Του Δημήτρη Μαρωνίτη
Το Βήμα της Κυριακής, 15/5/2011
Λογοπαίγνιο σχολικής προέλευσης, µε δόση γραµµατικής ειρωνείας. Οπου η αλφαβητική διαδοχή των οµόηχων δισύλλαβων προθέσεων φέρνει το «µετά» στην τέταρτη και τελευταία θέση. Καθυστέρηση που κολλάει καλά σε κάποια κρίσιµα µεταφιλικά σύνθετα (µεταβολή, µεταγωγή, µεταπολίτευση, µετάνοια, µετάσταση, και τα παρόµοια), ανάµεσα στα οποία εξέχει ενοχλητικά η διαβόητη πλέον µεταρρύθµιση _ εκπαιδευτική κυρίως. Που έχει, για πολλοστή φορά, τη φιλόδοξη τιµητική της, σερβιρισµένη µάλλον µεγαλόστοµα από το παρ’ ολίγον διετές πασοκικό υπουργείο Παιδείας.
Για να πω την αλήθεια, δεν είχα σκοπό να επανέλθω στο φλέγον αυτό θέµα, που βγάζει πολύν καπνό, χωρίς όµως φωτιά. Αλλά µε παρέσυρε οµόθεµο δηµοσίευµα στα «Νέα» της περασµένης Παρασκευής.
Επιγράφεται «Η πολυπλοκότητα στην παιδεία» (µε τροπικό υπότιτλο «Πώς οι µεταρρυθµιστικές ιδέες µπορούν να γίνουν πράξη») και υπογράφεται από τον Λουκά Βλάχο, καθηγητή στο Τµήµα Φυσικής του ΑΠΘ. Σύντοµο, σαφές, νηφάλιο, γενναίο µε τον τρόπο του, ωφέλιµο κείµενο, για όσους πράγµατι θέλουν να ακούσουν, να πράξουν και να συµπράξουν στη µεταρρύθµιση της αµεταρρύθµιστης εκπαίδευσής µας, και όχι µόνον. Συνταγµένο από συνάδελφο της Φυσικής, δείχνει φυσικού τύπου σκόπευση και ευστοχία, στοιχεία που σπάνια απαντούν σε µεταρρυθµιστικά κείµενα φιλολόγων, γλωσσολόγων και κυρίως παιδαγωγών, οι οποίοι διεκδικούν ασύστολα διευθυντικό ρόλο τα τελευταία χρόνια στα εκπαιδευτικά µας πράγµατα.
Σε αντίθεση, το ψύχραιµο και µεθοδικό κείµενο του καθηγητή Λουκά Βλάχου αποτελεί καλή αφορµή για σοβαρή συζήτηση επί του θέµατος.
Προγραµµατική αρετή του: η υπεράσπιση της πολυπλοκότητας, την οποία χρειάζεται επειγόντως η απλουστευτική κατά κανόνα παιδεία µας, αποφεύγοντας γενικότητες, διαφηµισµένες σε «σειρά από συνταγές, οδηγίες και εγκυκλίους» του αρµόδιου υπουργείου. Αντ’ αυτού ο Λουκάς Βλάχος επιµένει ότι το πρόβληµα της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι εξ ορισµού πολύπλοκο· απαιτεί εποµένως να οριστούν µε ακρίβεια οι βασικοί έστω συντελεστές του.
Για να µην παραφράζω, αντιγράφω (µε ελάχιστες, δηλωµένες, παραλείψεις) τη δική του πρόταση, αρθρωµένη σε τέσσερα σηµεία, εξαρτηµένα από την εισαγωγική παράγραφο. «Το σχολείο δεν οδηγείται µε εντολές και νόµους· είναι ένα πολυπαραµετρικό, µη γραµµικό σύστηµα (για να χρησιµοποιήσω τη γλώσσα των µαθηµατικών), µε τουλάχιστον τέσσερις ανεξάρτητες (και σε µεγάλο βαθµό ανεξέλεγκτες) παραµέτρους:
1. Την κοινωνία, που η πλειονότητα των µελών της ένας θεός ξέρει σήµερα τι πιστεύει για τον ρόλο του σχολείου και του δασκάλου. 2. Τους µαθητές, που τους µάθαµε να τα ζητάνε όλα από τους άλλους και να πορεύονται στη ζωή µε όσο το δυνατόν λιγότερη δουλειά [...]. 3. Τους εκπαιδευτικούς, που στην πλειονότητά τους κάτι άλλο ήθελαν να κάνουν στη ζωή τους, αλλά η σιγουριά του ∆ηµοσίου τούς έφερε στην εκπαίδευση. 4. Τη στρατηγική και τους στόχους που θέτει η Πολιτεία, οι οποίοι κατά κανόνα αλλάζουν περίπου κάθε δύο ή τρία έτη».
Και ο τσουχτερός επίλογος: «Ακόµη και αν υποθέσουµε ότι οι οδηγίες και οι παραινέσεις του υπουργείου Παιδείας είναι σωστές και βασίζονται σε διεθνείς πρακτικές, αν οι άλλες τρεις παράµετροι (κοινωνία, µαθητές, εκπαιδευτικοί) κατά κανόνα διαφωνούν [...], θα συµβεί αυτό που λέει ο Ζορζ Μπρασένς στο αλληγορικό τραγούδι του “Προσοχή στον γορίλλα” [...]: άλλο οι ιδέες και άλλο η πράξη».
Αναβάλλοντας για άλλοτε τα ωφέλιµα συµπεράσµατα της απογραφής του Λουκά Βλάχου, επισηµαίνω δύο πράγµατα, που θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν, λόγω διαθέσιµου χώρου, εύλογες παραλείψεις: το άρθρο περιορίζεται κατά βάση στη Μέση Εκπαίδευση, αφήνοντας εκτός ελέγχου τη συνενοχή της πανεπιστηµιακής παιδείας στην όλη υπόθεση. Αναµένοντας λοιπόν τη συµπλήρωση των κρίσιµων αυτών κενών, για να συνεχιστεί συνολικά η συζήτηση, επιµένω εδώ σε µια µεθοδολογικής τάξης παρατήρηση, που ελπίζω να µην εκληφθεί ως λογοπαίγνιο.
Η επιχειρούµενη (εκ βάθρου, όπως λέγεται) εκπαιδευτική µεταρρύθµιση, που προς το παρόν βρίσκεται ακόµη στα χαρτιά, ψαρεύοντας αντιδράσεις, προτού, αν προλάβει, να γίνει πράξη, οφείλει να διευρύνει το χρονικό της φάσµα. Γιατί επιµένοντας µόνον στο «µετά», φαντάζει αποκλειστικώς µελλοντολογική και ελαφρώς ανιστόρητη: υποτιµά καταρχήν το «πριν», το οποίο έχει τουλάχιστον ενός αιώνα ζωή, µε δρώντες και δρώµενα που σηµάδεψαν την εκπαιδευτική και πολιτική πορεία του τόπου· κυρίως όµως µοιάζει να µην αντικρίζεται σοβαρά µε το δραµατικό «τώρα» (οικονοµικό, πολιτικό, εκπαιδευτικό). Αλλά «µετά» χωρίς «πριν» και προπαντός δίχως «τώρα», κινδυνεύει στην παρούσα οριακή περίσταση να αποδειχτεί φρέσκος αέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου