Σήμερα η κηδεία του Ρόμπυ Βαρσάνο
Ο Ρόμπυ Βαρσάνο σε ηλικία μόλις 15 ετών ήταν στην τρίτη αποστολή θανάτου στο Άουσβιτς – Μπιρκενάου, που αναχώρησε από τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης αρχές Απρίλη του 1943. Στο χέρι του ήταν ανεξίτηλα γραμμένο το Νο 115365 της ναζιστικής βαρβαρότητας.
Το 1957 αναγνώρισε στη Θεσσαλονίκη και συνέβαλε στη σύλληψη και παραπομπή σε δίκη του αρχιεγκληματία Μαξ Μέρτεν, του «δήμιου της Θεσσαλονίκης», που, με την καταναγκαστική εργασία και τις μαζικές εκτοπίσεις στα κρεματόρια της «τελικής λύσης», οδήγησε στο θάνατο το 98% των εβραϊκής καταγωγής Θεσσαλονικέων.
Η ιστορία του Ρόμπυ Βαρσάνο καταγράφηκε στο Σαουλίκο, το βιβλίο που έγραψαν ο γιος του Σάμμυ Βαρσάνο και ο Πάνος Μπαϊλής. «Σαουλίκο» ήταν η ταβέρνα όπου ο Ρόμπυ πήγαινε με τους δικούς του κάθε Κυριακή έως το 1940 κι άκουγε τη Σοφία Βέμπο. Δεν ξαναβρήκε ούτε «Σαουλίκο» ούτε δικούς του.
Στα εγγόνια του ο Ρόμπυ Βαρσάνο άφησε την παρακάτω παρακαταθήκη: «…όποιου δραπετεύει από το θάνατο η ζωή, αν δεν την προδώσει, του χρωστά πολλά μετάλλια. Και εγώ φρόντισα να μην προδώσω. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, μα εσείς ποτέ να μην προδώσετε…»
Στη μνήμη του αφιερώνουμε την εμβληματική κατάληξη του Σαουλίκο, γιατί ο Ρόμπι ήταν ένα ηρωικό κομμάτι της πιο τραγικής ιστορίας του πλανήτη:
«Αλήθεια είχαν πατρίδα οι κολασμένοι; Και ποια ήταν αυτή; Η Θεσσαλονίκη, τα Ιεροσόλυμα, η Πολωνία; Για τον Ρόμπι η πατρίδα του ήταν η Θεσσαλονίκη, μα για τον αδερφό του, τους γονείς του, τους θείους του, τους φίλους του –κοντά τριάντα ψυχές– η πατρίδα, η παντοτινή τους πατρίδα, ήταν το Άουσβιτς. Ο ουρανός του Άουσβιτς και όχι η γη του. Στον ουρανό, εκεί ήταν η πατρίδα τους. Μόνο που δεν ήξερε, όταν φυσάει ο αέρας, αέρας δυνατός και μετακινείται από χώρα σε χώρα, δεν ήξερε για πού ταξίδευε η πατρίδα των δικών του. Αέρας είναι, όπου θέλει σε πάει. Μπορεί να ανακατευόταν με τον δικό τους Βαρδάρη και να τους έφερνε ως τη Θεσσαλονίκη. Όλα γίνονται σ’ αυτή τη ζωή. Θα ήταν πολύ ωραίο, οι πατρίδες να μετακινούνται με τον αέρα και να ανακατεύονται. Να ανακατεύονται οι άνθρωποι πριν προλάβουν να ριζώσουν για να μην έρχονται οι άλλοι να τους ξεριζώνουν. Μακάρι να ήταν αέρας οι πατρίδες».
Η κηδεία του θα γίνει σήμερα, 2/4/2018, στις 4μ.μ. από το νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο, στη Σταυρούπολη.
Τρ. Μηταφίδης
Κύκνειο άσμα για τον Ρόμπυ Βαρσάνο με μια συνταρακτική επιστολή
efsyn.gr
Η επιστολή εστάλη στις 28 Μαρτίου και σήμερα ο Ρόμπυ Βαρσάνο έφυγε από τη ζωή στα 93 του χρόνια.
Στην επιστολή του χαιρετίζει τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη και το δημοτικό συμβούλιο που αποφάσισε την μετονομασία της οδού Αθανασίου Χρυσοχόου σε Αλμπέρτου Ναρ και φωνάζει: «Αποκαταστήστε την αλήθεια».
Ο επιζήσας των στρατοπέδων Άουσβιτς – Μπιρκενάου Ρόμπυ Βαρσάνο με τον αριθμό115365 στο χέρι σημείωνε για την μετονομασία της οδού πως «θα ήθελα να πω ένα μπράβο σε όλους εσάς, που αποφασίσατε να τιμήσετε εμάς, όλους τους διωχθέντες Εβραίους της πόλη μας, της Θεσσαλονίκης, με μια απλή αλλά τόσο συμβολική κίνηση».
Για τον Χρυσοχόου έγραψε πως «εμείς και πολλοί πατριώτες τον γνωρίζουμε καλά» ωστόσο τονίζει πως «δεν γυρέψαμε ποτέ εκδίκηση. Παραβλέψαμε πολλές φορές την αδικία».
Ο 93χρονος Ρόμπυ Βαρσάνο έστειλε ένα και μόνο μήνυμα με την επιστολή του που έχει ημερομηνία 28 Μαρτίου 2018: «εκείνες οι ιδεολογίες που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα, που εξόντωσαν εκατομμύρια στο όνομα της δήθεν υπεροχής δεν έχουν θέση εδώ σ΄ αυτή την πόλη».
Ολόκληρη η επιστολή
Ημερομηνία: 28/03/18
ΠΡΟΣ: Δήμαρχο Θεσσαλονίκης
Εγώ, ο Ρόμπυ Βαρσάνο, ο φέρων δεκάδες χρόνια τώρα στο χέρι μου τον αριθμό 115365, ο επιζήσας των στρατοπέδων Άουσβιτς – Μπιρκενάου, θα ήθελα να πω ένα μπράβο σε όλους εσάς, που αποφασίσατε να τιμήσετε εμάς, όλους τους διωχθέντες Εβραίους της πόλη μας, της Θεσσαλονίκης, με μια απλή αλλά τόσο συμβολική κίνηση. Η μετονομασία της οδού Αθανασίου Χρυσοχόου σε Αλβέρτος Ναρ είναι μια απάντηση, που κρύβονταν στα συρτάρια της γραφειοκρατίας, των σκοπιμοτήτων και της αδιαφορίας χρόνια τώρα.
Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στον στρατηγό Χρυσοχόου. Εμείς και πολλοί πατριώτες τον γνωρίζουμε καλά. Θα αναφερθώ όμως στον Αλβέρτο τον λογοτέχνη, το παιδί εκείνο που γεννήθηκε από γονείς, τους οποίους κυνήγησε με λύσσα ο Μαξ Μέρτεν αυτός που επόπτευε την "τελική λύση" στην πόλη μας.
Γλίτωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζιστών, όπως γλίτωσα και εγώ και γαντζώθηκαν, όπως κι εγώ, από τα αποκαΐδια. Κι αντέξαμε, και κάμαμε παιδιά για να εκδικηθούμε τον θάνατο που ξεγελάσαμε. Οι γονείς του Αλβέρτου, όπως κι εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι, επιβιώσαμε και παλέψαμε σκληρά, για να βγάλουμε το μαύρο από τη ζωή μας. Όλοι οι επιζήσαντες δώσαμε αγώνα νύχτα - μέρα για να βγάλουμε αυτό το καταραμένο, καρβουνιασμένο... μαύρο της ψυχής και του σώματος.
Δεν γυρέψαμε ποτέ εκδίκηση. Παραβλέψαμε πολλές φορές την αδικία, αφήνοντας την ιστορία να αποφασίσει και να τιμωρήσει για μάς. Εγώ ήμουν λίγο πιο τυχερός. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μέρτεν και συνέβαλα κι εγώ στη σύλληψή του. Το πώς τον αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος είναι άλλο θέμα.
Το ζητούμενο για μένα ήταν να αποκαλυφθεί ο ρόλος του, να βγουν οι επιζήσαντες και να τον κοιτάξουν στα μάτια, όχι με μίσος, αλλά με μια διάθεση να τον περιγελάσουν, γιατί αυτοί τον νίκησαν και ας ήταν αυτός παντοδύναμος.
Το ίδιο θα ήθελα να γίνει και για τους Έλληνες που συνεργάστηκαν με αυτόν και τους όμοιούς του. Μα η "πατρίς ευγνωμονούσα" τους άφησε ατιμώρητους, τους έδωσε αξιώματα, τους έκανε δρόμους...
Και ήρθε τώρα ο δήμος και αποκαθήλωσε το ψεύτικο για χάρη μιας ιστορικής αλήθειας. Είμαι τόσο γέρος, που δεν ξέρω τί θα γίνει αύριο. Αλλά νιώθω τόσο γερός, για να φωνάξω σε όλους: Αποκαταστήστε την αλήθεια. Τιμήστε εκείνους που προσέφεραν στην πόλη μας. Προσπεράστε ό,τι διχαστικό. Ξαναγράψτε την ιστορία με αλήθειες. Όχι τις δικές μου αλήθειες, αλλά τις αλήθειες του κόσμου.
Εκείνες οι ιδεολογίες που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα, που εξόντωσαν εκατομμύρια στο όνομα της δήθεν υπεροχής δεν έχουν θέση εδώ σ΄ αυτή την πόλη.
Σας το λέω εγώ, ο Ρόμπυ Βαρσάνο, στα 93 μου χρόνια, ένας από τους ελάχιστους που επέζησαν του ολοκαυτώματος με τον αριθμό-στάμπα στο χέρι 115365.
Με εκτίμηση,
Ρόμπυ Βαρσάνο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πυρ... κατά ριπάς από ΜπουτάρΤίτλος: Σαουλίκο
Συγγραφείς: Πάνος Μπαΐλης -Σάμμυ Βαρσάνο
Εκδόσεις: ΙΣΝΑΦΙ
Μετάφραση: Αχιλλέας Φωτάκης
Πρόλογος: Τριαντάφυλλος Μηταφίδης
Σχήμα: 14 x 21
Σελίδες: 208
Τιμή πώλησης: 12,οο + ΦΠΑ= 12,78
ISBN: 978-960-9446-06-8
Σαουλίκο ήταν το όνομα μιας παραλιακής ταβέρνας λίγο έξω από
τη Θεσσαλονίκη. Κάθε Κυριακή (η αργία του Σαββάτου είχε καταργηθεί με νόμο το
1924 ως "εβραϊκή") ο Ρόμπυ Βαρσάνο πήγαινε εκεί, ως το 1940, με
συγγενείς και φίλους για να διασκεδάσουν και να ακούσουν τη Βέμπο, που τους
άρεζε πολύ.
Ελευθερία είναι το όνομα της κεντρικής πλατείας στη
Θεσσαλονίκη, όπου ο Ρόμπυ είδε το 1942 όλους τους συγγενείς και φίλους να
καταγράφονται σε λίστες ως φορείς μιας αρχαίας αρρώστιας. Στην ίδια πλατεία το
1957 αναγνώρισε τυχαία μέσα στο πλήθος τον "διαβολικό Μαξ", τον
άνθρωπο που εφάρμοσε την "τελική λύση" σε όσους είχαν το στίγμα αυτής
της αρρώστιας στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ρόμπυ φώναξε την αστυνομία για να τον συλλάβει, όπως κι
έγινε. Όμως η Γερμανία δεν θα δεχόταν τους Έλληνες μετανάστες και δε θα έδινε
ένα δάνειο πολλών εκατομμυρίων αν δεν τον άφηναν ελεύθερο. Αλλά και η αγαπημένη
του πόλη - η Θεσσαλονίκη- είχε πολλούς παρακρατικούς, καταδότες, αγιορείτες
μοναχούς, εκβιαστές, μαυραγορίτες, παλικαράδες που είχαν κερδίσει πολλά ως
συνεργάτες των ναζί.
Ο Ρόμπυ είχε χιλιάδες ιστορίες να διηγηθεί στους συμπολίτες
του για όσους είδε να χάνονται στο Άουσβιτς. Αλλά το Σαουλίκο είχε εξαφανιστεί
μαζί με τους θαμώνες του. Είχε μείνει μόνος με τον αριθμό 115.365, που δε θα
σβηνόταν ποτέ από το αριστερό του μπράτσο...
***************************
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
"ΣΑΟΥΛΙΚΟ"
"ΣΑΟΥΛΙΚΟ"
«Η πάλη
του ανθρώπου εναντίον της εξουσίας είναι η πάλη της μνήμης εναντίον της λήθης… Αρχίζεις
να διαλύεις έναν λαό αφαιρώντας τη μνήμη του. Καταστρέφεις τα βιβλία του, την
κουλτούρα και την ιστορία του. Έπειτα άλλοι γράφουν βιβλία γ’ αυτόν, του
προσφέρουν μια άλλη κουλτούρα και επινοούν μια άλλη ιστορία. Στη συνέχεια ο
λαός αρχίζει σιγά-σιγά να ξεχνά ποιος είναι και τι ήταν.» (Μίλαν Κούντερα, Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης, 1979)
Πρέπει ή δεν πρέπει να θυμόμαστε;
Συντελεί η ιστορική μνήμη στην επούλωση των τραυμάτων ή μήπως τα κακοφορμίζει;
Είχε δίκιο ο Νίτσε που θεωρούσε τη λήθη «υπέρτατη
μορφή ευτυχίας» - την ίδια στιγμή που έγραφε ότι η ιστορική συνείδηση
ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα;
Ο συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν –σεναριογράφος
του «Ζ»
και άλλων γνωστών ταινιών του Κ. Γαβρά- υπογράμμιζε την ανάγκη να διασωθεί και να αναδειχθεί το
παρελθόν, χωρίς αυτό να θεωρείται «αναμόχλευση
των πολιτικών παθών». Ο Σεμπρούν, αυθεντικός φορέας των συγκλονιστικών
εμπειριών του 20ου αιώνα - τις
έζησε κυριολεκτικά «στο πετσί» του στον ισπανικό εμφύλιο, στη γαλλική Αντίσταση
και στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης (βλ. το
έργο του «Γραφή ή ζωή», ΕΞΑΝΤΑΣ 1996) - είναι κατηγορηματικά αντίθετος
όχι μόνο με κάθε παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αλλά και με τη
σκόπιμη αποσιώπησή τους, όπως συνέβη στην πατρίδα του την Ισπανία τη δεκαετία
του ’70. Γιατί και η σιωπή είναι επίσης έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Το έντονο ενδιαφέρον για την
καθιέρωση κρατικών αλλά και υπερεθνικών-οικουμενικών «πολιτικών μνήμης», με ολοένα αυξανόμενο το ρόλο της UNESCO, του ΟΗΕ, του
Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποβάλλει στα κράτη λογικές ενιαίας διαχείρισης
του παρελθόντος – στο όνομα π.χ. της καταπολέμησης του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας.
Οι πολιτικές αυτές τροφοδοτούνται από
ένα «πληθωρισμό» μνήμης: κατασκευή μνημείων, καθιέρωση ιστορικών επετείων,
ίδρυση μουσείων-ερευνητικών ιδρυμάτων, καταγραφές μαρτυριών και
τραυματικών εμπειριών αλλά και από
συμβολικούς «πολέμους μνήμης»,
ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, που, εν είδει δικαστηρίων, απονέμουν αναδρομικά και
επιλεκτικά ιστορική δικαιοσύνη σε ομάδες-θύματα της εθνικής, ευρωπαϊκής ή
παγκόσμιας ιστορίας.
Ο Τζβετάν Τοντόρωφ αποδίδει αυτή την
«αναψηλάφηση» της ιστορίας στη «μετάλλαξη» που έχει υποστεί η συλλογική
μνήμη, αφού στις μέρες μας «γίνονται
αντικείμενο ύψιστης φροντίδας και εξύμνησης τα θύματα και όχι οι ήρωες του
παρελθόντος: οι αδικίες που υπέστη κανείς βαραίνουν περισσότερο από τα
κατορθώματα που πέτυχε..., που μαρτυρεί εμμέσως μια ενίσχυση της ιδέας της
δικαιοσύνης της κοινωνίας μας: ποιος θα σκεφτόταν να διεκδικήσει την θέση του
θύματος, αν δεν έλπιζε να αναγνωριστούν τα δεινά του και να αποζημιωθεί γι’
αυτά;» (Ο φόβος των Βαρβάρων, σελ. 110, εκδ. Πόλις).
Εάν έως πρόσφατα η ιστορία γραφόταν
από και για τους επώνυμους νικητές-ήρωες, η μνήμη την κατέβασε από την ακαδημαϊκή
έδρα, της έβγαλε την τήβεννο της επιστημοσύνης, έδωσε φωνή στους ανώνυμους και
στα συγκλονιστικά βιώματά τους, όπως στην αυτοβιογραφική αφήγηση πολέμου «Σαουλίκο»
του Ρόμπι Βαρσάνο, για «τον Εβραίο με
αριθμό στο αριστερό μπράτσο 115365».
Το ερώτημα, επομένως, πώς θα αναμετρηθούμε με τις «σκοτεινές» ή θα γράψουμε τις «λευκές»» σελίδες της ιστορίας που
παραμένουν τραυματικές και επίμαχες, όπως το Ολοκαύτωμα - χωρίς αυτό να καταντά
μαρτυρολόγιο ή ηθικό καθήκον - είναι κρίσιμο και απαιτεί τεκμηριωμένες
απαντήσεις. Γιατί, όπως τονίζει ο
Τέοντορ Αντόρνο στο δοκίμιό του Η Εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς, «Η
απειλή υποτροπής στη βαρβαρότητα συνεχίζει να υπάρχει, καθώς οι βασικές
συνθήκες που ευνόησαν αυτή την υποτροπή εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να μην
έχουν αλλάξει. Αυτός είναι ο καθολικός τρόμος.
Η κοινωνική πίεση εξακολουθεί να υφίσταται, αν και ο κίνδυνος παραμένει
αόρατος στις μέρες μας. Ωθεί τους ανθρώπους στο ανείπωτο και μαζικά εγκλήματα
εξακολουθούν να διαπράττονται... Πρέπει
κανείς να γνωρίζει τους μηχανισμούς που καθιστούν τους ανθρώπους
ικανούς για τέτοιες πράξεις και να μοχθήσει ξυπνώντας την κοινή συνείδηση γύρω
από αυτούς τους μηχανισμούς, ώστε να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να γίνουν
ξανά έτσι».
Στη
χώρα μας, η διεθνής τάση αναθεώρησης της Ιστορίας εκδηλώνεται με αυτό που
αποκαλεί ο Χάγκεν Φλάισερ «υγειονομική
ταφή της μνήμης»: πολτοποίηση το 1975 υλικού των αρχείων του Εθνικού
Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου – είχε προηγηθεί το 1959 η αμνήστευση δια νόμου των ναζιστών
εγκληματιών και των δωσίλογων, προς δόξαν της «εθνικής συμφιλίωσης». Οι
τελευταίοι, όχι μόνον δεν τιμωρήθηκαν, όπως τους άξιζε, αλλά και συμμετείχαν
στη διαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών. Αντίθετα, από τις 600 αγωγές που κατέθεσαν
επιζώντες του Ολοκαυτώματος για την επιστροφή των ακινήτων τους, δικαιώθηκαν
μόνο 30!
Η
απώθηση του Ολοκαυτώματος στα «αζήτητα» της εθνικής μνήμης εκφράζεται
και από ένα «απλό» γεγονός: εξακολουθούν να βρωμίζουν τους δρόμους της
πόλης ονόματα συνεργατών των Ναζί, αξιωματούχων της Κατοχής.
Ολοκαύτωμα: ένας όρος που,
ενώ «επιχειρεί να περιγράψει το απερίγραπτο», χρησιμοποιείται πολλές
φορές εντελώς ανιστόρητα, χωρίς μέτρο και αιδώ, με αποτέλεσμα τη «σχετικοποίησή»
του, αντί να είναι πηγή ιστορικής αυτογνωσίας ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Το Ολοκαύτωμα δεν αφορά μόνον τα θύματα και το «τραύμα»
τους. Πρέπει να μεταμορφώσουμε τα αθώα θύματα των Ναζί σε ένα αδιαπέραστο
τείχος απέναντι στην επανάληψη της ανείπωτης αυτής φρίκης. Μόνον έτσι το
σύνθημα «ποτέ πια!» θα πάψει να είναι μια απλή ευχή ή μια συναισθηματική
διακήρυξη, τη στιγμή που συνεχίζονται οι σφαγές αμάχων.
Οφείλει να αναχθεί, όπως τονίζει η Οντέτ Βαρόν-Βασάρ, σε «συμβολική
μνήμη ενάντια σε κάθε προκατάληψη, ξενοφοβία και ρατσισμό. Η μνήμη του Άουσβιτς
δεν προσβάλλεται όταν γίνεται εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού.
Αντίθετα, μόνον τότε βρίσκει το πλήρες νόημά της και τιμάται πραγματικά».
Η απόκρισή μας στην εναγώνια «κραυγή για το αύριο» των νεκρών ή
επιζώντων του Ολοκαυτώματος και των ποικίλων θυμάτων του ρατσισμού πρέπει να
είναι η αποκατάσταση των ιστορικών αδικιών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, η καταπολέμηση των ανισοτήτων και διακρίσεων.
Αυτό το οικουμενικό μήνυμα στέλνει το
εμβληματικό, κατά τη γνώμη μου,
απόσπασμα από τον «Σαουλίκο»:
«Αλήθεια είχαν πατρίδα οι
κολασμένοι; Και ποια ήταν αυτή; Η Θεσσαλονίκη,
τα Ιεροσόλυμα, η Πολωνία; Για τον Ρόμπι η πατρίδα του ήταν η
Θεσσαλονίκη, μα
για τον αδερφό του, τους γονείς του, τους θείους του, τους φίλους του
–κοντά τριάντα ψυχές– η πατρίδα, η παντοτινή τους πατρίδα, ήταν το
Άουσβιτς. Ο ουρανός του Άουσβιτς και όχι η γη του. Στον ουρανό, εκεί
ήταν η
πατρίδα τους. Μόνο που δεν ήξερε, όταν φυσάει ο αέρας, αέρας δυνατός και
μετακινείται
από χώρα σε χώρα, δεν ήξερε για πού ταξίδευε η πατρίδα των δικών του.
Αέρας
είναι, όπου θέλει σε πάει. Μπορεί να ανακατευόταν με τον δικό τους
Βαρδάρη και
να τους έφερνε ως τη Θεσσαλονίκη. Όλα γίνονται σ’ αυτή τη ζωή. Θα ήταν
πολύ
ωραίο, οι πατρίδες να μετακινούνται με τον αέρα και να ανακατεύονται. Να
ανακατεύονται οι άνθρωποι πριν προλάβουν να ριζώσουν για να μην έρχονται
οι
άλλοι να τους ξεριζώνουν. Μακάρι να ήταν αέρας οι πατρίδες. Μα δεν ήταν
και δεν
είναι.»
Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, δημοτικός σύμβουλος
Δήμου Θεσσαλονίκης
Ο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ ΡΟΜΠΙ ΒΑΡΣΑΝΟ ΚΑΙ
Ο ΓΙΑΝΝΙΩΤΗΣ ΙΣΑΑΚ ΜΙΣΑΝ ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ ΤΗ ΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ
Ιστορίες: 71 χρόνια από την θηριωδία του ολοκαυτώματος — ΣΚΑΪ ...
www.skai.gr/player/tv/?mmid=270073
10 Φεβ 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου