Κυριακή, Μαΐου 04, 2025

Η κληρονόμος: ένα διήγημα του Τάσου Καλούτσα

Πίνακας: Ελένη Ζούνη

Τάσος Καλούτσας από users.sch.grΤάσος Καλούτσας*

Η κληρονόμος

Δι


mag.frear.gr

Συνέβη λίγο πριν τα εννιάμερα του θείου Νικόλα. Η Ναυσικά γύρισε στο σπίτι της ξαφνικά, κατά τις έξι, δεν την περίμεναν. Φιλοξενούσε την κόρη του αδελφού της, την είχε για συντροφιά μετά τον πρόσφατο θάνατο του άντρα της. Η Μελανία έκλεινε τα δεκαεφτά, πήγαινε στο Λύκειο. Ο Σωτηράκης ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος∙ πηγαινοερχόταν κι αυτός, όλο και πιο συχνά εκειμέσα, τον τελευταίο καιρό. Εκείνο το βράδυ, στο ξενύχτισμα, με όλο το σόι σκορπισμένο στα δωμάτια, η Μελανία με τον ξάδερφό της είχαν αράξει παράμερα σε μια γωνιά, κουκουλωμένοι με μια κουβέρτα που κάλυπτε τα κορμιά τους από τη μέση και κάτω.

Γύρισε στο σπίτι από το μαγαζί –που τώρα το δούλευε μονάχη της– και τους τσάκωσε τσίτσιδους στο κρεβάτι της. Πετάγεται ο Σωτηράκης, αρπάζει το σεντόνι και σκεπάζει το κορίτσι, λέγοντας Δεν κάναμε τίποτα θεία… σ’ το ορκίζομαι δεν κάναμε… Η Ναυσικά είχε χάσει το χρώμα της. Μάζεψέ τα και δίνε του, τσίριξε συγχυσμένη στη Μελανία, εξαφανιστείτε! Το πρώτο που σκέφτηκε μετά ήταν να ειδοποιήσει τη μάνα της που κατέφθασε σε λίγη ώρα με τα νεύρα της τσιτωμένα, γιατί η κόρη της τους είχε κάνει και παλιά τέτοια χουνέρια και της είχε πολλά μαζεμένα.

Την έλουζε με βρισιές η Ναυσικά. Την πήξα τη δείξα… και τι δεν της είπε.

Θα τον σκοτώσω! είπε η Αφρούλα.

Να σκοτώσεις την κόρη σου. Αυτή φταίει! Εκείνος είναι άντρας…

Το μαρτύρησε και στη θεία Ασημίνα, γιατί ήταν κολλητές. Με μικρή διαφορά οι δυο τους στην ηλικία, με λίγους μήνες διαφορά έχασαν και τους άντρες τους.

Δεν το έβαζα εγώ ποτέ στο σπίτι μου τέτοιο κορσονάκι! είπε η θεία Ασημίνα. Τη μια την κοπανάει με τους μαντράχαλους και την ψάχνουνε στου διαβόλου τη μάνα, τώρα και με τον ξάδελφό της… Βρες έναν άντρα, μωρή και μαζέψου. Νοικοκυρέψου… Τι μουρνταρεύεσαι… Μπα, αυτή έτσι θα ʼναι, να δεις… Θα την μαδάει ο ένας κι ο άλλος σε όλη της τη ζωή!

Θυμήθηκε κι η Ναυσικά μια ταινία στην τηλεόραση με έναν Αυστραλό που τα ʼχε φτιάξει με μια κοντινή συγγένισσά του…

Θέ μου στο κεφάλι μας ήρθαν τώρα αυτά τα ρεζιλίκια! Να ʼταν και κάνας ξένος, άντε να πάει στο διάβολο! Μα με τον πρώτο σου ξάδερφο; Ας ήταν τουλάχιστον δεύτερος…

Ούτε πρώτος ούτε δεύτερος. Με τα ξαδέρφια δεν κάνει, είναι αμαρτία! Τρίτα και παρτίτα, έλεγε η μάνα μου, την έκοψε η θεία. Μόνο τρίτα κάνει.

Άφριζε η δόλια η Αφρούλα απ’ το κακό της.

Μόνο στον Μηνά μην το πεις, παρακάλεσε τη Ναυσικά, γιατί θα τη σκοτώσει!

Αυτά πριν τα εννιάμερα. Κι έτσι η Αφρούλα προφασίστηκε πως δεν μπορούσε να έρθει ούτε να φτιάξει κόλλυβα και πίτες, όπως το είχε υποσχεθεί. Έμεινε κλεισμένη μέσα, τάχα ήταν κι η κόρη της άρρωστη, να της κάνει παρέα.

Καλά, και τι έπαθε, υπερκόπωση; Χα!… ειρωνεύτηκε η θεία στη Ναυσικά.

Τους είχε τηλεφωνήσει στο μεταξύ η Φρόσω μια στενή φίλη τους που δούλευε στην Τράπεζα για να τους πει ότι τον τελευταίο καιρό την επισκεπτόταν συχνά πυκνά ο Σωτηράκης και σήκωνε λεφτά από τον κοινό λογαριασμό που είχε με τη μάνα του. Μιλούσε για δανεικά, υπήρχε πρόβλημα, λέει, με μια γνωστή του, αλλά δεν μαρτυρούσε τ’ όνομά της. Απ’ τα μασημένα λόγια του πάντως υποψιαζόταν η Φρόσω πως μάλλον η κοπέλα ήταν έγκυος.

Πρώτος απ’ όλα τ’ αδέρφια το πληροφορήθηκε ο Χριστόφορος.

Τον είδα που ήρθε ένα μεσημέρι, είπε η Ναυσικά κι αυτή τη φορά τον πρόσεξα καλά. Είχα να τον κοιτάξω έτσι από τότε που έκανε την εγχείρηση. Πήρε κιλά. Τις άλλες φορές που ερχόταν μιλούσαμε και γελούσαμε ξέγνοιαστα. Τώρα στο πρόσωπό του υπήρχε μια μεγάλη σκιά.

Πάω να σκάσω αδερφή, της είπε. Το ʼχω μεγάλη στεναχώρια! Έπαθα έμφραγμα, πέρασα κακουχία αλλά αυτό δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Είναι μεγάλο βάρος!

Της μίλησε έξω απ’ τα δόντια για τον γιο του που έτρεχε ακόμα πίσω από τη Μελανία. Τον είχε δει μαζί της και πρόσφατα σε μια μπουάτ.

Και μη μου λες ψέματα πως δεν τα έχετε… του φώναξε. Ήξερε ακόμα και σε ποιο ξενοδοχείο σύχναζαν.

Τίποτα, μπαμπά, τίποτα… Όλα ψέματα!

Τον τράβηξε από τον γιακά, κόντεψε να τον πνίξει. Τον είχε σιχαθεί για παιδί του.

Καλά μπαμπά, καλά μπαμπά

Τι καλά και καλάθια, βρε, τόσο κερατάς είσαι; Τι ρεζιλίκια είν’ αυτά; Εγώ με τον αδερφό μου φάγαμε ψωμί κι ελιά και δε μαλώσαμε ποτέ και τώρα εσύ θα μας βάλεις να σκοτωθούμε; Λοιπόν άκου… Το χρέος μου εμένα ήταν μέχρι να σε στείλω φαντάρο. Πήγαινε βγάλε τα στραβά σου με όποια θες, όχι με την πρώτη σου ξαδέρφη! Κι αν δεν είσαι εσύ ικανός να βρεις άλλη γυναίκα, να σε βρω εγώ, βρε βλάκα!… Όσες θες να σε βρω!

Κι ήθελε να τα πει ένα χεράκι και στην ίδια την ανιψιά του, αλλά η Ναυσικά τον συγκράτησε. Γιατί έμπαινε στη μέση η Αφρούλα , του εξήγησε, που την θερμοπαρακαλούσε: Όχι, όχι, μη φύγει… Μη τυχόν της ξαναφύγει, δηλαδή! Ο δε Μηνάς που κάποια στιγμή το έμαθε κι αυτός, κι έγινε έξαλλος

Ασ’ την να φύγει, να τσακιστεί, να πάει στο διάβολο, φρύαξε. Μας έχει ξεφτιλίσει όλους η σκρόφα!

Και πάνω στα νεύρα του ο Χριστόφορος δεν άντεξε και πέταξε τη σπόντα στην αδερφή του. Ότι με αυτό το φέρσιμό του ο γιόκας του θα τον έκανε να πιστέψει πως ήταν αλήθεια οι φήμες που διέδιδε ο κόσμος τον τελευταίο καιρό για κείνον και τη μάνα του…

Τι δηλαδή; τον ρώτησε.

Ε να, ξέρω ʼγω ρε Ναυσικά, σου μιλάω σαν αδερφός, μια μέρα τους βρήκα στο κρεβάτι, κοιμούνταν μαζί, αγκαλίτσα… Τέσσερις μήνες έμεινε ξάπλα η μάνα του μέχρι να πεθάνει… Αυτός όμως τι γύρευε στο κρεβάτι της;

Η αλήθεια ήταν πως ο Χριστόφορος είχε εγκαταλείψει το σπίτι του γιατί βρισκόταν στα μαχαίρια με τη γυναίκα του. Έμαθε πως εκείνη είχε πέσει σε κώμα λίγο πριν πεθάνει, από τα χείλη του αδερφού του, του Ισίδωρου, που τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο και του το φανέρωσε με τρόπο, μιας και δεν είχε ακόμα συνέλθει εντελώς από την εγχείρηση.

Στα σαράντα του Θείου Νικόλα, βαδίζοντας προς την αίθουσα της δεξίωσης για τον καφέ, η Αφρούλα έλαβε ένα τηλεφώνημα κι έκανε σαν αλαφιασμένη. Παράτησε τις πίτες και τα κόλλυβα που είχε φτιάξει αυτή τη φορά, μπήκε στο αμάξι του Μηνά και φύγανε άρον άρον. Μείναμε όλοι σύξυλοι κι αναρωτιόμασταν τι να τους έχει συμβεί.

Η Μελανία την είχε ειδοποιήσει πως τα είχε πάρει όλα… κι έτσι την προλάβαινε δεν την προλάβαινε… Πάνω από πενήντα χάπια! Κι αν δεν με προλάβεις, αντίο! πρόσθεσε.

Ερωτική απογοήτευση; σφύριξε σιγανά η θεία Ασημίνα στο αυτί της Ναυσικάς.

Μάλλον καμιά εγκυμοσύνη… απάντησε εκείνη.

Ήταν πράγματι απόπειρα… Την πρόλαβαν στο τσαφ, είχε χάσει τις αισθήσεις της. Δεν έλειψαν λοιπόν εκείνοι που συνδυάσανε αμέσως το περιστατικό με το γεγονός ότι ο Σωτηράκης τραβούσε λεφτά τόσο καιρό από την Τράπεζα.

Εγώ πάλι τι θυμήθηκα ξαφνικά… Γιατί έκλαιγε και οδυρόταν η Μελανία στην κηδεία της Χρυσάνθης, της γυναίκας του Χριστόφορου; Ήταν εκεί παρούσα μια πρώην φιλενάδα τού Σωτηράκη και όλη την ώρα χαριεντιζόταν μαζί του. Και ήμουν σίγουρη πως η Μελανία αυτό δεν μπόρεσε να το χωνέψει (το είχαμε σχολιάσει και με τη Ναυσικά). Μου καρφώθηκε λοιπόν στο μυαλό πως κάποια σχέση μπορεί να είχε με αυτό που έκανε.

Τέλος πάντων, όποιο κι αν ήταν το μυστικό κρατήθηκε επιμελώς κρυφό και αδιευκρίνιστο.

Κι η Φρόσω που ξεθαρρεύτηκε κάποια στιγμή αργότερα και ρώτησε τον υποτιθέμενο θύτη,

Τι έγινε, αλήθεια, με εκείνη την περίπτωση, θα μου πεις;

Α, εντάξει, τίποτα! πήρε την απάντηση. Αδιάφορος…

Στην ταβέρνα που πήγαμε για το μνημόσυνο μετά τον καφέ είχαμε κι ένα επεισόδιο που αφορούσε γενικά όλο το σόι. Από τη μεριά του θείου Νικόλα είχε εμφανιστεί μονάχα η Φωτίκα, η μεγαλύτερη αδερφή του. Τα άλλα δυο αδέρφια του άφαντα, έμειναν στο χωριό με τις οικογένειές τους.

Και τώρα τι θα γίνει με την κληρονομιά; ρώτησε τη θεία Ασημίνα κάποια στιγμή.

Ένα από τα τρία σπίτια του άντρα της, το πιο περιποιημένο και αρχοντικό, βρισκόταν στο χωριό του.

Τίποτα… περνάνε όλα σε μένα, της απάντησε ξερά.

Κι άμα φύγεις εσύ;

Η θεία μας ήταν άκληρη. Μια ψυχοκόρη είχε μεγαλώσει κι αυτή ήμουν εγώ!

Θα πάνε όλα σ’ εκείνον που θα με δώσει ένα ποτήρι νερό, συνέχισε στον ίδιο τόνο η θεία. Και λοξοκοίταγε εμένα…

Ήταν όμως πολύ δύσκολος άνθρωπος! Σκληρή και άκαρδη θα έλεγα απέναντι σε όσους υποτίθεται πως αγαπούσε και την αγαπούσαν. Απ’ όλους πιο πολύ νομίζω πως ένιωσε στο πετσί του την ασπλαχνιά της ο θείος Νικόλας, που τον συμπαθούσα και τον πονούσα ταυτόχρονα, γιατί είχε αθώα παιδική ψυχή. Δεν ξεχνώ μια μέρα που ήρθε σκασμένος στο σπίτι μας γιατί, όπως μας είπε με δάκρυα στα μάτια, τού είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη και η κατάστασή τους είχε φτάσει πια στο απροχώρητο. Τους έβλεπα βέβαια που μάλωναν από παλιά όταν ακόμα ζούσα μαζί τους. Εκείνος πάντα έκανε πίσω. Γιατί ήταν ευγενικός και πληγωμένος. Και ήξερα πού οφειλόταν κατά κύριο λόγο αυτή η βαθιά πληγή… Αν πήγαινε να κοιταχτεί στον γιατρό τότε που θέλανε διακαώς να αποκτήσουν παιδί –όπως έκανε εκείνη– ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Τον πίεζε αλλά ποτέ δεν δέχτηκε να εξεταστεί κι από κείνη τη στιγμή της επίμονης άρνησης τού φερνόταν σα να ήταν κατηγορούμενος και ισόβιος ένοχος!

Αλλά ούτε και σε μένα που έπεσα στα χέρια της από την ηλικία των έντεκα χρονών συμπεριφερόταν καλύτερα. Πάντα σε απόσταση. Με κουβάλησε απ’ το χωριό ο πατέρας μου, τάχα για μια καλύτερη τύχη και με χαντάκωσε! Απ’ το σχολειό με σταμάτησε –κορίτσι είσαι εσύ δεν τα χρειάζεσαι τα γράμματα, έλεγε– και με έσπρωξε πρόωρα στη δουλειά… Αν τυχόν έβρισκε τα βιβλία που μ’ έφερνε ο θείος, και διάβαζα στα κρυφά, τα πέταγε στα σκουπίδια. Και καλά που υπήρχε εκείνος, παρόλο που ήταν ξένο αίμα, και με υπερασπιζόταν λιγάκι σαν παιδί. Δούλευε σαν το σκυλί από τα χαράματα να κάνει προκοπή με τη βιοτεχνία του και με βοηθούσε τα απογεύματα και στις δουλειές του σπιτιού. Μαζί μαγειρεύαμε. Εκείνη αρχόντισσα… Μπέισα! ούτε το δαχτυλάκι της δεν κούναγε. Μόνο διαταγές!

Στο μεταξύ ο καιρός περνούσε, ο Σωτηράκης παντρεύτηκε μια ξενομερίτισσα κι εξαφανίστηκε.

Η Μελανία πήρε ένα ρεμάλι που μπαινόβγαινε στις φυλακές, γι’ αυτό και η  Αφρούλα  πέθανε από τον καημό της. Και τι αποδείχτηκε με το πέρασμα του χρόνου; Ότι η κόρη της ήταν τρισχειρότερη… Δε λέω μόνο για τους γκόμενους που άλλαζε, το αφήνω στην άκρη αυτό…

Εννοώ τον δύστροπο χαρακτήρα της. Μολονότι είχε φέρει στον κόσμο δυο ευαίσθητα και φιλότιμα παιδιά, τους φερνόταν σαν τρισάθλια μέγαιρα! Τις προάλλες βλαστήμαγε ξεδιάντροπα στη μέση της πλατείας το κορίτσι της για ασήμαντη αφορμή, γιατί η κακομοίρα η μικρή τόλμησε να της πει πως προτιμούσε τώρα να ζει με τον πατέρα της, που φαινόταν να έχει αλλάξει μυαλά τελευταία, ενώ το δικό της εκείνη μάλλον το έχει χάσει ολότελα! Τον είχε χωρίσει και ζούσε με τον δικό της πατέρα (και τον τεμπέλη αδερφό της!) που έγινε παράξενος μετά το θάνατο της μάνας της, μην πω και διεστραμμένος, με όσα ξεφτιλίκια άκουσα πως επιχείρησε να κάνει, ακόμα και στις εγγονές του… Θλιβερή οικογένεια! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο στα δικά μου τα κορίτσια δεν ξέρω τι θα μπορούσα να κάνω στον υπαίτιο, όποιος και να ʼταν… Θα του έβγαζα τα μάτια! Φυσικά εκείνη βγάζει τη μούγκα, για να μπορεί να του μασάει τη σύνταξη! Τι να πεις… δάσκαλε που δίδασκες!

Όσο για τη θεία Ασημίνα, έφτασε στο σημείο να σιχαθεί όλο της το σόι, την ίδια τη φαμίλια της.

 Άχρηστα τεμπελόσκυλα και χαραμοφάηδες…

Με τέτοιες φράσεις τους στολίζει και τους κατηγορεί μπροστά μου. Πλάσματα χωρίς ηθικές αρχές που ιερό και όσιο δεν έχουν. Που τρώνε και πίνουν στο σπίτι της καραδοκώντας την κατάλληλη στιγμή για ν’ αρπάξουν και να καταχραστούν το έχει της. Ήδη ο Ισίδωρος με το έτσι θέλω πρόλαβε κι έβαλε χέρι στην Alfa Romeo του θείου Νικόλα που την λιγουρευόταν προηγουμένως και ο Χριστόφορος. Τάχα είχε στερηθεί προσωρινά το αμάξι του, γιατί χρειαζόταν επισκευή στο συνεργείο. Σε μια στροφή την έριξε πάνω σε ένα δέντρο, και μετά την επέστρεψε χωρίς ντροπή στραπατσαρισμένη στη θεία. Ούτε μισή κουβέντα ο αφιλότιμος να πληρώσει τη ζημιά. Τον φλόμωσε κι εκείνη στις κατάρες.

Ακούω τις εκρήξεις της και δε λέω τίποτα. Καιρός να ανοίξει επιτέλους τα μάτια της, να καταλάβει τι γίνεται γύρω της. Η αλήθεια είναι πως από κείνη τη μέρα στην ταβέρνα που έκανε νύξη στη Φωτίκα για την κληρονομιά ένιωσα μια ψύχρα να απλώνεται σε όλο το συγγενολόι, αρκετές φάτσες ξίνισαν και ξενέρωσαν, αραίωσαν και οι πολλές επισκέψεις. Συχνά πυκνά όποτε η θεία με καλούσε για παρέα πήγαινα και συνήθως την έβρισκα μόνη.

Όμως δεν ήταν πια η ίδια κατάσταση μ’ εμένα όπως παλιά, σε κάθε ευκαιρία της τα κοπανούσα. Δεν είχε αλλάξει ο χαρακτήρας της, παρέμενε το ίδιο αψύς προς όλους και δεν με ξεγελούσε. Θυμόμουν και μια φοβερή σκηνή που είχε συμβεί σε αυτό το δωμάτιο όπου άλλοτε κοιμόμουν και τώρα συζητούσαμε ήρεμα, πίνοντας τον καφέ μας. Ήταν λίγο πριν τα βροντήξω και πάω να μείνω σε άλλο σπίτι, με τον άντρα μου.

Με είχε ξυπνήσει βίαια ένα πρωί από τα χαράματα, με αγριοφωνάρες και βρισιές. Βιαζόταν να με δει και πάλι, μετά από καιρό, να κάνω καθαριότητα.

Ακόμα κοιμάσαι; Έτσι θα μεγαλώσεις εσύ παιδιά;

Ειλικρινά μου ερχόταν να γελάσω ή να τη χαστουκίσω. Όμως σηκώθηκα και της είπα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα:

Εγώ μια ζωή σηκώνομαι απ’ τις έξι το πρωί. Γιατί δουλεύω… Δικαιούμαι να χαλαρώσω λίγο… Εσύ τι έκανες στη ζωή σου, μπορείς να μου πεις;

Εγώ μωρή πουτάνα; μου λέει. Αυτά τα ντουβάρια ποιος τα έφτιαξε;

Και δίνει μια γροθιά στον τοίχο.

Εσύ τα έφτιαξες; Άλλος τα έφτιαξε. Δούλευε από τη μια νύχτα στην άλλη εκείνος ο άνθρωπος… Κι εσύ τι έκανες; Από την πολυθρόνα στο κρεβάτι κι από το κρεβάτι στην πολυθρόνα. Αυτό έκανες!

Είχα πάρει φόρα. Μια καλή λέξη απ’ το στόμα της δε θυμόμουν να έχω ακούσει ποτέ. Μόνο βρισίδια και προσταγές. Σταμάτησα λοιπόν κάποτε κι εγώ να μετρώ και να ζυγίζω τις κουβέντες που άλλαζα μαζί της.

Δεν έχει καμιά σημασία ποιος τα έφτιαξε. Αυτά τα ντουβάρια είναι δικά μου!

Και βροντάει τον τοίχο με λύσσα αυτή τη φορά.

Έχει και παραέχει, της λέω. Γιατί τον έπρηξες το συκώτι και πέθανε ο άνθρωπος!

Θυμόμουν τα όσα είχε τραβήξει κι ο θείος που πέθαινε στο νοσοκομείο ενώ εκείνη,

Πάω να χτενιστώ… μας έλεγε

Στην τσίτα το μαλλί της!

Όσο για τα ντουβάρια, μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου και της γύρισα την πλάτη, βάλ’ τα εκεί που ξέρεις!

Αλλά μάλλον δεν μ’ άκουσε γιατί το βούλωσε και δεν έβγαλε άχνα.

Με σοφία αλλά και κουτοπονηριά κρατούσε τους πάντες στην αβεβαιότητα. Τηρώντας αποστάσεις και σείοντας δελεαστικά το τρόπαιο των τριών ακινήτων που είχε στην κατοχή της! Δεν ήταν να την εμπιστευτείς. Μπορεί να έλεγε πως είχε σιχαθεί όλη τη φάρα της ή να είχαν όντως αραιώσει οι πολλές επισκέψεις, εντούτοις εξακολουθούσε ακόμη να μαζεύει διάφορα άτομα στο σαλόνι της –πέρα από μένα και τη Ναυσικά–, κυρίως ανιψιές και ανιψιούς, μοιράζοντας συνωμοτικά υποσχέσεις. Ήμασταν μεγάλο σόι, στο χωριό είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και στα φανερά παραπονιόταν πως την γλωσσοτρώγανε. Ένας μάλιστα λεγόταν πως την είχε περιλάβει κάποτε στα χαστούκια, όταν ήταν νέα, γιατί διανοήθηκε ν’ αφήσει τον άντρα της και να γυρίσει πίσω στο χωριό, στη μάνα της που την είχε καλομαθημένη. Κι εκείνα τ’ αδέρφια είχαν τώρα αποκτήσει κλώνους που την επισκέπτονταν στα κρυφά. Τη μια λοιπόν έταζε, την άλλη στιγμή αναιρούσε αυτό που είχε υποσχεθεί. Τη μια έγερνε προς τα εδώ την άλλη προς τα εκεί, σαν ξεκουρντισμένη παλάντζα. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί όντως οι κινήσεις της να φαίνονταν σπασμωδικές, είχαν όμως ένα σταθερό σημείο αναφοράς και ισορροπίας: εμένα την ίδια! Γιατί σε μένα πάντα γυρνούσε τις δύσκολες ώρες, που ολοένα πλήθαιναν όσο περνούσε ο καιρός.

Και τότε γινόταν τόσο πιεστική, που ήταν αδύνατο να την αντέξεις. Θα μπορούσε κανείς να γεμίσει τις σελίδες ενός ολόκληρου βιβλίου περιγράφοντας τα ξεσπάσματα, τις παραξενιές και τα σκαμπανεβάσματά της. Κάθε φορά που χτυπούσε επίμονα το τηλέφωνο ήξερα πως ήταν αυτή και θα γύρευε πάλι κάτι από την αφεντιά μου… Ο άντρας μου δεν κρατήθηκε κάποια στιγμή και της το πέταξε,

Καλά ρε θεία, δεν έχεις άλλες ανιψιές;

Τον αποπήρα άγρια. Άσε, μη μπλέκεσαι… του είπα.

Μου φαίνεται τα θες και τα παθαίνεις! μου απάντησε, αλλά εγώ θεωρούσα πως αυτό ήταν δικό μου καθήκον. Τι είδους καθήκον άραγε; Κάτι σαν άγραφος νόμος, ένα συμβόλαιο μαζί της που δεν το είχα υπογράψει –παρ’ όλα αυτά το τηρούσα. Ήμουν η μόνη ασφαλώς που την είχα ζήσει από πολύ κοντά κι ήξερα όλα τα χούγια της. Αυτό όμως δεν της έδινε κανένα δικαίωμα να χώνεται κάθε τόσο χωρίς λόγο στην προσωπική και την οικογενειακή μου ζωή και να την κάνει μαντάρα.

 Κάποιες φορές ειλικρινά αναρωτιόμουν αν ήμουν μαζοχίστρια…

Ήρθε η στιγμή που χρειάστηκε να τη βάλω για μερικές μέρες και στο ψυχιατρείο για θεραπεία κι εξετάσεις, είχανε πειραχτεί τα νεύρα της. Εκεί να δεις! Μάλωνε με τους πάντες και τους έβριζε. Ακόμη κι εμένα. Απορούσαν και οι νοσοκόμες με τη μανία της εναντίον μου, γιατί έβλεπαν πόσο την φρόντιζα.

Έλεγε πως βρομούσε αφόρητα φαρμακίλα ο θάλαμος και δεν μπορούσε να ανεχτεί μιαν άρρωστη στο απέναντι κρεβάτι, γιατί ήταν τάχα τόσο υστερική και φωνακλού που οι κραυγές της τρυπούσαν το κρανίο της.

Θα της καρφώσω ένα μαχαίρι στο λαιμό! μου είπε σοβαρά και τότε αναγκάστηκα να παρακαλέσω τη διευθύντρια να της αλλάξει δωμάτιο, γιατί φοβήθηκα πως ήταν ικανή και να το κάνει.

Μέχρι που έφτασε εκείνη η μέρα που η φωνή της αντήχησε απρόσμενα γλυκά, για πρώτη φορά, στ’ αυτιά μου! Με τον ίδιο ευγενικό τρόπο με κάλεσε στο σπίτι της. Πήρα ένα ταξί κι έτρεξα γρήγορα κοντά της.

Την βρήκα μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι της.

Έλα να σε φιλήσω, μου ʼπε.

Αυτό που ζούσα δεν το είχα φανταστεί ποτέ. Κάπως έτσι όμως δεν γίνονται τα θαύματα;

 Γιατί; ψέλλισα

 Γιατί θα πεθάνω

Τράβηξε ένα μικρό πουγκί από το συρτάρι του κομοδίνου και άδειασε στην παλάμη μου τέσσερις λίρες. Συνέχισε να μου μιλάει πάντα με την ίδια τρυφερή και μελωμένη φωνή.

Εγώ θα φύγω… Και δεν με νοιάζει τι θ’ απογίνουν τα ντουβάρια και όλα τ’ άλλα! Φύλαξε αυτές τις λίρες για τα κορίτσια σου, να με θυμούνται. Από τα σπίτια πάρε ό,τι θες, έπιπλα, συσκευές, τα σεμεδάκια μου… Και όλα τα υπόλοιπα δικά σου είναι, τα έχω ταχτοποιήσει με τον δικηγόρο μου. Άντε πήγαινε στην οικογένειά σου!

 Έκλαιγε… έκλαιγα κι εγώ μαζί της!

Με έδιωχνε αλλά δεν έφυγα αμέσως. Έμεινα λίγο παραπάνω εκείνη τη μέρα, βγήκα μόνο μια στιγμή να ψωνίσω τα απαραίτητα και γύρισα να της μαγειρέψω το αγαπημένο της φαγητό – μπουρανί, με αγριόχορτα, φρέσκο κρεμμυδάκι κι όλα τα σχετικά – που ήταν και η τελευταία της επιθυμία.

______________________


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα παιδιά των άλλων (Διήγημα)

Διηγήματα για γέλια και για κλάματα που γράφονται τώρα        ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΟΥΧΑΓΙΕΡ Τα παιδιά των άλλων Διήγημα ...