Άντον Τσέχοφ*
Πασχαλιάτικη Νύχτα (Святою ночью)
Διασκευή: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Στεκόμουν στην όχθη του ποταμού Γκόλτβα και περίμενα την πλάβα να φτάσει από απέναντι. Συνήθως ο Γκόλτβα είναι ένα ταπεινό, μέτριο ποτάμι, ήσυχο, στοχαστικό, θα το ‘λεγες. Λαμπυρίζει απαλά μέσα από πυκνές καλαμιές, αλλά τώρα έχει απλωθεί σαν μια κανονική λίμνη μπροστά μου. Τα νερά της άνοιξης έχουν θεριέψει και ξεχείλισαν πλημμυρίζοντας και τις δυο όχθες του ποταμού σε μεγάλη απόσταση και κατακλύζοντας λαχανόκηπους, λιβάδια και βαλτότοπους. Κι έτσι δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπεις λεύκες και θαμνόδεντρα να ξεπροβάλλουν πάνω από την επιφάνεια του νερού και να φαντάζουν μέσα στη σκοτεινιά σαν βλοσυρά, μοναχικά βράχια.
Ο καιρός μού φαινόταν υπέροχος. Ήταν βέβαια σκοτάδι, αλλά μπορούσα να δω τα δέντρα, το νερό και τον κόσμο… Η πλάση λαμπρυνόταν από τα αστέρια, τα οποία ήταν σκορπισμένα σ’ όλον τον ουράνιο θόλο. Ποτέ δε θυμάμαι να έχω δει τόσα πολλά αστέρια. Κυριολεκτικά, δε θα μπορούσες να βάλεις ούτε το δαχτυλάκι σου ανάμεσά τους. Μερικά ήταν μεγάλα σαν αυγά χήνας, άλλα μικροσκοπικά σαν λιναρόσπορος. Είχαν, φαίνεται, βγει για τη γιορταστική λιτανεία – όλα τους, μικρά και μεγάλα, σενιαρισμένα, ανανεωμένα και χαρούμενα, το καθένα τους τρεμόπαιζε απαλά τις ακτίνες του. Ο ουρανός καθρεφτιζόταν στο νερό και τα άστρα λούζονταν στα σκοτεινά νερά ανατριχιάζοντας στα στροβιλίσματα του ποταμού. Επικρατούσε άπνοια κι ο αέρας ήταν ζεστός. Εδώ κι εκεί από τη μακρινή απέναντι όχθη, μέσα στο πυκνό σκοτάδι, έφεγγαν αρκετά κόκκινα φώτα. Δυο με τρία βήματα πιο πέρα από εμένα διέκρινα τη σκοτεινή μορφή ενός μουζίκου με ψηλό καπέλο, οποίος κρατούσε στο χέρι του ένα ροζιασμένο ραβδί.
«Πόση ώρα κάνει να έρθει η πλάβα;» τον ρώτησα.
«Κανονικά έπρεπε να ήταν εδώ», απάντησε η μορφή.
«Κι εσύ την περιμένεις;» τον ξαναρώτησα.
«Όχι», μου αποκρίθηκε μ’ ένα χασμουρητό. «Εγώ περιμένω τη φωταψία και τα βεγγαλικά. Θα πήγαινα κι εγώ, αλλά να σου πω την αλήθεια, δεν έχω τα πέντε καπίκια για τα ναύλα.»
«Θα σου τα δώσω εγώ», προσφέρθηκα.
«Όχι, ταπεινά σ’ ευχαριστώ. Μ’ αυτά τα πέντε καπίκια, άναψέ μου ένα κερί εκεί πέρα στο μοναστήρι. Αυτό θα είναι καλύτερο. Εγώ θα στέκομαι εδώ. Πες πως δεν υπάρχει πλεούμενο. Πες πως βυθίστηκε.
Ο μουζίκος προχώρησε στην άκρη του νερού, πήρε στα χέρια του το παλαμάρι και φώναξε δυνατά: «Ιερώνυμε! Ιερώνυμεεε!»
Σε απάντηση στην κραυγή του, ακούστηκε, λες και έπλεε από την αντίπερα όχθη στη δική μας, ο αργός ήχος μιας μεγάλης καμπάνας. Οι νότες της ακούγονταν βαθιές και μακρόσυρτες, σαν να έβγαιναν από μια χοντρή χορδή ενός κοντραμπάσου. Φαινόταν σαν να τις είχε βγάλει βραχνά το ίδιο το σκοτάδι. Κι αμέσως μετά ακούστηκε μια κανονιά. Κύλησε στον αέρα κι εξαφανίστηκε κάπου μακριά πίσω μου. Ο χωρικός έβγαλε το καπέλο του και σταυροκοπήθηκε.
«Χριστός ανέστη!», είπε.
Προτού σβήσει στον αέρα ο αντίλαλος του πρώτου χτύπου της καμπάνας, ακούστηκε ένας δεύτερος, κι αμέσως ακολούθησε τρίτος, και το σκοτάδι αντηχούσε με τον συνεχή τρεμάμενο πάταγο που σταδιακά έσβηνε. Κοντά στα κόκκινα φώτα εμφανίστηκαν κι άλλα καινούρια, κι όλα άρχισαν να κινούνται μαζί και να τρεμοπαίζουν συνέχεια.
«Ιερώνυμεεε!» ακούσαμε μια παρατεταμένη δυνατή φωνή.
«Φωνάζουν από την απέναντι όχθη», είπε ο χωρικός. «Άρα ούτε κι εκεί είναι το πλεούμενο. Τον καλό μας Ιερώνυμο τον πήρε ο ύπνος».
Τα φώτα κι ο μελωδικός ήχος της καμπάνας ασκούσαν μια γοητεία πάνω σου. Γρήγορα. Όμως, άρχισα να χάνω την υπομονή μου και να ανησυχώ, αλλά...να, επιτέλους, προσηλώνοντας το βλέμμα μου μέσα στο σκοτάδι διέκρινα το περίγραμμα ενός πράγματος που έμοιαζε πολύ με κρεμάλα. Ήταν το από ώρα αναμενόμενο πλεούμενο. Πλησίαζε με τέτοια βραδύτητα που, εάν το θολό περίγραμμά του δεν γινόταν σταδιακά ξεκάθαρο, θα νόμιζες πως έμενε ακίνητο ή προχωρούσε προς στην απέναντι όχθη.
«Κάνε γρήγορα, Ιερώνυμε!» φώναξε ο μουζίκος μου. «Ο κύριος εδώ βαρέθηκε να περιμένει!»
Το πλεούμενο σύρθηκε μέχρι την όχθη, κουνήθηκε απότομα και σταμάτησε μ’ ένα τρίξιμο. Ένας ψηλός άντρας φορώντας το ράσο του μοναχού και μια κωνική σκούφια στο κεφάλι το ακινητοποίησε κρατώντας σταθερά το παλαμάρι.
«Γιατί αργήσατε τόσο πολύ;» ρώτησα και μ’ ένα σάλτο βρέθηκα στο πλεούμενο.
«Συγχωρήστε με, για τη χαρά του Χριστού», απάντησε ο Ιερώνυμος με ήρεμη φωνή. «Δεν είναι άλλος κανείς ν’ ανεβεί;»
«Όχι, κανείς…» του απάντησα.
Ο Ιερώνυμος άρπαξε το παλαμάρι σταθερά με τα δυο του χέρια και καμπούριασε κοντανασαίνοντας. Το πλεούμενο έτριξε κι έγειρε απότομα. Η μορφή του μουζίκου με το ψηλό καπέλο άρχισε αργά-αργά να οπισθοχωρεί από το μέρος μου – κι έτσι ένιωσα πως το πλεούμενο απομακρυνόταν από την όχθη. Σύντομα ο Ιερώνυμος ορθώθηκε και άρχισε να δουλεύει το σχοινί μόνο με το ένα χέρι. Σιωπηλοί κοιτάζαμε την όχθη προς την οποία πλέαμε. Εκεί η φωταψία που περίμενε ο μουζίκος είχε αρχίσει. Βαρέλια με πίσσα φλέγονταν στην άκρη του νερού σαν τεράστιες φωτιές κατασκήνωσης. Το καθρέφτισμά τους, κατακόκκινο σαν την πανσέληνο που ανατέλλει, σερνόταν πάνω στην επιφάνεια του νερού σε μακριές και πλατιές λουρίδες προς το μέρος μας. Τα φλεγόμενα βαρέλια φώτιζαν τον καπνό που έβγαζαν και τις μακρουλές σκιές των ανθρώπων που κινούνταν πέρα δώθε κοντά στις φωτιές. Αλλά πιο πέρα, προς τη μεριά απ’ όπου ερχόταν ακόμη ο βελούδινος ήχος της καμπάνας, επικρατούσε ακόμη η ίδια σκοτεινή και μαύρη θολούρα. Και τότε ξαφνικά, σχίζοντας τη σκοτεινιά, μια ρουκέτα, ακολούθησε μια τεθλασμένη τροχιά, σαν μια χρυσή κορδέλα, στον ουρανό. Διέγραψε ένα τόξο, και σαν να έσπαγε σε κομμάτια ενάντια στο στερέωμα, σκορπίστηκε σπινθηροβολώντας. Από την αντίπερα όχθη ακούστηκε μια οχλοβοή που έμοιαζε με ‘ζήτω’.
«Τι όμορφο!» είπα.
«Και δε λέγεται πόσο όμορφο!» αναστέναξε ο Ιερώνυμος. «Τέτοια νύχτα, κύριε! Σ’ άλλες εποχές ο κόσμος δεν έδινε προσοχή στις ρουκέτες, αλλά σήμερα όλοι χαίρονται με κάθε κενόδοξη ματαιότητα. «Εσείς από πού είστε;» Του είπα από πού είμαι. «Πράγματι, χαρούμενη μέρα σήμερα…» συνέχισε ο Ιερώνυμος με έναν αδύναμο τόνο στη φωνή του σαν τους αρρώστους που αναρρώνουν. «Οι ουρανοί αγάλλονται, όπως και η γη και τα υποχθόνια. Όλη η πλάση γιορτάζει σήμερα. Μόνο πείτε μου, καλέ μου κύριε, γιατί ο άνθρωπος, ακόμη και στη μεγάλη χαρά, δεν μπορεί να ξεχάσει τις στενοχώριες του;»
Μου φάνηκε πως αυτή η απρόσμενη ερώτηση έγινε για να με παρασύρει σ’ εκείνες τις ατέρμονες θρησκευτικές συζητήσεις που τόσο αγαπούν οι βαριεστημένοι και νωθροί καλόγεροι. Δεν είχα και μεγάλη όρεξη για κουβέντα, γι’ αυτό μόνο τον ρώτησα:
«Τι στενοχώριες έχετε εσείς, πάτερ;»
«Τις συνηθισμένες που έχουν όλοι οι άνθρωποι, καλέ μου κύριε, μόνο που σήμερα μας βρήκε στο μοναστήρι μια απρόσμενη συμφορά: κατά τη λειτουργία, κι ενώ αναγίγνωσκε την Αγία Γραφή, πέθανε ο ιεροδιάκονος Νικολάι».
«Θέλημα Θεού!» είπε προσποιούμενος έναν μοναστικό τόνο στη φωνή μου. «Όλοι θα πεθάνουμε κάποτε. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει πράγματι να χαίρεστε… Λένε πως όταν κάποιος πεθάνει Πάσχα, πηγαίνει αμέσως στον Παράδεισο». «Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο Ιερώνυμος.
Σιωπήσαμε. Η φιγούρα του μουζίκου με το ψηλό καπέλο χάθηκε στην όχθη. Η φλόγα των βαρελιών με την πίσσα όλο και δυνάμωνε.
«Οι γραφές δείχνουν καθαρά την ματαιότητα της θλίψης, το ίδιο και ο διαλογισμός», είπε ο Ιερώνυμος σπάζοντας τη σιωπή, «αλλά γιατί η καρδιά θλίβεται και αρνείται να υπακούσει στη λογική; Γιατί να θέλουμε να κλάψουμε πικρά;»
Ο Ιερώνυμος ανασήκωσε τους ώμους, γύρισε προς το μέρος μου και είπε ξαφνικά:
«Εάν εγώ πεθάνω ή κάποιος άλλος, κανείς δε θα δώσει σημασία ίσως, αλλά, βλέπετε, ο Νικολάι πέθανε! Κανείς άλλος, αλλά μόνο ο Νικολάι! Και όντως μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως δεν υπάρχει πια! Στέκομαι εδώ στο πλεούμενό μου και κάθε λεπτό φαντάζομαι πως θα με φωνάξει από την όχθη. Πάντα συνήθιζε να έρχεται στην όχθη και να με καλεί για να μη φοβάμαι μόνος μου πάνω στο σκάφος. Σηκωνόταν από το κρεβάτι του μέσα στη νύχτα για τον σκοπό αυτόν. Ήταν ψυχούλα. Θεέ μου! τόσο καλοκάγαθος και σπλαχνικός! Πολλές μητέρες δεν είναι τόσο καλές στα παιδιά τους όσο ήταν ο Νικολάι σ’ εμένα! Ο Κύριος να αναπαύσει την ψυχή του!»
Ο Ιερώνυμος τράβηξε το παλαμάρι και ξαναγύρισε προς το μέρος μου. «Και, εντιμότατε, είχε μια τόση λαμπρή ευφυΐα», είπε με τρεμάμενη φωνή. «Κι από τα χείλη του έτρεχε μέλι! Και η φωνή του γλυκιά και γεμάτη αρμονία, ακριβώς όπως οι ψαλμωδίες στο βαθύ εωθινό: ‘Ω θελκτική! Ω γλυκιά φωνή!’. Κοντά στα άλλα καλά, ανθρώπινα χαρακτηριστικά, είχε κι ένα εξαιρετικό χάρισμα!»
«Τι χάρισμα;» ρώτησα.
Ο μοναχός με περιεργάστηκε και σαν να ήθελε να πείσει τον εαυτόν του πως μπορούσε να μου εμπιστευθεί ένα μυστικό, γέλασε καλοκάγαθα. «Είχε το χάρισμα να γράφει ακάθιστους ύμνους», είπε. «Ήταν ένα πραγματικό θαύμα, κύριε. Δεν μπορείς να το πεις αλλιώς! Θα μείνετε κατάπληκτος αν σας πω γι’ αυτό. Ο πνευματικός μας αρχιμανδρίτης είναι από τη Μόσχα, και ο πατήρ πρωτοσύγκελος σπούδασε στην ιερατική ακαδημία του Καζάν – έχουμε έξι σοφούς μοναχούς και γέροντες, αλλά, δε θα το πιστέψετε, κανείς δεν μπόρεσε να γράψει τέτοιους ύμνους. Σε αντίθεση, όμως, ο Νικολάι, ένας απλός ιεροδιάκονος, που δε σπούδασε πουθενά και ούτε έδειχνε μορφωμένος, τους έγραψε! Ε, αν αυτό δεν είναι θαύμα, τότε τι είναι;» Ο Ιερώνυμος έπλεξε τα χέρια του και, ξεχνώντας εντελώς το παλαμάρι, συνέχισε με ζέση:
«Ο πατήρ πρωτοσύγκελος δυσκολεύεται πολύ να γράφει κηρύγματα. Όταν συνέγραφε την ιστορία του μοναστηριού και ξεσήκωνε όλους τους αδερφούς στο πόδι πηγαίνοντας καμιά δεκαριά φορές στην πόλη, ο Νικολάι συνέθετε κοντάκια και ακάθιστους ύμνους. Και τούτα δεν είναι ιστορίες και κηρύγματα!»
«Είναι όντως δύσκολο να συνθέτεις ακάθιστους;» ρώτησα. «Πολύ δύσκολο!» ο Ιερώνυμος κούνησε το κεφάλι του. «Τίποτε δεν μπορείς να κατορθώσεις με τη σοφία και την αγιότητα αν δε σου δώσει ο Θεός το χάρισμα. Οι μοναχοί που δεν καταλαβαίνουν ισχυρίζονται πως το μόνο που χρειάζεται είναι να μάθεις τον βίο του αγίου για τον οποίο γράφεις τον ύμνο και να τον εναρμονίσεις με τους άλλους ύμνους. Αλλά αυτό είναι λάθος, κύριε. Φυσικά, όποιος γράφει κοντάκια πρέπει να γνωρίζει τον βίο του αγίου στην εντέλεια και με κάθε λεπτομέρεια. Είναι απαραίτητο για κάποιον που συνθέτει κοντάκια, να τα εναρμονίζει με τα άλλα κοντάκια και να ξέρει από πού ν’ αρχίσει και τι να γράψει. Για να σας φέρω ένα παράδειγμα, Το πρώτο κοντάκιο ξεκινά παντού με το "ληφθέν" ή "επιλεγμένο" ... Ο πρώτος οίκος πρέπει πάντα ν’ αρχίζει με τον ‘άγγελο’. Στον ακάθιστο προς τον Γλυκύτατο Ιησού, αν σας ενδιαφέρει το θέμα, ο οίκος αρχίζει ως εξής: «Ο Δημιουργός και Κύριος απάντων των αγγελικών δυνάμεων». Στον ακάθιστο για την Υπεραγία Θεοτόκο: «Άγγελος εξ ουρανού κατεπέμφθη», ο θαυματουργός Νικολάι έγραψε: «Άγγελος καθ’ ομοίωση, άνθρωπος κατ’ ουσία», και ούτω καθεξής. Παντού πρέπει ν’ αρχίζεις με τον άγγελο. Φυσικά αυτά δε θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς εναρμόνιση, αλλά οι βίοι των αγίων και η εναρμόνισή τους με τους άλλους αγίους, δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι η ομορφιά και γλυκύτητα του ύμνου. Όλα πρέπει να είναι αρμονικά, σύντομα και ολοκληρωμένα. Σε κάθε στίχο πρέπει να υπάρχει απαλότητα, χάρη και τρυφερότητα. Καμιά λέξη δεν πρέπει να είναι σκληρή, τραχιά ή γενικώς ακατάλληλη. Πρέπει να είναι γραμμένη με τέτοιον τρόπο που η καρδιά του πιστού να αγάλλεται και να κλαίει από συγκίνηση, ενώ ο νους του να καταλαμβάνεται από δέος. Στον ακάθιστο προς τη Θεοτόκο οι λέξεις είναι: «Χαίρε, υπεράνω της ανθρώπινης διανοίας! Χαίρε, βάθος αμέτρητον!» Σ’ ένα άλλο εδάφιο του ιδίου ύμνου: «Χαίρε, δέντρο φέρον καλούς καρπούς φωτός, τροφή των πιστών! Χαίρε, δέντρο γενναιόδωρης σκιάς, καταφύγιο των πολλών!»
Ο Ιερώνυμος έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια σαν να φοβήθηκε ή να ντράπηκε από κάτι, και κούνησε το κεφάλι του.
«Δέντρο φέρον καλούς καρπούς φωτός… Δέντρο γενναιόδωρης σκιάς…» μουρμούρισε. «Για φαντάσου να μπορεί κάποιος να βρίσκει λέξεις σαν κι αυτές! Τέτοια ικανότητα είναι δώρο Θεού! Για χάρη συντομίας, πολλές σκέψεις συνωστίζονται σε μια φράση, και πόσο ομαλά και ολοκληρωμένα πάνε όλα!» «Ο πυρσός του φωτισμού των πάντων…» ψάλλουμε στο κοντάκιο για τον Γλυκύτατο Ιησού. «Πυρσός του φωτισμού!» Δεν υπάρχει τέτοια λέξη στην ομιλία ούτε στα βιβλία, αλλά, βλέπετε, ο Νικολάι την εφεύρε, την εμπνεύστηκε! Χώρια από την ευχέρεια και το μεγαλείο της γλώσσας, κύριε, κάθε στίχος πρέπει να είναι ωραίος από κάθε άποψη, να περιέχει λουλούδια, αστραπές, άνεμο και ήλιο και όλα τα δημιουργήματα του ορατού κόσμου. Και κάθε επιφώνημα θαυμασμού πρέπει να εκφέρεται με τέτοιο τρόπο που να χαϊδεύει το αυτί. «Χαίρε, κρίνε της ουράνιας βλάστησης!» βρίσκεις στον ύμνο του θαυματουργού Νικολάι. Δε λέει απλά ουράνιε κρίνε, αλλά κρίνε της ουράνιας βλάστησης. Έτσι ακούγεται πιο απαλό και γλυκό. Να πώς το έγραψε ο Νικολάι! Ακριβώς όπως πρέπει. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς έγραφε!»
«Λοιπόν, έτσι που το λες, είναι κρίμα που πέθανε», είπα. «Αλλά, πάτερ, ας προχωρήσουμε, αλλιώς θα αργήσουμε».
Ο Ιερώνυμος ξανάρχισε να τραβάει το παλαμάρι. Άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες. Πιθανόν η λιτανεία πλησίαζε ήδη στο μοναστήρι, γιατί το σκοτεινό διάστημα πίσω από τα βαρέλια με την πίσσα φωτιζόταν μόνο από λιγοστά φώτα που κινούνταν εδώ κι εκεί.
«Ο Νικολάι δημοσίευσε τους ύμνους του;» ρώτησα τον Ιερώνυμο.
«Πώς μπορούσε να το κάνει;» αναστέναξε. «Και, πράγματι, θα ήταν κενόδοξο να τους δώσει για δημοσίευση. Κι εξάλλου σε τι θα ωφελούσε; Κανείς στο μοναστήρι δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Δεν τους αρέσουν. Ήξεραν πως τους έγραψε ο Νικολάι, αλλά δεν τους έδωσαν καμιά σημασία. Κανείς σήμερα δεν εκτιμάει τους νεωτερισμούς, κύριε!»
«Μήπως ήταν προκατειλημμένοι μαζί του;»
«Ναι, όντως ήταν. Εάν ο Νικολάι ήταν πρεσβύτερος, οι αδελφοί θα ενδιαφέρονταν, αλλά αυτός, ξέρετε, ήταν μόνο σαράντα χρονών. Υπήρχαν και μερικοί που τον περιγελούσαν, αφήστε που νόμιζαν πως τα γραπτά του ήταν αμαρτία».
«Τότε για ποιο σκοπό έγραφε;»
«Περισσότερο για δική του ευχαρίστηση. Από όλους τους αδελφούς, εγώ ήμουν ο μοναδικός που διάβαζε τους ύμνους του. Πήγαινα σ’ αυτόν κρυφά, για να μη μας πάρει είδηση κανείς, κι αυτός χαιρόταν που έδειχνα ενδιαφέρον για τους ύμνους του. Μ’ αγκάλιαζε, μου χάιδευε τα μαλλιά και μου μιλούσε στοργικά σαν να ήμουν παιδάκι. Έκλεινε το κελί του, μ’ έβαζε να καθίσω κι άρχιζε να διαβάζει…» Ο Ιερώνυμος άφησε το σχοινί και ήρθε προς το μέρος μου. «Ήμασταν φίλοι καρδιακοί, θα έλεγε κανείς», ψιθύρισε και με κοίταξε με μάτια που λαμπύριζαν. «Όπου πήγαινε αυτός, εγώ τον ακολουθούσα. Όταν δεν μ’ έβλεπε, του έλειπα. Και μ’ αγαπούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, και τούτο γιατί έκλαιγα όταν άκουγα του ακάθιστούς του. Με θλίβει το να τα θυμάμαι όλα αυτά. Τώρα νιώθω ακριβώς σαν ένα ορφανό ή μια χήρα. Ξέρετε, στο μοναστήρι μας είναι όλοι καλοί, ευγενικοί και ευσεβείς, αλλά… δεν υπάρχει κανείς με αβρότητα και ευαισθησία, είναι όλοι τους άξεστοι. Όλοι τους φωνάζουν όταν μιλάνε, βαδίζουν λες και κλωτσούν, κάνουν φασαρία, βήχουν και φτύνουν. Όμως ο Νικολάι ήταν πάντα γλυκομίλητος, στοργικός, και εάν έπεφτε στη αντίληψή του πως κάποιος κοιμόταν ή προσευχόταν, βάδιζε ακροποδητί ή περνούσε αθόρυβα σαν κουνούπι ή σαν μυγάκι. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε μια ευγένεια, μια συμπόνια…» ο Ιερώνυμος έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και ξανάπιασε το σχοινί. Ήδη πλησιάζαμε στην όχθη, βγαίνοντας από τη σκοτεινιά και τη σιγαλιά του ποταμού και μπαίνοντας σ’ ένα μαγευτικό βασίλειο, γεμάτο αποπνικτικούς καπνούς, φώτα που τρεμόπαιζαν και οχλοβοή. Έβλεπες τώρα καθαρά τον κόσμο να κινείται κοντά στα βαρέλια με την πίσσα. Το τρεμοπαίξιμο των φώτων αποτύπωνε στα κόκκινα πρόσωπα και τη μορφή τους μια παράξενη, σχεδόν φανταστική, έκφραση. Κάπου – κάπου ανάμεσα στα κεφάλια και τα πρόσωπα των ανθρώπων ξεχώριζες ένα κεφάλι αλόγου, ακίνητο σαν να το είχαν χαράξει σε γκραβούρα.
«Τώρα θ’ αρχίσουν να ψάλλουν τον Κανόνα του Πάσχα…», είπε ο Ιερώνυμος, «κι ο Νικολάι δεν είναι πια μαζί μας. Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να τον ακούσει με κατάνυξη. Γι’ αυτόν τίποτε μέχρι τώρα που γράφτηκε δεν ήταν τόσο αγαπητό όσο αυτός ο κανόνας. Ρουφούσε κάθε του λέξη! Θα βρεθείτε εκεί, κύριε, και θ’ ακούσετε την ψαλμωδία. Η ψυχή σας θα αιχμαλωτιστεί από το νόημα και τη μελωδία!»
«Εσείς δε θα είστε στην εκκλησία;»
«Δεν μπορώ… πρέπει να μεταφέρω κόσμο…»
«Δεν μπορούν να βάλουν άλλον στη θέση σας;»
«Δεν ξέρω… κανονικά έπρεπε να μ’ αντικαταστήσουν στις οχτώ, αλλά, όπως βλέπετε, δε θα έρθει κανείς! … Και να σας εξομολογηθώ, πολύ θα το ήθελα να είμαι στην εκκλησία…»
«Και σεις μοναχός είστε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι… δηλαδή είμαι ακόμη δόκιμος».
Η σχεδία έπιασε όχθη και σταμάτησε. Έβαλα μια πεντάρα στο χέρι του Ιερώνυμου για το ναύλο και μ’ ένα σάλτο βρέθηκα στην ξηρά. Ταυτόχρονα ένα μικρό κάρο μ’ ένα αγόρι και μια κοιμισμένη γριούλα μπήκε τρίζοντας πάνω στην πλάβα. Ο Ιερώνυμος, με την αμυδρή λάμψη των φώτων να αντανακλάται στη μορφή του, πήρε στα χέρια του το παλαμάρι, έσκυψε και άρχισε να οδηγεί τη σχεδία πίσω…
Έκανα δυο με τρία βήματα μέσα στη λάσπη, αλλά λίγο πιο πέρα βάδιζα πάνω σ’ ένα μαλακό, πρόσφατα περπατημένο μονοπάτι. Το μονοπάτι μ’ έφερε στη σκοτεινή πύλη του μοναστηριού, οι οποία έμοιαζε σαν μια σπηλιά μέσα από ένα σύννεφο καπνού, άτακτες ορδές ανθρώπων, αχαλίνωτα άλογα, κάρα και σούστες. Όλο τούτο το πλήθος έκανε φοβερή φασαρία φλυαρώντας, ρουθουνίζοντας και χασκογελώντας. Το κόκκινο φως από τα κεριά και οι παλλόμενες σκιές από τους καπνούς τρεμόπαιζαν ολόγυρα … ένα πραγματικό χάος! Και μέσα σ’ αυτή την παραζάλη, βρήκαν ακόμη και χώρο να οπλίσουν ένα μικρό κανόνι και να πουλήσουν μελόψωμα. Η ίδια αναταραχή επικρατούσε και στην άλλη μεριά του τείχους του αυλόγυρου, αλλά εκεί υπήρχε περισσότερη τήρηση της τάξης και ευπρέπειας. Ο κόσμος μιλούσε δυνατά, αλλά δεν ακούγονταν ούτε χάχανα ούτε ρουθουνίσματα. Κοντά στις ταφόπλακες και τους σταυρούς του νεκροταφείου οι άνθρωποι συνωστίζονταν ο ένας κολλητά στον άλλο, κρατώντας στα χέρια τους τσουρέκια και μπόγους κάτω από τις μασχάλες τους. Προφανώς πολλοί είχαν έρθει από πολύ μακριά για να τα καθαγιάσουν και τώρα ήταν κατακουρασμένοι. Νεαροί δόκιμοι, κάνοντας μεταλλικούς ήχους με τις μπότες τους, έτρεχαν πολυάσχολοι κατά μήκος του διαδρόμου, στρωμένου με μαντεμένιες πλάκες, από την πύλη του μοναστηριού ως την είσοδο της εκκλησίας. Άλλοι πάλι πάνω στο καμπαναριό ξελαρυγγιάζονταν φωνάζοντας.
«Τι πυρετώδης νύχτα, γεμάτη ένταση!» σκέφτηκα. «Αλλά και πόσο ωραία!»
Επιθυμούσα να δω την ίδια ανησυχία και εγρήγορση σ’ όλη τη φύση, από το νυχτερινό σκοτάδι μέχρι τις μαντεμένιες πλάκες, τους σταυρούς στα μνήματα και στα δέντρα κάτω από τα οποία ο κόσμος πήγαινε ασταμάτητα πέρα δώθε. Αλλά πουθενά αλλού δεν παρατηρούσες τόση έξαψη και αναστάτωση όσο μέσα στην εκκλησία. Ένας ασταμάτητος συνωστισμός επικρατούσε στην είσοδο του ναού, λες και πάλευαν εκείνοι που ήθελαν να μπουν μ’ όσους ήθελαν να βγουν. Μερικοί έμπαιναν κι άλλοι έβγαιναν για να ξαναμπούν, για να σταθούν λίγο και να ξαναβγούν. Κόσμος έτρεχε από δω κι από κει και γυρόφερνε σαν να έψαχνε κάτι. Κύματα πιστών ορμούσαν από την είσοδο και διέτρεχαν ολόκληρη την εκκλησία, ενοχλώντας ακόμη και τις μπροστινές σειρές, όπου κάθονταν άνθρωποι κύρους και αξιώματος. Συγκέντρωση για προσευχή ήταν αδιανόητη. Δεν μπορούσες να προσευχηθείς καθόλου, όμως υπήρχε μια συνεχής, παιδική, ασυνείδητη χαρά, που αναζητά μια δικαιολογία, μόνο για να ξεσπάσει και να χυθεί σε κάποια κίνηση, έστω και σε ανόητα σκουντήματα και σπρωξίματα.
Η ασυνήθιστη αυτή κινητικότητα είναι χαρακτηριστική κατά τη λειτουργία του Πάσχα. Η Ωραία Πύλη είναι ορθάνοιχτη, σε όλα τα κλίτη του ναού πυκνά σύννεφα καπνού θυμιάματος στροβιλίζονται στον αέρα κοντά στον πολυέλαιο. Όπου και να κοιτάξεις, παντού φώτα, λάμψη, και τα κεριά που καίγονται με ελαφρύ τριζοβόλημα και πλατάγισμα … Δεν γίνεται καμιά ανάγνωση. Η ψαλμωδία, επιτηδευμένα χαρμόσυνη, συνεχίζεται ασταμάτητα μέχρι το τέλος. Μετά από κάθε ύμνο του κανόνα, οι κληρικοί αλλάζουν τα άμφιά τους και βγαίνουν με το θυμιατό, πράγμα που επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε δέκα λεπτά.
Δεν πρόλαβα καλά – καλά να βρω ένα στασίδι, και ένα κύμα λαού χύνεται από μπροστά και με αναγκάζει να κάνω πίσω. Μπροστά μου πέρασε ένας γεροδεμένος διάκονος κρατώντας μια μεγάλη κόκκινη λαμπάδα. Ξωπίσω του ακολουθούσε βιαστικά ένας γκριζομάλλης αρχιμανδρίτης φορώντας μια χρυσή μίτρα. Όταν αυτοί χάθηκαν από τα μάτια μου, το πλήθος με έσπρωξε πίσω στην αρχική μου θέση. Αλλά λιγότερο από δέκα λεπτά αργότερα, ένα νέο κύμα χύθηκε κατά πάνω μου κι εμφανίστηκε πάλι ο διάκονος. Αυτή τη φορά τον ακολουθούσε ο πατήρ πρωτοσύγκελος, ο οποίος σύμφωνα με τον Ιερώνυμο έγραφε την ιστορία του μοναστηριού. Καθώς συγχωνεύτηκα με το πλήθος και κόλλησα κι εγώ τον ενθουσιασμό τους, αισθάνθηκα αφόρητη λύπη για λογαριασμό του Ιερώνυμου. Γιατί να μην τον αντικαταστήσουν; Γιατί να μην πάει κάποιος λιγότερο συναισθηματικός και ευαίσθητος να χειριστεί τη σχεδία; «Ύψωσον τους οφθαλμούς σου, ω Σιών, και ίδε», έψαλε ο χορός των κληρικών, « ότι πάντα τα τέκνα σου συνήχθησαν και ήλθον προς σε, οδηγηθέντα ως προς φάρον θεϊκού φωτός από ανατολάς και δυσμάς και από θαλάσσης...» [Ησαΐας, 49:18]
Κοίταξα στα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω μου. Το καθένα είχε μια έντονη έκφραση θριάμβου, αλλά κανείς δεν έστηνε αυτί ν’ ακούσει και να διεισδύσει μέσα στον ψαλμό ώστε να ‘πιάσει το πνεύμα’ του. Γιατί να μην αντικαταστήσουν τον Ιερώνυμο; Θα μπορούσα να τον φανταστώ να στέκει ταπεινά κάπου κοντά στον τοίχο, λυγισμένος και ν’ απολαμβάνει ηδονικά την ομορφιά της ιερής αυτής φράσης. Όλα σ’ όσα τώρα οι άνθρωποι που στέκονταν κοντά μου δεν έδιναν καμιά προσοχή. Όμως, ο Ιερώνυμος θα κρατούσε την ανάσα του και η ευαίσθητη ψυχή του με λαχτάρα και έκσταση θα ρουφούσε τα ιερά λόγια του ύμνου. Και δεν θα υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος σε ολόκληρο το ναό. Και τώρα το μόνο που έκανε ήταν να πλέει πέρα δώθε στο σκοτεινό ποτάμι και να θλίβεται για τον νεκρό αδελφό και φίλο του. Το ανθρώπινο κύμα ξεχύθηκε τώρα από πίσω. Ένας γεροδεμένος, χαμογελαστός μοναχός, μετρώντας το κομποσκοίνι του και κοιτάζοντας πίσω του, πέρασε κολλητά από πλάι μου, ανοίγοντας δρόμο για κάποια κυρία με καπέλο και βελούδινο παλτό. Ένας υποτακτικός της μονής ακολουθούσε βιαστικά την κυρία, κρατώντας μια καρέκλα πάνω από τα κεφάλια μας.
Βγήκα από την εκκλησία. Ήθελα να δω τον Νικολάι, τον άγνωστο μελωδό. Περπάτησα γύρω από το τείχος της μονής, όπου, κατά μήκος του, υπήρχε μια σειρά κελιά μοναχών, έριξα μια ματιά σε διάφορα παράθυρα και, μη βλέποντας τίποτα, γύρισα πίσω. Δεν μετανιώνω τώρα που δεν είδα τον Νικολάι. Ένας Θεός ξέρει, ίσως, αν τον έβλεπα, θα έχανα την εικόνα μου γι’ αυτόν που τώρα έχει τυπωθεί στη φαντασία μου. Αυτόν τον συμπαθή και μοναχικό άνθρωπο της ποίησης, που κανένας δεν τον καταλάβαινε, που έβγαινε τις νύχτες για να καλέσει τον Ιερώνυμο από το ποτάμι, και που διάνθιζε τους ύμνους του με λουλούδια, αστέρια και ακτίνες του ήλιου, τον φαντάζομαι συνεσταλμένο και χλωμό, με ήπια και μελαγχολική όψη. Τα μάτια του πρέπει να έλαμπαν, όχι μόνο από εξυπνάδα, αλλά και από ανεπιτήδευτη τρυφερότητα, καθώς και από εκείνον τον ελάχιστα συγκρατημένο παιδικό ενθουσιασμό που είχα ακούσει στη φωνή του Ιερώνυμου, όταν μου απήγγειλε αποσπάσματα από τους ακάθιστους του Νικολάι.
Όταν μετά την απόλυση βγήκαμε από την εκκλησία, είχε ήδη φέξει. Ερχόταν το πρωί. Τα αστέρια άρχισαν να σβήνουν κι ο ουρανός φάνταζε γκριζωπός και ζοφερός. Στις μαντεμένιες πλάκες της αυλής, στα μνήματα, στα ανθισμένα δέντρα είχε πέσει η πρωινή δροσούλα. Ο αέρας ήταν αψύς και μύριζε φρεσκάδα. Έξω από τον περίβολο της εκκλησίας δεν υπήρχε πια η χθεσινή κινητικότητα. Άλογα και άνθρωποι έδειχναν εξαντλημένοι, νυσταγμένοι, που μετά βίας έσερναν τα πόδια τους, ενώ τίποτε δεν είχε μείνει από τα πισσωμένα βαρέλια, παρά μόνο σωροί από μαύρη στάχτη. Όταν είσαι κουρασμένος και νυστάζεις, φαντάζεσαι πως και η φύση είναι στην ίδια κατάσταση. Μου φαινόταν ότι και τα δέντρα και το φρέσκο χορτάρι κοιμούνταν. Ακόμη και οι καμπάνες δεν ακούγονταν τόσο δυνατά και χαρμόσυνα όσο την προηγούμενη νύχτα. Όλη η αναμπουμπούλα πήρε τέλος, από την έξαψη έμεινε μόνο μια ευχάριστη κούραση, μια προσμονή για ύπνο και ζεστασιά.
Τώρα έβλεπα και τις δυο όχθες του ποταμού. Μια ελαφριά αχλή πλανιόταν πάνω στους λόφους και στο ποτάμι κατά κύματα. Από το νερό ερχόταν ένα τσουχτερό αεράκι. Όταν μ’ ένα σάλτο βρέθηκα πάνω στη σχεδία, μια σούστα και καμιά δεκαριά άντρες και γυναίκες στέκονταν κιόλας πάνω της. Το παλαμάρι, μουσκεμένο και, κατά τη φαντασία μου, νυσταλέο, απλωνόταν τεντωμένο πάνω από το πλατύ ποτάμι μέχρι την απέναντι όχθη, και σε μερικά μέρη χανόταν μέσα στο άσπρο πούσι.
«Χριστός ανέστη! Είναι ν’ ανέβει άλλος κανείς;» ρώτησε κάποιος ήσυχα. Αναγνώρισα τη φωνή του Ιερώνυμου. Και στο φως της μέρας μπόρεσα να δω πια τον μοναχό καθαρά. Ήταν ψηλός με στενούς ώμους, τριανταπεντάρης, με μεγάλο στρογγυλό πρόσωπο και μισόκλειστα απαθή μάτια και μ’ ένα απεριποίητο γενάκι που έμοιαζε να καρφώθηκε σαν σφήνα στο πηγούνι του. Το βλέμμα του κατακουρασμένο και καταλυπημένο.
«Ακόμη να σας αντικαταστήσουν;» τον ρώτησα έκπληκτος.
«Εμένα;», απάντησε γυρνώντας προς το μέρος μου το μουσκεμένο από την πρωινή δροσούλα πρόσωπό του και μου χαμογέλασε.
«Δεν υπάρχει κανείς να με αντικαταστήσει τώρα παρά μόνο μετά το πρωινό. Τώρα όλοι πηγαίνουν κατευθείαν για την πρωινή αναστάσιμη τράπεζα με τον Αρχιμανδρίτη για να λήξουν τη νηστεία».
Με τη βοήθεια ενός μικρόσωμου μουζίκου μ’ ένα κοκκινωπό γούνινο καπέλο παρόμοιο με κουβαδάκι που πουλούν μέλι, ο Ιερώνυμος έριξε όλο του το βάρος στο παλαμάρι. Και οι δυο τους το άδραξαν ταυτόχρονα και η πλάβα ξεκίνησε. Αρχίσαμε να πλέουμε προς την απέναντι όχθη διαταράσσοντας κατά την πορεία μας την νωθρή ομίχλη που σηκωνόταν. Όλοι ήταν σιωπηλοί. Ο Ιερώνυμος τραβούσε το παλαμάρι με ένα χέρι και έριχνε πάνω μας το πράο του, θαμπό βλέμμα. Κατόπιν η ματιά του στάθηκε στο ροδαλό πρόσωπο και τα μαύρα φρύδια της νεαρής γυναίκας ενός εμπόρου, η οποία στεκόταν δίπλα μου και προσπαθούσε να προφυλαχθεί από την ομίχλη που την τύλιγε. Καθ’ όλη τη διαδρομή ο Ιερώνυμος δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της. Στην παρατεταμένη εκείνη ματιά δεν υπήρχε τίποτε το πονηρό. Μου φάνηκε ότι στο πρόσωπο της γυναίκας ο Ιερώνυμος έψαχνε να βρει τα απαλά και τρυφερά χαρακτηριστικά του νεκρού φίλου του.
___________________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου