Με μπλάνκο γράφουμε ή με μελάνι;
Η Καθημερινή,
O πόλεμος της μνήμης, πόλεμος
συναισθημάτων και ιδεών, προσωπικός και δημόσιος, δεν τελειώνει ποτέ.
Μία μορφή του αποτυπώνεται στην ιστοριογραφία, της δημοσιογραφικής της
εκδοχής συμπεριλαμβανομένης: Όταν ο ιδεολογικός παρά επιστημονικός
στόχος είναι η προσαρμογή των γεγονότων σε κάποιο προκατασκευασμένο
σενάριο (λίγο ή πολύ βίαιη, αφού βασίζεται στη φαλκίδευση ή την
παρασιώπηση των άβολων στοιχείων και στον υπερτονισμό των βολικών),
βρισκόμαστε άλλη μία φορά μπροστά στη γνωστή λήψη του ζητουμένου. Αυτός
είναι ο τρόπος του αναθεωρητισμού, που είναι διαφορετικής τάξης υπόθεση
από την απολύτως απαραίτητη επιστημονική αναθεώρηση, τον αναστοχασμό,
την απροκατάληπτη αναψηλάφηση. Ο αναθεωρητισμός δεν αμφιβάλλει, δεν
απορεί, δεν ψάχνεται και δεν ψάχνει. Έχει έτοιμες τις αυτάρεσκα
«προκλητικές» απαντήσεις του και αναζητεί εκ των υστέρων τις ταιριαστές
ερωτήσεις, για να παραστήσει τις δοξασίες σαν επιστημονικά πορίσματα. Ένα επιπλέον γνώρισμά του: Καταγγέλλει όλους τους άλλους για ιδεολογική
χρήση της ιστορίας, όταν παρέχει αφειδώς στοιχεία που πείθουν ότι ο
ίδιος βρίσκεται πια στο στάδιο της κατάχρησης. Και ότι γράφει με πρώτη
ύλη το μπλάνκο, όχι το μελάνι.
Ο πόλεμος της μνήμης αποτυπώνεται επίσης στις αυτοβιογραφικές διηγήσεις, ήδη από τον καιρό των απομνημονευμάτων ορισμένων πρωταγωνιστών του 1821. Μολονότι από τα κείμενα αυτά δεν λείπει ο αυτοδικαιωτικός τόνος, που υπηρετείται από την επιλεκτική μνήμη, περισσεύουν πολλά στις σελίδες τους για τον αναγνώστη, ειδικό και μη, που αδιαφορεί για τις προσωπικές έριδες και κρατάει την προσοχή του στο γενικό σχήμα: στις συγκρούσεις των εθνών, των κοινωνιών, των ιδεών, των στρατηγικών.
Και στις συναγωγές μαρτυριών για κάποια περίοδο, πατέρας είναι ο πόλεμος της μνήμης. Το διαπιστώνουμε αυτό και στο πρόσφατο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την αντίσταση» (επιστημονική επιμέλεια Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, «Εστία»), όπου συγκεντρώνονται 69 πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις όχι μόνο αντιστασιακών ή ανθρώπων που γνώρισαν την «ευδία του Αιγαίου» από την ανάποδη (ο τόμος ανοίγει με τον Αντώνη Καρκαγιάννη, που ο τυπογραφικός δαίμονας, τρυπώνοντας στη μαρτυρία του Μανόλη Γλέζου, τον αναβαθμίζει και σε ζωγράφο-αγιογράφο της «Αγίας Κιουράς» στη Λέρο, αντί του Αντώνη Καραγιάννη), αλλά και κάποιων χουντικών, όπως του Σπύρου Ζουρνατζή ή του υπίλαρχου-επικεφαλής του άρματος που έριξε την πύλη του Πολυτεχνείου. Αλλά και το τεθωρακισμένο, μύθος θα είναι και σκηνοθεσία.
Στα πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα, ένα βιβλίο όπως αυτό είναι και αναγκαίο και ωφέλιμο. Δύο από τους πολλούς εξηγητικούς λόγους: η παιδαγωγική του χρησιμότητα και η πολιτική του αξία. Οι καθηγητές που αναλαμβάνουν κάθε χρόνο την ευθύνη για τη διοργάνωση των εκδηλώσεων στη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μπορούν να αντλήσουν περικοπές αυθεντικών περιγραφών, για να δείξουν στους μαθητές τους ότι την ιστορία εξακολουθούν να τη γράφουν οι ανώνυμοι, έστω κι αν είναι οικουμενική και διαχρονική συνήθεια να την υπογράφουν οι επώνυμοι. Ακόμα καλύτερα, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να προσκαλέσουν στο σχολείο τους έναν από τους ανωνύμους, όχι στελέχη. Κι όχι για να προπαγανδίσει ή να προσηλυτίσει, όπως ενδέχεται να πουν οι «μυθοκτόνοι» που ζουν ανάμεσά μας, αλλά για να αποσπάσει την προσοχή των παιδιών, την οποία δεν αποσπούν πια ντοκιμαντέρ που τα έχουν δει και τα έχουν ξαναδεί, ούτε και οι πανηγυρικοί που, για να λύσουν την αμηχανία τους, συντάσσονται σχεδόν εξ εθίμου με τον τρόπο του στόμφου. Το πρωτεύον, όσον αφορά τη δημοκρατία της προσωπικής ευθύνης και της συλλογικής διεκδίκησης, είναι να νιώσουν και να κατανοήσουν οι μαθητές, ακούγοντας τους αφηγητές, ότι δεν πρόκειται για λογοτεχνία αλλά για ιστορία. Δεν πρόκειται για επεξεργασμένη μνήμη, με όλα τα κενά της, αλλά για πρωτογενή, η οποία ως εκ τούτου έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να λειτουργεί εκτός σκοπιμότητας. Και η ποίηση –για το Πολυτεχνείο, για την αντίσταση εν γένει, για οτιδήποτε άλλο– ιστορία είναι. Αλλά για μια ιστορία διαμεσολαβημένη και συνειδητά διαμεσολαβητική, που ενδέχεται να προκαλέσει δυσπιστία και άρνηση.
Το ίδιο όφελος, πνευματικό και ψυχικό, θα προέκυπτε αν, όταν ακόμα ζούσαν πολλοί παππούδες και γιαγιάδες, αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της Κατοχής και της Αντίστασης, τους καλούσαν στα σχολεία να πουν, απλά και αστόλιστα, πώς έζησαν και πώς άντεξαν εκείνον τον καιρό. Όταν ακούς για ήρωες, όταν τα παιδιά ακούνε για ήρωες, τους φαντάζονται περίπου όπως φαντάζονταν τους αρχαίους Ελληνες οι πρόγονοί μας επί Τουρκοκρατίας. Ιδού μια θεσσαλική παράδοση καταγραμμένη από τον Λίνο Πολίτη: «Αυτούνοι οι Ελληνοι ήταν αψηλοί σα λεύκες, τρανοί ώς εφτά πήχια· ήταν και καμπόσοι μονάντεροι που φτάναν τα εννιά πήχια. Μονάχα το κεφάλι τους έφτανε ένα πήχη· τα γένια τους κατηφόριζαν από πάνου απ’ το σαγόνι κι έφταναν κι ακουμπούσαν τα γόνατα. Τσι μουστάκες τσι κομπόδεναν πάνω στο σβέρκο».
Όταν όμως έχεις μπροστά σου έναν παππού που σου λέει πώς άντεξε στην πείνα, στον πόλεμο, στη φυλακή, συνειδητοποιείς με τον πλέον άμεσο και αναμφισβήτητο τρόπο ότι δεν πρόκειται για πλάσμα επτάπηχο ή εννεάπηχο, δηλαδή μυθικό, αλλά για πλάσμα φτιαγμένο από τα ίδια υλικά που έφτιαξαν και σένα: σάρκα, βλέμμα, φωνή, χρόνο. Και τότε ο ήρωας ανυψώνεται –ναι, ανυψώνεται, δεν υποβαθμίζεται– σε άνθρωπο. Και καταλαβαίνει ότι τους ήρωες, δηλαδή τους απεγνωσμένους ανθρώπους που μετατρέπουν την απελπισία τους σε καρτερία, δεν τους φτιάχνουν τα γονίδια ή η ευλογία κάποιων θεοτήτων, αλλά η ίδια η ιστορία. Οταν τους έχει ανάγκη.
Αενάου επικαιρότητας ο τόμος, εκδίδεται ενόσω δημοσιολόγοι και βουλευτές καθαρίζουν αναδρομικά τη δικτατορία, επιμένοντας ότι παρέδωσε θαυμάσια και ανεπίληπτα οικονομικά, λες και θα μετρούσε κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν είχε όντως συμβεί, ή ότι συνέβαλε λέει στον εκσυγχρονισμό (καθηλώνοντας τον τόπο) και στον εκδημοκρατισμό (διά φυλακίσεων, εξοριών και βασανιστηρίων). Εκδίδεται επίσης λίγο μετά το ελληνοχριστιανικό όνειρο που είδαν ξύπνιοι 16 βουλευτές της Ν.Δ., ένας των ΑΝΕΛ και ένας ανεξάρτητος ακροδεξιός, οι οποίοι ζήτησαν να πραγματοποιηθεί το σκανδαλώδες Τάμα του Έθνους. Εκδίδεται τις μέρες που ένα άλλο κακότροπο όνειρο έπεισε την Προεδρία της Δημοκρατίας και το υπουργείο Εξωτερικών να βραβεύσουν με το παράσημο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος τον κ. Ν. Μέρτζο, αντιπρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Παπαδόπουλου, που δηλώνει τώρα ότι ενήργησε «κατά προτροπή του Ευ. Αβέρωφ», την επιβεβαίωση του οποίου είναι κάπως δύσκολο να την πληροφορηθούμε...
Ο πόλεμος της μνήμης αποτυπώνεται επίσης στις αυτοβιογραφικές διηγήσεις, ήδη από τον καιρό των απομνημονευμάτων ορισμένων πρωταγωνιστών του 1821. Μολονότι από τα κείμενα αυτά δεν λείπει ο αυτοδικαιωτικός τόνος, που υπηρετείται από την επιλεκτική μνήμη, περισσεύουν πολλά στις σελίδες τους για τον αναγνώστη, ειδικό και μη, που αδιαφορεί για τις προσωπικές έριδες και κρατάει την προσοχή του στο γενικό σχήμα: στις συγκρούσεις των εθνών, των κοινωνιών, των ιδεών, των στρατηγικών.
Και στις συναγωγές μαρτυριών για κάποια περίοδο, πατέρας είναι ο πόλεμος της μνήμης. Το διαπιστώνουμε αυτό και στο πρόσφατο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την αντίσταση» (επιστημονική επιμέλεια Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, «Εστία»), όπου συγκεντρώνονται 69 πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις όχι μόνο αντιστασιακών ή ανθρώπων που γνώρισαν την «ευδία του Αιγαίου» από την ανάποδη (ο τόμος ανοίγει με τον Αντώνη Καρκαγιάννη, που ο τυπογραφικός δαίμονας, τρυπώνοντας στη μαρτυρία του Μανόλη Γλέζου, τον αναβαθμίζει και σε ζωγράφο-αγιογράφο της «Αγίας Κιουράς» στη Λέρο, αντί του Αντώνη Καραγιάννη), αλλά και κάποιων χουντικών, όπως του Σπύρου Ζουρνατζή ή του υπίλαρχου-επικεφαλής του άρματος που έριξε την πύλη του Πολυτεχνείου. Αλλά και το τεθωρακισμένο, μύθος θα είναι και σκηνοθεσία.
Στα πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα, ένα βιβλίο όπως αυτό είναι και αναγκαίο και ωφέλιμο. Δύο από τους πολλούς εξηγητικούς λόγους: η παιδαγωγική του χρησιμότητα και η πολιτική του αξία. Οι καθηγητές που αναλαμβάνουν κάθε χρόνο την ευθύνη για τη διοργάνωση των εκδηλώσεων στη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μπορούν να αντλήσουν περικοπές αυθεντικών περιγραφών, για να δείξουν στους μαθητές τους ότι την ιστορία εξακολουθούν να τη γράφουν οι ανώνυμοι, έστω κι αν είναι οικουμενική και διαχρονική συνήθεια να την υπογράφουν οι επώνυμοι. Ακόμα καλύτερα, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να προσκαλέσουν στο σχολείο τους έναν από τους ανωνύμους, όχι στελέχη. Κι όχι για να προπαγανδίσει ή να προσηλυτίσει, όπως ενδέχεται να πουν οι «μυθοκτόνοι» που ζουν ανάμεσά μας, αλλά για να αποσπάσει την προσοχή των παιδιών, την οποία δεν αποσπούν πια ντοκιμαντέρ που τα έχουν δει και τα έχουν ξαναδεί, ούτε και οι πανηγυρικοί που, για να λύσουν την αμηχανία τους, συντάσσονται σχεδόν εξ εθίμου με τον τρόπο του στόμφου. Το πρωτεύον, όσον αφορά τη δημοκρατία της προσωπικής ευθύνης και της συλλογικής διεκδίκησης, είναι να νιώσουν και να κατανοήσουν οι μαθητές, ακούγοντας τους αφηγητές, ότι δεν πρόκειται για λογοτεχνία αλλά για ιστορία. Δεν πρόκειται για επεξεργασμένη μνήμη, με όλα τα κενά της, αλλά για πρωτογενή, η οποία ως εκ τούτου έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να λειτουργεί εκτός σκοπιμότητας. Και η ποίηση –για το Πολυτεχνείο, για την αντίσταση εν γένει, για οτιδήποτε άλλο– ιστορία είναι. Αλλά για μια ιστορία διαμεσολαβημένη και συνειδητά διαμεσολαβητική, που ενδέχεται να προκαλέσει δυσπιστία και άρνηση.
Το ίδιο όφελος, πνευματικό και ψυχικό, θα προέκυπτε αν, όταν ακόμα ζούσαν πολλοί παππούδες και γιαγιάδες, αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της Κατοχής και της Αντίστασης, τους καλούσαν στα σχολεία να πουν, απλά και αστόλιστα, πώς έζησαν και πώς άντεξαν εκείνον τον καιρό. Όταν ακούς για ήρωες, όταν τα παιδιά ακούνε για ήρωες, τους φαντάζονται περίπου όπως φαντάζονταν τους αρχαίους Ελληνες οι πρόγονοί μας επί Τουρκοκρατίας. Ιδού μια θεσσαλική παράδοση καταγραμμένη από τον Λίνο Πολίτη: «Αυτούνοι οι Ελληνοι ήταν αψηλοί σα λεύκες, τρανοί ώς εφτά πήχια· ήταν και καμπόσοι μονάντεροι που φτάναν τα εννιά πήχια. Μονάχα το κεφάλι τους έφτανε ένα πήχη· τα γένια τους κατηφόριζαν από πάνου απ’ το σαγόνι κι έφταναν κι ακουμπούσαν τα γόνατα. Τσι μουστάκες τσι κομπόδεναν πάνω στο σβέρκο».
Όταν όμως έχεις μπροστά σου έναν παππού που σου λέει πώς άντεξε στην πείνα, στον πόλεμο, στη φυλακή, συνειδητοποιείς με τον πλέον άμεσο και αναμφισβήτητο τρόπο ότι δεν πρόκειται για πλάσμα επτάπηχο ή εννεάπηχο, δηλαδή μυθικό, αλλά για πλάσμα φτιαγμένο από τα ίδια υλικά που έφτιαξαν και σένα: σάρκα, βλέμμα, φωνή, χρόνο. Και τότε ο ήρωας ανυψώνεται –ναι, ανυψώνεται, δεν υποβαθμίζεται– σε άνθρωπο. Και καταλαβαίνει ότι τους ήρωες, δηλαδή τους απεγνωσμένους ανθρώπους που μετατρέπουν την απελπισία τους σε καρτερία, δεν τους φτιάχνουν τα γονίδια ή η ευλογία κάποιων θεοτήτων, αλλά η ίδια η ιστορία. Οταν τους έχει ανάγκη.
Αενάου επικαιρότητας ο τόμος, εκδίδεται ενόσω δημοσιολόγοι και βουλευτές καθαρίζουν αναδρομικά τη δικτατορία, επιμένοντας ότι παρέδωσε θαυμάσια και ανεπίληπτα οικονομικά, λες και θα μετρούσε κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν είχε όντως συμβεί, ή ότι συνέβαλε λέει στον εκσυγχρονισμό (καθηλώνοντας τον τόπο) και στον εκδημοκρατισμό (διά φυλακίσεων, εξοριών και βασανιστηρίων). Εκδίδεται επίσης λίγο μετά το ελληνοχριστιανικό όνειρο που είδαν ξύπνιοι 16 βουλευτές της Ν.Δ., ένας των ΑΝΕΛ και ένας ανεξάρτητος ακροδεξιός, οι οποίοι ζήτησαν να πραγματοποιηθεί το σκανδαλώδες Τάμα του Έθνους. Εκδίδεται τις μέρες που ένα άλλο κακότροπο όνειρο έπεισε την Προεδρία της Δημοκρατίας και το υπουργείο Εξωτερικών να βραβεύσουν με το παράσημο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος τον κ. Ν. Μέρτζο, αντιπρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Παπαδόπουλου, που δηλώνει τώρα ότι ενήργησε «κατά προτροπή του Ευ. Αβέρωφ», την επιβεβαίωση του οποίου είναι κάπως δύσκολο να την πληροφορηθούμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου