Αναστάσης Μαδαμόπουλος*
Μαλάκια και εχινόδερμα
Στης μνήμης τους αχνούς στα κάρβουνα της σκέψης
Ενώ ο ανθρώπινος ασβεστόλιθος είναι μακάβριος, το όστρακο είναι
λεπτουργημένο έργο τέχνης με μοναδικότητα και σπάνια αξία. Ενώ, επίσης,
δια του θανάτου χάνεται η ωραιότης και διατηρείται απλώς η μνήμη του
σώματος, του πνεύματος και της ψυχής του αποδημήσαντος, που εξακολουθεί
να μας συγκινεί και να μας εμπνέει, ο θάνατος του ανώνυμου μαλάκιου
σηματοδοτεί την έναρξη της αιώνιας ζωής του όστρακού του, ενός φυσικού
γλυπτού.
Το σκανδαλώδες είναι ότι ο ανθρώπινος σκελετός κείται στο χώμα
αποσυναρμολογημένος, αλλά το συμπαγές όστρακο μοιάζει να αιωρείται
αεικίνητο, καθώς οι περιελίξεις και οι σπειροειδείς ή εγκάρσιες
ποικίλσεις του, οι πτυχές του, οι οδοντώσεις, οι εγκοπές, οι άκανθες και
οι κοκκιδώσεις του υποβάλλουν την ιδέα της κίνησης κι ας έχει εκείνη
από καιρό τερματιστεί. Και ενώ για να σχηματιστεί η σπείρα χρειάστηκαν
δεκαετίες, στην εικόνα του όστρακου αποτυπώνεται ο κύκλος της ζωής του
με χρονική λες συστολή, σαν να συμβαίνει τώρα μπροστά στα μάτια μας η
γέννηση, η ωρίμανση και ο θάνατός του. Ταχύτατα. Όσο βαστά ένα βλέμμα
ανάμεσα σε δυο βλεφαρίσματα!*Αναστάσης Μαδαμόπουλος - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ
Αστερίας
(Asteroidea)
Όταν ήμουν πολύ μικρός, φοβόμουν και σεβόμουν τους αστερίες. Αν και αργοσάλευτοι , πίστευα πως είναι νεκρά αστεράκια που κάποιο προϊστορικό πτηνό τ’ άρπαξε από τη φωλιά του ουρανού και στις θάλασσες των καλοκαιρινών μου διακοπών τα πέταξε, να βρουν απαλή άμμο αιώνιας ανάπαυσης. Νευρίαζα με τον αδελφό μου, όταν τους έβγαζε από το νερό και τους στέγνωνε παραταγμένους σε δυάδες στα πεζούλια της βεράντας. Θύμωνε και η μάνα μας, που βρομούσε το σπίτι και δεν ήταν ευχάριστη η παραμονή της εκεί, κυρίως στον θεσμοθετημένο καφέ του απογεύματος. Ήταν και τα έντομα που με τα απειλητικά βολ πλανέ τους δε μας άφηναν σε ησυχία. Όταν στέγνωναν και ξεμύριζαν, τους κρεμάγαμε στην αποθήκη για μελλοντική χρήση, όμως τα χνάρια τους καφεκόκκινα διατηρούνταν για πολύ καιρό πάνω στις απορροφητικές πλάκες ίδια με τομές απολιθωμάτων. Μπορεί και μέχρι τα Χριστούγεννα. Μετά τα ξέπλεναν οι μπόρες και τα χιόνια. Οπότε αρχίζαμε πάλι να νοσταλγούμε τη θάλασσα και να ονειρευόμαστε το επόμενο καλοκαίρι.
Μεγάλωσα κάπως. Με τον φίλο μου τον Κωστάκη ξεκινήσαμε να συλλέγουμε με πάθος όστρακα και εχινόδερμα. Οι αστερίες μάς μάγευαν πίσω από το γυαλί της μάσκας μας. Τους παρακολουθούσαμε, αναζητούσαμε πληροφορίες για το είδος τους, σε ελάχιστες τότε διαθέσιμες πηγές. Μάθαμε για τις χίλιες οκτακόσιες γνωστές ως τότε ποικιλίες, για τους ωκεανούς που τους φιλοξενούν, για τη βρώσιμη στην Ιαπωνία ποικιλία gohongaze, για τη φυσιολογία τους, τη συμπεριφορά τους και τον πολλαπλασιασμό τους. Όλα ήταν πρωτόγνωρα για μας, διέφεραν τόσο πολύ από τους ανθρώπους και ήταν τόσο αυτάρκεις και αυτόνομοι. Με το υδραγγειακό τους σύστημα που φιλτράριζε το νερό, με τα περίεργα μάτια τους στις άκρες των πέντε βραχιόνων τους που έβλεπαν μόνο το φως ή το σκοτάδι, με τα χιλιάδες πόδια τους που διευκόλυναν το ράθυμο και λάγνο γλίστρημά τους στην άμμο, με την αναπλαστική τους δύναμη που διόρθωνε κάθε μορφής ακρωτηριασμό.
Τον συγκλονισμό όμως τον νιώσαμε όταν πληροφορηθήκαμε τον τρόπο με τον οποίο τρέφονται για να κρατηθούν στη ζωή. Έχουν δύο στομάχια, ένα της καρδιάς κι ένα του πυλωρού. Το πρώτο βοηθούμενο από το υδραγγειακό σύστημα βγαίνει έξω από το σώμα του αστερία αναποδογυρισμένο σαν γάντι κουζίνας, τρυπώνει μέσα στα κελύφη των μικρών μαλακίων, τεμαχίζει και διαλύει τις σάρκες τους και επιστρέφει με τη μισοχωνεμένη τροφή στο εσωτερικό του παραδίδοντας τη λεία στο έτερο στομάχι που θα συνεχίσει το έργο της πέψης. Είναι το μόνο ον στον πλανήτη με εξωσωματική πέψη, γι’ αυτό και μπορεί να τρέφεται και με μαλάκια μεγαλύτερα από τον όγκο του και το άνοιγμα του στόματός του. Ο θαυμασμός μας γρήγορα εξελίχθηκε σε σεβασμό και έτσι αποφασίσαμε να μην τους βγάζουμε από το νερό εξαιρώντας τους από τις συλλογές μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψαν να μας εμπνέουν. Επηρεασμένοι από τα διαπλανητικά περιοδικά της εποχής στήναμε κόσμους μοναδικούς, νεοφανείς ακόμα και τρομακτικούς. Θυμάμαι ότι ο Κωστάκης ζωγράφισε ένα αστεροειδές ον, γέννημα του πλανήτη Χ στον Ψ γαλαξία, το οποίο κουβαλούσε το καζανάκι της πέψης του στην πλάτη σαν σακίδιο όπου του έριχναν κάθε μέρα για τροφή πέντε μπιφτέκια ανθρώπινου κρέατος. Οι εξωγήινοι διατηρούσαν στον πλανήτη τους στρατόπεδα με έγκλειστους ανθρώπους που η Γη έστελνε τακτικά, ως φόρο αίματος, για να μην την εξαφανίσουν με τα υπερόπλα τους. Εκεί τους σκότωναν, λίγους λίγους, τους λιάνιζαν και με το κρέας τους παρασκεύαζαν φρέσκα μπιφτέκια που πολύ τους άρεσαν.
Έχω προ πολλού ενηλικιωθεί, όμως ούτε το ενδιαφέρον ούτε η αγάπη μου για τους αστερίες έχουν ατονίσει. Εξακολουθώ να τους μελετώ και να τους θαυμάζω, στο Διαδίκτυο τώρα. Η τεράστια ποικιλία των σχημάτων τους και οι ασύλληπτης τολμηρότητας και ευρηματικότητας συνδυασμοί χρωμάτων τους με συνεπαίρνουν. Σκυμμένος ώρες στην οθόνη βιώνω καταστάσεις περίεργες. Καμιά φορά μού ’ρχεται από το παρελθόν ξεθυμασμένη η μυρωδιά από το ξεραμένο σώμα τους ή νιώθω στα δάχτυλά μου την ιξώδη ουσία που άφηναν τότε οι βραχίονές τους, αν έμεναν λίγα λεπτά έξω από το νερό. Τις προάλλες, σε βαφτίσια φιλικής οικογένειας, διαπίστωσα με αγανάκτηση ότι τα διακοσμητικά στοιχεία στις μπομπονιέρες δεν ήταν παρά μικροί αστερίες βαμμένοι με ανεξίτηλα χρώματα. Στην αρχή νόμισα πως ήταν εκμαγεία από γύψο ή χαρτόμαζα. Τους περιεργάστηκα όμως πιο προσεχτικά και βεβαιώθηκα ότι ήταν αληθινοί. Με ακέραιους τους λεπτεπίλεπτους βραχίονές τους, με τις δύο τρύπες - βαλβίδες στην κοιλιά και τη ράχη, με όλα τα ανάγλυφα μπιμπικάκια τους και τις τριχούλες τους σιδερωμένες, εκείνες που κάποτε λικνίζονταν υποθαλάσσια σαν σε χορό οριεντάλ. Τι κρίμα! Κόπηκε η ζωή τους πριν να ταξιδέψουν στους ωκεανούς, να ξεκουραστούν κάτω από πυκνά κοράλλια, να νιώσουν την ανατριχίλα του έρωτα. Ήταν ανήλικοι και δεν είχαν ωριμάσει ακόμη τα χημικά τους όπλα – σαπωνίνες, τοξίνες και απωθητική βλέννα– που ίσως θα μπορούσαν κάποιους να είχαν γλιτώσει. Να ζήσει το παιδάκι χρόνια πολλά, δε λέω. Όμως την μπομπονιέρα δεν τη δέχτηκα.
Όταν βγήκα από την εκκλησία είχε πια νυχτώσει. Έστρεψα τα μάτια μου στον ουρανό. Τα αστέρια τρεμόπαιζαν κόκκινα, κίτρινα, λευκά. Για μια στιγμή πίστεψα ότι κάποια από αυτά ήταν οι ψυχούλες των αδικοχαμένων εχινόδερμων που είχα αφήσει πίσω στο στολισμένο καλάθι με κίνδυνο μάλιστα να παρεξηγηθώ. Μεγαλείο! Ό,τι πεθαίνει εδώ, γεννιέται παραπέρα αθάνατο, σκέφτηκα, και κάπως παρηγορήθηκα. Βλέπετε, η φύση αναπληρώνει παντοιοτρόπως τις απώλειές της. Όπως ο αστερίας μεριμνά στο υπόλοιπο της ζωής του για την ανάπλαση των απολεσθέντων μελών. Όπως η θύμηση παλεύει αδιάλειπτα να αναβιώσει τον χρόνο τον χαμένο μέσα σε εκείνον τον λίγο που της απομένει. Όπως η γραφή στερεοποιεί της μνήμης το ρευστό υλικό και το συντηρεί ως μνήμα ή μνημείο, για τον καιρό που ο μνήμων και η μνήμη του θα έχουν πια χαθεί για πάντα.
____________________
Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου