Σε καιρούς λιτότητας
Η λέξη νηστεία είναι αρχαία και προέρχεται από το ουσιαστικό νήστις
(ο νηστικός), το οποίο ετυμολογείται από το στερητικό νε- που το
βρίσκουμε και στη νηνεμία, την έλλειψη ανέμου, και από το θέμα εδ- του
ρήματος έδω («τρώω», που το βρίσκουμε στα εδ-έσματα). Στις Χοηφόρες του
Αισχύλου ο Ορέστης παραπονιέται ότι «νήστις πιέζει λιμός», τους σφίγγει
μεγάλη πείνα.
Το σημερινό άρθρο δημοσιεύεται μία Κυριακή πριν από το Πάσχα, άρα, για τους θρησκευόμενους, στο κλείσιμο της Μεγάλης Σαρακοστής, σε περίοδο νηστείας και περισυλλογής.
Η λέξη νηστεία είναι αρχαία και προέρχεται από το ουσιαστικό νήστις (ο νηστικός), το οποίο
ετυμολογείται από το στερητικό νε- που το βρίσκουμε και στη νηνεμία, την έλλειψη ανέμου, και από το θέμα εδ- του ρήματος έδω («τρώω», που το βρίσκουμε στα εδ-έσματα). Στις Χοηφόρες του Αισχύλου ο Ορέστης παραπονιέται ότι «νήστις πιέζει λιμός», τους σφίγγει μεγάλη πείνα.
Σύμφωνα με την πασίγνωστη παροιμιώδη φράση, από την υποχρέωση της νηστείας εξαιρούνταν ασθενείς και οδοιπόροι («ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει») – τα τελευταία χρόνια κάποιοι θεολογικοφιλολογούντες, ενοχλημένοι που η λόγια φράση είναι κατανοητή απ’ όλους, υποστηρίζουν ότι δήθεν το «σωστό» δεν είναι «οδοιπόρος» αλλά «διπόρος» ή «ωδιπόρος» ή «ηδυπόρος» και άλλες παραλλαγές, λέξεις ανύπαρκτες που δήθεν σημαίνουν την έγκυο γυναίκα. Δεν ισχύει αυτό, η παροιμία γεννήθηκε σε μια εποχή όπου το ταξίδι ήταν μακροχρόνιο, επικίνδυνο και δύσκολο εγχείρημα, οπότε ήταν αυτονόητη η απαλλαγή του οδοιπόρου από την υποχρέωση – πρόνοια που άλλωστε υπάρχει και στο Ισλάμ.
Ούτως ή άλλως, το διαιτολόγιο των προπαππούδων μας στις φτωχές αγροτικές κοινωνίες των περασμένων αιώνων ήταν αναγκαστικά λιτό – κάτι που αποτυπώνει και η ειρωνική παροιμία «Νηστεύει ο δούλος του Θεού γιατί φαΐ δεν έχει». Εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα, έβρισκαν τρόπους να καταστρατηγούν τη νηστεία· οι κακές γλώσσες μάλιστα λένε πως στα μεσαιωνικά μοναστήρια οι καλόγεροι βάφτιζαν το κρέας ψάρι: «Βαπτίσατε την χήνα ταύτην εις ιχθύν και φάγετε αυτήν αφόβως», συμβουλεύει η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη τους συντρόφους της. Αν και πόσο ήταν διαδεδομένη αυτή η πρακτική δεν ξέρω, πάντως μάς χάρισε την έκφραση βαφτίζω το κρέας ψάρι, που τη λέμε όταν κάποιος, συνήθως ένας πολιτικός ή μια κυβέρνηση, παραποιεί την πραγματικότητα, εξωραΐζοντάς την –για παράδειγμα, τη φράση τη θυμήθηκε ο Μανώλης Γλέζος τον Φεβρουάριο του 2015 επικρίνοντας τους κατ’ αυτόν συμβιβασμούς της αριστερής κυβέρνησης.
Συναφής έννοια με τη νηστεία είναι και η λιτότητα, μια πολιτική που φαίνεται να έχει γίνει μόνιμη κατάσταση όχι μόνο στην Ελλάδα των μνημονίων αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Η λέξη είναι αρχαία, προέρχεται δε από το επίθετο λιτός, που ανάγεται στο πανάρχαιο λις, που το βρίσκουμε στον Όμηρο να χρησιμοποιείται για λινά υφάσματα· ίσως η αρχική σημασία να ήταν «λείος», αλλά στην κλασική αρχαιότητα η λέξη είχε σημασίες παρόμοιες με τις σημερινές.
Πρότυπο λιτότητας στα αρχαία χρόνια η Σπάρτη, που έχει χαρίσει στη γλώσσα μας δύο παρεμφερή επίθετα –λέμε «σπαρτιάτικος» (ή σπαρτιατικός) για κάτι που θυμίζει τον παροιμιώδη λιτοδίαιτο χαρακτήρα των αρχαίων Σπαρτιατών, π.χ. σπαρτιάτικο γεύμα, δηλαδή λιτό αν όχι φτωχό, και «την περνάω σπαρτιάτικα», δηλ. ζω με αυστηρή λιτότητα και στερούμαι καθημερινές ευκολίες και απολαύσεις. Την αντίθετη έννοια μάς τη δίνει μια άλλη πόλη, της πλούσιας Μεγάλης Ελλάδας, ο συβαριτισμός, από την Σύβαρι της Κάτω Ιταλίας, που ήταν περιώνυμη για την τρυφή και την φιληδονία των κατοίκων της. (Για την ανόητη ματαιοδοξία, που συχνά συνοδεύει τον νεοπλουτισμό, έχουμε τον «αβδηριτισμό» από την πόλη της Θράκης· περνούσαν καλά στις αποικίες.)
Ειδικά όμως για τη συντομία και περιεκτικότητα στον λόγο, λέμε «λακωνικό ύφος», μια και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες ήταν διάσημοι επίσης διότι απέφευγαν τις φλυαρίες και ήταν λιγόλογοι· άλλωστε, παροιμιωδώς, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Ένα από τα σχήματα λόγου της αρχαίας ρητορικής, που το χρησιμοποιούμε και σήμερα, είναι το λεγόμενο «σχήμα λιτότητας», το οποίο συνίσταται στο να εκφράσουμε άρνηση υπονοώντας όμως θέση, π.χ. «δεν είναι κακή ιδέα», εννοώντας ότι είναι καλή ιδέα. Πολλές φορές με το σχήμα λιτότητας μπορούμε να προκαλέσουμε ισχυρότερη εντύπωση παρά αν χρησιμοποιούσαμε μια απερίφραστη κατάφαση.
Με την έννοια αυτή, η λέξη λιτότης έχει περάσει μέσω των λατινικών και στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, π.χ. στο αγγλικό litotes ή στο γαλλικό litote. Οι Άγγλοι για να εκφράσουν την έννοια του understatement (λέξη δυσκολομετάφραστη στα ελληνικά και τόσο χαρακτηριστική του βρετανικού φλέγματος) χρησιμοποιούν κάποτε μιαν άλλη ελληνογενή λέξη, meiosis.
Ωστόσο, τα litotes κ.τλ. μένουν περιορισμένα στον χώρο της φιλολογίας. Όταν οι εργαζόμενοι στις διάφορες χώρες της Ευρώπης διαδηλώνουν καταγγέλλοντας την πολιτική λιτότητας που εφαρμόζουν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις τους, στα πανό τους βλέπουμε ένα άλλο ελληνικό δάνειο: austerity, austerité, Austerität που βεβαίως είναι λέξη ψευδόφιλη για μας, αφού δεν αποδίδεται αυστηρότητα αλλά λιτότητα. Ο αυστηρός προέρχεται από ένα αρχαίο ρήμα «αύω» που σήμαινε «ξεραίνω» και είχε αρχικά τη σημασία «ξερός, στυφός», για καρπούς ή για το κρασί· σταδιακά έφτασε να σημαίνει «σοβαρός, απέριττος» για συγγραφικό ύφος αλλά και «άτεγκτος, απαιτητικός» για χαρακτήρα. Μέσω των λατινικών έφτασε στις νεότερες γλώσσες, ενώ φαίνεται πως η φράση austerity measures, μέτρα λιτότητας, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την πολιτική αυστηρής εξοικονόμησης πόρων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η νηστεία της Σαρακοστής έχει το καλό ότι κάποτε τελειώνει και δίνει τη θέση της στην πασχαλινή ευωχία – η εφτάχρονη Σαρακοστή που περνάμε δεν έχει ορατό τέρμα. Αλλά θα έρθει κάποτε η ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου