους Σάξωνας, τάσσοντες αυτούς κατά σειράν ανά δέκα ως νεοσυλλέκτους και ραπίζοντες ανηλεώς, οσάκις προσέκοπτον εις δυσπρόφερτον τινά λέξιν του «Πιστεύω». Ούτω ελάμβανε δίκην ο Ιησούς παρά των ειδώλων δι’ όσα έπαθον υπ’ εκείνων οι πρώτοι αυτού οπαδοί, ότε εκαίοντο επί Νέρωνος ή ωπτούντο επί Διοκλητιανού, κ’ εντεύθεν των Γάλλων η παροιμία «Η εκδίκησις είναι η ηδονή των θεών».
Ενόσω μεν διήρκει ο πόλεμος, οι στρατιώται εξηκολούθουν εκπληρούντες έργα ιερέων· αλλ’ αφού ησύχασαν τα πράγματα και εξηντλήθησαν αι θεολογικαί γνώσεις των θωρακοφόρων εκείνων ιεροκηρύκων, πάντες και προ πάντων ο αυτοκράτωρ ησθάνθησαν την ανάγκην σοβαρωτέρων κατηχητών. Αλλά παρά τοις Φράγκοις καλόγηροι μόνον υπήρχον τότε και δεινότεροι περί την ζυθοποιίαν ή την δογματικήν, βαπτίζοντες τα βρέφη εις το όνομα της Πατρίδος, της Θυγατρός και της Αγίας Πνοής, ισχυριζόμενοι ότι η Θεοτόκος συνέλαβεν εκ του ωτός, προγευματίζοντες προ της μεταλήψεως και αναγκάζοντες τον διάκονον να πίη το ύδωρ, δι’ ου έπλυνον τας χείρας μετά την λειτουργίαν.
Εις τοιούτων διδασκάλων τας χείρας ουδ’ αυτούς τους Σάξωνας ετόλμησεν ο Κάρολος να εμπιστευθή, φοβούμενος μη αναγκασθή μετ’ ολίγον να εκστρατεύση και πάλιν, ίνα νέα είδωλα κρημνίση, τα του Βάκχου και του Μορφέως. Απορών περί του πρακτέου εσυμβουλεύθη τον Αλκουίνον, εις ου τους χρησμούς κατέφευγον τότε οι Φράγκοι, ως οι Έλληνες εις την Πυθίαν. Ο Αλκουίνος ήτο Άγγλος, η δε Αγγλία είχε τότε το μονοπώλιον των θεολόγων, ως σήμερον των ατμομηχανών. Εκεί λοιπόν εστάλη πλοίον, ίνα φορτωθή ιεροκήρυκας προς μύησιν των Σαξώνων εις της πίστεως τα μυστήρια.
Η σωτήριος εκείνη κιβωτός της χριστιανοσύνης, εφ’ ης είδομεν επιβάντα και της Ιωάννας τον πατέρα μετά της γυναικός, εφέρετο οκτώ ημέρας επί των υδάτων, την δε ενάτην υπερβάσα το στόμιον του Ρήνου προσωρμίσθη ενώπιον της πόλεως Νοβιομάγου (ΣΣ: το Neumagen), όπου κατά πρώτον επάτησαν το γερμανικόν χώμα οι αγρευτήρες εκείνοι των ψυχών. Εκείθεν άλλοι επί όνων, άλλοι διά λέμβων και άλλοι αποστολικώς ανατρέξαντες εις τας πηγάς της Λίππης, έφθασαν τέλος κεκμηκότες και πειναλέοι εις Παδέβορνον (ΣΣ: η πόλη Paderborn), όπου εσκήνου ο Κάρολος εν μέσω σταυρών και ασπίδων. Η Σαξωνία διενεμήθη παραχρήμα υπό του νικητού εις τους νεήλυδας καλογήρους, ων έκαστος έλαβεν εντολήν να κοσμήση διά του Σταυρού πάσαν καλύβην επαρχίας τινός της κατακτηθείσης χώρας, της δε Ιωάννας ο πατήρ διετάχθη να διευθυνθή προς νότον, ίνα κρημνίση το εν Ερισβούργη είδωλον του Ιρμινσούλ, περί το οποίον συνήρχοντο οι τότε επαναστάται, ως οι ημέτεροι εις τα Χαφτεία, προσφέροντες ανθρωπίνους θυσίας και νέας καθ’ εκάστην χαλκεύοντες συνωμοσίας. Ο ταλαίπωρος μοναχός, φορτώσας επί οναρίου την γυναίκα του και τέσσαρας μαύρους σαξωνικούς άρτους, ήρξατο της νέας οδοιπορίας, σύρων το ζώον εκ του χαλινού και μετά δακρύων ενθυμούμενος τας αναπαύσεις της πατρώας καλύβης.
Οκτώ όλα έτη επλανήθη ο πατήρ της Ιωάννας υπό τα δένδρα της Βεσταλίας, βαπτίζων, διδάσκων, εξομολογών και θάπτων. Πολυπαθέστερος δε γενόμενος και αυτού του αποστόλου Παύλου πολλάκις ερραβδίσθη, δεκάκις ελιθάσθη, πεντάκις ερρίφθη εις τον Ρήνον και δις εις την Άλυν, τετράκις εκάη, τρις εκρεμάσθη και μεθ’ όλα ταύτα επέζησε τη βοηθεία της Θεοτόκου. Τον δε υποπτευόμενον ότι απίθανα λέγω, παραπέμπω εις της εποχής εκείνης τα συναξάρια, ίνα μάθη τίνι τρόπω η ξανθή Παναγία υπεστήριζεν διά των λευκών αυτής χειρών τους πόδας των πιστών της, οσάκις απηγχονίζοντο, έσβηνε τας φλόγας της πυράς διά ριπιδίου εκ πτερών Αγγέλου, οσάκις εκαίοντο, ή λύουσα την κυανήν ζώνην έτεινεν αυτήν εις τους καταποντιζομένους, ως η Ινώ τω Οδυσσεί τον πέπλον.
Τα τόσα παθήματα δεν ίσχυσαν να ψυχράνωσι τον ζήλον ή ν’ αλλοιώσωσι το φρόνημα του ακαμάτου αποστόλου· το σώμα όμως αυτού κατήντησε βαθμηδόν αγνώριστον, αφού οι μεν Φρίσονες τω αφήρεσαν τον δεξιόν οφθαλμόν, οι δε Λογγοβάρδοι έκοψαν τα ώτα του, οι Θουρίγγιοι την ρίνα και οι ανήμεροι κάτοικοι του Ερκυνίου δάσους, θέλοντες να εξολοθρεύσωσι των ιεροκηρύκων την γενεάν, εθυσίασαν προ του βωμού του Τουίτονος τα δύο τέκνα του και έπειτα διά της αυτής απανθρώπου μαχαίρας απέκοψαν αυτώ... πάσαν πατρότητος ελπίδα.
Η Γιούθα, ήτις και μετά την τελευταίαν ταύτην συμφοράν έμεινε πιστή τω ηκρωτηριασμένω συζύγω, επειράτο παντοιοτρόπως ν’ ανακουφίση τας θλίψεις του. Οσάκις εξυπνών την νύκτα προσήλονεν εις αυτήν μετά ματαίου πόθου τον ένα απομείναντα οφθαλμόν και έκλαιε την στέρησιν των τέκνων του και των πρώην ηδονών, ησπάζετο αυτόν λέγουσα, «Καθ’ ημέραν ανάπτω λαμπάδα προ της εικόνος» του Αγ. Πατέρνου. Ίσως ο προστάτης ούτος της ευτεκνίας εφεύρη θαύμα τι, ίνα απολαύσωμεν και πάλιν τέκνα».
Η ευχή αύτη της καλής Γιούθας επληρώθη μετ’ ου πολύ· ουχί φευ! διά θαύματος του αγίου Πατέρνου, αλλ’ υπό δύο τοξοτών του κόμητος της Ερφούρτης. Οι κακότροποι ούτοι συναντήσαντες αυτήν παρά την όχθην της Φούλδας απλόνουσαν εις τον ήλιον τον χιτώνα του ανδρός της, όστις μη έχων άλλον εκρύπτετο ως ο Οδυσσεύς υπό σωρόν ξηρών φύλλων, περιμένων να ξηρανθή ο πλυθείς, ήπλωσαν κακείνην επί της χλόης και διά της βίας τη υπενθύμισαν τον αληθή επί της γης προορισμόν της γυναικός.
Αφού κορεσθέντες ανεχώρησαν οι στρατιώται, εξήλθε της κρύπτης ο ατυχής καλόγηρος και ενδυθείς υγρόν ακόμη το υποκάμισον απεμακρύνθη εκείθεν μετά της πεπονημένης γυναικός, καταρώμενος τους Σάξωνας, οίτινες πλην του μαρτυρικού επέθεσαν και άλλον στέφανον επί της φαλακράς κεφαλής του.
Εννέα μετά ταύτα μήνας, εν έτει 818, έτεκεν η Γιούθα εν Ιγγελχείμη (ΣΣ: η όλη Ingelheim) ή κατ’ άλλους εν Μογουντία (ΣΣ: η πόλη Mainz), την μέλλουσαν ν’ αρπάση τας ουρανίους κλείδας Ιωάνναν. Ο δε πατήρ αυτής ή μάλλον ο σύζυγος της μητρός, ίνα συνηθίση άμα γεννηθείσα εις του πλάνητος βίου τας κακουχίας, εβάπτισεν αυτήν εις το ψυχρόν ρεύμα της Μεΐνης (ΣΣ: ποταμός Μάιν), όπου εβύθιζον και οι αυτόχθονες τα ξίφη, ίνα σκληρότερα αυτά καταστήσωσι.
Πάντων των ηρώων την κοιτίδα κοσμούσι κατ’ έθος αρχαίον οι βιογράφοι διά τεραστίων σημείων προαγγελλόντων τας μελλούσας αρετάς. Ούτω νήπιος έτι ων έπνιξε τους δράκοντας ο Ηρακλής, ο δε Κριεζώτης την άρκτον, αι μέλισσαι επεκάθισαν εις του Πινδάρου το στόμα, ο Πασχάλης εφεύρε δεκαετής την γεωμετρίαν, ο ήρως του Βύρωνος ακούων την λειτουργίαν εις της τροφού τας αγκάλας απέστρεφε τους οφθαλμούς από των ερρυτιδωμένων αγίων, ίνα προσηλώση αυτούς μετά κατανύξεως επί της Αγίας Μαγδαληνής, η δε ημετέρα ηρωίς η μέλλουσα εις το εκκκλησιαστικόν στάδιον να διαπρέψη, ουδέποτε Tετάρτην ή Παρασκευήν ηθέλησε να βυζάξη, αλλ’ οσάκις προσεφέρετο αυτή ο μαστός κατά νηστήσιμον ημέραν, απέστρεφε τους οφθαλμούς μετά φρίκης.[......]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου