Άνθρωποι και σκουπίδια
Του Γιώργου Πλειού*
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Απριλίου - Ιουνίου 2017 της εφημερίδας "Γέρα". Είναι το δεύτερο άρθρο μιας τριλογίας. Το πρώτο άρθρο δημοσιευτηκε στην ίδια εφημερίδα, στο τεύχος Ιανουρίου - Μαρτίου.
Πριν
από πολλά χρόνια εκείνοι που αποτελούσαν αυτό που σήμερα λέμε
«εργαζόμενοι» ή «εργατική τάξη», ακόμα κι αν δεν ήταν αγρότες, δούλευαν
δέκα ή και δώδεκα ώρες τη μέρα με αντάλλαγμα τα στοιχειώδη μέσα
επιβίωσης –τροφή, κατάλυμα, και μερικά ακόμα πράγματα– για τους ίδιους
και τις οικογένειές τους. Καμιά φορά, ειδικά σε δύσκολες εποχές (κρίση,
πόλεμος κ.ά.), το αντάλλαγμα δεν έφτανε ούτε για τα στοιχειώδη γι’ αυτό
δούλευαν από κοντά και οι οικογένειές τους. Τις ίδιες ώρες, χωρίς καμιά
διάκριση παρά μόνο στην αμοιβή. Συνήθως ήταν χαμηλότερη για γυναίκες και
παιδιά με το επιχείρημα ότι λόγω σωματικής διάπλασης δεν μπορούσαν να
είναι τόσο παραγωγικοί όσο οι άνδρες.
Ο καιρός πέρασε και οι εποχές άλλαξαν. Το αντάλλαγμα έφτανε για κάτι παραπάνω από τα στοιχειώδη: ένα καλύτερο σπίτι, καλύτερα και περισσότερα ρούχα, κάποιες διακοπές, κάποια έστω κοντινά ταξίδια, καλύτερη περίθαλψη, περισσότερη πληρωτή διασκέδαση, τα παιδιά πήγαιναν πια στο υποχρεωτικό σχολείο, οι γέροντες μπορούσαν να απολαύσουν λίγα χρόνια ξενοιασιάς έστω και με μια χαμηλή σύνταξη, και κάποια ακόμα πράγματα.
Οι εποχές άλλαξαν λοιπόν. Δεν άλλαξαν όμως από μόνες τους. Πολλά γεγονότα μέσα και έξω από τη χώρα και σε κάθε χώρα, έπαιξαν ρόλο. Κάτι η υπερεντατική εργασία και η υψηλή κερδοφορία, κάτι η ανάγκη για εσωτερική γαλήνη στη χώρα, κάτι η ανάγκη για πειθαρχημένη συμπεριφορά στο χώρο εργασίας για να μη χαθούν τα κεκτημένα, κάτι η βοήθεια απέξω με το φόβο του αντίπαλου δέους και κάποια ακόμα πράγμα έπαιξαν το ρόλο τους να αλλάξουν οι συνθήκες.
Με την απόσταση και την επακόλουθη σοφία που μας χαρίζει ο χρόνος μπορούμε να δούμε μερικά πράγματα πιο καθαρά. Αυτά τα «παραπάνω» από τα στοιχειώδη ήταν στην αρχή πράγματα αναγκαία. Καλλίτερη τροφή, καλλίτερα ρούχα, περισσότερα πνευματικά αγαθά (κινηματογραφικές ταινίες, βιβλία, δίσκοι, θεατρικές παραστάσεις, ταξίδια και μερικά ακόμα πράγματα). Όμως με το πέρασμα του χρόνου, ιδιαίτερα στις εποχές παροξυσμού της καταναλωτικής μανίας, στην Ελλάδα από τα τέλη του ’70 και μετά, φάνηκαν ξεκάθαρα αυτά που από την αρχή είχαν «φυτευτεί» σ’ αυτό το παραπάνω. Κι αυτά που είχαν φυτευτεί ήταν δυο τουλάχιστον πράγματα. Πρώτον έπρεπε να ψωνίζουμε, όχι να αποταμιεύουμε. Οι παλιές μελό αντιλήψεις του είδους «ο πωλών επί πιστώσει - ο πωλών τοις μετρητοίς», «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι», κοκ έγιναν ντεμοντέ. Λίγο η αγορά, λίγο ο κινηματογράφος, λίγο οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, και κάποια ακόμα πράγματα, κατάντησαν ντεμοντέ.
Δεύτερον έπρεπε να ψωνίζουμε όχι γιατί όλα αυτά ήταν χρήσιμα. Ή μάλλον ήταν χρήσιμα για έναν λόγο. Επειδή μας έδιναν την ψευδαίσθηση ότι μικραίνουμε τη διαφορά μας με τους προνομιούχους, ότι θεραπεύουμε το σύμπλεγμα κατωτερότητας και μπορούμε να κοιτάμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον και τους γύρω μας, ότι σβήνουμε - και μάλιστα με τον εύκολο τρόπο - την κοινωνική ανισότητα. Και ποιος δεν ήθελε αυτόν τον εύκολο δρόμο γιατί ο δύσκολος ήταν γεμάτος αίμα και πόνο. Λίγο η φύση του ανθρώπου, λίγο ο κινηματογράφος, λίγο οι εφημερίδες, λίγο το ραδιόφωνο και η τηλεόραση –και κάποια ακόμα πράγματα, όπως νεόκοποι πολιτικοί αστέρες– πιστέψαμε στον εύκολο δρόμο.
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ήρθε η «κρίση». Κι η κρίση δεν ήρθε το 2010. Η κρίση ξεκίνησε πολύ πιο πριν, όταν οι κοινωνικές ελίτ πέτυχαν να μας πείσουν πως ήταν αναγκαία η περικοπή αυτού του «παραπάνω», προκειμένου να μην μειωθούν τα δικά τους προνόμια. Σ’ αυτό βοήθησαν δυο πράγματα. Πριν απ’ όλα όταν το να καταναλώνει κάποιος από μέσο μείωσης της κοινωνικής μειονεξίας έγινε εργαλείο αύξησής της, απέναντι σε άλλους που ήταν μέχρι πριν λίγο στη ίδια μοίρα με μας. Όταν δηλαδή μεγάλα τμήματα του πληθυσμού άρχισαν να ζητούν περισσότερα για τον εαυτό τους και λιγότερα για τους άλλους όπως έκαναν οι προνομιούχοι μέχρι τότε. Η βρετανική τεχνική (του διαίρει και βασίλευε) της πολιτικής, αυτή τη φορά προς τα στρώματα των εργαζομένων και τομέων κοινωνικής πολιτικής, ή άλλως ο «κοινωνικός αυτοματισμός», δηλαδή μια χαμηλής και τοξικής ποιότητας μορφή κοινωνικής συνοχής, αποδείχθηκε πολύτιμη. Σ’ αυτή τη συνθήκη δεν ήταν πλέον απαραίτητο για όλους αυτό το «παραπάνω», προκειμένου να συνεχιστεί η υπερεντατική εργασία και η υψηλή κερδοφορία, η εσωτερική γαλήνη στη χώρα, η πειθαρχημένη συμπεριφορά στο χώρο εργασίας, ενώ η βοήθεια των απέξω είχε γίνει περιττή καθώς δεν υπήρχε πλέον αντίπαλο δέος.
Δεύτερο και ίσως σημαντικότερο, είχε δημιουργηθεί ένας τρόπος ώστε να αποκτούμε φτηνά αυτό το «παραπάνω». Αυτός ο τρόπος ήταν τα ψηφιακά υποκατάστατα των αγαθών κατανάλωσης και ιδιαίτερα το διαδίκτυο μέσα από το οποίο διατίθενται. Πλέον δεν ήταν απαραίτητο να πάει κάποιος στον κινηματογράφο να δει την ταινία, να αγοράσει το βιβλίο για να διαβάσει το περιεχόμενο, να αγοράσει το CD για να ακούσει τη μουσική κοκ. Κι ακόμα περισσότερο, πολλοί άρχισαν να βρίσκουν στο διαδίκτυο τις απαντήσεις που ζητούσαν από τους γιατρούς όταν είχαν πρόβλημα υγείας ή ανάγκη για μόρφωση, ακόμα και για κάποια πτυχία (πιστοποιητικά εκπαίδευσης). Με άλλα λόγια το διαδίκτυο έκανε δυνατό να αποκτούμε αγαθά χωρίς να έχουμε αυτό το «παραπάνω», δηλαδή τις αμοιβές της παλιάς εποχής. Το διαδίκτυο λοιπόν έκανε εφικτό να περικόπτονται οι αμοιβές μας χωρίς να περικόπτονται τα αγαθά που θεωρούμε πως απολαμβάνουμε.
Ωστόσο εδώ βρίσκεται το μεγάλο ερώτημα. Τα αγαθά που απολαμβάνουμε (ειδήσεις, μουσική, ταινίες, βιβλία, μόρφωση, υγεία, ανθρώπινες επαφές κ.ά.) είναι τα ίδια με αυτά που απολαμβάναμε πριν, σε φυσική μορφή; Η απάντηση είναι μάλλον όχι. Τα αγαθά που απολαμβάνουμε ψηφιακά είναι συχνά απομιμήσεις, αντίγραφα χαμηλού κόστους, ενίοτε και ποιότητας, των αγαθών που μιμούνται, των αγαθών στα οποία τείνουν να μοιάσουν, και μάλιστα χωρίς το κυριότερο: το κοινωνικό, το ανθρώπινο πλαίσιο μέσα στο οποίο τα καταναλώνουμε. Σαν να μην είμαστε πια άνθρωποι αλλά ζωντανές μηχανές. Η κατανάλωση των αγαθών έπαψε νά 'ναι πια μέσο διατήρησης των δεσμών μας, του ανθρώπινου περιβάλλοντος, και έγινε αυτοσκοπός, μέσο διατήρησης της ανθρώπινης μηχανής, μέσο απο-ανθρωποποίησης του ανθρώπου.
Η παραγωγή και κατανάλωση φτηνών υποκατάστατων, αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής ποιότητας (και χαμηλού κόστους) ειδήσεων, βιβλίων, μουσικής, μορφωτικών αγαθών κ.λπ. δεν χαρακτηρίζει βέβαια μόνο το διαδίκτυο αν και εκεί είναι πολύ ορατό. Το συναντά κανείς σε σούπερμάρκετ, σε εμπορικά καταστήματα κ.ο.κ. Γίνεται ωστόσο ένα γενικευμένο φαινόμενο στην εποχή της κρίσης, στην εποχή της παλινόρθωσης της αγοράς, στην εποχή των περικοπών ή, ακριβέστερα, στην περίοδο της λιτότητας. Με άλλα λόγια, το υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα καταφέρνει πλέον να διατηρείται, καταφέρνει να αναπαράγεται επειδή πετάει στους ανθρώπους όλο και μεγαλύτερη ποσότητα πολιτιστικών σκουπιδιών για όλο και μεγαλύτερο κύκλο αναγκών του, έξω από το ανθρώπινο περιβάλλον τους. Η διόγκωση των πολιτιστικών σκουπιδιών συμβαδίζει με την συρρίκνωση του ανθρώπινου περιβάλλοντος. Το πρόβλημα είναι πως αν για τα κανονικά σκουπίδια κουτσά στραβά βρίσκεται μια υπηρεσία καθαριότητας να τα διαχειριστεί, για τα σκουπίδια, τα πολιτιστικά σκουπίδια, δεν φαίνεται να έχει βρεθεί ακόμα σκουπιδιάρης.
*Ο Γιώργος Πλειός είναι Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου