ΑΔΑΜ ΔΡΑΓΑΣ
"Η ζωή στις φυλακές και τις εξορίες
Ενασχόληση-δημιουργία"*
"Η ζωή στις φυλακές και τις εξορίες
Ενασχόληση-δημιουργία"*
Πώς αλήθεια αντιμετωπίζει κάποιος την κατάσταση, όταν από ελεύθερος τη μια μέρα βρεθεί την άλλη κρατούμενος, αιχμάλωτος ενός αυταρχικού καθεστώτος, πεταμένος σε ένα άγονο νησί – τη Γυάρο - ή στο κελί κάποιας φυλακής ή στο κρατητήριο;
Το πρώτο που σκέφτεσαι είναι ότι υπάρχεις, δεν συνέβη το χειρότερο. Και μετά ο νόμος της επιβίωσης. Να ζήσεις. Να φας. Να κοιμηθείς. Να επικοινωνήσεις με τους συγκρατούμενούς σου. Να διαχειριστείς τον ελεύθερο χρόνο σου. Σταδιακά, να γεμίσεις τις ατέλειωτες ώρες, τις μέρες, μήνες, χρόνια. Ο χρόνος μπορεί να γίνει ο μεγαλύτερος εχθρός σου. Αν δεν τον αντιμετωπίσεις σαν πλεονέκτημα, μπορεί να σε τσακίσει.
Μέσα στην ατυχία μας λοιπόν να είμαστε κρατούμενοι της χούντας, είχαμε δυο σοβαρά πλεονεκτήματα: τον ατελείωτο χρόνο και τους συγκρατούμενούς μας, άτομα ανυπότακτα, με αξιοπρέπεια, με ιδέες, με πλούσια πολιτική, πολιτιστική, κοινωνική συμμετοχή και δράση. Στη σύνθεσή τους υπήρχε ό,τι καλύτερο είχε η πρωτοπορία της Αριστεράς. Αυτοί που έγραψαν ιστορία, αυτοί που πάλευαν για τη δημοκρατική αλλαγή. Εκεί ήταν ο δήμαρχος, ο καπετάνιος της Αντίστασης, ο καλλιτέχνης, ο γιατρός, ο φοιτητής, ο συνδικαλιστής, ο εργάτης, ο ποιητής. Εκεί ήταν όλοι όσους ακούγαμε στα τραγούδια και η φαντασία μας τους ήθελε πελώριους.
Μ΄αυτή την κοσμοσύνθεση κι έχοντας το χρόνο με το μέρος σου, όλα σε ωθούσαν να μάθεις περισσότερα, να ασχοληθείς, να εκφραστείς, να διαβάσεις, να γράψεις, να ζωγραφίσεις, να κατασκευάσεις εργόχειρα, να πελεκίσεις το ξύλο που ξέβρασε η θάλασσα στα βράχια της Γιούρας. Προσπάθεια για μάθηση – θεραπεία στον εγκλεισμό.
Προς αυτή την κατεύθυνση προγραμμάτιζε και το εκλεγμένο όργανο της φυλακής ή της εξορίας, το Γραφείο, όπως το λέγαμε, και ο ρόλος του ήταν καθοριστικός για τη συμβίωσή μας, τη συντροφικότητα, την επικοινωνία, την αντίδρασή μας στη χούντα.
Δίπλα σου σύντροφοι καταξιωμένοι απ’ την περπατησιά και το έργο τους, πρόθυμοι να μεταδώσουν τη γνώση τους.
Ο Γιώργος Φαρσακίδης ήταν ο πρώτος που μου έδειξε πώς να μετρώ με το συρματάκι τις διαστάσεις των αντικειμένων για ζωγραφική. Ο πυρογράφος του δεν έκαιγε μόνο το κόντρα πλακέ και το ξύλο, αλλά έβαζε φωτιά και στη φαντασία μας.
Ο Τζανετέας δίδασκε προσωπογραφία με κάρβουνο, μέσα στο κουρείο του στρατοπέδου Λακκί Λέρου.
Ο Ανδρέας Σαμπάνης με το σακατεμένο χέρι, εκείνος ο αυτοδίδακτος ξυλογλύπτης, πρόθυμα μου παραχώρησε τα σκαρπέλα του για να σκαλίσω τον πρώτο μου αετό.
Η Βάσω Κατράκη μας χάριζε τα ζωγραφισμένα της βότσαλα με τις ψηλόλιγνες φιγούρες προκαλώντας το θαυμασμό και τον προβληματισμό μας.
Ο Μητάκης ο Κώστας με ένα σουγιά και κάποια τρυπανάκια καμωμένα από καρφιά κατασκεύαζε τις καλύτερες γκλίτσες και χελώνες με ψίχα ψωμιού.
Ο Πάνος Τζαβέλας με την κιθάρα του, τα τραγούδια και τη λεβεντιά του δημιούργησε τη χορωδία στο Κορυδαλλό. Τι κι αν έδωσε το ένα του πόδι στον αγώνα; Αυτός τραγουδούσε! Έτσι θα τον θυμόμαστε.
Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης προσπαθούσε να μας μάθει ελληνικά.
Ο Γιάννης Γρηγοριάδης μαθηματικά.
Ο Λάκης ο Προγκίδης μας ανέλυε τους κλασικούς …
Η συντακτική ομάδα των «Τετραδίων της Φυλακής» μας έδειχνε το δρόμο για την ποίηση με αφιερώματα, όπως αυτό στον Γίωργο Σεφέρη (Σεπτέμβρης ’72, τεύχος 22).
Συζητήσεις πάνω στην «Αναγκαιότητα της Τέχνης» του Φίσερ, «Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ» του Χόροβιτς, «Ζητείται Ελπίς» του Σαμαράκη, κ.λ.π. μας άνοιγαν τους ορίζοντες.
Σ’ εκείνες τις γωνιές του άλλου κόσμου, οι ανησυχίες και τα όνειρά μας αποτυπώνονταν στις ευχετήριες κάρτες, τις γραμμένες με σινική μελάνη και χρώμα. Στα καδράκια, στα εργόχειρα τα μικρά ή μεγάλα. Στα καραβάκια τα καμωμένα από τα ξύλα των τελάρων για φρούτα, που τα αρμενίζαμε στις ανοιχτές θάλασσες, μακριά από τα ντουβάρια της φυλακής μας. Εκείνα τα ντουβάρια, που τα Χριστούγεννα του 1971 τα στολίσαμε με αγκαθωτό χριστουγεννιάτικο δέντρο και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να φωτίζει τη φάτνη αντί για αστέρι. Κρίνο η Παναγιά, τριαντάφυλλο εμείς!
Κάτω από απαγορεύσεις στους χώρους κράτησής μας και ιδιαίτερα στο Επταπύργιο, που μας απαγόρευαν ακόμα και την «Ιστορία της Τέχνης στην Αρχαία Ελλάδα» με το επιχείρημα πως τα αγάλματα ήταν…γυμνά(!), βρίσκαμε τρόπους να προμηθευόμαστε υλικά, να κατασκευάζουμε, να επικοινωνούμε, να διαμαρτυρόμαστε.
Δεκάδες ήταν οι σύντροφοί μας που ασχολούνταν με εργόχειρα.
Ο Σταματάκης με τα σπιρτόκουτά του.
Ο Μπαλωμένος με την κρητική λύρα.
Ο Μιχαλογιάννης με το χαλκό και τα κόκαλα.
Ο Νάντης Χατζηγιάννης με τα πιάτα του.
Ο Τάκης ο Παπαλέξης με τους ερωδιούς του.
Ο Καούνης μάθαινε μπαγλαμαδάκι.
Ο Γιανναδάκης, ο Αθανασίου, ο Χρόνης και δεκάδες άλλοι, καθένας με μολύβι, με πινέλο ή κοπίδι, αντιστέκονταν και δημιουργούσαν. Διάβαζαν, κατασκεύαζαν, ονειρεύονταν.
Μετά από 42 χρόνια, με τα συν και τα πλην, θαρρώ πως με εκφράζει ο στίχος του συγκρατούμενού μας Δ. Μαστροδήμου:
«Όπως το αλάτι στο φαγητό
έτσι
και τα χρόνια μας στη φυλακή
νοστίμεψαν τη ζωή μας».
* Ομιλία στην εκδήλωση του "Συλλόγου Εξορισθέντων και Φυλακισθέντων
κατά την περίοδο της Χούντας", που έγινε στην Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ, στις 29-4-09.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου