Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2016

Επιστήμη και θρησκεία: φίλοι ή εχθροί;


Τζον Μπρουκ Τζον Μπρουκ

Έρχεται στην Ελλάδα ακριβώς τη στιγμή που το θέμα «θρησκεία, επιστήμη και εκπαίδευση» έχει ανοίξει για τα καλά, ενώ την ίδια ώρα στο εξωτερικό (ΗΠΑ) υπάρχουν εκπαιδευτικά ιδρύματα που αρνούνται να διδάξουν τη θεωρία του Δαρβίνου.
Φυσικά, για τον κορυφαίο μελετητή της Ιστορίας των Επιστημών, Τζον Μπρουκ, το ζήτημα επιστήμης (γνώσης) και θρησκείας έχει λυθεί και το έχει αναλύσει ο ίδιος εξαιρετικά μέσα από τα βιβλία του.
Από πολύ νωρίς η έρευνά του επικεντρώθηκε στη μελέτη της σχέσης αυτής, αποδομώντας τη διαδεδομένη άποψη περί πολεμικής μεταξύ των δύο.
Μας μίλησε με αφορμή τη διάλεξη που θα δώσει σε λίγες μέρες στην Αθήνα, μιλάει προσωπικά, αντικρούει το επιχείρημα πως η ιστορία των επιστημών έχει εισέλθει σε μια μεταμοντέρνα περίοδο και δίνει το γενικό πλαίσιο της σχέσης επιστήμης-θρησκείας.
Τέλος, αναφέρεται στο πώς μια μικρότερη κοινωνία όπως η Ελλάδα θα μπορούσε να προσφέρει εποικοδομητικά στη σχετική συζήτηση που είναι αρκετά έντονη, κυρίως στον δυτικό κόσμο.
➠ Συνέντευξη στον Ευθύμιο Νικολαΐδη, διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών 
⚫ Εχετε μακρά και επιτυχή πορεία ως ιστορικός των επιστημών. Γιατί ακολουθήσατε αυτό το πεδίο έρευνας;
Αν και τα αγαπημένα μου μαθήματα στο σχολείο ήταν τα μαθηματικά, η φυσική και η χημεία, με προσέλκυαν και τα ανθρωπιστικά μαθήματα, όπως η μουσική, οι γλώσσες, η λογοτεχνία.
Κατά τρόπο ειρωνικό, όταν αναπολώ το παρελθόν, συνειδητοποιώ ότι δεν έβρισκα απόλαυση στο μάθημα της ιστορίας, όπως τη διδάχθηκα ως μαθητής.
Ωστόσο, ως μαθητής ήρθα σε επαφή με τη φιλοσοφία των επιστημών, η οποία μου άρεσε πολύ, διότι συνδύαζε την επιστήμη με τα ανθρωπιστικά μαθήματα και παρείχε την ευκαιρία να εκφράσω τις δικές μου ιδέες γύρω από την πολιτιστική σημασία των επιστημών.
Στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ σπούδασα χημεία, αλλά ολοκλήρωσα τις πτυχιακές μου σπουδές με μια πιο ενδελεχή μελέτη της ιστορίας των επιστημών.
Το πεδίο αυτό το έβρισκα πνευματικά συναρπαστικό, με φιλοσοφικές προκλήσεις και με ένα διορθωτικό πνεύμα απέναντι στην απο-ανθρωπιστική αντιμετώπιση της επιστήμης, που ήταν κανόνας εκείνη την εποχή (αν όχι και σήμερα).
Από την εμπειρία μου, ένα από τα πιο απογοητευτικά χαρακτηριστικά της επιστημονικής εκπαίδευσης ήταν η ελάχιστη προσοχή που δινόταν στους βίους και τα “πιστεύω” των επιστημόνων ή στους λόγους για τους οποίους συγκεκριμένες θεωρίες αντικαθίσταντο από άλλες.
Διδασκόμασταν γεγονότα, θεωρίες, τεχνικές, αλλά συχνά χωρίς να τα θέτουμε σε ένα πλαίσιο.
Έτσι, ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής για την ευκαιρία που μου δόθηκε να γράψω τη διδακτορική μου διατριβή πάνω στην ιστορική εξέλιξη της οργανικής χημείας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.
Ως μεταπτυχιακός φοιτητής άρχισα επίσης να αντιλαμβάνομαι το πώς η γνώση για την ιστορία των επιστημών θα μπορούσε να διορθώσει δημοφιλείς αντιλήψεις γύρω από τις σχέσεις επιστημών και θρησκείας.
Η διόρθωση ιστορικών μύθων υπήρξε πάντοτε ένα θέμα για το οποίο ενδιαφερόμουν και εμφανίζεται σε μεγάλο μέρος της μετέπειτα δουλειάς μου
⚫ Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι ο κόσμος έχει μπει σε μια «μεταμοντέρνα» περίοδο. Θα μπορούσε αυτό να ισχύσει και για την ιστορία των επιστημών, δεδομένης της έκρηξης που βιώνουμε σε τεχνολογικό επίπεδο;
Δύσκολη ερώτηση, επειδή πολλά εξαρτώνται από το πώς ακριβώς καθορίζονται οι όροι αυτοί. Οι ίδιοι οι επιστήμονες έχουν ασκήσει έντιμη κριτική στον μεταμοντερνισμό, όπου αυτός ερμηνεύεται ως επίθεση στην αντικειμενικότητα της απόκτησης της γνώσης και των μεθόδων της.
Υπερασπιζόμενοι την προνομιακή θέση της επιστημονικής μεθοδολογίας, έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε τις επιτυχείς τεχνολογικές εφαρμογές της επιστημονικής γνώσης ως απόδειξη για την αξιοπιστία της και την ανεξαρτησία της από τα “πιστεύω” και τις πρακτικές συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδων.
Υπό αυτή την έννοια, η πρόσφατη έκρηξη της τεχνολογικής καινοτομίας, όπως π.χ. με το διαδίκτυο αφορά το να τονιστεί η δυσκολία που υπάρχει στην επίτευξη συναίνεσης στις πεποιθήσεις, που μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο δυνατή μόνο μέσω της ορθολογικής έρευνας.
Οι ιστορικοί έχουν την τάση να διάκεινται πιο θετικά προς την άποψη ότι η παραγωγή επιστημονικής γνώσης επιτυγχάνεται σε πολλούς διαφορετικούς χώρους, εμπεριέχοντας έτσι και την πολιτισμική τους ερμηνεία.
Δείτε για παράδειγμα το βιβλίο του Ντέιβιντ Λίβινγκστοουν, «Ξαναγνωρίζοντας την επιστήμη: Γεωγραφίες της επιστημονικής γνώσης» (“Putting Science in its Place: Geographies of Scientific Knowledge”, Chicago University Press).
⚫ Ως επιφανής μελετητής της σχέσης επιστήμης και θρησκείας, πώς θα την περιγράφατε σήμερα; Εχουν έρθει αυτά τα δύο πιο κοντά ή έχουν απομακρυνθεί;
Η μέχρι τώρα άποψη που έχω διαμορφώσει είναι ότι δεν υπάρχει μία σχέση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας.
Είναι κάτι που προσεγγίζεται ποικιλοτρόπως, μέσα σε διαφορετικές κοινότητες και θρησκευτικές παραδόσεις. Για παράδειγμα, οι λεγόμενοι «νέοι αθεϊστές» βλέπουν τη σχέση αυτή ως σύγκρουση, όπου η επιστήμη θριαμβεύει πάνω στη θρησκεία και διευκολύνει τη διαδικασία εκκοσμίκευσης.
Παράλληλα, υπάρχουν και πολλές φονταμενταλιστικές θρησκευτικές ομάδες που μοιράζονται μεν αυτήν την πολεμική, δαιμονοποιώντας, όμως, και όχι δοξάζοντας τον Δαρβίνο.
Δυστυχώς οι εξτρεμιστικές απόψεις εκτρέφονται η μία από την άλλη, παράγοντας τάσεις που οδηγούν σε μεγαλύτερη αλλοτρίωση.
Ασφαλώς, υπάρχουν και πολλοί επιστήμονες και διανοητές των θρησκειών που απορρίπτουν αυτές τις απλοϊκές εξτρεμιστικές απόψεις.
Ο εξελικτικός βιολόγος του Χάρβαρντ, Στέφεν Γκουλντ, αμφισβήτησε τον κότινο του Ρίτσαρντ Ντόκινς, προτείνοντας στο βιβλίο του «Rocks of Ages» ότι η επιστημονική και η θρησκευτική αυθεντία θα πρέπει να θεωρούνται συμπληρωματικές και όχι αλληλοαποκλειόμενες.
Προσωπικά πιστεύω πως ο ρόλος της επιστήμης στην ενίσχυση της εκκοσμίκευσης έχει υπερεκτιμηθεί.
Από την άλλη, μια περιοχή όπου η επιστήμη και η θρησκεία έχουν έρθει «πιο κοντά» είναι σε μελέτες που προσπαθούν να εξηγήσουν επιστημονικά γιατί οι άνθρωποι έχουν θρησκευτικότητα ή ποιες είναι οι πηγές της θρησκευτικής πίστης και λατρείας.
Αλλά απότοκο αυτών των μελετών θα μπορούσε να θεωρηθεί η αμφισβήτηση της εγκυρότητας των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ακόμα κι αν δεν ήταν αυτός ο στόχος.
Οπως έγραψε και ο ιστορικός Πίτερ Μπουρκ, “οι επιστήμονες ήταν (και υπήρξαν πάντα) καταστροφικοί, παρά τη θέλησή τους”.
⚫ Τελικά σήμερα, με όλη αυτή τη συσσώρευση επιστημονικής γνώσης, χρειάζεται πραγματικά η επιστήμη τη θρησκεία;
Η επιστήμη δεν χρειάζεται τη θρησκεία για την πρακτική εφαρμογή της τεχνικής έρευνας. Ούτε χρειάζεται τη θρησκεία όταν δίνει άμεσες φυσιοκρατικές επεξηγήσεις για φυσικά φαινόμενα.
Αλλά όταν ο Στέφεν Γκουλντ μίλησε για αλληλοσυμπληρούμενα «magisteria», δηλαδή πεδία αυθεντίας, αναγνώρισε ότι υπάρχουν ευρύτερα θέματα που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν όταν κανείς αναλογίζεται τις επιστημονικές πρακτικές.
Για παράδειγμα, πώς θα καθορίζονται οι προτεραιότητες στην έρευνα όταν η χρηματοδότηση είναι περιορισμένη;
Μήπως κάποιες επιστημονικές πρακτικές είναι ηθικά απεχθείς, όπως τα πειράματα σε ζώα;
Ηθικά ζητήματα που ανακύπτουν συχνά στο ιατρικό πλαίσιο, για παράδειγμα.
Σε έναν κόσμο όπου η βελτίωση του ανθρώπου αποτελεί δεδομένο στόχο, τι γίνεται με την ανθρώπινη ταυτότητα;
Και τι γίνεται πάλι με την ανθρώπινη ταυτότητα σε έναν κόσμο που ολοένα και περισσότερο επιβλέπεται από ρομπότ;
Αυτά τα ερωτήματα, που συχνά εμπλέκουν ηθικές αρχές στην προσπάθεια επίλυσής τους, προσελκύουν θρησκευτικές απαντήσεις.
Οι υπέρμαχοι της κοσμικής ηθικής δικαίως καταδεικνύουν ότι η θρησκεία δεν είναι απαραίτητη για τη συνάρθρωση ηθικών αρχών.
Ωστόσο, οι ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορούν να ενισχύσουν την αφοσίωση σε συγκεκριμένες ηθικές αρχές και κατ’ αυτόν τον τρόπο να επηρεάσουν την εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης.
⚫ Τι θα μπορούσαν μικρότερες κοινωνίες, όπως αυτή της Ελλάδας, για παράδειγμα, να προσφέρουν στον διάλογο επιστήμης-θρησκείας, που θα μπορούσε να ωφελήσει τη συζήτηση σε μεγαλύτερη κλίμακα;
Ενα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά των ιστορικών σχέσεων επιστήμης-θρησκείας είναι ο τρόπος με τον οποίο οι θρησκευτικές πεποιθήσεις έχουν προσφέρει τις πηγές για την αιτιολόγηση της επιστημονικής δράσης.
Αυτό υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντικό ήδη από τον 17ο αιώνα, πριν αρχίσει η επιστήμη να δικαιώνεται από την επιτυχία των τεχνολογικών της εφαρμογών.
Στους φυσικούς φιλοσόφους του τότε, βρίσκουμε πολλά επιχειρήματα για τις θρησκευτικές καταβολές της πειραματικής έρευνας.
Στην Αγγλία, ο Φράνσις Μπέικον παρουσίασε την πειραματική μεθοδολογία του ως άσκηση χριστιανικής ταπείνωσης.
Στην Ιταλία, ο Γαλιλαίος υποστήριξε ότι η επιστημονική γνώση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόσβαση σε βαθύτερα νοήματα της Αγίας Γραφής.
Στη Γαλλία, ο Ντεκάρντ (Καρτέσιος) υποστήριξε ότι ένας αξιόπιστος Θεός παρείχε την υπέρτατη εγγύηση αξιοπιστίας της επιστημονικής γνώσης.
Και πάλι στην Αγγλία, ο Μπόιλ πίστευε ότι έπρεπε να ενθαρρυνθεί η επιστημονική ενασχόληση διότι οδηγούσε σε πειστικές αποδείξεις για τη θεϊκή δύναμη, σοφία και δημιουργικότητα στη φύση, πεποίθηση που αναπαρήγαγε ο Νεύτων, ο οποίος έβλεπε στη σταθερή τροχιά των πλανητών την απόδειξη για την ύπαρξη ενός θείου μαθηματικού.
Αναφέρω αυτά τα παραδείγματα για να δείξω ότι σε κοινωνίες όπως η ελληνική, όπου έχει επικρατήσει μια συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση (Ορθοδοξία), θα ήταν χρήσιμο να ταυτοποιηθούν στοιχεία της παράδοσης αυτής που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αιτιολόγηση της σημασίας της επιστημονικής έρευνας.
Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι θρησκευτικοί θεσμοί έχουν, κατά καιρούς, αντισταθεί ή έχουν δώσει χαμηλή προτεραιότητα στην επιστημονική καινοτομία.
Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζουμε περισσότερα για τις ιδιαιτερότητες του ορθόδοξου χριστιανισμού καθώς και για την προσαρμοστικότητά του ή μη στην αναζήτηση της κοσμικής γνώσης για τη φύση.
Με ιδιαίτερη χαρά έχω πληροφορηθεί ότι εσείς, κύριε Νικολαΐδη, και η ομάδα σας στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών εργάζεστε πάνω στο θέμα αυτό, αποβλέποντας σε μια συγκριτική μελέτη γύρω από το πώς η επιστήμη έχει αποτιμηθεί σε όλες τις ορθόδοξες χώρες.
Αν, όμως, το ερώτημα αφορά την αλλαγή δημοφιλών στάσεων απέναντι στην επίδραση της επιστήμης πάνω στη θρησκεία, θεωρώ πως στην εποχή του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων, οι δημοφιλείς τάσεις της κοινής γνώμης βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο των εθνικών πολιτικών.

 Ο Τζον Μπρουκ θα δώσει την ετήσια διάλεξη προς τιμήν του Κ.Θ. Δημαρά στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (λεωφ. Βασιλέως Κωνσταντίνου 48, 210 7273700), την Τρίτη, 8 Νοεμβρίου, στις 19.00, με θέμα «Ο δαρβινισμός και η επιβίωση της θρησκείας». Είσοδος ελεύθερη.

Ποιος είναι

Ο Τζον Μπρουκ (72) είναι Αγγλος, επιφανής ιστορικός της επιστήμης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ και ομότιμος καθηγητής της έδρας Idreos του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Ειδικεύεται στη σχέση επιστήμης και θρησκείας και την ιστορική εξέλιξή της.
Στα βιβλία του απορρίπτει το επιχείρημα πως η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης συνεπάγεται την κατατρόπωση των θρησκευτικών αντιλήψεων.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα του: «Ο Γαλιλαίος στη φυλακή» (συλλογικό έργο, εκδ. Λογείον, 2011) και «Επιστήμη και Θρησκεία» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2008).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο ουλτρακαπιταλισμός που κυριαρχεί από τις αρχές της χιλιετίας και οι τρομακτικές αλλαγές που έχει επιφέρει στις κοινωνίες της εποχής μας

  Δύση, δημοκρατία, αντισυστημισμός – και το νέο κοινωνικό ζήτημα Παναγής Παναγιωτόπουλος booksjournal.gr   Πέμπτη, 07 Νοεμβρίου 2024  ...