Πολίτης Τόμας Μαν
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που ο Ιρλανδός Colm Tóibín (Κολμ Τομπίν)
-------------------------------
Colm Tóibín
-----------------χρησιμοποιεί τη μυθοπλασία για να επεξεργαστεί τη σχέση ενός προηγούμενου πεζογράφου με τον κόσμο του. Στο “The Master” του 2004 (“Χένρι Τζέιμς, ο δάσκαλος”, εκδ. Ωκεανίδα, 2007, μτφρ. Εμμανουήλ Σκιαθάτος) ταξίδεψε τους αναγνώστες του στο μυαλό του Χένρι Τζέημς. Τώρα επέλεξε τον Τόμας Μαν (Thomas Mann). Και οι δύο μεγάλοι μυθοπλάστες έγραψαν λοξά για την ομοφυλοφιλική επιθυμία χωρίς να την αναγνωρίζουν δημόσια. Και οι δύο πέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους μακριά από τις πατρίδες τους. Και οι δύο είχαν μεγαλύτερα αδέρφια που ήταν επίσης διακεκριμένοι συγγραφείς (Γουίλιαμ Τζέημς, Χάινριχ Μαν) με τους οποίους είχαν πολύπλοκες, ανταγωνιστικές σχέσεις. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Τόμας Μαν, ο στρατευμένος κομμουνιστής Χάινριχ Μαν (“Ο Γαλάζιος Άγγελος” – το βιβλίο όπου βασίστηκε η ταινία του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ με την Μάρλεν Ντίντριχ), ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ένας «πολυαγαπημένος, ισόβιος αντίπαλος». Τέλος, και ο Τόμας Μαν και ο Χένρι Τζέημς, όπως και ο Τζέημς Τζόυς, ήταν κοσμοπολίτες, με κοινωνικές διασυνδέσεις και πνευματικά ενδιαφέροντα που τους επέτρεπαν να δουν πέρα από τους ιστορικούς, πολιτικούς και ταξικούς περιορισμούς που τους επέβαλλε ο τόπος καταγωγής τους.
Ο “Μάγος” είναι πρώτα και κύρια ένα «πορτρέτο του καλλιτέχνη ως οικογενειάρχη». Δεν πρόκειται για κριτική βιογραφία. Διαβάζουμε λίγα πράγματα για την εξέλιξη του Τόμας Μαν ως συγγραφέα. Τα κυριότερα έργα του δεν εξετάζονται υπό το πρίσμα της συγκριτικής ανάλυσης. Αντίθετα, o Τομπίν τον μεταχειρίζεται ως μυθιστορηματικό χαρακτήρα και τον τοποθετεί στο επίκεντρο ενός πανοράματος της γερμανικής πολιτικής και πολιτιστικής σκηνής των αρχών του 20ου αιώνα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, ο Μαν έκανε ό,τι μπορούσε για να απομονωθεί από αυτή την ταραγμένη και απειλητική σκηνή, αλλά, παρ’ όλη την αυστηρότητα με την οποία απαγόρευε στους ανθρώπους να τον ενοχλούν στη μελέτη του, ο έξω κόσμος συνέχιζε να εισβάλλει στο προσωπικό του sanctum sanctorum.
Όπως περιέγραψε και ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “Οι Μπούντενμπροκ” (παρεμπιπτόντως, από τα πιο αγαπημένα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ), ο Μαν καταγόταν από οικογένεια εύπορων Χανσεατικών εμπόρων. Η μητέρα του ήταν Βραζιλιάνα, μια εξωτική φιγούρα στο βαρύ, αστικό Λύμπεκ. Χήρα, μετακόμισε την οικογένειά της στο Μόναχο, όπου η ίδια και τα παιδιά της αντιμετώπισαν μια κοινωνία λιγότερο δεσμευτική και επικίνδυνα συναρπαστική. Ο Τόμας γοητεύτηκε από την πλούσια, εβραϊκής καταγωγής, οικογένεια Πρίνγκσχαϊμ, που καταγόταν από τη Βοημία. Κυρίως φλέρταρε με την κόρη των Πρίνγκσχαϊμ, την Κάτια∙ όπως σημειώνει ο Τομπίν, ο Μαν ένοιωσε έλξη από την προκλητικά ερωτική σχέση της με τον δίδυμο αδερφό της. Έγραψε μια ιστορία στην οποία τα αδέλφια συγχωνεύονται με τους αιμομικτικούς Ζίγκφριντ και Ζίγκλιν του Βάγκνερ. Το 1905 η Κάτια αποδέχτηκε την πρόταση γάμου του. Απέκτησαν έξι παιδιά. Σε μια επίσκεψη του ζεύγους στη Βενετία το 1911, ο Μαν συνάντησε το όμορφο αγόρι από την Πολωνία που μετονομάστηκε σε Τάτζιο στο μυθιστόρημα “Θάνατος στη Βενετία” (1912), που μετέφερε υποδειγματικά στον κινηματογράφο ο Λουκίνο Βισκόντι.
“Οι Μπούντενμπροκ” (1901) ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα, και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Του εξασφάλισε ένα σημαντικό, σταθερό εισόδημα. Ωστόσο, η οικογένειά του χτυπήθηκε από τραγωδίες. Οι δύο αδερφές του αυτοκτόνησαν. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του, η Έρικα και ο Κλάους, αντιστρατεύονταν κάθε ηθικό ή ταξικό φραγμό: ήταν αμφιφυλόφιλοι, μποέμ ριζοσπάστες αριστεροί, προικισμένοι με πρόωρο ταλέντο ως ηθοποιοί και συγγραφείς, αλλά οικονομικά απερίσκεπτοι και ασταθείς για να κάνουν καριέρα. Ωστόσο, ο Κλάους έγραψε το εξαιρετικό “Μεφίστο” (1936), εκπληκτική θεατρική αλληγορία με θέμα την άνοδο των ναζί (μεταφέρθηκε αριστοτεχνικά στον κινηματογράφο το 1981 από τον Ιστβάν Σάμπο με έναν συγκλονιστικό Κλάους Μαρία Μπραντάουερ στον πρώτο ρόλο). Λίγο αργότερα, υπό την επήρεια ναρκωτικών, ο Κλάους Μαν αυτοκτόνησε.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποπροσανατολισμένος, ο Τόμας Μαν έγραψε ένα εθνικιστικό δοκίμιο για το οποίο αργότερα μετάνιωσε. Όταν ξέσπασε η κομμουνιστική επανάσταση του Μονάχου του 1918, ο συγγραφέας στοχοποιήθηκε. Σώθηκε χάρη στην παρέμβαση του κομμουνιστική θεατρικού συγγραφέα Ερνστ Τόλερ και του αναρχικού ποιητή Εριχ Μίσαμ, τον οποίον αργότερα βασάνισαν και θανάτωσαν οι ναζί. Όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία το 1933, ο Μαν –με την Εβραία σύζυγό του, τον κομμουνιστή αδελφό του Χάινριχ και τα αντιφρονούντα παιδιά του– στοχοποιήθηκαν εκ νέου.
Δραπέτευσαν πρώτα στην Ελβετία, προχωρώντας στη νότια Γαλλία, όπου σύχναζε στα καφέ όπου συγκεντρώνονται άλλοι Γερμανοί εξόριστοι – σοσιαλδημοκράτες που τσακώνονταν με τους κομμουνιστές – και τέλος στις ΗΠΑ. Παρακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από υπερατλαντική ασφάλεια. Βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας από το 1929, η φήμη του ως συγγραφέα τον βοήθησε να αποκτήσει διασυνδέσεις με ισχυρές προσωπικότητες, μέχρι και με τον Φράνκλιν Ρούσβελτ. Δέχθηκε βοήθεια και τη χρηματοδότηση της ιδιοκτήτριας της Washington Post, Άγκνες Μέγιερ. Επιδίωξε με ομιλίες του να ευαισθητοποιήσει την αμερικανική κοινή γνώμη σχετικά με τη βαρβαρότητα των ναζί και την κατάσταση στην Ευρώπη, προκειμένου να πιεστούν οι ΗΠΑ να εισέλθουν στον πόλεμο. Οι προστάτες του τού απάντησαν ότι η Αμερική θα μπει στον πόλεμο, αλλά την κατάλληλη στιγμή… Απογοητευμένος, ο Μαν αποφάσισε να μετακομίσει στην Καλιφόρνια, μακριά από το κέντρο της εξουσίας.
Ο Μαν δεν ήταν κομμουνιστής, όπως ο αδελφός του, ο Χάινριχ, περισσότερο έρεπε στην παλιά, ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Πανηγύρισε όμως, όπως λέγεται, με περισσή ικανοποίηση την είδηση της σοβιετικής αντεπίθεσης στο Στάλινγκραντ. Φέρεται να είπε: «Τίποτα δεν θα με κάνει να συνταχθώ ιδεολογικά με τους Μπολσεβίκους, όμως θα έχουν για πάντα τον αμέριστο σεβασμό μου για την ακλόνητη αντιπαράθεσή τους στον ναζισμό […] Απ’ όσο ξέρω, ο μπολσεβικισμός δεν κατάστρεψε ποτέ έργα τέχνης». Ας το ξαναδιαβάσουν οι θιασώτες της «θεωρίας των δύο άκρων»…
Όταν επισκέφτηκε ξανά τη μεταπολεμική Γερμανία, απογοητεύτηκε και πάλι από τις μηχανορραφίες της Δύσης και της Ανατολής, κατά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Ο Μαν έκτοτε και έως το τέλος της ζωής του (1955) έμεινε μακριά από την πολιτική.
Δύο πεδία δημιουργίας αποτέλεσαν τη διαρκή απασχόληση του Τόμας Μαν σε ολόκληρη τη ζωή του: από τη μία, η λογοτεχνία του Γκαίτε και από την άλλη, η αγάπη και η σπουδή του πάνω στην κλασική μουσική, ιδίως στα έργα του Χαίντελ, του Μπετόβεν, του Μάλερ και -αργότερα- του Σένμπερν. Όταν αυτά συναντήθηκαν, προέκυψε το ανεπανάληπτο “Δόκτωρ Φάουστους” (1947), μυθιστόρημα-ορόσημο, το οποίο, με άξονα τη μουσική και με κεντρικό χαρακτήρα έναν ριζοσπάστη συνθέτη της ατονικής, τον Άντριαν Λέβερκυν, αποδομεί το φαντασιακό του απολυταρχισμού και εξερευνά τις αιτίες της ανόδου των ναζί.
Ο “Μάγος” του Κολμ Τομπίν είναι συναρπαστικό ανάγνωσμα. Πετυχαίνει τον στόχο του αν ιδωθεί ως μυθιστορηματική βιογραφία που ενδιαφέρεται περισσότερο για τη ζωή και την καθημερινότητα του βιογραφούμενου, παίρνοντας ίσως ως αυτονόητη την τεράστια σημασία του έργου του ώστε να προβεί σε περαιτέρω αναλύσεις. Η πεζογραφία του Τομπίν είναι απλή και διαυγής, όπως μας έχουν δείξει μυθιστορήματά του, όπως το “Μπρούκλιν“ ή το “Νόρα Γουέμπστερ”. Ίσως το μεγαλύτερό του χάρισμα ως πεζογράφου είναι ακριβώς αυτή η συναισθηματική δύναμη που εκπορεύεται από τη σεμνότητα του ύφους του. Η λιτότητά του στα εκφραστικά μέσα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από τις γλωσσικά περίτεχνες δημιουργίες του Τόμας Μαν και από τις δαιδαλώδεις σκέψεις του σε μυθιστορήματα όπως “Το Μαγικό Βουνό” και το “Δόκτωρ Φάουστους”.
Στον “Μάγο”, ο Τομπίν βάζει τον Μαν να αναλογίζεται, μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929, ότι ο λογοτεχνικός του τόνος -«σοβαρός, διαυγής, ήρεμος, πολιτισμένος»- τον προσδιορίζει ως ακριβώς αυτό που απεχθάνονται περισσότερο οι ναζί: την ευγένεια, τους συγκρατημένους τρόπους, την ενασχόληση με την πολιτική χωρίς μανιασμένο πάθος – αυτά τα χαρακτηριστικά, που πρέπει να θεωρούνται ως προπύργια ενάντια στους “Υπνοβάτες” (για να θυμηθούμε και τον Χέρμαν Μπροχ) της λογικής και στα τέρατα που γεννούν.
Αν ο πολιτισμός χρειάζεται τους υπερασπιστές του απέναντι στην βαρβαρότητα, ο Τόμας Μαν συγκαταλέγεται αναμφίλεκτα ανάμεσά τους.
**
Βιογραφικό
Ο Colm Tóibín γεννήθηκε το 1955 στο Enniscorthy, στην νοτιοανατολική Ιρλανδία. Μεγάλωσε σε μία οικογένεια ιδιαιτέρως πολιτικοποιημένη, δεδομένου ότι ο παππούς του και ένας θείος του ήταν μέλη του IRA. Σε συνέντευξή του δήλωσε ότι στο σπίτι του υπήρχε πολλή σιωπή, κάτι που επηρέασε το ύφος του. Η ενασχόλησή του με το έργο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ του προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ισπανία και έτσι αμέσως μόλις αποφοίτησε από το University College του Δουβλίνου, εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στη Βαρκελώνη. Κατά την επιστροφή του στην Ιρλανδία ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα. Έχει γράψει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων καθώς και δοκίμια και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Τόσο στα δοκίμια όσο και στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του βασικά θέματα είναι η ιρλανδική κοινωνία, η ζωή στο εξωτερικό, η διαδικασία της δημιουργικότητας, η ομοφυλοφιλία και η διαφύλαξη της ατομικής ταυτότητας. Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του: “Η διαθήκη της Μαρίας” (2014), “Νόρα Γουέμπστερ” (2015), “Μπρούκλιν” (2016), “Σπίτι με ονόματα” (2019) και “Ο μάγος” (2023). Από τις εκδόσεις Gutenberg κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του “Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό” (2016).
Colm Tóibín, Ο μάγος, Μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, Εκδ. Ίκαρος, 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου