Σάββατο, Μαρτίου 09, 2024

Διονύσιος Σολωμός - Διάλογος | Ηχητικό βιβλίο | Audio book

 ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Ο ΔιάλογοςΔΙΑΛΟΓΟΣ - Σολωμός, Διονύσιος | Evripidis.gr

Το πεζό έργο του Διαλόγου μπορεί να θεωρηθεί συμπληρωματικό του Ύμνου εις την Ελευθερίαν. Στο Ύμνο ο Σολωμός εξυμνεί τα κατορθώματα της ελληνικής επανάστασης του 1821 συνθέτοντας ένα ενθουσιώδες λυρικό ποίημα σε δημώδη γλώσσα. Ο στόχος είναι διπλός: να καταδειχθεί ότι η επανάσταση γίνεται για την απόκτηση της Ελευθερίας και, συγχρόνως, ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες έχουν καλλιεργημένη γλώσσα και αξιόλογη λογοτεχνία.

 Στον Διάλογο, τρία πρόσωπα, ο Ποιητής, ένας Φίλος του και ο Σοφολογιότατος, συζητούν κάποιες βασικές απόψεις του γλωσσικού ζητήματος της εποχής, με φόντο τις πολεμικές επιχειρήσεις στο Μεσολόγγι.

Με επιχειρήματα που δείχνουν τη θεωρητική σκευή του Σολωμού, ο Ποιητής υπερασπίζεται τη γλώσσα του λαού, επιμένοντας για την καταλληλότητά της να εκφράζει υψηλά συναισθήματα και σύνθετες έννοιες.

 Ο Σοφολογιότατος, από την άλλη, τάσσεται υπέρ της διόρθωσης της «διαφθαρμένης» δημώδους γλώσσας ενώ εύχεται μέχρι και την επιστροφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. 

Η συζήτηση διακόπτεται απότομα με την κορύφωση της αντιπαράθεσης του Ποιητή με τον Σοφολογιότατο και το έργο κλείνει με την πικρία και την ανησυχία του Ποιητή: «Μου πονεί η ψυχή μου. οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους αποκάτου από το Σταυρό για να μας κάμουν ελεύθερους, και τούτος και όσοι του ομοιάζουν πολεμούν γι’ ανταμοιβή να τους σηκώσουν τη γλώσσα».

Ο Διάλογος, όπως αναγράφεται στο χειρόγραφο αντίγραφο που τον διασώζει, συντάχθηκε το 1824, αλλά η σχεδιαζόμενη δημοσίευσή του από τον Σολωμό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Εκδόσεις: Το κείμενο του Διαλόγου δημοσιεύεται ήδη στη μεταθανάτια έκδοση του σολωμικού έργου από τον Ιάκωβο Πολυλά (Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα, Κέρκυρα [1859] 1998) και συμπεριλαμβάνεται στις εκδόσεις  των  Απάντων που ακολούθησαν.


Διάλογος
A voce piu ch’al ver drizzan li volti;
E cosi ferman sua opinione,
Prima ch’arte o ragion per lor s’ascolti
Dante Purg. C. XXVI


Έγραψε τον «Διάλογον» ο Διονύσιος Σολωμός εις Ζάκυνθον κατά το 1824. Σώζεται το αντίγραφον, ατελές, ως κάτω θέλομεν σημειώσει, το οποίον φίλος του τις αντέγραψε κατά παραγγελίαν του ποιητού και προς χρήσιν του· αλλά ούτε το επιθεώρησεν, ούτε εδημοσίευσε τον «Διάλογον» ―τον δημοσιεύομεν κατά το αντίγραφον τούτο. *


ΠΟΙΗΤΗΣ — ΦΙΛΟΣ — ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ

ΦΙΛΟΣ
Έπειτα από τόσες ομιλίες, εξέχασες κοιτάζοντας κατά το Μοριά.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά πρέπει να εξέχασες κι εσύ, γιατί δε μου ομιλούσες παντελώς· είναι πιθανό να εστοχαζόμασθε τα ίδια πράγματα και οι δύο· ημπορεί να επέρασαν τρεις ώρες αφού ο ήλιος εμεσουράνησε, θέλουν ακόμη τέσσερες για να θολώσουν τα νερά, και, αν θέλεις, ημπορούμε να καθίσουμε εις τούτη την πέτρα και να ξαναρχινήσουμε.

ΦΙΛΟΣ
Ας καθίσουμε· γλυκιά η μυρωδία του πελάγου, γλυκός ο αέρας, και ο ουρανός ασυγνέφιαστος.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Το πέλαγο είναι όλο στρωτό και ο αέρας λεπτότατος, και όποιος ήθελε να κινήσει για το Μοριά, δεν ημπορούσε να κάμει ταξίδι χωρίς να δουλέψουν ακατάπαυστα τα κουπιά.

ΦΙΛΟΣ
Τί σου αρέσει περσότερο, η ησυχία της θάλασσας ή η ταραχή;

ΠΟΙΗΤΗΣ
Να σου πω την αλήθεια, μου άρεσε πάντα η γαλήνη οπού απλώνεται καθαρότατη· την εθεωρούσα σαν την εικόνα του ανθρώπου οπού απομακραίνει από τες ανησυχίες του κόσμου και με ειλικρίνεια φανερώνει όσα έχει μέσα του. Αλλ’ αφού επέρασαν τα καράβια μας για να πάνε στο Μισολόγγι, μ’ αρέσει περσότερο η ταραχή· εφαίνονταν δύο δύο, τρία τρία, και εξάνοιγες λευκά τα κατάρτια από τα φουσκωμένα πανιά, λευκά από τους διασκορπισμένους αφρούς τα κύματα, τα οποία με μία βουή, οπού λες και ήταν χαράς, αναγάλλιαζαν εις το πέλαγο του Ιονίου και εσυντρίβονταν εις το γιαλό της Ζακύνθου.

ΦΙΛΟΣ
Το θυμούμαι καλά· και τόσος ήταν ο κρότος, και τόση η ανακάτωση του πελάγου, οπού σε παραμέρισα για ν’ αποφύγουμε το ράντισμα οπού αποπάνου μας σταλοβολούσε η θάλασσα.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Φαίνεται ότι εκεί πέρα οι δικοί μας δεν έχουν τόση δυσκολία να βρέχονται με το αίμα τους, όσην έχουμε εμείς να νοτισθούμε από ολίγες σταλαγματιές θαλασσινές.

ΦΙΛΟΣ
Ετοιμάζεσαι πάλι να ξανακοιτάξεις κατά το Μοριά, και να ξανασωπάσεις… αγκαλά εγώ έχω τον τρόπο να σε κάμω να ομιλείς όποτε θέλω.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαβίζει· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο.

ΦΙΛΟΣ
Βέβαια είναι εχθροί μας και οι δύο· με κάνεις να θυμηθώ τα λόγια του Λοκ: Η γλώσσα είναι ένα μεγάλο ποτάμι, εις το οποίον έχουν ανταπόκριση τα όσα γνωρίζει ο άνθρωπος, και όποιος δεν την μεταχειρίζεται καθώς πρέπει, κάνει ό,τι τού βολέσει για να κόψει ή να εμποδίσει τους δρόμους, με το μέσον των οποίων τρέχει η πολυμάθεια. Όποιος κάνει λοιπόν αυτό με απόφαση θεληματική, πρέπει οι άλλοι να τον στοχάζονται εχθρόν της αλήθειας και της πολυμάθειας.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Τί λες; ώς πότε θα πηγαίνει ομπρός αυτή η υπόθεση; ένας λαός από το ένα μέρος να ομιλεί σ’ έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να ελπίζουν να κάμουν τον λαόν να ομιλεί μίαν γλώσσαν δικήν τους!

ΦΙΛΟΣ
Για κάποιο καιρό η υπόθεση θέλει ακολουθήσει· η αλήθεια είναι καλή Θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρή. Κάποιοι γνωρίζουν την αλήθεια, αλλ’ επειδή γράφοντας εις εκείνον τον τρόπον τον σκοτεινόν απόχτησαν κάποια φήμη σοφίας, τον ακολουθούν, και ας είναι σφαλερός.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Λοιπόν είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους, οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι.

ΦΙΛΟΣ
Περιγράφει το εργαστήρι ενός απ’ αυτούς ο Σαίξπηρ εξαίρετα, και θέλω να σου ξαναθυμίσω τα λόγια του, γιατί, τη αληθεία, μου ξαναθυμούν τον τρόπον, εις τον οποίον είναι γραμμένα τα βιβλία των Σοφολογιότατων. —Εκρέμονταν από το πατερό τού φτωχότατου εργαστηριού μία ξεροχελώνα, ένας κροκόδειλος αχερωμένος και άλλα δερμάτια άσχημων ψαριών· ήτον τριγύρου πολλά συρτάρια αδειανά με επιγραφές, αγγειά από χοντρόπηλο πράσινο, ήτον φούσκες, ήτον βρομόχορτα παλιωμένα, κακομοιριασμένα δεμάτια βούρλα, παλιά κομμάτια από διαφόρων λογιών ιατρικά, αριά σπαρμένα εδώ κι εκεί για να προσκαλέσουν τον αγοραστή.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Βλέπω από μακριά έναν Σοφολογιότατον· επιθυμώ για την ησυχία μου και για τη δική σου και για τη δική του να μην έλθει κοντά μας.

ΦΙΛΟΣ
Το επιθυμώ κι εγώ· εσύ θυμώνεις πάρα πολύ.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Θυμώνω γιατί είμαι στενεμένος να ξαναπώ τα πράγματα οπού είπαν τόσες φορές τα άλλα έθνη, και δίχως ωφέλεια να τα ξαναπώ. Οι Γάλλοι έλαβαν φιλονικεία για τη γλώσσα, και ετελείωσε εις την εποχήν του Δαλαμπέρτ· την έλαβαν οι Γερμανοί, και ο Όπιτς έδωσε το παράδειγμα της αλήθειας· την έλαβαν οι Ιταλοί, και με τόσο πείσμα, οπού μήτε το παράδειγμα του Υψηλότατου Ποιητή είχε φθάσει για τότε να τους καταπείσει. Ησύχασαν τέλος πάντων γράφοντας τη γλώσσα του λαού τους τα σοφά έθνη, και αντί εκείνες οι ελεεινές ανησυχίες να μας είναι παράδειγμα για να τες αποφύγουμε, επέσαμε εις χειρότερα σφάλματα. Τέλος πάντων οι Σοφολογιότατοι εκείνων των εθνών ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα οπού ήτον μία φορά ζωντανή εις τα χείλη των ανθρώπων· κακό πράγμα βέβαια, και αν ήτον αληθινά δυνατόν· γιατί δυσκολεύει την εξάπλωση της σοφίας· αλλ’ οι δικοί μας θέλουν να γράφουμε μία γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές ομιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθεί.

ΦΙΛΟΣ
Ο Σοφολογιότατος έρχεται κατά μας.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Καλώς τα δέχθηκες με την υπομονή σου! εγώ δεν θέλω λόγια μ’ αυτόν. Κοίτα πώς τρέχει! Το πιγούνι του σηκώνει την άκρη, ωσάν να ήθελε να ενωθεί με τη μύτη. Ω να εγένονταν η ένωση, και τόσο σφιχτή, που να μην μπορεί πλέον ν’ ανοίξει το στόμα του για να φωτίσει το γένος!

ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Έφαγα τον κόσμο, φίλτατε, για να σ’ εύρω· έτρεχα, όπως είναι το χρέος ενός καλού πατριώτη να τρέχει, όταν είναι εις κίνδυνον η δόξα του γένους· ένα βιβλίο θέλει τυπωθεί ογλήγορα γραμμένο εις τη γλώσσα του λαού της Ελλάδας, οπού λέγει κακό για μας τους σοφούς, και μου κακοφαίνεται.

ΦΙΛΟΣ
Γιατί σου κακοφαίνεται;

ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Γιατί πολλά μυαλά είναι σωστά και πολλά όχι· και όσα δεν είναι σωστά ημπορεί να απατηθούν. Είναι τόσοι χρόνοι οπού σπουδάζω για το κοινόν όφελος της πατρίδας μου και δεν επιθυμούσα να έβγουν άλλοι να μου τυφλώσουν τους ανθρώπους. Ήλθα σ’ εσέ, οπού είσαι σοφός και συ, για να ενωθούμε με όσους συλλογίζονται καλά και να καταπλακώσουμε αυτόν τον βάρβαρον συγγραφέα.

ΦΙΛΟΣ
Και ποίος είναι ο συγγραφέας; [............................................] 

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Διονύσιος Σολωμός: Διάλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Coolio : "Gangsta's Paradise" LYRICS

Coolio (Artis Leon Ivey Jr., 1 Αυγούστου 1963 - 28 Σεπτεμβρίου 2022) - Βικιπαίδεια