1. Η κριτική και ο Θανάσης Βαλτινός
Κώστας Μπασσάνος, Je länger er hinsah, desto weniger erkannte er... (Όσο πιο πολύ κοιτούσες τόσο λιγότερα έβλεπες...), 2018, ξύλο, μελάνι, in situ εγκατάσταση, διαστάσεις μεταβλητές |
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός, στην εξηντάχρονη συγγραφική του
διαδρομή, ευτύχησε να διαβαστεί από το αναγνωστικό κοινό, αλλά και να εισπράξει
την αποδοχή του μεγαλύτερου μέρους της κριτικής και της φιλολογίας, όπως και
της λογοτεχνικής συντεχνίας (πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων επί σειρά ετών),
ενώ βραβεύθηκε επανειλημμένως, εισέπραξε τη θεσμική αποδοχή (μέλος, και
πρόεδρος, της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτορας των τμημάτων Φιλολογίας
Πελοποννήσου και Πατρών), και το έργο του μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν θα πρέπει να έχει κανένα
«παράπονο», ενώ, από την άλλη πλευρά, πως η κοινωνία και οι
λογοτεχνικοί/πνευματικοί θεσμοί της έκαναν το καθήκον τους απέναντι σε έναν
σημαντικό συγγραφέα. Αν μάλιστα κάποιος ενσκήψει επί της ιστορίας της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, και αναλογιστεί την υποδοχή του έργου των
σημαντικότερων συγγραφέων μας, ενόσω αυτοί ευρίσκοντο εν ζωή (Σολωμός, Κάλβος,
Ροΐδης, Καβάφης, Καρυωτάκης, Εγγονόπουλος, κλπ), θα συμπεράνει πως ο Βαλτινός
αποτελεί την εξαίρεση, ή πως επιτέλους η νεοελληνική λογοτεχνική και πνευματική
συνθήκη ξεπέρασε τις δομικές και παροιμιώδεις παθολογίες της.
Όλα τα προηγούμενα ισχύουν, ως προφανείς διαπιστώσεις, όμως,
κατά τη γνώμη μου, αφορούν την κοινωνική αποδοχή, του συγγραφέα και του έργου
του. Δηλαδή, την προφάνεια του έργου του. Άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία των
δημοσιευμάτων για τον Βαλτινό τονίζει τη «δωρικότητα της γραφής του», την
«πετραία μοίρα» της ελληνικής υπαίθρου, την εντοπιότητα, την λυρική τραχύτητα
των εικόνων και των περιγραφών του, κλπ. Δηλαδή τονίζει –και εξαντλείται σε–
στοιχεία που υπάρχουν και σε άλλους, άξιους συγγραφείς της περιόδου (π.χ.
Χριστόφορος Μηλιώνης, Σωτήρης Δημητρίου, Μιχάλης Γκανάς, κλπ). Αντίστοιχα, το
μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα φιλολογικής ενασχόλησης με το έργο του Βαλτινού
εξαντλείται στις πολιτισμικές παραμέτρους, απ’ τις οποίες βρίθει το έργο του,
όπως όμως και το έργο μιας σειράς άλλων συγγραφέων (από τον Δημήτρη Χατζή μέχρι
τους πολυπληθείς σύγχρονους που ευδοκιμούν στην αχλύ των πολιτισμικών σπουδών).
Τέλος, η πολιτικότητα της θεματικής κάποιων βιβλίων του Βαλτινού έφτιαξε ένα πεδίο
αντιπαράθεσης, πλειοψηφικά όμως αποδοχής, με βάση τις κυρίαρχες, κοινωνικές
ιδεολογικές ζητήσεις.
Καθ’ όσον με αφορά, εδώ και αρκετά χρόνια, και με άπειρες
ευκαιρίες, έχω αναλάβει την κριτική ευθύνη να δηλώσω πως ο Βαλτινός είναι ένας
μεγάλος συγγραφέας. Ακόμα και σε ένα βιβλίο πολεμικής που εξέδωσα, απέναντι
στην Ορθοκωστά (με πολιτικές και ιδεολογικές
αιτιάσεις που και σήμερα τις πιστεύω), δήλωνα ανεπιφύλακτα πως πρόκειται για
ένα από τα μεγάλα νεοελληνικά μυθιστορήματα (παραδοχή «αντιφατική» για κάποιους,
που σχολίασαν ή και σχολιάζουν ακόμη το βιβλίο μου). Γιατί η σημαντικότητα και η μεγαλοσύνη του
συγγραφέα Βαλτινού δεν αφορά τις θεματικές του έργου του, ούτε την προφάνεια
της γραφής του, αλλά τη συγγραφική τεχνική του. Όπως ακριβώς η Πάπισσα Ιωάννα δεν μας ενδιαφέρει ως ιστορική,
μεσαιωνική μελέτη (όπως ο δαιμονιώδης Ροΐδης την χαρακτηρίζει ήδη από το
εξώφυλλο, και το υποστηρίζει σε σελίδες επί σελίδων – ειρωνευόμενος βέβαια τον αναγνωστικό ορίζοντα
προσδοκιών μας...). Τέτοιες ιστορικές μελέτες, και στην εποχή του Ροΐδη και
σήμερα, υπάρχουν άπειρες. Η Πάπισσα
είναι σημαντικό και μεγάλο βιβλίο, γιατί συνοψίζει, και κυρίως υπερβαίνει, τις
μέχρι τότε αφηγηματικές τεχνικές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Γιατί, διά της μορφής της, μας παρέχει ένα καινούριο κοσμοείδωλο,
που μόλις τις τελευταίες δεκαετίες αναδύεται κοινωνικά. Δηλαδή, έναν καινούριο
τρόπο να δούμε τον κόσμο, να ζήσουμε τη ζωή, να βιώσουμε την τέχνη· ένα
αισθητικό πρόταγμα.
Γιατί η λογοτεχνία, και εν γένει η τέχνη, δεν είναι απλώς η
αφήγηση μιας ευφάνταστης ιστορίας ή η σύλληψη μιας απροσδόκητης εικόνας, ενός
στιγμιοτύπου. Και παλαιότερα, και ιδιαίτερα στις μέρες μας, υπάρχουν άπειρες
και καλογραμμένες αφηγήσεις ιστοριών, πόσω μάλλον απροσδόκητες
εικόνες/στιγμιότυπα. Το θέμα είναι τι ζητά κανείς από την τέχνη. Καθ’ όσον με
αφορά, τις βραδινές ώρες προτιμώ να δω στην τηλεόραση μια περιπέτεια, παρά να
διαβάσω ένα αντίστοιχο μυθιστόρημα...
Ο Βαλτινός, λοιπόν, συνεχίζει και διευρύνει την ιδρυτική
τομή στη νεοελληνική λογοτεχνία, που συνιστά η Πάπισσα Ιωάννα. Γι’ αυτό είναι σημαντικός συγγραφέας, το δε έργο του
μείζον. Όταν όμως, ενάμισι αιώνα μετά, η Πάπισσα
παραμένει ακόμα ανείσπρακτη και ακατάτακτη, φιλολογικά και κριτικά (ούτε μίας
φιλολογικής διατριβής, που να αντιμετωπίζει τα αισθητικά της διακυβεύματα, δεν
αξιώθηκε ακόμη...), πώς να εισπραχθεί, και πού να ενταχθεί, λογοτεχνικά, το έργο του Βαλτινού;
Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να εμφανίζονται κάποια κείμενα,
φιλολογικά και κριτικά, που μιλάνε για το ρεύμα της μεταμυθοπλασίας, και μερικά
από αυτά προσεγγίζουν από μια τέτοια οπτική το έργο του Βαλτινού, φωτίζοντας
επιπλέον τα ελάχιστα κείμενα που μέχρι τώρα ευρίσκοντο «εντός πεδιάς». Αυτή η
ωρίμανση εκφράστηκε εμφανώς στην κριτική υποδοχή του
τελευταίου βιβλίου του συγγραφέα, Ημερολόγιο
της Αλοννήσου, το οποίο, από άποψη συγγραφικής τεχνικής, κατά τη γνώμη μου
αποτελεί τον τρίτο αναβαθμό της διαδρομής του, μετά τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 και την Ορθοκωστά,
χωρίς μάλιστα να «κλείνει» αλλά αντίθετα ανοίγει τον
συγγραφικό ορίζοντα, όπως εξήγησα αναλυτικά από αυτές εδώ τις σελίδες
(https://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2018/01/blog-post_93.html).
Μια τέτοια όμως, ουσιώδης, δηλαδή λογοτεχνική αποδοχή και είσπραξη του έργου του Βαλτινού, που άρχισε
να συμβαίνει με το τελευταίο βιβλίο του, δημιούργησε αντιδράσεις, ακόμα και εμπάθειες,
με σημείο τριβής τη συγγραφική συνείδηση του Βαλτινού, επί των θεωρητικών
διακυβευμάτων με τα οποία είναι συνδεδεμένο το έργο του.
Γιατί όσο η συζήτηση έμενε στην προφάνεια, ο Βαλτινός
αντιμετωπιζόταν ως ένας ταλαντούχος μεν αλλά πάντως ναΐφ συγγραφέας. Και
ετιμάτο, χωρίς κανένα πρόβλημα. Τώρα όμως που τα πράγματα σοβάρεψαν, δηλαδή
άρχισε να αναδεικνύεται η λογοτεχνική και θεωρητική σημασία του έργου του
Βαλτινού, κάποιοι ένιωσαν απειλούμενοι. Και δικαίως, θα έλεγα εγώ, αφού έχουν
βασίσει τη λογοτεχνική και φιλολογική τους διαδρομή σε άλλες υποθέσεις,
παραδοχές, κριτικά και θεωρητικά σχήματα. Ας πρόσεχαν! Το «παιχνίδι» της τέχνης
αυτό ακριβώς είναι.
Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι το εξής: ο Βαλτινός
είναι καλλιτέχνης, και όχι λόγιος. Τη δε ευθύνη που του αναλογεί, απέναντι στην
ανάδειξη των θεωρητικών διακυβευμάτων με τα οποία είναι συνυφασμένο το έργο του,
την ανέλαβε ακέραια. Όχι μόνο με τις αφηγηματικές τεχνικές που μετήλθε, απογυμνώνοντάς
τες (π.χ. στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα),
και κυρίως καθιστώντας τες αισθητικό πρόταγμα (ειδάλλως, μια τεχνική δεν είναι
παρά μια τεχνική), αλλά και με άλλους τρόπους, αυτούς που ο ίδιος επέλεξε. Αλλά
επειδή η καθ’ ημάς λογοτεχνική και φιλολογική συντεχνία δεν κατάλαβε ή δεν
θέλησε να καταλάβει τίποτα, ο Βαλτινός προσέφυγε και σε έναν ακόμη, πιο άμεσο
τρόπο: το διήγημά του «Ο τελευταίος Βαρλάμης», το οποίο μάλιστα εκφωνήθηκε κατά
την εισδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών, αποτελεί μια αναλυτική παρουσίαση της
αφηγηματικής μεθόδου του, σημείο προς σημείο, με άπειρες θεωρητικές
συνδηλώσεις. Αυτό σημαίνει συγγραφική εντιμότητα.
Όσοι, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια, διαβάζουν τα βιβλία του
Βαλτινού ή ακόμα και το εν λόγω διήγημα «λαογραφικά», απλώς υποβιβάζουν εαυτόν
στη θέση του λογίου, και εξ αυτής της θέσης μιλάνε σήμερα, εκφράζοντας απλώς την
παροιμιώδη αδράνεια της νεοελληνικής κουλτούρας απέναντι σε οτιδήποτε
καινοφανές. Αντίθετα, ο Βαλτινός δεν είναι λόγιος, αλλά συγγραφέας που κομίζει
πράγματα στην τέχνη, διά της μορφής
των έργων του: ανήκει στην παρέα του Ροΐδη, του Γιάννη Πάνου, του Τόμας
Πύντσον, του Μπόρχες, του Κορτάσαρ, του Ντος Πάσος, του Εγγονόπουλου, του
Λάγιου... Γιατί τόλμησε και εκτέθηκε σε περιοχές άγνωστες, έχοντας πλήρη συνείδηση
από ποιο σημείο παραλαμβάνει τη σκυτάλη, δηλαδή τη γλώσσα της πεζογραφίας,
προχωρώντας την αρκετά βήματα πιο πέρα. Παραμένοντας πάντα συγγραφικά ακμαίος,
ως εκείνος ο νεαρός που έφθασε στο κλεινόν άστυ κουβαλώντας όλη την αρκαδική
αψάδα. Γιατί, όπως και ο Καρυωτάκης, κι αυτός πρωτοείδε τη θάλασσα από ψηλά –
έτσι είδε και την τρέχουσα λογοτεχνία
(και κριτική).
Ως εκ
τούτου, οι τρέχουσες αντιρρήσεις δεν αγγίζουν το έργο του Βαλτινού, ούτε ακόμα
και οι μίζερες υπερασπίσεις του. Αντίθετα, η νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική
θα πρέπει να αντιληφθούν ότι αναβαθμίζουν τη θέση τους στον λογοτεχνικό χάρτη,
όταν στο νεοελληνικό λογοτεχνικό corpus
περιλαμβάνεται ένα τέτοιο έργο.
Πηγή:avgi-anagnoseis.blogspot.com (2018)
***********************************
, σ
Με
τον πρόεδρο της Ακαδημίας κ. Θανάση Βαλτινό μάς συνδέει μακροχρόνια
σχέση, στην αρχή έμμεση και τελικά άμεση. Είχα διαβάσει το «Γύψο» στα
«Δεκαοχτώ κείμενα» και το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» στην πρώτη έκδοση
του Κέδρου, δανεισμένο από τη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης –
αυτά είχανε γίνει τα πρώτα χρόνια του ’70. Ο συγγραφέας μού άρεσε πάρα
πολύ και παρακολουθούσα ό,τι έγραφε, θεωρώντας τον έναν από τους
δασκάλους μου (μαζί με το Βασίλη Βασιλικό, το Δημοσθένη Κούρτοβικ και
το Νίκο Δήμου, όπως άλλωστε έχω γράψει στο ποίημά μου «Με τον τρόπο του
Δ.Μ.», στο «Εμένα μού λες», έκδοση ΑΩ, 2016).
Τότε που ο πεζογράφος, σεναριογράφος και μεταφραστής Θανάσης Βαλτινός είχε γίνει ακαδημαϊκός, κάποια χρόνια πριν, είχα γράψει εδώ στην AV ότι η εκλογή του ήταν τιμή για την Ακαδημία μάλλον, παρά για τον ίδιο. Κι όταν είχε βγει το μυθιστόρημά μου «Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου» (Εστία, 2012) μου έκανε την τιμή να είναι ένας από τους παρουσιαστές στη σχετική εκδήλωση, στο υπόγειο του πάλαι ποτέ βιβλιοπωλείου της «Εστίας», μαζί με τους Απόστολο Δοξιάδη και Ίκαρο Μπαμπασάκη. Από τότε είχαμε βρεθεί πολλές φορές κι είχαμε κουβεντιάσει σε παρουσιάσεις και γεύματα, είχαμε μιλήσει στον «Αθήνα 9,84», αλλά συνέντευξη γραπτή για την εφημερίδα μας δεν του είχα πάρει. Το συζητούσαμε πριν ακόμα από το καλοκαίρι, το καταφέραμε μόλις τον Οκτώβρη. Κι έτσι συνάντησα τον κ. Βαλτινό και κάναμε στο Ίδρυμα «Πέτρος Χάρης» της Ακαδημίας την πολυθρύλητη συνέντευξη, που μου επιβεβαίωσε έναν άνθρωπο ζωντανό, χιουμορίστα και σπιρτόζο, που κάθε άλλο συνάδει με τη –θεωρητική και μόνο– ηλικία του (γέννηση Δεκέμβρης 1932).
Η διαμόρφωσή σας; Πώς γίνεται κανείς συγγραφέας;
Πολλά πράγματα σε οδηγούν προς τα εκεί. Μια κλίση είναι απαραίτητη έτσι κι αλλιώς, χωρίς αυτή δεν κάνεις τίποτα, φυσικά. Δε λέω «ταλέντο», η λέξη είναι φθαρμένη και συκοφαντημένη, λέω «κλίση». Ύστερα είναι τα διαβάσματα, οι προσπάθειες γραφής, το πόσο επιμένεις σ’ αυτό ώσπου να γίνει στοιχείο ζωής, το να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό.
Ο χώρος του περίφημου φαρμακείου του θείου σας, για τον οποίο έχετε μιλήσει παλιότερα;
Ναι, ήταν σημαντικός. Μαζεύονταν εκεί άνθρωποι λόγιοι, κόσμος που φιλολογούσε, νεαρές καθηγήτριες με τις οποίες φλερτάριζα κι όχι μόνο. Διαβάζαμε και συζητούσαμε πολύ τη «Νέα Εστία». Μ’ όλο αυτό το κλίμα, ήρθε τελικά η Λογοτεχνία –διάβασμα, συζήτηση και γράψιμο– να καλύψει κι άλλες ανάγκες. Εθισμός με την καλή έννοια.
«Εθισμός στη νικοτίνη»;
(γέλια)
Οι σημαντικότερες επιρροές που δεχτήκατε;
Πολλές, από ελληνική και ξένη λογοτεχνία κι όχι μόνο. Από τη σπουδή της φύσης, όταν την παρατηρείς και τη μελετάς. Από την παράδοση της γλώσσας, πολύ έντονα μάλιστα. Τα παραμύθια, ας πούμε, είχανε μια δομή πολύ τολμηρή. Τα παραμύθια ήταν δάσκαλος, ακόμα δάσκαλο ακόμα κι αν κανείς δεν το συνειδητοποιεί. Κι έτσι λίγο-λίγο προχωρείς. Έτοιμος δε γεννιέσαι, θητεύεις σε λογοτεχνίες, θητεύεις στα πάντα και προχωρείς.
Σύγχρονη λογοτεχνία διαβάζετε;
Βέβαια. Μου στέλνουν πολλά βιβλία, αγοράζω κιόλας. Η διαφορά με το παρελθόν είναι η εξής: παλιά δεν άφηνα βιβλίο που να μην το τέλειωνα, τώρα πια όχι. Διαβάζω είκοσι, τριάντα, πενήντα σελίδες – κι αν δε με τραβάει τ’ αφήνω. Μου έχει φύγει το παλιό βίτσιο, ο αυτοβασανισμός να το τελειώσω οπωσδήποτε, είναι δεν είναι καλό, όπως έκανα παλιά.
Λογοτεχνία και άλλες Τέχνες
Η σχέση σας με τι άλλες Τέχνες;
Με τα εικαστικά έχω πολλή σχέση. Έχω φίλους, πάω σε εκθέσεις, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Υπάρχουν εστίες πολλές, άλλα κέντρα πολιτισμού, γίνονται πολλοί πειραματισμοί, υπάρχουν πολλές δυνατότητες, δομικά μεγάλες δυνατότητες, και σίγουρα πολύ περισσότερες απ’ ό,τι στη Λογοτεχνία.
Γιατί;
Γιατί η γλώσσα, αν και εξελίσσεται, έχει πιο αργή εξέλιξη απ’ ό,τι τα εικαστικά μέσα. Ειδικά η ελληνική είναι πολύ συντηρητική και δύσκαμπτη, με αρκετά αργή εξέλιξη. Έχει ειπωθεί ότι οι αλλαγές στα ελληνικά από την εποχή των Ευαγγελίων μέχρι τώρα είναι πιο λίγες απ’ ό,τι στ’ αγγλικά από τον καιρό του Σέξπιρ μέχρι σήμερα. Υπάρχει ωστόσο φοβερός πλούτος στη γλώσσα αυτή, ιστορία τεράστια. Υπάρχουν λέξεις με την ίδια μορφή ή την ίδια σημασία από τον Όμηρο ή τους τραγικούς μέχρι σήμερα. Το σκέφτομαι και μου έρχονται σχεδόν δάκρυα. Από την άλλη, η δύναμη μιας γλώσσας παγκόσμια είναι συνάρτηση και με την οικονομική ισχύ και με το πλήθος των ομιλητών της. Αυτό δε θα ίσχυε, αν έγραφα ισπανικά ή αγγλικά ή πορτογάλικα (σκέψου την αγορά της Βραζιλίας).
Η σχέση σας με το σινεμά, με το θέατρο;
Βλέπω αρκετές ταινίες, όχι τόσο πολύ όσο παλιά, αλλά μου αρέσει. Κι εδώ έχει επέλθει κάποιος κορεσμός, πάντως. Αν μια ταινία δε μου αρέσει, δεν κάθομαι μέχρι τέλους, όπως έκανα παλιά. Είναι και το άλλο: έχω σπουδάσει σινεμά, έχω γράψει σενάρια. Θέλω να πω, ξέρω αρκετά τους σχετικούς κώδικες. Αλλά οι κώδικες του κινηματογράφου είναι ρευστοί, πρόκειται για νέα τέχνη που έχει δεν έχει κωδικοποιηθεί ακόμα. Αυτό συμβαδίζει με την κατάκτηση μιας ανάλογης τεχνικής, που βρίσκεται σε ταχύτατη εξέλιξη: ευρυγώνιοι φακοί, ψηφιακά μέσα και τόσα άλλα. Το μέλλον είναι άδηλο, η τεχνική το ορίζει σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σε άλλες τέχνες. Στο θέατρο, πάλι, όπου έχω κάνει μεταφράσεις στο παρελθόν, παρακολουθώ όσο μπορώ.
Πολύ κοντά στο σινεμά είναι και η φωτογραφία.
Πρόκειται για σπουδαία τέχνη. Προσωπικά, τραβάω φωτογραφίες εδώ και πολλές δεκαετίες. Παρακολουθώ κι εδώ την εξέλιξη της τεχνικής. Έχω πολλές δικές μου συλλογές, μεταξύ των οποίων πολύ όμορφα γυμνά – και άλλα πολλά.
Η σχέση σας με τη μουσική;
Τεράστιο πράγμα η μουσική. Εγώ μεγάλωσα με το δημοτικό τραγούδι, το παραδοσιακό, μοιρολόγια και τα λοιπά. Επαφή με τη δυτική μουσική (δε λέω κλασική, προκλασική, μοντέρνα κ.λπ., λέω με τη δυτική μουσική γενικά) απόκτησα πολύ αργότερα. Είχα δυσκολίες να κατακτήσω το ξένο αυτό ιδίωμα. Το κατάφερα ωστόσο με το δικό μου τρόπο και από καιρό μ’ αρέσει πάρα πολύ, όλο το φάσμα. Όλη η καλή μουσική μ’ αρέσει, στο ποσοστό που μπορώ να μπω μέσα της και να παραδοθώ, σ’ αυτό το γνήσιο καλό πράγμα που σε συνεπαίρνει. Κι εδώ όμως χρειάστηκε προ-παιδεία, να βρω τους κώδικες για να καταλάβω το γίνεται.
Μιλώντας για μουσική, πώς σας φάνηκε το Νόμπελ στο Μπομπ Ντίλαν;
Με ξάφνιασε, με ξένισε μπορώ να πω. Ιδιόρρυθμη επιλογή. Τους στίχους του δεν τους ξέρω καλά. Τα τραγούδια του είναι εξαίρετα, αλλά η ποίησή του είναι; Μπορεί να έχει γραφτεί πολύ καλύτερη ποίηση από του Ντίλαν – και μάλλον έχει. Μιλάω για ποίηση σκέτη.
Είναι γνωστό ότι ζούσατε πολύ απλά. Άλλαξε ο τρόπος ζωής από τότε που γίνατε ακαδημαϊκός, από τότε που γίνατε πρόεδρος της Ακαδημίας;
Είμαι απλός από καταγωγή και από ιδιοσυγκρασία. Δε μ’ αρέσουν οι τύποι, οι χωρίς ουσία περιορισμοί. Υπάρχει ένα αίτημα γνησιότητας, προσπαθώ να το υπηρετώ. Το αίτημα αυτό είναι όρος ζωής και όρος δουλειάς. Φυσικά, υπάρχουν υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση μου κι αυτές τις υπηρετώ όσο μπορώ καλύτερα και με συνέπεια. Υπάρχει ένα πρόγραμμα κάπως διαφορετικό για τη ζωή μου τώρα, υπάρχει μια τυπικότητα σε συγκεκριμένα πράγματα.
Πόσο άλλαξε η εικόνα που είχατε για την Ακαδημία τώρα που την είδατε από μέσα;
Ούτε κι αυτή άλλαξε πολύ. Οι Ακαδημίες είναι από τη φύση τους «συντηρητικές». Εξακολουθούν να είναι. Όλα τα πράγματα τα δοκιμάζει ο χρόνος, όλα. Η αξία τέτοιων θεσμών αργεί μερικές φορές να φανεί. Πολύς κόσμος δεν ξέρει. Θεωρεί την Ακαδημία κάτι μουσειακό. Ας πούμε, όλοι μιλάμε για το παλιό ημιτελές λεξικό –και γω το ’χω πει– αλλά δεν τονίζουμε ότι η Ακαδημία έβγαλε πρόσφατα ένα πολύ καλό χρηστικότατο λεξικό, από την επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον κύριο Χαραλαμπάκη. Ένα λεξικό σχεδόν πλήρες, γιατί κανένα λεξικό δεν είναι εντελώς πλήρες και κανένα λεξικό δεν έχει ζωή πάνω από 20 χρόνια, αν δεν κάνω λάθος, αφού η γλώσσα εξελίσσεται. Ακόμα, η Ακαδημία έχει ένα πολύ καλό Ιατροβιολογικό Κέντρο, έχει Ινστιτούτα, κάνει εκδόσεις. Πολλά απ’ αυτά δε φτάνουν στον κόσμο ή αργούν να φτάσουν.
Υπάρχει η εντύπωση ότι η εργένικη ζωή διευκολύνει τη δημιουργικότητα. Ισχύει;
Σ’ ένα πρώτο κοίταγμα έτσι είναι: έχεις ελευθερία, δε δίνεις λόγο σε κανένα, δεν έχεις μέριμνες. Δεν ήμουνα εργένης εκ πεποιθήσεως, το σκέφτηκα πολύ και δεν έκανα παιδιά που να μη μπορώ να τους προσφέρω ό,τι θα ήθελαν, ότι θα ήθελα να μου προσφέρουν ή να μου είχαν προσφέρει εμένα. Από την άλλη, μου λείπει αυτή η μυστηριακή σχέση με το παιδί.
Αλλά δε σας λείπει η γυναικεία παρέα.
Καθόλου δε μου λείπει, δεν ασκητεύω, κάθε άλλο. Αν και έχω περάσει φάσεις αποχής, το είχα επιβάλει ο ίδιος στον εαυτό μου.
Γιατί; Για πόσον καιρό;
Σαν ένα είδος αυτοτιμωρίας. Ήμουνα πολύ ερωτευμένος κι έτσι έπρεπε να γίνει. Αυτή η αποχή κράτησε, κάποια φορά, ένα χρόνο.
Το αγαπημένο σας χόμπι;
Το περπάτημα. Περπατάω πάρα πολύ, ιδίως στη φύση. Αυτό είναι κατάκτηση της νεότητάς μου. Είχα οργώσει την Ανατολική Μακεδονία οριζοντίως και καθέτως στο στρατό. Από τότε κόλλησα. Μ’ έχει ωφελήσει φοβερά, ακόμα και τώρα συνεχίζω. Το περπάτημα στη φύση δίνει φοβερές χαρές.
Αγανάκτηση, ισλάμ, ορθοδοξία
Τι σας αγανακτεί περισσότερο;
Η ανευθυνότητα και η έλλειψη σοβαρότητας στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων. Περνάμε εποχή δύσκολη και είμαστε σε περιοχή δύσκολη, αλλά η αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι μάλλον επιπόλαιη. Νομίζω πως υπάρχει έλλειψη κατανόησης όσον φορά την κρισιμότητα της κατάστασης. Δε μιλάω γενικά, μιλάω για την Ελλάδα εδώ και τώρα.
Συμμερίζεστε την άποψη ότι υπάρχει ισλαμικός κίνδυνος;
Μέχρι ένα σημείο, ναι. Οι προσπάθειες να φύγουν τα καθεστώτα τύπου Καντάφι, Σαντάμ και τα συναφή δημιούργησαν αναστάτωση και δεν έφεραν εκδημοκρατισμό, αλλά αναζωπύρωση φανατισμών. Το Ισλαμικό Κράτος κατέληξε να είναι τεράστιος κεντρικός κίνδυνος. Εκθέτουν τη βία και καμαρώνουν τη βία. Αυτό κείται πέρα από τη δική μας ευαισθησία, πέρα από το ανθρώπινο στοιχείο καν.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, συμφωνείτε να χωριστεί η ορθόδοξη εκκλησία από το κράτος;
Ναι. Πρόκειται για πεδία ξεχωριστά. Όχι ξένα, μα ξεχωριστά. Λέω «όχι ξένα» γιατί η αγωγή μας, η παιδεία μας είναι ορθόδοξες. Είμαστε γεννημένοι ορθόδοξοι, αυτό σου προσδιορίζει το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία. Αυτά έχουν ποιητικό χαρακτήρα. Ποιητικά είναι τα «Χρόνια πολλά» που λέμε το Πάσχα.
Ο Θανάσης Βαλτινός ως συγγραφέας
Εσείς, κύριε Βαλτινέ, πώς και δε γράφετε ποίηση;
Μπορεί να μη γράφω ποίηση με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά γράφω με το δικό μου τρόπο. Ελπίζω ότι υπάρχει ποίηση στην πρόζα μου. Η ποίηση είναι παντού στην Τέχνη, είμαι απίστευτα ευτυχής όταν τη βρίσκω. Δεν έχει σχέση με το τυπικό σχήμα στο χαρτί. Υπάρχει ποίηση σε στίχους πολύ βαρετή, αλλά υπάρχουν πεζά ποιητικότατα, καλύτερα από ποιήματα. Η αληθινή ποίηση ευρύνει τα πάντα.
Με την «Κάθοδο των εννιά» σάς θεώρησαν «αριστερό», με την «Ορθοκωστά» σας θεώρησαν «δεξιό». Εσείς τι δηλώνετε;
Δηλώνω προκλητικά αριστερός, φτάνει να πούμε τι θα πει αριστερός. Η λέξη αυτή έχει μαγαριστεί πάρα πολύ. Για μένα αριστερός είναι αυτός που μένει ελεύθερος πέρα από δεσμεύσεις –ιδεολογικές, ηθικές, θρησκευτικές– που τον περιορίζουν, τον αλλοτριώνουν.
Ποια από τα βιβλία σας σάς έρχονται πρώτα στο μυαλό; Ποια θεωρείτε πιο σημαντικά;
Αυτά που δεν είχαν πολύ μεγάλη απήχηση αμέσως. Τα «Τρία ελληνικά μονόπρακτα», ας πούμε.
Συμφωνώ. Ο απόλυτος μοντερνισμός. Οι οδηγίες χρήσης του μίξερ, ας πούμε – κι όποιος καταλάβει, κατάλαβε.
Ναι. Και υπότιτλος «μυθιστόρημα». (γέλια)
Πώς είναι να γίνεστε αντικείμενο μελετών και διδακτορικών εν ζωή; Πώς σας φαίνεται που έρχονται και σας βρίσκουν οι ερευνητές;
Χαίρομαι. Με τον τρόπο αυτό δίνεις πληροφορίες, μανιπουλάρεις μερικά πράγματα. Από την άλλη, μένεις και έκθετος. Καταλαβαίνετε βέβαια τι εννοώ, σε γνωρίζουν πια, δε σε διαβάζουν μόνο.
Κάνατε και σχετική πλάκα στον «Ανάπλου», τη δήθεν αυτοβιογραφία. Πολλοί τσιμπήσανε.
(γέλια)
Το πιο πρόσφατο βιβλίο σας είναι η «Επείγουσα ανάγκη ελέου». Τι ετοιμάζετε για τη συνέχεια;
Μια συλλογή διηγημάτων, αλλά δεν έχω καταλήξει στον τίτλο. Επίσης ένα μυθιστόρημα που το παλεύω καιρό κι ελπίζω να το τελειώσω.
Στην «Εστία» ξανά;
Ναι, εκεί βγάζω πλέον όλα τα βιβλία μου, από χρόνια.
Κάτι θετικό που θα είχατε να προτείνετε στη δύσκολη εποχή που περνάμε, ειδικά προς τους νέους;
Νομίζω ότι ζούμε μια κατάσταση διαφθοράς. Επιστημονικά, προγραμματικά έγινε αυτό και μας οδήγησε εδώ που μας οδήγησε. Μεγάλες αξίες έχουν φθαρεί. Ο συνδικαλισμός ήταν ένα σπουδαίο πράγμα, αλλά κατάντησε εργατοπατερισμός. Η δημοκρατία, για την οποία όλοι είχαμε αγωνιστεί, κατάντησε πατσαβούρα σκέτη. Η ελευθερία κι αν έχει φθαρεί. Τη λέξη αυτή σπάνια πια τη λέω, γιατί αγανακτώ. Να πεθάνεις σήμερα για τι πράγμα;
Ποιος θυμάται σήμερα τα «Δεκαοχτώ κείμενα»;...
...Ωστόσο η κατάσταση έχει δημιουργήσει πρόκληση γενικά. Εξουδετερωμένοι οι νέοι, νομίζω πως έχουν ανάγκη πρότυπα. Πρέπει να τους δίνονται προοπτικές, στοιχεία άξια προόδου. Να μένουν εδώ, να μη φεύγουν. Αυτή είναι η πρόκληση.
Πηγή: athensvoice.gr (2016)
******************
3. Συνέντευξη του συγγραφέα στην Άντζελα Τσιφτσή, στο Κανάλι της Βουλής (2017)
2. Θανάσης Βαλτινός: Δηλώνω προκλητικά αριστερός!
Ο πρόεδρος της Ακαδημίας και μείζων πεζογράφος σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης
Τότε που ο πεζογράφος, σεναριογράφος και μεταφραστής Θανάσης Βαλτινός είχε γίνει ακαδημαϊκός, κάποια χρόνια πριν, είχα γράψει εδώ στην AV ότι η εκλογή του ήταν τιμή για την Ακαδημία μάλλον, παρά για τον ίδιο. Κι όταν είχε βγει το μυθιστόρημά μου «Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου» (Εστία, 2012) μου έκανε την τιμή να είναι ένας από τους παρουσιαστές στη σχετική εκδήλωση, στο υπόγειο του πάλαι ποτέ βιβλιοπωλείου της «Εστίας», μαζί με τους Απόστολο Δοξιάδη και Ίκαρο Μπαμπασάκη. Από τότε είχαμε βρεθεί πολλές φορές κι είχαμε κουβεντιάσει σε παρουσιάσεις και γεύματα, είχαμε μιλήσει στον «Αθήνα 9,84», αλλά συνέντευξη γραπτή για την εφημερίδα μας δεν του είχα πάρει. Το συζητούσαμε πριν ακόμα από το καλοκαίρι, το καταφέραμε μόλις τον Οκτώβρη. Κι έτσι συνάντησα τον κ. Βαλτινό και κάναμε στο Ίδρυμα «Πέτρος Χάρης» της Ακαδημίας την πολυθρύλητη συνέντευξη, που μου επιβεβαίωσε έναν άνθρωπο ζωντανό, χιουμορίστα και σπιρτόζο, που κάθε άλλο συνάδει με τη –θεωρητική και μόνο– ηλικία του (γέννηση Δεκέμβρης 1932).
Η διαμόρφωσή σας; Πώς γίνεται κανείς συγγραφέας;
Πολλά πράγματα σε οδηγούν προς τα εκεί. Μια κλίση είναι απαραίτητη έτσι κι αλλιώς, χωρίς αυτή δεν κάνεις τίποτα, φυσικά. Δε λέω «ταλέντο», η λέξη είναι φθαρμένη και συκοφαντημένη, λέω «κλίση». Ύστερα είναι τα διαβάσματα, οι προσπάθειες γραφής, το πόσο επιμένεις σ’ αυτό ώσπου να γίνει στοιχείο ζωής, το να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό.
Ο χώρος του περίφημου φαρμακείου του θείου σας, για τον οποίο έχετε μιλήσει παλιότερα;
Ναι, ήταν σημαντικός. Μαζεύονταν εκεί άνθρωποι λόγιοι, κόσμος που φιλολογούσε, νεαρές καθηγήτριες με τις οποίες φλερτάριζα κι όχι μόνο. Διαβάζαμε και συζητούσαμε πολύ τη «Νέα Εστία». Μ’ όλο αυτό το κλίμα, ήρθε τελικά η Λογοτεχνία –διάβασμα, συζήτηση και γράψιμο– να καλύψει κι άλλες ανάγκες. Εθισμός με την καλή έννοια.
«Εθισμός στη νικοτίνη»;
(γέλια)
Οι σημαντικότερες επιρροές που δεχτήκατε;
Πολλές, από ελληνική και ξένη λογοτεχνία κι όχι μόνο. Από τη σπουδή της φύσης, όταν την παρατηρείς και τη μελετάς. Από την παράδοση της γλώσσας, πολύ έντονα μάλιστα. Τα παραμύθια, ας πούμε, είχανε μια δομή πολύ τολμηρή. Τα παραμύθια ήταν δάσκαλος, ακόμα δάσκαλο ακόμα κι αν κανείς δεν το συνειδητοποιεί. Κι έτσι λίγο-λίγο προχωρείς. Έτοιμος δε γεννιέσαι, θητεύεις σε λογοτεχνίες, θητεύεις στα πάντα και προχωρείς.
Σύγχρονη λογοτεχνία διαβάζετε;
Βέβαια. Μου στέλνουν πολλά βιβλία, αγοράζω κιόλας. Η διαφορά με το παρελθόν είναι η εξής: παλιά δεν άφηνα βιβλίο που να μην το τέλειωνα, τώρα πια όχι. Διαβάζω είκοσι, τριάντα, πενήντα σελίδες – κι αν δε με τραβάει τ’ αφήνω. Μου έχει φύγει το παλιό βίτσιο, ο αυτοβασανισμός να το τελειώσω οπωσδήποτε, είναι δεν είναι καλό, όπως έκανα παλιά.
Λογοτεχνία και άλλες Τέχνες
Η σχέση σας με τι άλλες Τέχνες;
Με τα εικαστικά έχω πολλή σχέση. Έχω φίλους, πάω σε εκθέσεις, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Υπάρχουν εστίες πολλές, άλλα κέντρα πολιτισμού, γίνονται πολλοί πειραματισμοί, υπάρχουν πολλές δυνατότητες, δομικά μεγάλες δυνατότητες, και σίγουρα πολύ περισσότερες απ’ ό,τι στη Λογοτεχνία.
Γιατί;
Γιατί η γλώσσα, αν και εξελίσσεται, έχει πιο αργή εξέλιξη απ’ ό,τι τα εικαστικά μέσα. Ειδικά η ελληνική είναι πολύ συντηρητική και δύσκαμπτη, με αρκετά αργή εξέλιξη. Έχει ειπωθεί ότι οι αλλαγές στα ελληνικά από την εποχή των Ευαγγελίων μέχρι τώρα είναι πιο λίγες απ’ ό,τι στ’ αγγλικά από τον καιρό του Σέξπιρ μέχρι σήμερα. Υπάρχει ωστόσο φοβερός πλούτος στη γλώσσα αυτή, ιστορία τεράστια. Υπάρχουν λέξεις με την ίδια μορφή ή την ίδια σημασία από τον Όμηρο ή τους τραγικούς μέχρι σήμερα. Το σκέφτομαι και μου έρχονται σχεδόν δάκρυα. Από την άλλη, η δύναμη μιας γλώσσας παγκόσμια είναι συνάρτηση και με την οικονομική ισχύ και με το πλήθος των ομιλητών της. Αυτό δε θα ίσχυε, αν έγραφα ισπανικά ή αγγλικά ή πορτογάλικα (σκέψου την αγορά της Βραζιλίας).
Η σχέση σας με το σινεμά, με το θέατρο;
Βλέπω αρκετές ταινίες, όχι τόσο πολύ όσο παλιά, αλλά μου αρέσει. Κι εδώ έχει επέλθει κάποιος κορεσμός, πάντως. Αν μια ταινία δε μου αρέσει, δεν κάθομαι μέχρι τέλους, όπως έκανα παλιά. Είναι και το άλλο: έχω σπουδάσει σινεμά, έχω γράψει σενάρια. Θέλω να πω, ξέρω αρκετά τους σχετικούς κώδικες. Αλλά οι κώδικες του κινηματογράφου είναι ρευστοί, πρόκειται για νέα τέχνη που έχει δεν έχει κωδικοποιηθεί ακόμα. Αυτό συμβαδίζει με την κατάκτηση μιας ανάλογης τεχνικής, που βρίσκεται σε ταχύτατη εξέλιξη: ευρυγώνιοι φακοί, ψηφιακά μέσα και τόσα άλλα. Το μέλλον είναι άδηλο, η τεχνική το ορίζει σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σε άλλες τέχνες. Στο θέατρο, πάλι, όπου έχω κάνει μεταφράσεις στο παρελθόν, παρακολουθώ όσο μπορώ.
Πολύ κοντά στο σινεμά είναι και η φωτογραφία.
Πρόκειται για σπουδαία τέχνη. Προσωπικά, τραβάω φωτογραφίες εδώ και πολλές δεκαετίες. Παρακολουθώ κι εδώ την εξέλιξη της τεχνικής. Έχω πολλές δικές μου συλλογές, μεταξύ των οποίων πολύ όμορφα γυμνά – και άλλα πολλά.
Η σχέση σας με τη μουσική;
Τεράστιο πράγμα η μουσική. Εγώ μεγάλωσα με το δημοτικό τραγούδι, το παραδοσιακό, μοιρολόγια και τα λοιπά. Επαφή με τη δυτική μουσική (δε λέω κλασική, προκλασική, μοντέρνα κ.λπ., λέω με τη δυτική μουσική γενικά) απόκτησα πολύ αργότερα. Είχα δυσκολίες να κατακτήσω το ξένο αυτό ιδίωμα. Το κατάφερα ωστόσο με το δικό μου τρόπο και από καιρό μ’ αρέσει πάρα πολύ, όλο το φάσμα. Όλη η καλή μουσική μ’ αρέσει, στο ποσοστό που μπορώ να μπω μέσα της και να παραδοθώ, σ’ αυτό το γνήσιο καλό πράγμα που σε συνεπαίρνει. Κι εδώ όμως χρειάστηκε προ-παιδεία, να βρω τους κώδικες για να καταλάβω το γίνεται.
Μιλώντας για μουσική, πώς σας φάνηκε το Νόμπελ στο Μπομπ Ντίλαν;
Με ξάφνιασε, με ξένισε μπορώ να πω. Ιδιόρρυθμη επιλογή. Τους στίχους του δεν τους ξέρω καλά. Τα τραγούδια του είναι εξαίρετα, αλλά η ποίησή του είναι; Μπορεί να έχει γραφτεί πολύ καλύτερη ποίηση από του Ντίλαν – και μάλλον έχει. Μιλάω για ποίηση σκέτη.
Είναι γνωστό ότι ζούσατε πολύ απλά. Άλλαξε ο τρόπος ζωής από τότε που γίνατε ακαδημαϊκός, από τότε που γίνατε πρόεδρος της Ακαδημίας;
Είμαι απλός από καταγωγή και από ιδιοσυγκρασία. Δε μ’ αρέσουν οι τύποι, οι χωρίς ουσία περιορισμοί. Υπάρχει ένα αίτημα γνησιότητας, προσπαθώ να το υπηρετώ. Το αίτημα αυτό είναι όρος ζωής και όρος δουλειάς. Φυσικά, υπάρχουν υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση μου κι αυτές τις υπηρετώ όσο μπορώ καλύτερα και με συνέπεια. Υπάρχει ένα πρόγραμμα κάπως διαφορετικό για τη ζωή μου τώρα, υπάρχει μια τυπικότητα σε συγκεκριμένα πράγματα.
Πόσο άλλαξε η εικόνα που είχατε για την Ακαδημία τώρα που την είδατε από μέσα;
Ούτε κι αυτή άλλαξε πολύ. Οι Ακαδημίες είναι από τη φύση τους «συντηρητικές». Εξακολουθούν να είναι. Όλα τα πράγματα τα δοκιμάζει ο χρόνος, όλα. Η αξία τέτοιων θεσμών αργεί μερικές φορές να φανεί. Πολύς κόσμος δεν ξέρει. Θεωρεί την Ακαδημία κάτι μουσειακό. Ας πούμε, όλοι μιλάμε για το παλιό ημιτελές λεξικό –και γω το ’χω πει– αλλά δεν τονίζουμε ότι η Ακαδημία έβγαλε πρόσφατα ένα πολύ καλό χρηστικότατο λεξικό, από την επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον κύριο Χαραλαμπάκη. Ένα λεξικό σχεδόν πλήρες, γιατί κανένα λεξικό δεν είναι εντελώς πλήρες και κανένα λεξικό δεν έχει ζωή πάνω από 20 χρόνια, αν δεν κάνω λάθος, αφού η γλώσσα εξελίσσεται. Ακόμα, η Ακαδημία έχει ένα πολύ καλό Ιατροβιολογικό Κέντρο, έχει Ινστιτούτα, κάνει εκδόσεις. Πολλά απ’ αυτά δε φτάνουν στον κόσμο ή αργούν να φτάσουν.
Υπάρχει η εντύπωση ότι η εργένικη ζωή διευκολύνει τη δημιουργικότητα. Ισχύει;
Σ’ ένα πρώτο κοίταγμα έτσι είναι: έχεις ελευθερία, δε δίνεις λόγο σε κανένα, δεν έχεις μέριμνες. Δεν ήμουνα εργένης εκ πεποιθήσεως, το σκέφτηκα πολύ και δεν έκανα παιδιά που να μη μπορώ να τους προσφέρω ό,τι θα ήθελαν, ότι θα ήθελα να μου προσφέρουν ή να μου είχαν προσφέρει εμένα. Από την άλλη, μου λείπει αυτή η μυστηριακή σχέση με το παιδί.
Αλλά δε σας λείπει η γυναικεία παρέα.
Καθόλου δε μου λείπει, δεν ασκητεύω, κάθε άλλο. Αν και έχω περάσει φάσεις αποχής, το είχα επιβάλει ο ίδιος στον εαυτό μου.
Γιατί; Για πόσον καιρό;
Σαν ένα είδος αυτοτιμωρίας. Ήμουνα πολύ ερωτευμένος κι έτσι έπρεπε να γίνει. Αυτή η αποχή κράτησε, κάποια φορά, ένα χρόνο.
Το αγαπημένο σας χόμπι;
Το περπάτημα. Περπατάω πάρα πολύ, ιδίως στη φύση. Αυτό είναι κατάκτηση της νεότητάς μου. Είχα οργώσει την Ανατολική Μακεδονία οριζοντίως και καθέτως στο στρατό. Από τότε κόλλησα. Μ’ έχει ωφελήσει φοβερά, ακόμα και τώρα συνεχίζω. Το περπάτημα στη φύση δίνει φοβερές χαρές.
Αγανάκτηση, ισλάμ, ορθοδοξία
Τι σας αγανακτεί περισσότερο;
Η ανευθυνότητα και η έλλειψη σοβαρότητας στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων. Περνάμε εποχή δύσκολη και είμαστε σε περιοχή δύσκολη, αλλά η αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι μάλλον επιπόλαιη. Νομίζω πως υπάρχει έλλειψη κατανόησης όσον φορά την κρισιμότητα της κατάστασης. Δε μιλάω γενικά, μιλάω για την Ελλάδα εδώ και τώρα.
Συμμερίζεστε την άποψη ότι υπάρχει ισλαμικός κίνδυνος;
Μέχρι ένα σημείο, ναι. Οι προσπάθειες να φύγουν τα καθεστώτα τύπου Καντάφι, Σαντάμ και τα συναφή δημιούργησαν αναστάτωση και δεν έφεραν εκδημοκρατισμό, αλλά αναζωπύρωση φανατισμών. Το Ισλαμικό Κράτος κατέληξε να είναι τεράστιος κεντρικός κίνδυνος. Εκθέτουν τη βία και καμαρώνουν τη βία. Αυτό κείται πέρα από τη δική μας ευαισθησία, πέρα από το ανθρώπινο στοιχείο καν.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, συμφωνείτε να χωριστεί η ορθόδοξη εκκλησία από το κράτος;
Ναι. Πρόκειται για πεδία ξεχωριστά. Όχι ξένα, μα ξεχωριστά. Λέω «όχι ξένα» γιατί η αγωγή μας, η παιδεία μας είναι ορθόδοξες. Είμαστε γεννημένοι ορθόδοξοι, αυτό σου προσδιορίζει το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία. Αυτά έχουν ποιητικό χαρακτήρα. Ποιητικά είναι τα «Χρόνια πολλά» που λέμε το Πάσχα.
Ο Θανάσης Βαλτινός ως συγγραφέας
Εσείς, κύριε Βαλτινέ, πώς και δε γράφετε ποίηση;
Μπορεί να μη γράφω ποίηση με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά γράφω με το δικό μου τρόπο. Ελπίζω ότι υπάρχει ποίηση στην πρόζα μου. Η ποίηση είναι παντού στην Τέχνη, είμαι απίστευτα ευτυχής όταν τη βρίσκω. Δεν έχει σχέση με το τυπικό σχήμα στο χαρτί. Υπάρχει ποίηση σε στίχους πολύ βαρετή, αλλά υπάρχουν πεζά ποιητικότατα, καλύτερα από ποιήματα. Η αληθινή ποίηση ευρύνει τα πάντα.
Με την «Κάθοδο των εννιά» σάς θεώρησαν «αριστερό», με την «Ορθοκωστά» σας θεώρησαν «δεξιό». Εσείς τι δηλώνετε;
Δηλώνω προκλητικά αριστερός, φτάνει να πούμε τι θα πει αριστερός. Η λέξη αυτή έχει μαγαριστεί πάρα πολύ. Για μένα αριστερός είναι αυτός που μένει ελεύθερος πέρα από δεσμεύσεις –ιδεολογικές, ηθικές, θρησκευτικές– που τον περιορίζουν, τον αλλοτριώνουν.
Ποια από τα βιβλία σας σάς έρχονται πρώτα στο μυαλό; Ποια θεωρείτε πιο σημαντικά;
Αυτά που δεν είχαν πολύ μεγάλη απήχηση αμέσως. Τα «Τρία ελληνικά μονόπρακτα», ας πούμε.
Συμφωνώ. Ο απόλυτος μοντερνισμός. Οι οδηγίες χρήσης του μίξερ, ας πούμε – κι όποιος καταλάβει, κατάλαβε.
Ναι. Και υπότιτλος «μυθιστόρημα». (γέλια)
Πώς είναι να γίνεστε αντικείμενο μελετών και διδακτορικών εν ζωή; Πώς σας φαίνεται που έρχονται και σας βρίσκουν οι ερευνητές;
Χαίρομαι. Με τον τρόπο αυτό δίνεις πληροφορίες, μανιπουλάρεις μερικά πράγματα. Από την άλλη, μένεις και έκθετος. Καταλαβαίνετε βέβαια τι εννοώ, σε γνωρίζουν πια, δε σε διαβάζουν μόνο.
Κάνατε και σχετική πλάκα στον «Ανάπλου», τη δήθεν αυτοβιογραφία. Πολλοί τσιμπήσανε.
(γέλια)
Το πιο πρόσφατο βιβλίο σας είναι η «Επείγουσα ανάγκη ελέου». Τι ετοιμάζετε για τη συνέχεια;
Μια συλλογή διηγημάτων, αλλά δεν έχω καταλήξει στον τίτλο. Επίσης ένα μυθιστόρημα που το παλεύω καιρό κι ελπίζω να το τελειώσω.
Στην «Εστία» ξανά;
Ναι, εκεί βγάζω πλέον όλα τα βιβλία μου, από χρόνια.
Κάτι θετικό που θα είχατε να προτείνετε στη δύσκολη εποχή που περνάμε, ειδικά προς τους νέους;
Νομίζω ότι ζούμε μια κατάσταση διαφθοράς. Επιστημονικά, προγραμματικά έγινε αυτό και μας οδήγησε εδώ που μας οδήγησε. Μεγάλες αξίες έχουν φθαρεί. Ο συνδικαλισμός ήταν ένα σπουδαίο πράγμα, αλλά κατάντησε εργατοπατερισμός. Η δημοκρατία, για την οποία όλοι είχαμε αγωνιστεί, κατάντησε πατσαβούρα σκέτη. Η ελευθερία κι αν έχει φθαρεί. Τη λέξη αυτή σπάνια πια τη λέω, γιατί αγανακτώ. Να πεθάνεις σήμερα για τι πράγμα;
Ποιος θυμάται σήμερα τα «Δεκαοχτώ κείμενα»;...
...Ωστόσο η κατάσταση έχει δημιουργήσει πρόκληση γενικά. Εξουδετερωμένοι οι νέοι, νομίζω πως έχουν ανάγκη πρότυπα. Πρέπει να τους δίνονται προοπτικές, στοιχεία άξια προόδου. Να μένουν εδώ, να μη φεύγουν. Αυτή είναι η πρόκληση.
Πηγή: athensvoice.gr (2016)
******************
3. Συνέντευξη του συγγραφέα στην Άντζελα Τσιφτσή, στο Κανάλι της Βουλής (2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου