Τρίτη, Νοεμβρίου 04, 2014

Μάστορες του τρόμου: Jerome Bixby








SFFaudio Online Audio
It's A Good Life by Jerome Bixby
It's A Good Life by Jerome Bixby - illustration by Quinn
It's A Good Life by Jerome Bixby - illustration by Quinn


  Το It’s A Good Life είναι  ένα  διήγημα του Jerome Bixby, που έγραψε το 1953. Σε μια μικρή πόλη του Οχάιο όλοι αγαπούν αλλά και  φοβούνται τον λιλιπούτειο  τρίχρονο Anthony Fremont. Ο Anthony δεν είναι διαβολικό πλάσμα, αλλά διαθλετει μια απίστευτη διανοητική δύναμη και και κάνει υπερφυσικά  πράγματα, που  αναστατώνουν σε δραματικό βαθμό τη ζωή των ανθρώπων της μικρής κοινότητας  , στην πλειοψηφία τους αγροτών .
Η  ιστορία αυτή υπήρξε διαχρονικά δημοφιλής στις ΗΠΑ και έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση  και το ραδιόφωνο (The Twilight Zone), ενώ έγινε παγκόσμια επιτυχία πρόσφατα στον κινηματογράφο.

 

  ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

[PDF]It's A Good Life

*****************************

 Jerome Bixby Picture
Ζερόουμ Μπίξμπι
Η ζωή είναι ωραία

Μετάφραση:Βασίλης Μηλίτσης


Η θεία Έιμι ήταν έξω στην μπροστινή βεραντούλα, καθισμένη στην ψηλόπλατη κουνιστή πολυθρόνα, λικνιζόμενη μπρος πίσω και κάνοντας αέρα με τη βεντάλια της όταν ο Μπιλ Σόουμς ήρθε με το ποδήλατό του και σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Με τον ιδρώτα να τρέχει κάτω από τον απογευματινό «ήλιο», ο Μπιλ σήκωσε το κουτί με τα τρόφιμα από το καλάθι πάνω από τον μπροστινό τροχό του ποδηλάτου και ανέβηκε το μπροστινό δρομάκι.

Ο μικρός Άντονι ήταν καθισμένος στο γρασίδι κι έπαιζε μ’ έναν αρουραίο. Είχε πιάσει τον αρουραίο κάτω στο υπόγειο – τον είχε κάνει να νομίσει ότι μύρισε τυρί, ένα τυρί με την πιο πλούσια μυρωδιά, εύθραυστο και νοστιμότατο που είχε ποτέ αρουραίος νομίσει ότι μύρισε, κι έτσι ο αρουραίος αναγκάστηκε να βγει από την τρύπα του. Τώρα ο Άντονι τον εξουσίαζε με το μυαλό του και τον έβαζε να κάνει  διάφορα τεχνάσματα.

Όταν ο αρουραίος είδε τον Μπιλ να έρχεται, προσπάθησε να ξεφύγει τρέχοντας, αλλά ο Άντονι έστρεψε την σκέψη του κακόβουλα εναντίον του κάνοντάς τον να κάνει τούμπες στο γρασίδι μέχρι που έμεινε ακίνητος τρέμοντας, με τα μάτια του να γυαλίζουν με τρόμο.

Ο Μπιλ Σόουμς πέρασε βιαστικά δίπλα από τον Άντονι και έφτασε τα μπροστινά σκαλοπάτια μουρμουρίζοντας. Πάντα μουρμούριζε κάτι όταν ερχόταν στο σπίτι των Φρίμοντ ή περνούσε δίπλα του ή ακόμη όταν τύχαινε να το σκεφτεί. Κι όλοι το ίδιο έκαναν. Σκέφτονταν ανόητα πράγματα, πράγματα που δεν είχαν καμιά έννοια, όπως δυο κάνουν τέσσερα και το διπλάσιο μας κάνει οχτώ και άλλα τέτοια. Πάσχιζαν να μπλοκάρουν τη σκέψη τους και να την πελαγοδρομούν εδώ κι εκεί για να μην μπορεί ο Άντονι να τη διαβάσει. Και το μουρμουρητό βοηθούσε. Διότι εάν ο Άντονι διάβαζε κάτι δυνατό από τις σκέψεις σου, θα μπορούσε ο Άντονι να δεήσει να κάνει κάτι γι’ αυτό – όπως να γιατρέψει τους άσχημους πονοκεφάλους της γυναίκας σου ή τις μαγουλάδες του παιδιού σου ή να κάνει τη γέρικη αγελάδα σου να ξανακατεβάσει γάλα ή να επιδιορθώσει το αποχωρητήριο. Κι ενώ ο Άντονι μπορεί να μην είχε πράγματι στο μυαλό του την πρόθεση για κάτι κακό, δεν μπορούσες όμως να περιμένεις ότι είχε τη γνώση του τι ήταν το σωστό να κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις.

Και τούτο αν σε συμπαθούσε. Ενδέχεται να προσπαθούσε να σε βοηθήσει μ’ αυτό τον τρόπο. Εάν δε σε συμπαθούσε … ε τότε, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα.

Ο Μπιλ Σόουμς απίθωσε το κουτί με τα τρόφιμα στα κάγκελα της βεράντας και σταμάτησε το μουρμουρητό μόλις για να πει, «αυτά είναι όσα ήθελες, δεσποινίς Έιμι;» «Ναι, ωραία, Γουίλιαμ», είπε η Έιμι Φρίμοντ  αδιάφορα. «Πω, πω, κι αν δεν κάνει ζέστη σήμερα!»

Ο Μπιλ Σόουμς παραλίγο να πέσει ξερός από την τρομάρα του. Την κοίταξε ικετευτικά. Κουνώντας το κεφάλι του σ’ ένα βίαιο όχι,  διέκοψε κατόπιν το μουρμουρητό, αν και ήταν φανερό πως δεν το ήθελε και είπε: «Ο, μην το λέτε, δεσποινίς Έιμι … ο καιρός είναι θαυμάσιος, απλά θαυμάσιος. Μια πάρα πολύ καλή μέρα!»

Η Έιμι Φρίμοντ σηκώθηκε από την κουνιστή πολυθρόνα και διέσχισε τη βεράντα. Ήταν μια ψηλή, λεπτή γυναίκα μ’ ένα κενό χαμόγελο στα μάτια της. Πριν από ένα χρόνο ο Άντονι της είχε θυμώσει επειδή του είχε πει πως δεν έπρεπε να μεταμορφώσει τη γάτα σε χαλάκι και, αν και πάντοτε της ήταν υπάκουος περισσότερο από κάθε άλλον, πράγμα σχεδόν αδύνατο, τη φορά αυτή της επιτέθηκε. Με το νου του. Και τούτο υπήρξε το τέλος των λαμπερών ματιών της Έιμι Φρίμοντ καθώς και το τέλος της ίδιας Έιμι Φρίμοντ όπως την είχαν όλοι γνωρίσει μέχρι τότε. Και τότε κυκλοφόρησε σ’ όλη την Πίξβιλ (πληθυσμός: 46) ότι ακόμη και τα μέλη της οικογένειας του Άντονι δεν ήταν ασφαλή. Μετά απ’ αυτό, όλοι ήταν διπλά προσεκτικοί από πριν.

Κάποια μέρα ο Άντονι μπορεί να αποκαταστήσει αυτό που έκανε στη θεία Έιμι. Η μαμά κι ο μπαμπάς του Άντονι το ήλπιζαν. Όταν μεγάλωνε, ίσως να το μετάνιωνε, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό δηλαδή. Επειδή η θεία Έιμι είχε αλλάξει πολύ, και εξάλλου τώρα, ο Άντονι δεν υπάκουε κανέναν.

«Ηρέμησε, Γουίλιαμ», είπε η θεία Έιμι, «δεν είναι ανάγκη να μουρμουρίζεις έτσι. Ο Άντονι δε θα σου έκανε ποτέ κακό. Θεέ μου, ο Άντονι σε συμπαθεί!» Ύψωσε τη φωνή της και κάλεσε τον Άντονι, ο οποίος είχε βαρεθεί με το ποντίκι και τώρα το ανάγκασε να τρώει τον εαυτό του. «Δεν είναι έτσι, καλέ μου; Δε συμπαθείς τον κύριο Σόουμς;»
Ο Άντονι κοίταξε από το γρασίδι τον μπακάλη, μ’ ένα φωτεινό, υγρό και πορφυρό βλέμμα. Δεν είπε τίποτε. Ο Μπιλ Σόουμς προσπάθησε να του χαμογελάσει. Μετά από ένα δευτερόλεπτο ο Άντονι έστρεψε ξανά την προσοχή του στον αρουραίο. Είχε κιόλας καταβροχθίσει την ουρά του, η τουλάχιστον την είχε κόψει όλη μασουλίζοντας – καθώς ο Άντονι τον είχε κάνει να τη δαγκώσει γρηγορότερα απ’ ό, τι μπορούσε να την καταπιεί, και μικρά ροζ και κόκκινα τριχωτά κομματάκια ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί στο πράσινο γρασίδι. Τώρα ο αρουραίος πάσχιζε να φτάσει τα οπίσθιά του. Μουρμουρίζοντας σιωπηλά και σκεπτόμενος τίποτε το συγκεκριμένο όσο πιο πολύ μπορούσε, ο Μπιλ Σόουμς κατέβηκε το δρομάκι με μουδιασμένα πόδια, ανέβηκε στο ποδήλατό του και  έφυγε γυρνώντας γρήγορα τα πεντάλ.

«Θα σε δούμε το βράδυ, Γουίλιαμ», φώναξε η θεία Έιμι ξοπίσω του.

Καθώς ο Μπιλ Σόουμς ανεβοκατέβαινε τα πόδια του στα πεντάλ, ευχόταν βαθιά μέσα του να μπορούσε να τα ανεβοκατεβάσει δυο φορές γρηγορότερα και ν’ απομακρυνθεί πιο γρήγορα από τη θεία Έιμι, η οποία μερικές φορές απλά ξεχνούσε πόσο προσεχτικός πρέπει κάποιος να είναι. Και ο Μπιλ δεν έπρεπε δεν έπρεπε να σκεφτεί έτσι. Διότι ο Μπιλ το έπιασε. Ένιωσε την επιθυμία του Μπιλ να απομακρυνθεί από το σπίτι των Φρίμοντ σαν κάτι κακό, το πορφυρό του βλέμμα τρεμόπαιξε και έριξε επιθετικά μια μικρή, βλοσυρή σκέψη στον Μπιλ Σόουμς – απλά μια μικρή, γιατί σήμερα ήταν σε καλή διάθεση, και εξάλλου, συμπαθούσε τον Μπιλ Σόουμς, ή δεν τον αντιπαθούσε, τουλάχιστον σήμερα. Ο Μπιλ Σόουμς ήθελε να απομακρυνθεί γρήγορα – έτσι, κάπως θιγμένος, ο Άντονι τον βοήθησε. Γυρνώντας τα πεντάλ με υπεράνθρωπη ταχύτητα – ή μάλλον έτσι φαινόταν, διότι στην πραγματικότητα το ποδήλατο τον πήγαινε – ο Μπιλ Σόουμς εξαφανίστηκε στον κατήφορο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης ενώ το αδύναμο και τρομαγμένο σκούξιμο του παρασυρόταν από τον αέρα μέσα στη ζέστη της μέρας.

Ο Άντονι έστρεψε την προσοχή του στο αρουραίο. Είχε καταφάει την κοιλιά του και από τον πόνο ψόφησε. Ο Άντονι τον φαντάστηκε μέσα σ’ έναν βαθύ τάφο στο χωράφι με το καλαμπόκι – ο πατέρας του είχε πει κάποτε χαμογελώντας πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο με τα πλάσματα που σκότωνε – και έκανε το γύρο του σπιτιού ρίχνοντας την απόκοσμη σκιά του στο ζεστό, μπρούντζινο φως που έπεφτε από πάνω.

Στην κουζίνα η θεία Έιμι ξεπακετάριζε τα τρόφιμα. Έβαλε τα γυάλινα βάζα με το περιεχόμενό τους στα ράφια, το κρέας και το γάλα στην παγωνιέρα, και τη ζάχαρη από τεύτλα μαζί με το χοντροαλεσμένο αλεύρι στα μεγάλα τενεκεδένια δοχεία κάτω από το νεροχύτη. Κατόπιν άφησε τον χαρτονένιο κουτί στη γωνιά για να το πάρει πίσω ο κύριος Σόουμς την επόμενη φορά που θα ερχόταν. Ήταν ένα κουτί γεμάτο λεκέδες και καταταλαιπωρημένο, σχισμένο και ξεφτισμένο από την πολλή χρήση, αλλά ήταν ένα από τα λίγα που είχαν απομείνει στην Πίξβιλ. Με ξεθωριασμένα κόκκινα γράμματα έφερε την επιγραφή Σούπα Κάμπελ. Η τελευταία κονσέρβα σούπας είχε προ πολλού καταναλωθεί, εκτός από ένα συλλογικό απόθεμα μέσα στο οποίο οι χωρικοί έβαζαν βουτήματα σε ειδικές περιπτώσεις – αλλά το κουτί συνέχιζε να επιβιώνει, σαν ένα φέρετρο, και όταν το ίδιο και τα υπόλοιπα κουτιά θα έπαυαν να υπάρχουν, οι άντρες θα έπρεπε να φτιάξουν μερικά από ξύλο.

Η θεία Έιμι βγήκε και πήγε στο πίσω μέρος, όπου η μητέρα του Άντονι – αδερφής της θείας Έιμι – καθόταν στη σκιά του σπιτιού και ξεφλούδιζε μπιζέλια. Τα μπιζέλια, κάθε φορά που η μαμά του πίεζε το δάχτυλό της στο τσόφλι, ακουγόταν ο ήχος πλοπ-πλοπ-πλοπ μέσα στο τενεκεδένιο σκεύος πάνω στα γόνατά της.

«Ο Γουίλιαμ έφερε τα τρόφιμα μπακαλικής», είπε η θεία Έιμι. Κάθισε κουρασμένα στην καρέκλα με την ίσια πλάτη δίπλα στη μαμά και άρχισε να κάνει αέρα με τη βεντάλια της. Δεν ήταν στ’ αλήθεια ηλικιωμένη, αλλά από τότε που την επιτέθηκε νοερά ο Άντονι, κάτι πήγε στραβά τόσο με το σώμα της όσο και με το μυαλό της, και ήταν κουρασμένη όλη την ώρα.

«Ο, ωραία», είπε η μαμά. Πλοπ-πλοπ έπεφταν τα παχιά μπιζέλια μέσα στο τενεκεδένιο σκεύος. Όλοι στην Πίξβιλ έλεγαν ολοένα «Ο, ωραία» ή «Καλά», ή «Για δες, όλα υπέροχα», όταν γινόταν ή αναφερόταν οτιδήποτε – ακόμη και δυσάρεστα πράγματα όπως δυστυχήματα ή θάνατοι. Πάντα έλεγαν «Καλά», διότι εάν δεν προσπαθούσαν να κρύψουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, ο Άντονι πιθανόν να κρυφάκουγε με το μυαλό του τις σκέψεις τους και τότε κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τι μπορούσε να συμβεί. Όπως τότε που ο άντρας της κυρίας Κεντ, ο Σαμ,  είχε σηκωθεί από το μνήμα του επειδή ο Άντονι συμπαθούσε την κυρία Κεντ και είχε ακούσει τους θρήνους της. Πλοπ-πλοπ.

«Απόψε είναι βραδιά τηλεόρασης», είπε η θεία Έιμι. «Χαίρομαι που την περιμένω πώς και πώς κάθε βδομάδα. Αναρωτιέμαι τι θα δούμε απόψε».

«Έφερε ο Μπιλ το κρέας;» ρώτησε η μαμά.

«Ναι», η θεία Έιμι ανέμισε τη βεντάλια της στο πρόσωπό της ανασηκώνοντας το βλέμμα της προς την άχρωμη, μεταλλική εκτυφλωτική λάμψη του ουρανού. «Θεέ μου, κάνει τόση ζέστη. Θα ήθελα ο Άντονι να κάνει να δροσίσει λιγουλάκι …»

«Έιμι!»

«Ο!» ο οξύς τόνος της μαμάς άγγιξε τη θεία όπου η αγωνιώδης έκφραση του Μπιλ Σόουμς είχε αποτύχει. Η θεία Έιμι έβαλε το λεπτό της χέρι στο στόμα με μεγαλοποιημένη ανησυχία. «Ο … Συγγνώμη, καλή μου». Τα ξέθωρα γαλάζια μάτια της στριφογύρισαν πέρα δώθε για να δει αν ο Άντονι ήταν εν όψει. Όχι πως θα είχε καμιά σημασία εάν ήταν ή δεν ήταν – δε χρειαζόταν να είναι κοντά σου για να ξέρει τι σκεφτόσουν. Συνήθως όμως, εκτός κι αν η προσοχή του ήταν στραμμένη σε κάποιον, συνήθως ήταν απορροφημένος σε δικές του σκέψεις. Αλλά κάποια πράγματα τραβούσαν την προσοχή του – ποτέ δεν ήξερες ακριβώς τι.

«Ο καιρός είναι απλά θαυμάσιος», είπε η μαμά.

Πλοπ-πλοπ

«Μα βέβαια», είπε η θεία Έιμι. «Είναι μια θαυμάσια μέρα. Δε θα την άλλαζα κι ας μου χάριζαν τον κόσμο όλο».

Πλοπ-πλοπ, πλοπ-πλοπ.

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε η μαμά. Η θεία Έιμι καθόταν σε σημείο που μπορούσε μέσα από το παράθυρο της κουζίνας να δει το ξυπνητήρι στο ράφι πάνω από τη μασίνα. «Τέσσερις και τριάντα», είπε.

Πλοπ-πλοπ.

«Θέλω απόψε να είναι μια ξεχωριστή βραδιά» είπε η μαμά. «Έφερε άραγε ο Μπιλ ένα καλό άπαχο κομμάτι για το ρόστο;» «Καλό και άπαχο, καλή μου. Έσφαξαν μόλις σήμερα, ξέρεις, και μας έστειλαν το καλύτερο κομμάτι».

«Ο Νταν Χόλισ θα εκπλαγεί όταν μάθει πως η αποψινή βραδιά τηλεόρασης θα είναι και το πάρτι για τα γενέθλιά του!»

«Α, νομίζω πως στ’ αλήθεια θα εκπλαγεί. Είσαι σίγουρη πως δεν του το είπε κανείς;»

«Όλοι ορκίστηκαν να μην του το πουν».

«Θα είναι πράγματι ωραίο», είπε η θεία Έιμι κουνώντας το κεφάλι της και κοιτάζοντας στην άλλη άκρη του χωραφιού. «Ένα πάρτι γενεθλίων».

«Λοιπόν …» η μαμά ακούμπησε το σκεύος με τα μπιζέλια δίπλα στα πόδια της, σηκώθηκε και σκούπισε με τις παλάμες της την ποδιά. «Καλά θα κάνω να καταπιαστώ με το ρόστο. Μετά μπορούμε να στρώσουμε το τραπέζι», είπε και σήκωσε τα μπιζέλια.

Ο Άντονι ήρθε από τη γωνία του σπιτιού. Δεν κοίταξε προς το μέρος τους, αλλά συνέχισε την πορεία του μέσα από τον καλοπροσεγμένο κήπο – όλοι οι κήποι της Πίξβιλ ήταν καλοπροσεγμένοι, πολύ προσεχτικά επιμελημένοι – και προσπέρασε το άχρηστο κουφάρι που κάποτε ήταν το οικογενειακό αυτοκίνητο των Φρίμοντ και τώρα σκούριαζε, δρασκέλισε επιδέξια το φράχτη και βγήκε στο χωράφι του καλαμποκιού.

«Μα δεν είναι μια υπέροχη μέρα!» είπε η μαμά, λίγο φωναχτά, καθώς με τη θεία κατευθύνθηκαν προς την πίσω πόρτα. Η θεία Έιμε έκανε αέρα με τη βεντάλια της. «Όμορφη μέρα, καλή μου. απλά θαυμάσια μέρα!»

Έξω στο χωράφι ο Άντονι βάδιζε μεταξύ των ψηλών σειρών των πράσινων καλαμποκιών που θρόιζαν στο αεράκι. Του άρεσε να μυρίζει το καλαμπόκι. Το ζωντανό καλαμπόκι πάνω από το κεφάλι του και το παλιό σαπισμένο καλαμπόκι κάτω από τα πόδια του. Πλούσιο χώμα του Οχάιο, γεμάτο αγριόχορτα και σκούρο, με τα ξερά και σαπισμένα στάχυα καλαμποκιού να πιέζονται σε κάθε του βήμα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του – έχε κάνει να βρέξει την περασμένη νύχτα έτσι που να μυρίζει ωραία και να αισθάνεται απαλό το χώμα σήμερα. Πήγε ακριβώς στην άκρη του χωραφιού κι εκεί όπου ένα αλσύλιο από σκιερά πράσινα δέντρα κάλυπταν το δροσερό, υγρό και σκούρο έδαφος, μια φυλλωτή χαμηλή βλάστηση,  σκόρπιες καλυμμένες με μούσκλια πέτρες, καθώς και μια μικρή πηγή που ανέβλυζε σχηματίζοντας μια διαυγή και καθαρή λιμνούλα. Εδώ του Άντονι του άρεσε να ξεκουράζεται και να παρακολουθεί τα πουλιά, τα έντομα και τα ζωάκια που έτρεχαν με σούσουρο και χοροπηδούσαν ή τιτίβιζαν ολόγυρα. Του άρεσε να ξαπλώνει στο δροσερό έδαφος και να κοιτάζει προς τα πάνω μέσα από την πρασινάδα και να βλέπει τα έντομα να πετούν πέρα δώθε στις απαλές, αχνές αχτίδες που έπεφταν πλαγιαστά, φωτεινές μπάρες μεταξύ του εδάφους και των κορυφών των δέντρων. Κατά κάποιο τρόπο του άρεσαν οι σκέψεις των μικρών πλασμάτων στο μέρος αυτό περισσότερο από τις άλλες σκέψεις απ’ έξω. Και μολονότι οι σκέψεις που έπιανε δεν ήταν πολύ δυνατές ή πολύ σαφείς, μπορούσε να βγάλει αρκετά πράγματα απ’ αυτές για να καταλάβει τι ήθελαν αυτά τα πλασματάκια ή τι τους άρεσε, και γι’ αυτό αφιέρωνε πολύ χρόνο στο να διαμορφώνει το αλσύλλιο με τον τρόπο που αυτά ήθελαν.

Η πηγή δεν ήταν εκεί πάντα, αλλά κάποια φορά είχε αντιληφθεί πως κάποιο μυαλό ενός μικρού τριχωτού πλάσματος είχε νιώσει δίψα, κι έτσι είχε κάνει το υπόγειο νερό ν’ αναβλύσει στην επιφάνεια σαν ένα διαυγές κρύο ρυάκι και με μάτια να ανοιγοκλείνουν ο Άντονι, αισθανόμενος την ευχαρίστηση του μικρού πλάσματος, το παρακολουθούσε καθώς αυτό έπινε. Αργότερα κατασκεύασε τη λιμνούλα όταν του ήρθε μια μικρή παρόρμηση να κολυμπήσει. Είχε φτιάξει βραχάκια και δέντρα και κρυψώνες και σπηλιές, με φως του ήλιου εδώ και σκιές εκεί, γιατί είχε αισθανθεί σ’ όλα τα μικροσκοπικά μυαλουδάκια γύρω του την επιθυμία – ή την ενστικτώδη τους ανάγκη – για ένα μέρος ξεκούρασης, κι ένα μέρος ζευγαρώματος, κι ένα μέρος παιχνιδιού, κι ένα μέρος κατοικίας.

Και κατά κάποιο τρόπο τα πλάσματα από όλα τα χωράφια και βοσκοτόπια γύρω από το αλσύλλιο φαίνονταν να ξέρουν ότι αυτό ήταν ένα καλό μέρος, διότι έρχονταν όλο και περισσότερα κάθε φορά που ο Άντονι ερχόταν εδώ κι έβλεπε πιο πολλά πλάσματα από ό, τι την τελευταία φορά, κι ένιωθε περισσότερες επιθυμίες τους και ανάγκες τις οποίες έπρεπε να φροντίσει. Κάθε φορά που θα υπήρχε κάποιο πλάσμα που δεν είχε συναντήσει πριν, αυτός διάβαζε τη σκέψη του, έβλεπε τι ήθελε και κατόπιν του το έδινε. Του άρεσε να τα βοηθάει. Του άρεσε ναι νιώθει την απλή τους ικανοποίηση. Σήμερα ξεκουραζόταν κάτω από μια χοντρή φτελιά και σηκώνοντας το πορφυρό του βλέμμα το προσήλωσε σ’ ένα κοκκινόμαυρο πουλί που μόλις είχε έρθει στο αλσύλλιο. Κελαηδούσε σ’ ένα κλαδί πάνω από το κεφάλι του και αναπηδούσε μπρος πίσω, κάνοντας τις μικρές του σκέψεις, και ο Άντονι έφτιαξε μια μεγάλη, μαλακή φωλιά γι’ αυτό, όπου αμέσως το πουλί πήδησε μέσα της.

Ένα μακρουλό, καφετί ζώο με στιλπνό τρίχωμα έπινε στη λιμνούλα. Ο Άντονι μετά ανακάλυψε τι σκεπτόταν. Το ζώο σκεπτόταν ένα άλλο μικρότερο ζωάκι που σερνόταν τρομαγμένο πάνω στο χώμα στην άλλη μεριά της λιμνούλας, πιάνοντας έντομα. Το μικρό ζώο δεν ήξερε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο. Το μακρουλό, καφετί ζώο σταμάτησε να πίνει και τέντωσε τα πόδια του να πηδήξει, και τότε ο Άντονι το φαντάστηκε μέσα σ’ έναν τάφο στο χωράφι. Δεν του άρεσαν τέτοιες σκέψεις. Του θύμιζαν τις σκέψεις έξω από το αλσύλλιο. Πριν από πολύν καιρό μερικοί άνθρωποι απ’ έξω είχαν σκεφτεί γι’ αυτόν με τον ίδιο τρόπο, και μια νύχτα είχαν κρυφτεί και τον περίμεναν να επιστρέψει από το αλσύλλιο – και τότε αυτός τους φαντάστηκε όλους τους κάτω από το χώμα μέσα στο χωράφι. Από τότε και μετά, οι άνθρωποι δεν είχαν σκεφτεί με παρόμοιο τρόπο, τουλάχιστον με σαφήνεια. Τώρα οι σκέψεις τους ήταν μπερδεμένες και συγκεχυμένες οπότε βρίσκονταν γύρω του ή κοντά του, γι’ αυτό και δεν έδινε μεγάλη σημασία. Μερικές φορές μάλιστα ήθελε να τους βοηθήσει – αλλά δεν ήταν τόσο απλό, ούτε και τον ικανοποιούσε και πολύ. Δε έκαναν ποτέ χαρούμενες σκέψεις όταν ήταν πρόθυμος να τους βοηθήσει – απλά το μυαλό τους ήταν ένας κυκεώνας. Γι’ αυτό περνούσε περισσότερο καιρό εδώ έξω. Παρακολούθησε όλα τα πουλιά και τα έντομα και τα τριχωτά ζώα για λίγο, κι έπαιξε μ’ ένα πουλί, κάνοντάς το να πετάξει ψηλά, έπειτα να βουτήξει προς τα κάτω και ν’ αρχίζει να πετάει σαν τρελό γύρω από τους κορμούς των δέντρων, όταν ένα άλλο πουλί τράβηξε προς στιγμή την προσοχή του κι έτσι προσέκρουσε δυνατά πάνω σ’ ένα βραχάκι. Θυμωμένος ο Άντονι φαντάστηκε το βραχάκι μέσα σ’ έναν τάφο στο χωράφι, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο για το πουλί. Όχι επειδή ήταν νεκρό, που ασφαλώς ήταν, αλλά επειδή είχε σπάσει τη φτερούγα του. Έτσι γύρισε σπίτι. Δεν του έκανε κέφι να διασχίσει το χωράφι, κι έτσι πήγε σπίτι, κατευθείαν κάτω στο υπόγειο.

Ήταν ωραία εκεί κάτω. Ωραία και σκοτεινά, με μια υγρασία και με μια ευωδία, διότι κάποτε η μαμά είχε κάνει γλυκά και κομπόστες σ’ ένα ράφι στον απέναντι τοίχο, αλλά ύστερα είχε σταματήσει να κατεβαίνει από τότε που ο Άντονι άρχισε να περνάει την ώρα του εκεί, και τα γλυκά είχαν χαλάσει, έσταξαν και τα υγρά κύλησαν στο χωματένιο πάτωμα. Του Άντονι όμως του άρεσε η μυρωδιά.

Έπιασε έναν άλλο αρουραίο, κάνοντάς τον να μυρίσει τυρί, κι αφού έπαιξε μαζί του, τον φαντάστηκε σ’ έναν τάφο ακριβώς δίπλα στο μακρουλό ζώο που σκότωσε στο αλσύλλιο. Η θεία Έιμι σιχαινόταν τους αρουραίους πιο πολύ απ’ όλα, γι’ αυτό ο Άντονι σκότωνε πολλούς αρουραίους, γιατί συμπαθούσε τη θεία Έιμι πιο πολύ απ’ όλους κι έκανε μερικές φορές πράγματα που η θεία Έιμι ήθελε. Το μυαλό της ήταν σαν τα μυαλά των τριχωτών πλασμάτων εκεί έξω στο αλσύλλιο. Δεν είχε σκεφτεί τίποτε το κακό για τον ίδιο εδώ και πολύν καιρό.

Μετά τον αρουραίο, έπαιξε με μια μεγάλη, μαύρη αράχνη που βρήκε στη γωνία κάτω από τη σκάλα, κάνοντάς την να τρέχει μπρος πίσω μέχρι που ο ιστός της κουνιόταν και λαμπύριζε στο φως που έμπαινε από το παράθυρο του υπογείου σαν μια ασημένια αντανάκλαση σε νερό. Κατόπιν έστελνε μύγες  στον ιστό μέχρι που η αράχνη πάσχιζε φρενιτωδώς να τις τυλίξει όλες. Της αράχνης της  άρεσαν οι μύγες, και οι σκέψεις της ήσαν ισχυρότερες από τις δικές τους, γι’ αυτό κι ο Άντονι ενεργούσε έτσι. Υπήρχε κάτι το κακό που της αράχνης άρεσαν οι μύγες – κι εξάλλου η θεία Έιμι σιχαινόταν και τις μύγες.

Άκουσε βήματα από πάνω – η μαμά περπατούσε εδώ κι εκεί στην κουζίνα. Μισόκλεισε τα μάτια του με το πορφυρό του βλέμμα και παραλίγο αποφάσισε να την κάνει να σταματήσει – αλλά προτίμησε να ανεβεί στη σοφίτα και αφού κοίταξε από το κυκλικό παράθυρο του μπροστινού άκρου της στέγης σε σχήμα Χ του δωματίου προς στην μπροστινή πρασιά, στον σκονισμένο δρόμο και στο γωνιακό σιταροχώραφο του Χέντερσον πιο πέρα, κουλουριάστηκε σε μια απίθανη στάση και μισοκοιμήθηκε. Σύντομα θα ερχόταν κόσμος για τη βραδιά τηλεόρασης, ένιωσε τη μαμά του να σκέφτεται. Μετά κοιμήθηκε πιο βαθιά. Του άρεσε η βραδιά της τηλεόρασης. Της θείας Έιμι πάντα άρεσε πολύ η βραδιά της τηλεόρασης, κι γι’ αυτό κάποτε είχε φανταστεί κάτι για χάρη της, και λίγα άλλα άτομα βρίσκονταν εκεί τότε, και η θεία Έιμι είχε απογοητευθεί όταν θέλησαν να φύγουν. Και γι’ αυτό τους είχε κάνει κάτι – έτσι που τώρα όλοι έρχονταν για την τηλεόραση. Του άρεσε να τραβάει όλη την προσοχή τους όταν έρχονταν. Ο πατέρας του Άντονι ήρθε σπίτι κατά τις έξη και μισή, κουρασμένος, βρόμικος και γεμάτος αίματα. Είχε πάει στο βοσκοτόπι του Νταν μαζί με άλλους να τον βοηθήσουν να διαλέξει την αγελάδα που θα έσφαζαν αυτόν το μήνα. Αφού τελείωσαν με τη σφαγή του ζώου, έκοψαν το κρέας, το αλάτισαν και το φύλαξαν στο παγοποιείο του Σόουμς. Δεν ήταν δουλειά που του άρεσε, αλλά κάθε άντρας έπρεπε να κάνει την προσωπική του εργασία με τη σειρά του. Χθες είχε πάει να βοηθήσει να θερίσουν το σιτάρι του Μακιντάιρ. Αύριο πάλι θα άρχιζαν το αλώνισμα. Όλες οι δουλειές στην Πίξβιλ έπρεπε να γίνονται χειρονακτικά.

Φίλησε τη γυναίκα του στο μάγουλο και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Χαμογέλασε και είπε: «Πού είναι ο Άντονι;»

«Κάπου εδώ γύρω», είπε η μαμά.

Η θεία Έιμι στεκόταν πάνω από τη μασίνα ανακατεύοντας το μεγάλο δοχείο με τα μπιζέλια. Η μαμά πήγε ξανά στο φούρνο, τον άνοιξε και λάδωσε το ρόστο. «Λοιπόν, ήταν μια καλή μέρα», είπε ο μπαμπάς. Έτσι από συνήθεια. Κατόπιν κοίταξε τη σαλατιέρα και την ψωμιέρα πάνω στο τραπέζι. Μύρισε το ζυμάρι. «Μμ!» είπε. «Θα μπορούσα να φάω ένα ολόκληρο καρβέλι μόνος μου. Πεινάω σαν λύκος».

«Δεν είπε κανείς τίποτε στον Νταν Χόλις ότι απόψε είναι το πάρτι των γενεθλίων του, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η γυναίκα του.

«Α μπα. Τηρήσαμε σιγήν ιχθύος».

«Του έχουμε ετοιμάσει μια ωραία έκπληξη!» «Α, τι;» «Να … ξέρεις πόσο αρέσει στον Νταν η μουσική. Λοιπόν, την εβδομάδα που μας πέρασε η Θέλμα Ντον βρήκε έναν δίσκο στη σοφίτα της!»

«Μη μου λες!»

«Μάλιστα! Και βάλαμε την Έθελ με πλάγιο τρόπο να ρωτήσει, ξέρεις, να βολιδοσκοπήσει – αν αυτός είχε έναν ίδιο. Και είπε πως δεν είχε. Δε θα είναι μια θαυμάσια έκπληξη;»

«Και βέβαια τώρα, σίγουρα. Για φαντάσου, έναν δίσκο! Βρήκε ένα πολύ ωραίο πράγμα! Τι δίσκος είναι;»

«Ο Πέρι Κόμο που τραγουδάει  Είσαι η Λιακάδα μου».

«Διάολε, πάντα μου άρεσε  αυτή η μελωδία». Μερικά ωμά καρότα βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Ο μπαμπάς διάλεξε ένα μικρό, το έτριψε στο στήθος του και το δάγκωσε. «Πώς έτυχε η Θέλμα και τον βρήκε;»

«Ο, ξέρεις, ψάχνοντας απλά μήπως βρει κάτι καινούριο».

«Μμ!» ο μπαμπάς μασούλισε το καρότο. «Δε μου λες; Ποιος έχει εκείνον τον πίνακα που βρήκαμε πριν λίγο καιρό; Μπορώ να πω πως μ’ άρεσε – εκείνο το παλιό ιστιοφόρο να ταξιδεύει στο …»

«Οι Σμιθ. Την επόμενη βδομάδα θα τον πάρουν οι Σίπιτς, και θα δώσουν στους Σμιθ το μουσικό κουτί των Μακιντάιρ κι εμείς θα δώσουμε στους Σίπιτς – » και συνέχισε ν’ απαριθμεί την απροσδιόριστη σειρά πραγμάτων που θα άλλαζαν χέρια μεταξύ των γυναικών στην εκκλησία την Κυριακή. Κούνησε το κεφάλι του. «Φαίνεται πως δε θα μπορέσουμε να έχουμε τον πίνακα για πολύ, φαντάζομαι. Κοίτα, γλυκιά μου, θα μπορούσες να πάρεις πίσω εκείνο το βιβλίο με τα αστυνομικά από τους Ράιλι. Ήμουν πολύ απασχολημένος όλη την εβδομάδα και δεν μπόρεσα να τελειώσω όλα τα διηγήματα –»

«Θα προσπαθήσω», είπε η γυναίκα του με κάποια αμφιβολία. «Έμαθα όμως πως οι Βαν Χούζεν έχουν ένα στερεοσκόπιο που βρήκαν στο κελάρι τους». Η φωνή της πήρε μια χροιά μομφής. «Το είχαν για δυο ολόκληρους μήνες πριν που σε κάποιον γι’ αυτό –»

«Για δες», είπε ο μπαμπάς με ενδιαφέρον. «Θα είναι πολύ ωραίο κι αυτό. Πολλές εικόνες;»

«Υποθέτω. Θα δω την Κυριακή. Θα ήθελα να το έχω, μόνο που είμαστε ακόμη υπόλογοι στους Βαν Χούζεν για το καναρίνι τους. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εκείνο το πουλί βρήκε το σπίτι μου να ψοφήσει … πρέπει να ήταν κιόλας άρρωστο όταν το πήραμε. Άντε τώρα να ικανοποιήσεις την Μπέτι Βαν Χούζεν – έφτασε στο σημείο να υπαινιχθεί πως θα ήθελε το πιάνο μας για λίγο!»

«Εσύ όμως, γλυκιά μου, προσπάθησε για το στερεοσκόπιο ή ό, τι άλλο θα μας αρέσει». Τελικά κατάπιε το καρότο που μασούλιζε. Ήταν κάπως φρέσκο και σκληρό. Οι ιδιοτροπίες του Άντονι έκαναν τον καιρό έτσι που κανείς δεν ήξερε τι σοδειές θα ευδοκιμούσαν, ή τη μορφή θα είχαν αν ευδοκιμούσαν. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να σπείρουν και να φυτέψουν πολλά, και πάντα αρκετά φύτρωναν από κάτι  οποιαδήποτε εποχή για να μπορέσουν να ζήσουν. Μόνο μια φορά είχε υπάρξει πλεόνασμα σιτηρών: τόνοι είχαν συρθεί στην εσχατιά της Πίξβιλ και ρίχθηκαν στο χάος ενός κενού μηδενικότητας. Αλλιώς κανείς δε θα μπορούσε να αναπνεύσει την μπόχα όταν τα σιτηρά θ’ άρχιζαν να σαπίζουν.

«Ξέρεις» συνέχισε ο μπαμπάς. «Είναι ωραίο να έχεις γύρω σου τα καινούρια πράγματα. Είναι ωραίο να σκέφτεσαι ότι είναι πιθανόν να υπάρχουν πολλά πράγματα, που δεν τα βρήκε ακόμη κανείς, στα κελάρια, στις σοφίτες, στους αχερώνες και γενικά πίσω από αντικείμενα. Βοηθούν κάπως, όσο μπορεί να βοηθήσει κάτι».

«Σ-ς!» η μαμά έριξε μια νευρική ματιά γύρω της.

«Ο», είπε ο μπαμπάς βιαστικά. «Μην ανησυχείς, όλα εντάξει! Τα καινούρια πράγματα είναι καλά! Είναι ωραίο να μπορείς να έχεις κάτι κοντά σου που δεν έχεις δει πριν και να ξέρεις πως κάτι που χαρίζεις σε κάποιον άλλον τον κάνει χαρούμενο … αυτό κι αν είναι στ’ αλήθεια καλό».

«Καλό», επανέλαβε η γυναίκα του.

«Πολύ σύντομα», είπε η θεία Έιμι, από τη μασίνα, «δε θα υπάρχουν άλλα καινούρια πράγματα. Θα έχουμε βρει ό, τι υπάρχει να βρεθεί. Θεέ μου, αυτό θα είναι πολύ άσχημο»

«Έιμι!»

«Μα –» τα ξέθωρα μάτια της πήραν μια ρηχή και σταθερή όψη, σημάδι περιοδικής έλλειψης εκφραστικότητας. «Θα ήταν κρίμα να μην έχουμε καινούρια πράγματα».

«Μη μιλάς έτσι», είπε η μαμά τρέμοντας. «Έιμι, πάψε!»

«Όλα ωραία», είπε ο μπαμπάς φωναχτά, θέλοντας να ακουστεί ο τόνος της φωνής του. «Αυτές οι κουβέντες είναι καλές. Όλα καλά, δεν τα βλέπεις, γλυκιά μου; είναι καλό που η Έιμι μιλάει με τον τρόπο που θέλει. Είναι καλό να αισθάνεται άσχημα. Όλα πάνε καλά. Όλα πρέπει να είναι καλά…»

Η μαμά του Άντονι χλόμιασε. Το ίδιο και η θεία Έιμι – ο κίνδυνος της στιγμής είχε ξαφνικά διαπεράσει τα σύννεφα του νου της. Μερικές φορές ήταν δύσκολο να εκφραστείς με λέξεις που να μην αποβούν ολέθριες. Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις. Υπήρχαν τόσα πράγματα που δεν ήταν φρόνιμο να λες ή ακόμη να σκέφτεσαι – αλλά η επίπληξη γιατί τα είπες ή τα σκέφτηκες θα μπορούσε εξίσου να αποβεί κι αυτή ολέθρια εάν ο Άντονι άκουγε και αποφάσιζε να κάνει κάτι. Ποτέ δεν μπορούσες να πεις τι ήταν πιθανό να κάνει ο Άντονι.

Όλα έπρεπε να είναι καλά. Έπρεπε να είναι θαυμάσια ακριβώς όπως κι αν ήταν, ακόμη κι αν δεν ήταν. Πάντοτε, διότι κάθε αλλαγή θα μπορούσε να έχει χειρότερα αποτελέσματα. Τρομερά χειρότερα. «Ο Θεέ μου, ναι, και βέβαια είναι όλα καλά», είπε η μαμά. «Μίλα όπως θες, Έιμι  κι όλα είναι απλά θαυμάσια. Φυσικά θα θέλεις να θυμάσαι πως μερικοί τρόποι είναι καλύτεροι από άλλους …»

Η θεία Έιμι ανακάτευε τα μπιζέλια με τρόμο στα ξέθωρα μάτια της. «Ο βέβαια», είπε. «Αλλά δεν έχω όρεξη να μιλήσω ακριβώς τώρα. Είναι … είναι καλό να μην έχω όρεξη να μιλήσω».

Ο μπαμπάς είπε χαμογελώντας κουρασμένα, «Θα βγω έξω να πλυθώ».

Άρχισαν να φθάνουν γύρω στις οχτώ η ώρα. Μέχρι την ώρα εκείνη, η μαμά και η θεία Έιμι είχαν στρώσει το μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία, και δυο άλλα τραπέζια από δίπλα. Τα κεριά ήταν αναμμένα, οι καρέκλες σωστά τοποθετημένες και ο μπαμπάς είχε ανάψει μια μεγάλη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι.

Οι πρώτοι που έφτασαν ήταν ο Τζον και η Μαίρη  Σίπιτς. Ο Τζον φορούσε το καλύτερο κουστούμι του, με ροδαλό το πρόσωπό του, μια και είχε πλυθεί και τριφτεί προσεκτικά μετά από την ημερήσια εργασία στο βοσκοτόπι του Μακιντάιρ. Το κουστούμι ήταν καλοσιδερωμένο, αλλά άρχισε να φθείρεται στους αγκώνες και στα μανίκια. Ο γερο-Μακιντάιρ δούλευε έναν αργαλειό και ξεσήκωνε τα σχέδια από σχολικά εγχειρίδια, αλλά μέχρι τούδε τα πήγαινε πολύ αργά. Ο Μακιντάιρ ήταν επιτήδειος με ξύλα και εργαλεία, αλλά ένας αργαλειός ήταν μεγάλη υπόθεση όταν δεν μπορούσες να βρεις μεταλλικά ανταλλακτικά. Ο Μακιντάιρ ήταν ένας από εκείνους που στην αρχή θέλησε να προσπαθήσει να βάλει τον Άντονι να φτιάνει διάφορα πράγματα που θα χρειάζονταν οι χωρικοί, όπως ρούχα, κονσέρβες, ιατροφαρμακευτικές προμήθειες και βενζίνη. Έκτοτε, το έφερε βάρος για το είχε συμβεί σ’ όλη την οικογένεια Τέρανς και στον Τζο Κίνι ήταν λάθος του και δούλευε σκληρά πασχίζοντας να επανορθώσει το κακό που έγινε στους υπόλοιπους. Και από τότε και στο εξής κανείς δεν δοκίμασε να βάλει τον Άντονι να κάνει κάτι.

Η Μαίρη Σίπιτς ήταν μια μικροκαμωμένη, χαρωπή γυναίκα ντυμένη μ’ ένα απλό φόρεμα. Βάλθηκε αμέσως να βοηθήσει τη μαμά και τη θεία Έιμι να βάλει τις τελευταίες πινελιές για το δείπνο.

Μετά έφθασαν οι Σμιθ και οι Νταν, που ζούσαν ακριβώς δίπλα ο ένας με τον άλλο πιο κάτω στον ίδιο δρόμο, μόνο λίγα μέτρα μακριά από το κενό της ανυπαρξίας. Ήρθαν με το κάρο των Σμιθ που το έσερνε το γέρικο τους άλογο.

Κατόπιν έκαναν την εμφάνισή τους οι Ράλι, που έμεναν από την άλλη άκρη του σκοτεινού σιταροχώραφου, και η βραδιά πράγματι άρχισε. Ο Πατ Ράιλι κάθισε στο μεγάλο όρθιο πιάνο στο μπροστινό δωμάτιο κι άρχισε να παίζει λαϊκή μουσική από την παρτιτούρα πάνω στο αναλόγιο. Έπαιζε απαλά, όσο εκφραστικά μπορούσε – αλλά κανείς δεν τραγουδούσε. Του Άντονι του άρεσε ν’ ακούει να παίζουν πιάνο πάρα πολύ. Συχνά ανέβαινε από το υπόγειο ή κατέβαινε από τη σοφίτα, ή απλά ερχόταν, σκαρφάλωνε πάνω στο πιάνο και κουνούσε το κεφάλι του καθώς ο Πατ έπαιζε το Εραστής ή το Βουλεβάρτο των Χαμένων Ονείρων ή το Νύχτα και Μέρα. Έδειχνε πως προτιμούσε τις μπαλάντες, τα τραγούδια με γλυκές μελωδίες – αλλά κάποτε που κάποιος είχε αρχίσει να τραγουδάει, ο Άντονι τον κοίταξε από την κορυφή του πιάνου και έκανε κάτι που όλοι να φοβούνται να τραγουδήσουν έκτοτε. Αργότερα κατάλαβαν πως ήταν το πιάνο που είχε ακούσει πρώτα ο Άντονι πριν κάποιος δοκιμάσει ποτέ να τραγουδήσει, και τώρα οτιδήποτε πρόσθετο δεν του ακουγόταν σωστά και τον αποσπούσε από την απόλαυσή του.

Έτσι λοιπόν, κάθε βραδιά τηλεόρασης, με το που ο Πατ άρχιζε να παίζει πιάνο, τούτο σήμαινε την έναρξη της βραδιάς. Κάθε φορά που ήταν παρών ο Άντονι, η μουσική τον έκανε χαρούμενο, τον έβαζε σε καλή διάθεση, και ήξερε πως συγκεντρώνονταν για τηλεόραση και τον περίμεναν.

Μέχρι τις οκτώμισι είχαν έρθει όλοι, εκτός από τα δεκαεφτά παιδιά και την κυρία Σόουμς, οι οποία έλειπε φροντίζοντάς τα στο σχολικό κτήριο στην άλλη άκρη του χωριού. Στα παιδιά της Πίξβιλ δεν επιτρεπόταν ποτέ, μα ποτέ, να πλησιάσουν το σπίτι των Φρίμοντ – ιδίως από τότε που ο μικρούλης Φρεντ Σμιθ είχε δοκιμάσει να προκαλέσει τον Άντονι στο παιχνίδι. Τα νεαρότερα παιδιά δεν είχαν καν μάθει τι εστί Άντονι. Τα άλλα τον είχαν ως επί το πλείστον ξεχάσει, η τους είχαν πει πως ο Άντονι ήταν ένα καλό, πολύ καλό καλικαντζαράκι, μόνο που δεν έπρεπε να το πλησιάζουν. Ο Νταν και η Έθελ ήρθαν αργοπορημένοι, και ο Νταν μπήκε χωρίς να υποψιάζεται το παραμικρό.  Ο Πατ Ράιλι έπαιξε πιάνο μέχρι που πόνεσαν τα χέρια του – είχε δουλέψει πολύ σκληρά μ’ αυτά σήμερα – και τώρα σηκώθηκε ενώ όλοι μαζεύτηκαν γύρω να ευχηθούν τον Νταν Χόλις χρόνια πολλά για τα γενέθλιά του.

«Μα διάβολε», είπε ο Νταν μ’ ένα μειδίαμα. «Είναι υπέροχο. Δεν το περίμενα όλο αυτό … πω, πω, μα είναι υπέροχο!»

Άρχισαν να του δίνουν τα δώρα του – κυρίως πράγματα που τα έκαναν με το χέρι, αν και μερικά ήταν πράγματα που οι άνθρωποι αυτοί τα είχαν στην κατοχή τους και τώρα του τα χάριζαν. Ο Τζον Σίπιτς  του έδωσε ένα κρεμαστό για το ρολόι του, φιλοτεχνημένο από ξύλο καρυδιάς. Το ρολόι του Νταν είχε χαλάσει περίπου πριν από χρόνο, και δεν υπήρχε κανείς στο χωριό που ήξερε να το φτιάξει. Αυτός όμως συνέχιζε να φέρει μαζί του το ρολόι γιατί ήταν του παππού του και ήταν ένα εντυπωσιακό, παλιό βαρύτιμο πράγμα από χρυσό κι ασήμι. Πέρασε το κρεμαστό στην αλυσίδα, ενώ όλοι άρχισαν να γελούν λέγοντας πως ο Τζον έκανε μια θαυμάσια δουλειά με το χειροτέχνημά του. Κατόπιν η Μαίρη Σίπιτς του έδωσε μια πλεχτή γραβάτα, που αυτός την φόρεσε αμέσως αφαιρώντας αυτή που φορούσε.

Οι Ράιλι του έδωσαν μια μικρή κασετίνα που έφτιαξαν οι ίδιοι για να φυλάει μέσα της τα πράγματά του. Δεν είπαν τι πράγματα αλλά ο Νταν είπε πως θα έβαζε μέσα σ’ αυτήν τα προσωπικά του κοσμήματα. Οι Ράιλι την είχαν φτιάξει από ένα κουτί πούρων, από το οποίο είχαν ξεκολλήσει προσεχτικά το χαρτί του και πέρασαν το εσωτερικό του με μια στρώση βελούδου. Το εξωτερικό το γυάλισαν και προσεκτικά, αν κι όχι επιδέξεια σμιλεμένο από τον Πατ – αλλά το σμίλευμα του Πατ έλαβε τις δέουσες επευφημίες.

Ο Νταν Χόλις πήρε πολλά άλλα δώρα – ένα τσιμπούκι, ένα ζευγάρι κορδόνια, μια καρφίτσα γραβάτας, ένα ζευγάρι πλεχτές κάλτσες, γλυκό σοκολάτας, ένα ζευγάρι καλτσοδέτες καμωμένες από παλιές τιράντες.

Ξετύλιξε κάθε δώρο με απέραντη ευχαρίστηση και φόρεσε απ’ αυτά όσα πιο πολλά μπορούσε εκεί και τότε, ακόμη και τις καλτσοδέτες. Άναψε το τσιμπούκι του και είπε ότι δεν είχε ποτέ απολαύσει καλύτερο κάπνισμα, πράγμα που δεν ήταν εντελώς αληθές διότι δεν ήταν ακόμη συνηθισμένος να καπνίζει τσιμπούκι. Ο Πιτ Μάνερς το είχε κάπου ξεχασμένο από τότε που το έλαβε σαν δώρο πριν τέσσερα χρόνια από κάποιον εκτός πόλεως συγγενή ο οποίος είχε κόψει το κάπνισμα.

Ο Νταν γέμισε το λουλά με καπνό με μεγάλη προσοχή. Ο καπνός ήταν ένα πολύτιμο είδος. Και ήταν μόνο καθαρή τύχη που ο Πατ Ράιλι είχε αποφασίσει να καλλιεργήσει λίγο καπνό στο πίσω μέρος του σπιτιού του μόλις πριν συμβεί αυτό που έγινε στην Πίξβιλ. Δεν ευδοκίμησε πολύ καλά, και πέραν τούτου, έπρεπε να τον ξεράνουν και να τον κομματιάσουν, και γενικά να τον επεξεργαστούν, ακριβώς γι’ αυτό ήταν πολύτιμο είδος. Οι καπνιστές στο χωριό χρησιμοποιούσαν ξύλινες πίπες που είχε φτιάξει ο Μακιντάιρ για να μην πάνε χαμένα τα αποτσίγαρα.

Τελευταία απ’ όλους, η Θέλμα Ντον έδωσε το δίσκο που είχε βρει. Τα μάτια του Νταν υγράθηκαν ακόμη και πριν ανοίξει το πακέτο. Κατάλαβε πως ήταν ένας δίσκος. «Πω, πω», είπε με απαλή φωνή. «Τι είναι τούτο δω; Σχεδόν φοβάμαι να κοιτάξω …»

«Δεν το έχεις, αγάπη μου», χαμογέλασε η Έθελ Χόλις. «Δε θυμάσαι, ρώτησε για το Είσαι η Λιακάδα μου;»

«Ο Θεέ μου», είπε ξανά ο Νταν. Προσεχτικά αφήρεσε το περιτύλιγμα και έμεινε ακίνητος χαϊδεύοντας το δίσκο, σέρνοντας τα μεγάλα του χέρια πάνω από τις αυλακώσεις, φθαρμένες από μικροσκοπικά, ανεπαίσθητα και εγκάρσια γρατσουνίσματα.

Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο  με μάτια να λάμπουν και όλοι ανταπέδωσαν το βλέμμα του με χαμόγελο, γνωρίζοντας πόσο πανευτυχής ήταν.

«Χρόνια πολλά, αγάπη μου!» είπε η Έθελ, αγκαλιάζοντάς τον και φιλώντας τον. Αυτός έσφιγγε το δίσκο με τα δυο του χέρια, κρατώντας τον προς μια μεριά πλάι του καθώς αυτή έριξε το βάρος του πάνω του. «Έι», είπε γελώντας και τράβηξε το κεφάλι του προς τα πίσω. «Πρόσεχε γιατί κρατάω ένα ανεκτίμητο αντικείμενο!» ξανακοίταξε γύρω του, πάνω από τα μπράτσα της γυναίκας του, τα οποία συνέχιζαν να είναι γύρω από τον σβέρκο του.

«Κοιτάξτε … μήπως θα μπορούσαμε να τον βάλουμε και να τον ακούσουμε; Θεέ μου, τι δε θα έδινα ν’ ακούσω λίγη μουσική … μόνο το πρώτο μέρος, το ορχηστρικό, πριν τραγουδήσει ο Κόμο». Τα πρόσωπα σοβάρεψαν. Μετά από ένα λεπτό ο Τζον Σίπιτς είπε: «Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα, Νταν. Εξάλλου, δεν ξέρουμε ακριβώς που μπαίνει ο τραγουδιστής και θα το διακινδυνεύαμε. Καλύτερα να περιμένεις μέχρι να πας σπίτι». Ο Νταν Χόλις απρόθυμα ακούμπησε το δίσκο στον μπουφέ μαζί με όλα τα υπόλοιπα δώρα του. «Είναι ωραία», είπε ασυναίσθητα από συνήθεια, αλλά απογοητευμένος, «που δεν μπορώ να τον ακούσω εδώ».

«Και βέβαια», είπε ο Σίπιτς. «Είναι καλό». Για να αντισταθμίσει τον τόνο απογοήτευσης του Νταν, επανέλαβε. «Είναι καλό».

Έφαγαν το δείπνο, με τα κεριά να φωτίζουν τα χαμογελαστά τους πρόσωπα, και το απόλαυσαν μέχρι την τελευταία νοστιμότατη σταγόνα σάλτσας. Επαίνεσαν τη μαμά και τη θεία Έιμι για το βοδινό ρόστο καθώς και για τα μπιζέλια και τα καρότα, και το τρυφερό καλαμπόκι ψημένο με το κοτσάνι του. Φυσικά το καλαμπόκι δεν προερχόταν από το χωράφι των Φρίμοντ – όλοι γνώριζαν τι έκρυβε εκεί μέσα. Το χωράφι είχε αφεθεί να γεμίσει αγριόχορτα. Κατόπιν ξεμπέρδεψαν γρήγορα με το επιδόρπιο – σπιτικό παγωτό με κουλουράκια. Και μετά κάθισαν αναπαυτικά στο τρεμουλιαστό φως των κεριών και κουβέντιαζαν περιμένοντας την ώρα της τηλεόρασης.

Ποτέ δεν υπήρχε πολύ μουρμουρητό τη βραδιά τηλεόρασης – όλοι έρχονταν και απολάμβαναν ένα καλό δείπνο στους Φρίμοντ, και περνούσαν ωραία, και μετά ήταν η τηλεόραση και κανείς στ’ αλήθεια σκεφτόταν πολύ για το θέμα αυτό, απλά έπρεπε όλοι να το ανεχτούν. Ήταν μια αρκετά ευχάριστη συνάθροιση, μόνο που έπρεπε να προσέχεις τι λες ακριβώς όπως έπρεπε παντού. Εάν ερχόταν στο νους σου κάποια επικίνδυνη σκέψη, απλά άρχισες να μουρμουρίζεις, ακόμη και στη μέση μια πρότασης. Όταν το έκανες αυτό, οι άλλοι απλώς έκαναν τον ανήξερο έως ότου αισθανόσουν πιο χαρούμενος πάλι και σταματούσες.

Του Άντονι άρεσαν οι βραδιές τηλεόρασης. Είχε κάνει μόνο δυο ή τρία απαίσια πράγματα σε τέτοιες βραδιές σ’ ολόκληρο το χρόνο που πέρασε. Η μαμά έβαλε ένα μπουκάλι μπράντι στο τραπέζι και ο καθένας γέμισε ένα μικροσκοπικό ποτηράκι απ’ αυτό. Το ποτό ήταν ακόμη περισσότερο πολύτιμο από τον καπνό. Οι χωρικοί έκαναν κρασί, αλλά τα σταφύλια δεν ήταν κατάλληλα, όπως φυσικά και οι τεχνικές, και το κρασί δεν έβγαινε πολύ καλό. Υπήρχαν μόνο λίγα μπουκάλια από πραγματικό ποτό που είχαν απομείνει στο χωριό – τέσσερα ουίσκι, τρία σκοτς, τρία μπράντι, εννιά με καλό κρασί και μισό μπουκάλι κονιάκ Ντραμπουί που ανήκε στον γερο-Μακιντάιρ (μόνο με τέσσερις γάμους) – και όταν κι αυτά θα τελείωναν, αυτό θα ήταν όλο. Μετά, όλοι το μετάνιωσαν πικρά που είχε βγει το μπράντι στο τραπέζι. Ο Νταν Χόλις ήπιε μπράντι παραπάνω απ’ ό, τι έπρεπε και το ανάμιξε με πολύ σπιτικό κρασί. Στην αρχή κανείς δεν έδωσε σημασία, γιατί δεν έδειξε κάτι περίεργο, και στο κάτω-κάτω  τα γενέθλιά του γιόρταζαν και το πάρτι ήταν χαρούμενο, και του Άντονι άρεσαν αυτές τις συναθροίσεις και δεν υπήρχε λόγος να κάνει κάτι κακό ακόμη κι αν άκουγε. Όμως ο Νταν Χόλις ψιλομέθυσε και έκανε μια ανοησία. Εάν το είχαν προβλέψει πως θα γινόταν, θα το έβγαζαν έξω να περπατήσει τριγύρω. Το πρώτο που κατάλαβαν ήταν πως ο Νταν σταμάτησε να γελάει στη μέση της ιστορίας για το πώς η Θέλμα Ντον είχε βρει το δίσκο του Πέρι Κόμο και της έπεσε αλλά δεν έσπασε επειδή αντέδρασε γρηγορότερα από ποτέ πριν στη ζωή της και τον έπιασε στο αέρα. Ο Νταν συνέχιζε να χαϊδεύει το δίσκο ξανά και να κοιτάζει με λαχτάρα το γραμμόφωνο των Φρίμοντ που βρισκόταν στη γωνία όταν ξαφνικά σταμάτησε να γελάει, το πρόσωπό του έγινε άτονο, μετά πήρε μια κακή έκφραση και είπε: «Χριστέ μου!»

Αμέσως στο δωμάτιο έπεσε νεκρική σιωπή. Τόσο νεκρική που μπορούσαν να ακούσουν το γουργούρισμα του εκκρεμούς στον τοίχο. Ο Πατ έπαιζε στο πιάνο απαλά. Σταμάτησε με τα χέρια να αιωρούνται πάνω από τα κιτρινισμένα πλήκτρα. Τα κεριά πάνω στο τραπέζι του δείπνου τρεμόπαιξαν στη δροσερή αύρα που φύσηξε μέσα από τις κουρτίνες του καφασωτού παραθύρου.

«Συνέχισε να παίζεις, Πατ», ψιθύρισε ο πατέρας του Άντονι. Ο Πατ ξανάρχισε να παίζει. Έπαιζε το Νύχτα και Μέρα, αλλά κοίταζε πλάγια τον Νταν Χόλις, κι έτσι έχανε νότες. Ο Νταν στεκόταν στο κέντρο του δωματίου κρατώντας το δίσκο. Στο άλλο του χέρι κρατούσε ένα ποτήρι μπράντι τόσο σφικτά που το χέρι του έτρεμε. Όλοι τον κοίταζαν. «Χριστέ μου», ξαναείπε με τρόπο που ακούστηκε σαν βρισιά. Ο Αιδεσιμότατος Γιάνγκερ, ο οποίος μιλούσε με τη μαμά και τη θεία Έιμι στην πόρτα της τραπεζαρίας, είπε κι αυτός «Χριστέ», αλλά σαν σε προσευχή, με τα χέρια σφιγμένα και με τα μάτια κλειστά. Ο Τζον Σίπιτς κινήθηκε προς τα μπρος. «Έλα τώρα, Νταν … είναι καλό να μιλάς έτσι. Αλλά δε θέλεις να το παρακάνεις, όπως ξέρεις».

Ο Νταν έδιωξε θυμωμένα το χέρι του Σίπιτς από το μπράτσο του. «Ούτε καν μπορώ ν’ ακούσω το δίσκο μου», ξεφώνισε. Κοίταξε το δίσκο του και κατόπιν τα πρόσωπα τριγύρω του. «Ο Θεέ μου-» εκσφενδόνισε το μπράντι πάνω στον τοίχο. Αυτό πιτσίλισε τον τοίχο και έτρεξε αφήνοντας μικροσκοπικά ρυάκια πάνω στην ταπετσαρία. Μερικές γυναίκες έμειναν με το στόμα ανοιχτό. «Νταν», του ψιθύρισε ο Σίπιτς. «Νταν, κόφτο –». Ο Πατ έπαιζε τώρα δυνατότερα το Νύχτα και Μέρα για να καλύψει τις φωνές της συνομιλίας. Έτσι κι αλλιώς, όμως, δεν ωφελούσε αν άκουγε ο Άντονι. Ο Νταν Χόλις κατευθύνθηκε προς το πιάνο και στάθηκε πάνω από τον ώμο του Πατ μ’ ένα ελαφρό λίκνισμα. «Πατ», είπε. «Μην παίζεις αυτό. Παίξε τούτο». Και άρχισε να τραγουδάει. Απαλά, βραχνά και αξιοθρήνητα: «Να ζήσεις Νταν και χρόνια πολλά …» «Νταν!», ούρλιαξε η Έθελ Χόλις. Προσπάθησε να διασχίσει το δωμάτιο τρέχοντας προς το μέρος του. Η Μαίρη Σίπιτς την άρπαξε από το μπράτσο και την κράτησε πίσω. «Νταν». Η Έθελ ούρλιαξε ξανά. «Στάματα –» «Θεέ μου, μη μιλάς!» σύριξε η Μαίρη Σίπιτς και την έσπρωξε προς ένας απ’ τους άντρες, που έβαλε το χέρι του στο στόμα της και την ακινητοποίησε. Ο Νταν συνέχισε το τραγούδι: «Να ζήσεις Νταν και χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά …» Παίξε το Πατ, παίξε το να το τραγουδήσω … ξέρεις δεν μπορώ να βγάλω τη μελωδία αν κάποιος δεν το παίξει».

Ο Πατ έβαλε τα δάχτυλά του στα πλήκτρα κι άρχισε να παίζει τον Εραστή σ’ ένα αργό ρυθμό βαλς, όπως ακριβώς άρεσε στον Άντονι. Το πρόσωπο του Πατ έγινε άσπρο σαν πανί.  Τα χέρια του έπαιζαν αδέξια. Ο Νταν Χόλις αγριοκοίταζε προς την πόρτα της τραπεζαρίας: τη μητέρα και τον πατέρα του Άντονι, ο οποίος είχε πάει κοντά της.

«Εσείς τον κάνατε», είπε. Δάκρυα λαμπύρισαν στο μάγουλό του αντανακλώντας το φως των κεριών. «Ήταν ανάγκη να πάτε και να τον γεννήσετε …» Έκλεισε τα μάτια του και ανάβλυσαν τα δάκρυά του. Άρχισε να τραγουδάει δυνατά «είσαι η λιακάδα μου … η μοναδική λιακάδα μου … με κάνεις να χαίρομαι … όταν έχω τις μαύρες μου …» Ο Άντονι μπήκε στο δωμάτιο. Ο Πατ σταμάτησε να παίζει. Πάγωσε. Όλοι πάγωσαν. Το αεράκι κυμάτιζε τις κουρτίνες. Η Έθελ Χόλις ούτε καν προσπάθησε να τσιρίξει – είχε λιποθυμήσει. «Σε παρακαλώ μη μου παίρνεις τη λιακάδα μου …», ο Νταν κόμπιασε και σιώπησε. Με μάτια ορθάνοιχτα, άπλωσε και τα δυο του χέρια μπροστά του, στο ένα το άδειο ποτήρι και στο άλλο το δίσκο. Ξεροκατάπιε και είπε, «Μη …»

«Είσαι κακός», είπε ο Άντονι, και φαντάστηκε τον Νταν Χόλις σε κάτι που κανείς ποτέ δε θα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν δυνατό, και κατόπιν με τη σκέψη του έστειλε αυτό το πράγμα σ’ έναν τάφο, βαθιά, πολύ βαθιά στο χωράφι του καλαμποκιού. Το ποτήρι και ο δίσκος έπεσαν με γδούπο πάνω στο χαλί. Κανένα τους δεν έσπασε.

Το πορφυρό βλέμμα του Άντονι περιπλανήθηκε στο δωμάτιο. Μερικοί άρχισαν το μουρμουρητό. Όλοι τους πάσχιζαν να χαμογελάσουν. Ο ήχος του μουρμουρητού γέμισε το δωμάτιο σαν μια μακρινή επιδοκιμασία. Ανάμεσα στο μουρμουρητό ακούγονταν κάνα-δυο  καθαρές φωνές: «Ο, είναι ένα πολύ καλό πράγμα», είπε ο Τζον Σίπιτς. «Καλό πράγμα», επανέλαβε ο πατέρας του Άντονι χαμογελώντας. Είχε εξασκηθεί περισσότερο απ’ όλους τους στο να χαμογελάει. «Θαυμάσιο πράγμα».

«Υπέροχα … υπέροχα», είπε ο Πατ Ράιλι, δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια και τη μύτη, και άρχισε ξανά να παίζει πιάνο, απαλά, με τα τρεμάμενα χέρια ψάχνοντας να βρει το σκοπό Νύχτα και Μέρα. Ο Άντονι σκαρφάλωσε στη κορυφή του πιάνου και ο Πατ έπαιζε για δυο ώρες.

Κατόπιν όλοι τους πήγαν να δουν τηλεόραση στο μπροστινό δωμάτιο, άναψαν μόνο λίγα κεριά, και τράβηξαν τις καρέκλες τους γύρω από τη συσκευή. Ήταν μια συσκευή με μικρή οθόνη, και δεν μπορούσαν όλοι να καθίσουν αρκετά κοντά για να δουν, αλλά αυτό δεν πείραζε. Ούτε καν άνοιξαν τη συσκευή. Έτσι κι αλλιώς δε θα λειτουργούσε εφόσον δεν υπήρχε ηλεκτρισμός στην Πίξβιλ. Απλά κάθονταν σιωπηλοί και παρακολουθούσαν τα σχήματα που αναδεύονταν και συστρέφονταν στην οθόνη, και άκουγαν τους ήχους που έβγαιναν από το μεγάφωνο χωρίς κανείς τους να έχει την παραμικρή ιδέα για τι επρόκειτο. Ποτέ δεν καταλάβαιναν. Ήταν πάντα το ίδιο.

«Πολύ ωραία πράγματι», είπε για λίγο η θεία Έιμι βλέποντας με τα ξέθωρα μάτια της τις χωρίς έννοια τρεμοπαίζουσες σκιές. «Μου άρεσε όμως περισσότερο όταν υπήρχαν πόλεις εκεί έξω και θα μπορούσαμε να έχουμε πραγματική …»

«Μα, Έιμι!» είπε η μαμά. «Καλά κάνεις που το λες αυτό. Πολύ καλά. Αλλά πώς το εννοείς; Μα, αυτή η τηλεόραση είναι πολύ καλύτερη από οτιδήποτε είχαμε!». 

«Ναι», συμφώνησε ο Τζον Σίπιτς. «Είναι υπέροχο. Είναι το καλύτερο θέαμα που είδαμε ποτέ!»

Καθόταν στον καναπέ μαζί με δυο άλλους άντρες και κρατούσαν την Έθελ Χόλις ξαπλωμένη πάνω στα μαξιλάρια. Κρατούσαν τα πόδια της και τα χέρια της έχοντας βάλει τα χέρια τους πάνω από το στόμα της για να μην τσιρίξει ξανά. «Είναι πραγματικά καλό!» επανέλαβε.

Η μαμά κοίταξε έξω από το παράθυρο, πέρα από τον σκοτεινιασμένο δρόμο, και πέρα από τον σκοτεινιασμένο σιταρώνα, το απέραντο, ατέλειωτο, γκρίζο χάος του τίποτε μέσα στο οποίο έπλεε το χωριουδάκι της Πίξβιλ – η τεράστια χαοτική ανυπαρξία που φάνταζε τη νύχτα όταν τελείωνε η χαλκόχρωμη μέρα του Άντονι.

Δεν ωφελούσε να αναρωτιέσαι πού βρίσκονταν – δεν ωφελούσε καθόλου. Η Πίξβιλ απλά βρισκόταν κάπου. Κάπου στον κόσμο. Βρισκόταν εκεί που ήταν την ημέρα πριν από τρία χρόνια όταν ο Άντονι σύρθηκε έξω από την κοιλιά της μητέρας του και ο γιατρός, ο γέρο Μπέιτς – ο Θεός να τον αναπαύει – ούρλιαξε έντρομος, τον έριξε κάτω και προσπάθησε να τον σκοτώσει. Ο Άντονι κλαψούρισε και έκανε το κατόρθωμά του. Πήγε το χωριό κάπου αλλού. Ή είχε καταστρέψει τον κόσμο κι άφησε μόνο το χωριό, κανείς δεν ήξερε ποιο απ’ τα δυο έγινε. Δεν ωφελούσε να αναρωτιέται κανείς γι’ αυτό. Δεν ωφελούσε καθόλου παρά μόνο να ζουν και να πρέπει να ζήσουν. Πρέπει πάντοτε, να ζουν πάντα, εάν βέβαια τους το επέτρεπε ο Άντονι. Τέτοιες σκέψεις ήταν επικίνδυνες, σκέφτηκε. Άρχισε να μουρμουρίζει. Κι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν. Φαίνεται πως όλοι έκαναν παρόμοιες σκέψεις.

Οι άντρες στον καναπέ όλο και ψιθύριζαν στην Έθελ Χόλις, και όταν απομάκρυναν τα χέρια τους, άρχισε κι αυτή να μουρμουρίζει. Εντωμεταξύ, ο Άντονι καθόταν στην κορυφή της συσκευής και δημιουργούσε τηλεοπτικές εικόνες, ενώ αυτοί κάθονταν γύρω, μουρμούριζαν και παρακολουθούσαν τα σχήματα που τρεμόπαιζαν καθώς προχωρούσε ή νύχτα.

Την επόμενη μέρα χιόνισε και αφάνισε τις μισές καλλιέργειες αλλά ήταν μια καλή μέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Philip Glass - Songs From Liquid Days (Live) : Όταν ο μουσικός μινιμαλισμός ερωτεύτηκε την Ποίηση

Το Songs from Liquid Days(1986 είναι μια συλλογή τραγουδιών που συνέθεσε ο συνθέτης Philip Glass σε στίχους των Paul Simon, Suzanne Vega, ...