Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2018

Παρέλειψα να πω, μέσα στη σχολιαστική φούρια μου, ότι «Ο Μπάτης» του Γιώργου Ιωάννου είναι αληθινό αριστούργημα!

 

Γιώργος Ιωάννου, «Ο Μπάτης»

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Πηγή: kathimerini.gr 
Στο διήγημα «Ο Μπάτης», από την πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου «Για ένα φιλότιμο» (Θεσσαλονίκη 1964), ο αφηγητής βρίσκεται στον αυλόγυρο της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, για τη νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως.

Σ​​ε εκδήλωση αφιερωμένη στον Γιώργο Ιωάννου, που έγινε στην Εθνική Βιβλιοθήκη (28 Απριλίου 2018), διαβάστηκε ασχολίαστα το διήγημα «Ο Μπάτης», από την πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων του «Για ένα φιλότιμο» (Θεσσαλονίκη 1964). Το σχολιάζω τώρα εδώ, αφού πρώτα συνοψίσω τον μύθο του. Ο αφηγητής βρίσκεται στον αυλόγυρο της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, για τη νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως. Κάθε χρόνo παρασύρει την παρέα του σε ένα συγκεκριμένο σημείο της αυλής, όπου σκύβει και χαϊδεύει το χορτάρι και, όταν τσουγκρίζει το αυγό του, ρίχνει εκεί τα τσόφλια. Στο ίδιο αυτό σημείο, τον καιρό της Κατοχής, είχαν βρει, αυτός και ο φίλος του ο Μπάτης, σκισμένες κάποιες άσεμνες φωτογραφίες και προσπάθησαν να τις συναρμολογήσουν. Ο Μπάτης θα καταφέρει τελικά να τις συνταιριάξει και, αφού τις δουν όσο χρειάζεται για να λάβουν το μάθημά τους, θα τις κλωτσήσει και θα σκορπίσει τα κομματάκια τους. Την άλλη μέρα οι δύο φίλοι μπαίνουν στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και κοιτάζουν το ψηφιδωτό της Ανάληψης του Χριστού στον τρούλο, που βρίσκεται εκεί επειδή κάποιος συνταίριαξε τις ψηφίδες του, κομματάκι κομματάκι. Λίγες μέρες αργότερα ο Μπάτης θα εξαφανιστεί: τον εκτέλεσαν προς παραδειγματισμό. Ο φίλος του αφηγητής θα τον δει για τελευταία φορά στον νεκροτομείο, κομματιασμένο.
Πριν δοκιμάσω ένα σύντομο σχόλιο στο διήγημα, ας προσθέσω ότι ο Μπάτης επανεμφανίζεται και στο πεζογράφημα «Ο Χριστός αρχηγός μας...» («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Κέδρος, 1984, σ. 128, 133). Συνδέεται και εκεί με τον έρωτα και τον θάνατο, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο Μπάτης λιμπίζεται την κόρη μιας φουρνάρισσας και καταγράφει εξαιτίας της υψηλές αυτοερωτικές επιδόσεις. Πιστεύει ότι η εξάντληση που νιώθει οφείλεται σε αυτό, ενώ στην πραγματικότητα τον τρώει η φυματίωση που θα τον στείλει πρόωρα στον θάνατο. Στο αφελές ερώτημα ποιος είναι ο πραγματικός Μπάτης και πού βρίσκεται η αλήθεια, η απάντηση είναι βεβαίως πως η αλήθεια βρίσκεται στη λογοτεχνία. Και οι δύο εκδοχές του είναι απολύτως αληθινές, η καθεμιά στο έργο όπου ανήκει.
Τα παράταιρα γεγονότα που αφηγείται στον «Μπάτη» ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής έχουν όλα ένα κοινό γνώρισμα, που τα συνδέει και τα συναρμόζει αριστοτεχνικά. Το κοινό αυτό γνώρισμα είναι το κομμάτιασμα, τα κομμάτια και η συναρμολόγησή τους: τα τσόφλια του αυγού, οι σκισμένες φωτογραφίες, οι ψηφίδες του ψηφιδωτού, τα κομματιασμένα σώματα στο νεκροτομείο. Οι δύο συμμαθητές, ο αφηγητής και ο Μπάτης, πηγαίνουν μαζί στα συσσίτια των κατηχητικών. Κατηχητικά και εφηβεία, λόγος του Θεού και ανακάλυψη της σεξουαλικότητας: μια άνιση μάχη! Ο Μπάτης πιο προχωρημένος στα ερωτικά, συνταιριάζοντας τα κομμάτια των φωτογραφιών, αναγνωρίζει και ονοματίζει στάσεις και μέλη. Την ημέρα εκείνη θα αγνοήσει το κουδούνι για το συσσίτιο και θα μείνει νηστικός, προτιμάει να ικανοποιήσει την ερωτική πείνα του. Ο αφηγητής, πιο αδαής στα ερωτικά ή περισσότερο επηρεασμένος από τα κατηχητικά, βρίσκει βρώμικο αυτό τον κόσμο, ενώ ο Μπάτης τον βρίσκει ωραίο. Είναι ο κόσμος της αμαρτίας, γι’ αυτό θέλει να πιστεύει ότι εκείνος που έσκισε τις φωτογραφίες στο προαύλιο της εκκλησίας ήταν ένας μετανοημένος αμαρτωλός. Και το δικό του μυαλό όμως είναι παρά ταύτα στις φωτογραφίες.
Την άλλη μέρα θα πάνε να τις ξαναβρούν, μα οι φωτογραφίες δεν είναι πια εκεί. Για να διασκεδάσουν την ατυχία τους, μπαίνουν στην εκκλησία, όπου θα ατενίσουν το ψηφιδωτό της Αναλήψεως, με τους δύο αγγέλους να κρατάνε τον Χριστό μέσα στη δοξαστική σφαίρα, που μοιάζει με αυγό. Τώρα δεν βλέπουν γυμνά σώματα και ερωτικά συμπλέγματα, τώρα βλέπουν αγγέλους. Τι φυσιολογικό, αθόρυβο πέρασμα από το ανίερο στο ιερό, από το γήινο στο ουράνιο! Και αντιστρόφως: «Κομματάκι κομματάκι είναι καμωμένο κι αυτό», λέει ο Μπάτης, προδίδοντας τον εαυτό του ότι, όση ώρα κοιτάζει το ιερό ψηφιδωτό, έχει το μυαλό του στις άσεμνες φωτογραφίες. Το ίδιο και ο αφηγητής, και ας μην τολμάει να το ομολογήσει. Λίγες μέρες μετά τη συναρμολόγηση των φωτογραφιών και την ατένιση της Αναλήψεως, ο αφηγητής θα δει για τελευταία φορά τον φίλο του στο νεκροτομείο. Τον δολοφόνησαν οι κατακτητές ή, το πιθανότερο, οι συνεργάτες τους. Μετά την ανακάλυψη του σαρκικού έρωτα, ο έφηβος αφηγητής θα κάνει τώρα τη γνωριμία του θανάτου. Η πρώτη ανακάλυψη γίνεται έμμεσα, μέσω φωτογραφιών, αναπαραστατικά, η δεύτερη είναι άμεση, ωμά πραγματική. Στο νεκροτομείο κείτονται «οι κομματιασμένοι άνθρωποι και οι αγγέλοι». Αλλοι άγγελοι αυτοί από εκείνους της Αναλήψεως. Γήινοι, σαρκικοί, θνητοί, κοντινοί, φίλοι, όπως ο Μπάτης. Τα κομματιασμένα μέλη εδώ δεν επανασυναρμολογούνται, μένουν κομμένα για πάντα, τελεσίδικα.
Ο αφηγητής ανακαλεί τούτα τα καθοριστικά κομμάτια της ζωής του στην εκκλησία, τη νύχτα της Αναστάσεως! Μάλλον δεν πιστεύει στο θριαμβικό μήνυμά της, διατηρεί ωστόσο ένα ορισμένο αίσθημα του ιερού. Γι’ αυτό σκύβει και προσκυνάει μυστικά το σημείο όπου συναρμολογούσαν με τον φίλο του τις άσεμνες φωτογραφίες, τελεί μια μικρή θυσία στη μνήμη του, ρίχνοντας εκεί τα τσόφλια του πασχαλινού αυγού και σκέφτεται «με κάποια χαρά» ότι, μόλις σκορπίσει ο κόσμος, μπορεί ο Μπάτης να ξαναγυρίσει και «να τα συναρμολογήσει κι αυτά», όπως τότε τις άσεμνες φωτογραφίες.
Παρέλειψα να πω, μέσα στη σχολιαστική φούρια μου, ότι «Ο Μπάτης» του Γιώργου Ιωάννου είναι αληθινό αριστούργημα!

 

 Αποτέλεσμα εικόνας για η αγια σοφια θεσσαλονικης στην Κατοχη

Ο Μπάτης


 
 
 
 
 
 
 
 
Κάθε χρόνο, τη βραδιά της Αναστάσεως, σκύβω με κάποια πρόφαση και χαϊδεύω μυστικά το χορτάρι στον αυλόγυρο της Αγίας Σοφίας. Δεν έχω πει ακόμα σε κανένα τίποτε, κι ούτε, νομίζω, έχουν προσέξει πως τους παρασύρω όλο στο ίδιο σημείο. Μάλλον θα τους έχει γίνει συνήθεια κι αυτό. Παρόλο που δε μου ταιριάζει πια, φροντίζω να έχω πάντα μαζί μου ένα κόκκινο αυγό, που εννοώ να το τσουγκρίσω με όποιον τύχει κοντά μου. Και καθώς ρίχνω στη γη τα τσέφλια του, σκέφτομαι με κάποια χαρά, πως όταν φύγει ο κόσμος, ίσως ξαναρθεί ο φίλος μου ο Μπάτης να τα συναρμολογήσει κι αυτά, όπως έγινε κάποτε με όλες εκείνες τις άσεμνες φωτογραφίες.
Τις είχαμε βρει ξεσκισμένες σ’ αυτό το ίδιο μέρος και πράγμα τότε δεν παρουσίασε λιγότερες δυσκολίες. Σε πολλά κομμάτια εικονίζονταν μέλη γυμνά, που δεν τα ξέραμε ακόμα απ’ αλλού ή που δεν μπορούσαμε να τα φανταστούμε σε τόση αγριότητα. Εκτός αυτού όμως ήταν και οι μπλεγμένες στάσεις των προσώπων. Πήγαινες με την ιδέα πως ενώνεις μια φωτογραφία με δύο άτομα, οπότε σ’ ένα κομματάκι παρουσιαζόταν κάποιο πέμπτο πόδι ή κάτι άλλο υπεράριθμο και σου τα χαλνούσε όλα. Με λίγα λόγια δε μας βοηθούσαν καθόλου οι γνώσεις μας.
Ξαπλωμένοι μπρούμυτα στο χορτάρι είχαμε τόσο απορροφηθεί, ώστε, όταν χτύπησε το κουδούνι του συσσιτίου για τη δεύτερη βάρδια, δε θέλαμε να πάμε μέσα για φαγητό. Εν τέλει πήγα μονάχα εγώ στο συσσίτιο κι ο φίλος μου έμεινε κοντά στις φωτογραφίες. Το κακό ήταν πως το κήρυγμα μετά το φαγητό κράτησε πάρα πολύ εκείνη την ημέρα.
Πάντως τον βρήκα να τις έχει όλες έτοιμες απάνω στο χορτάρι, και να μάχεται με τον αγέρα να μην του τις σκορπίσει. Πρώτη φορά μου έβλεπα τέτοια συμπλέγματα. Ήταν πολύ βρόμικος ο κόσμος. Εκείνος όμως τον έβρισκε ωραίο, μου έδειχνε λεπτομέρειες και γελούσε. Όλα είχαν το όνομά τους και το ήξερε. Δεν ξέρω όμως τι θα ’λεγε τώρα, γιατί βέβαια όλα θα τα είχε δοκιμάσει. Καθώς φεύγαμε, έδωσε μια με το πόδι του και σκόρπισαν πάλι τα κομματάκια.
Την άλλη μέρα, που έλεγα να τα μαζέψω, δε βρήκαμε ίχνος. Κάποιος άλλος θα τα είχε πάρει. Γι’ αυτό μπήκαμε μέσα στην εκκλησία και κοιτάζαμε, ξαπλωμένοι ανάσκελα στις καρέκλες, την Ανάληψη στο ψηφιδωτό του τρούλου. Δύο άγγελοι πετώντας πλαγιαστά κρατάνε το Χριστό μέσα στη δοξαστική σφαίρα, που μου φάνηκε σαν ένα τεράστιο αυγό. Έβλεπα τους αγγέλους και θυμόμουν εμάς την προηγούμενη μέρα. Όχι πως θεωρούσα, έστω και τότε, τον εαυτό μου για άγγελο, αλλά για το φίλο μου το πίστευα αυτό. Είχε πολλά στοιχεία. Κομματάκι κομματάκι είναι καμωμένο κι αυτό, μου είπε στο τέλος. Ήταν φανερό πως σκεφτόταν τις φωτογραφίες. Κι εγώ για το ίδιο λυπόμουν, αλλά δεν ήθελα να το πω. Και όχι μονάχα τότε· ποτέ μου δεν τις ξέχασα. Πολλές οργιαστικές διηγήσεις μου μάλιστα, σ’ αυτές κυρίως τις έχω στηρίξει, κι ας έχω δει πλήθος άλλες εν τω μεταξύ.
Από καιρό σε καιρό σκέφτομαι: αυτός που τις ξέσκισε μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας δεν μπορεί να έκανε από το φόβο της έρευνας την πράξη. Ήταν προχωρημένη Κατοχή τότε, και από κάθε τι άλλο μπορούσες να κινδυνέψεις, αν το ’βρισκαν απάνω σου, όχι όμως και από άσεμνες φωτογραφίες. Η λογική μού λέει, πως θα τις χάλασε μάλλον από φόβο μήπως τις βρει καμιά μάνα του στις τσέπες του ή από θρησκευτική κρίση. Εγώ πάντως θέλω να πιστεύω πως από μετάνοια έγιναν όλα.
Ύστερα από λίγες μέρες εξαφανίστηκε ο Μπάτης κι απ’ το φαγητό και από το σχολείο. Είπαν πως ήταν άρρωστος, ενώ εγώ έμαθα πως τον είχανε πιάσει. Ένα πρωί με περίμενε κάποιος έξω απ’ το σχολείο. Τη νύχτα είχαν εκτελέσει το φίλο μου μπροστά στο σπίτι του για παραδειγματισμό της γειτονιάς. Ο Ερυθρός Σταυρός τον είχε μαζέψει.
Πήγαμε στο νεκροτομείο να τον βρούμε. Εδώ κι αν ήταν οι κομματιασμένοι άνθρωποι κι οι αγγέλοι. Το τι είδαν τα μάτια μου εκεί δεν πρόκειται ποτέ μου να το πω. Εξάλλου δεν το πιστεύω. Κατόπι έγινα ένα με τη γη κι έτσι δε με πήρανε -χαμπάρι. Φοβάμαι όμως πως δε χρειαζόταν και τόσο κρύψιμο από μέρους μου· αυτοί ξέρουν ποιους σκοτώνουν.
Έχω υποφέρει απ’ τα φτηνά λογοπαίγνια και δε μ’ αρέσει να κάνω τέτοια ούτε στον εαυτό μου τον ίδιο. Παρόλα ταύτα πετιέμαι αυτόματα, όταν τα καλοκαιρινά απογεύματα φυσάει απ’ τη θάλασσα ένας αέρας, που όλοι τον βρίσκουν δροσερό και λένε αναστενάζοντας το όνομά του.
Γιώργος Ιωάννου, (1927-1985)
Από τη συλλογή :
Για ένα φιλότιμο (1964)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον Τάσο Αποστολίδη για το νέο του graphic novel «Αριστοτέλης» με εικονογράφηση Αλέκου Παπαδάτου

Tάσος Αποστολίδης:«Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη έχει να κάνει με την πραγματική ζωή, με το τώρα» Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Τάσο Απ...