Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

Μεγάλοι Έλληνες διηγηματογράφοι



4. Γκιουβέτσια και άλλα στον Παπαδιαμάντη

Το διήγημα θριαμβεύει• όχι πλέον αναγέννησις,
αλλά η γέννησις του ελληνικού διηγήματος
ετελέσθη επί των ημερών μας.
Κ. Παλαμάς (1892)

Αργότερα, αυτά που ονομάζουμε διηγήματα,
είναι σύντομες συνήθως αφηγήσεις, όπου
περιγράφεται μια στιγμή της ζωής ενός ανθρώπου,
ή δίνονται χαρακτηριστικά επεισόδια ψυχογραφίας και ηθογραφίας.
Κάποτε το σύνολο απαρτίζεται από μια περιγραφή.
[Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 1985]



 [.............] Με το διήγημα, τέλος, Ο Κακόμης (1903), που θα δούμε αμέσως μετά, έχουμε πλέον την πλήρη και ακριβή ταυτότητα αυτού του φαγητού. Το γκιουβέτσι είναι, λοιπόν, το φαγητό των μοναχικών και, κατ’ επέκτασιν, των ελεύθερων ατόμων: δεν αποτελεί έδεσμα της οικογενειακής εστίας, αλλά φαγητό της ταβέρνας, της ανδρικής παρέας, του πότη. Τα υλικά του είναι στοιχειώδη (ζυμαρικά και λίγο λαδάκι σε ένα πήλινο σκεύος), η παρασκευή του απλούστατη (μπορεί να ετοιμασθεί στο άψε-σβήσε από τον φούρναρη, ή και –σπανίως- τον χασάπη, οπότε και το συνοδεύει βορβορόχρους σάλτσα), η γεύση του εξαίρετη (αρκεί να ψηθεί στον με φρύγανα λειτουργούντα ποτέ φούρνο της γειτονιάς, οπότε και θεωρείται ότι αποτελεί τη συνισταμένη των οσμών που εκλύονται από το κύτος του φούρνου.
Αλλ' έξαφνα, μίαν πρωίαν, τον είδαν να στέκη εις την παραθαλάσσιον αγοράν, σιμά εις τον τόπον των δημοπρασιών, φέρων την χαμαλίκαν και μικρόν κουβαριασμένον σχοινίον.
- Τι τρέχει, Αποστόλη;... Αποφάσισες να γίνεις χαμάλης;
- Αυτό είναι το πλέον ελεύθερον επάγγελμα, απήντησεν ο Κακόμης, άλλο καλλίτερο δεν ηύρα.

Σε μια μεταγενέστερη αναφορά Τα βενέτικα, διαβάζουμε ότι ο Αποστόλης ο Κακόμης (που τον συναντήσαμε ήδη στα Άγια και πεθαμένα έψαχνε κι αυτός στα νιάτα του ανά τα όρη, για κρυμμένα γρόσια.

Ο Κακόμης, ένα από τα πιο ωραία και μάλλον άσημα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, δεν αποτελεί παρά την υποδειγματική περιγραφή της ημέρας ενός μοναχικού χειρώνακτος. Προς μέγα σκανδαλισμό (και αμηχανία) επίδοξων επικριτών, πάσα δράση απουσιάζει... Ο Αποστόλης ο Κακόμης, αυτός ο χαμάλμπασης ήρωας, τρέφεται αποκλειστικά με ένα γκιουβέτσι, που το τρώει κάθε μεσημέρι ζεστό-ζεστό, δίπλα εκεί, στο φούρνο -όπου του το ετοιμάζουν. Τις ημέρες της νηστείας το παρασκευάζει σαρακοστιανόν- και έτσι γλιτώνει τα έξοδα για το λαδάκι... Οι δεκάρες που περισσεύουν, δεν χρησιμοποιούνται για τη διεύρυνση του φάσματος των ωνίων, αλλά αποτελούν τη συνδρομή του Κακόμη, ώστε να επιβιώσει ένας παλαίμαχος και πάμπτωχος άλλος αχθοφόρος.


Ο μοναχικός και συγκλονιστικός αυτός άνθρωπος, ο Αποστόλης ο Κακόμης, πεθαίνει τελικά νεώτατος, κατά Ιούνιον μήνα, μέσα στο αχούρι όπου κατοικούσε, στην εσχατιά της πολίχνης. Την παραπεταμένη χαμαλίκα του θα κάψουν τα παι
διά τη νύχτα της 23ης Ιουνίου, στη φωτιά του Άη-Γιάννη του Κλήδονα.
Θεωρώ το διήγημα αυτό ως τυπικό δείγμα της μαγικής τέχνης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: το γκιουβέτσι, εδώ, αποκτά τέτοια αφηγηματική σημασία, ώστε αποτελεί το δραματικό ισοδύναμο του ήρωα.(5) Χωρίς την καθημερινή λειτουργία (σχεδόν τελετουργία...) του γκιουβετσιού, ο συγκεκριμένος αυτός ήρωας είναι αδύνατον να υπάρξει![............]

Απόσπασμα από το θαυμάσιο βιβλίο του 
 Αποτέλεσμα εικόνας για Ηλία ΠαπαδημητρακόπουλουΗλία  Παπαδημητρακόπουλου

"Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής"
Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη

[Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήναι 1992]Επί πτίλων αύρας νυκτερινής

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

 

 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


Ο Κακόμης*


Διήγημα


* [Μεταγραφή και σχόλια Από το Blog http://www.sarantakos.com]

   Ανάμεσα από τους βαστάζους της παραθαλασσίας πόλεως, τα πρωτεία είχεν αξίως ο Αποστόλης ο Κακόμης. Όλοι τον ανεγνώριζαν ως «χαμάλμπασην». Εσήκωνεν, ως έλεγον, περί τας εκατόν πενήντα οκάδας. Ήτο κυρτός εκ σωματικής κατασκευής, κυρτότερος δε είχε γίνει από το επάγγελμα. Έκυπτε διά να τον φορτώσουν, κι έλεγε: «Όσο να μου φορτώσουν το τσουβάλι μια· τώρα πάει μοναχό του».
   Διηγείτο εις τους άλλους συναδέλφους του, ότι, μεταξύ των φορτηγών ζώων, η καμήλα έχει το μέγα χάρισμα να γονατίζει έως ότου την φορτώσουν, ύστερον, φορτωμένη, να σηκώνεται και να βαδίζει.
   Και όχι μόνον αυτό, αλλά και άλλο χάρισμα έχει η καμήλα· να μένει νηστική πολλάς ημέρας κατά την πορείαν, δροσιζομένη εσωτερικώς από την τηκομένην πιμελήν της ιδίας της καμπούρας της. Είχεν ιδεί πολλάς καμήλους ο Αποστόλης ο Κακόμης, επειδή είχε διατρίψει καιρόν τινά εις την Αίγυπτον· και όχι μόνον εις την Αίγυπτον, αλλά και εις άλλα μέρη είχε διατρίψει, όπως εις την Σμύρνην, την Σαλονίκην, σιμά εις τους Εβραίους, και εις την Ντούνα πάνω (τον Δούναβιν), όπως έλεγεν. Ήτο σχεδόν κοσμογυρισμένος.
   Ήξερε ξένας γλώσσας. Όχι μόνον τουρκικά, αλλ’ αράπικα, βλάχικα, κι εβραίικα. Ήξευρε «τσίτσι φάτσι; γκίνε» και «άλτρος κάβος κονταρέμους» και «για τάλε, για μαξούρα», και τόσα άλλα. Όλοι οι συνάδελφοί του τον είχον ως σοφόν.
   Ήτον πράγματι από οικογένειαν του τόπου, είχε μάθει γραμματάκια και είχε ξενιτευθεί. Όταν επέστρεψεν εις την πατρίδα, όλοι ενόμισαν ότι επ’ ολίγον θα έμενεν εκεί, ή αν έμενε, θα είχε φέρει τίποτε οικονομίας, και θα ήνοιγεν ίσως κανένα μαγαζάκι.
   Αλλ’ έξαφνα, μίαν πρωίαν, τον είδαν να στέκει εις την παραθαλάσσιον αγοράν, σιμά εις τον τόπον των δημοπρασιών, φέρων την χαμαλίκαν και μικρόν κουβαριασμένον σχοινίον.
-         Τι τρέχει, Αποστόλη;… Αποφάσισες να γίνεις χαμάλης;
-         Αυτό είναι το πλέον ελεύθερον επάγγελμα, απήντησεν ο Κακόμης· άλλο καλύτερο δεν ηύρα.

* * *

Τω όντι! Αφού εκουβάλα το πρωί όσα σακκιά αλεύρου ή οσπρίων ήσαν διά κουβάλημα ή άλλο εμπόρευμα οποιονδήποτε, κι έπαιρνε τον κόπον του, «με την στράτα» ή «ξεκοπή», κατά την συμφωνίαν, έμβαινεν εις του Αλέξη του Γατζίνου το καφενεδάκι, έπινε την μαστίχαν του, έπιανεν έναν μικρόν καυγάν με τον Αλέξην, όστις ήτο παράξενος, και συνήθιζε να τον πειράζει:
-         Εσέν’ αυτό το επάγγελμα σου έπρεπε· μόνο για χαμάλης ήσουν ικανός.
-         Εσύ δεν ήσουν για τίποτε, απήντα γελών ο Αποστόλης, πόσω μάλλον για χαμάλης!
   Είτα ευθύς έβγαινεν από την επάνω πόρταν του μαγαζιού, την προς τον μαχαλάν, διήρχετο τον λιθόστρωτον δρομίσκον, κι έφθανεν εις τον φούρνον του Μπάρμπα-Μάρκου του Βούργαρη. Εκεί είχε βαλμένον πάντοτε το τακτικό του γιουβέτσι της ημέρας, το οποίον ήτο έτοιμον περί τας δώδεκα της μεσημβρίας.
   Εστρώνετο επάνω εις τον σοφάν σταυροπόδι, σιμά στο «κεπένι» του φούρνου, έπαιρνε μισό ψωμί ή κατά προτίμησιν δύο λαγάνες, έτρωγεν όλον το γιουβέτσι, έπινε μισήν οκάν κρασί, και «το έπαιρνε δίπλα», ή επάνω εις τον σοφάν του φούρνου ή εις την παγκέτταν της γειτονικής ταβέρνας, κι ερροχάλιζε πολύ γοερά, επί δύο ώρας και μισήν, το θέρος, ή μόνον επί μίαν ώραν τον χειμώνα.
   Εξυπνούσε με την άνεσίν του, παρήγγελλε καφέ, τον έπινεν, εκάπνιζεν ενίοτε ένα τσιγαράκι, αν του επρόσφερέ τις, σπανιώτερον κανένα ναργιλέ, εσηκώνετο, με ραστώνην, έφερνε δύο βόλτες εις την αγοράν, επήγαινεν όπου τον εζητούσαν διά να κουβαλήσει πάλιν ολίγα τσουβάλια, ειργάζετο το πολύ δύο ώρας το απόγευμα.
   Αν του επαρουσιάζετο τότε καμμιά δουλειά, η οποία να μην του φαινόταν πολύ κατεπείγουσα, όπως π.χ. κουβάλημα και πλύσιμον βαρελιών εις την θάλασσαν, εφώναζεν εις τον εργοδότην.
-         Άφησε, αύριο! Είναι κι αύριο μέρα.
   Επετούσε τότε τη χαμαλίκα, το σχοινί του, αφού έπαιρνε τας ολίγας δεκάρας διά την εργασίαν την απογευματινήν, και διηυθύνετο από έναν δρόμον πολύ πλάγιον, προς την επάνω ενορίαν, και σιγά-σιγά έφθανεν εις κανένα κατώγι, όπου εκρασοπουλούσαν εις τους χαμάληδες. Διότι πολλοί μικροαμπελοκτήμονες, μη συμφωνούντες με τους εγχωρίους μπακάληδες να δίδουν χονδρικώς το κρασί των, άνοιγαν το βαρέλι και το ελιανοπωλούσαν, ή το «εμοσχοπωλούσαν», κατ’ οίκον.
   Πολύ συχνά συνέβαινε να είναι γυναίκα η πωλήτρια, και κάποτε μάλιστα να είναι καμμία νεαρή χήρα «που να γυαλίζει» –τότε η εξόδευσις του κρασιού εγίνετο ταχύτερα και η συρροή των οινοποτών, μάλιστα κατά τας Κυριακάς και εορτάς, πολύ μεγαλύτερα εις το κατώγι ή έξωθεν της θύρας. Οι θαμώνες εκάθηντο επί πενιχρών σκαμνίων ή επί πεζούλας εκ λίθων, κι εκουτσόπιναν και ελιανοτραγουδούσαν.
   Τοιαύτα κατώγια ποτέ δεν έλειπαν να είναι ανοικτά κατά καιρούς, και μάλιστα το χειμώνα. Ο Αποστόλης τα εγνώριζεν όλα, και ήτον ο πρώτος που εδοκίμαζε το ευώδες, γνήσιον κρασί, επειδή πολλάκις έκαμνε τον διαλαλητήν ο ίδιος, κι εκήρυττεν ανά τους διαφόρους μαχαλάδες, ποίος άνοιξε καλό κρασί, ποίος έφερε φασόλια ή κρομμύδια εις την αποβάθραν και πως «στην ασκάλα φέρανε αλεύρι καλό, ένα μουσαφίρικο καΐκι… Ιδού και η μόστρα κλπ».
   Εκεί λοιπόν κατηύθυνε το βήμα του ο Αποστόλης, κι έπινε. Παρήγγελλε κατ’ αρχάς εις τον οινοπώλην ή την οινοπώλιδα «μισή οκά στο ένα». Είτα, συνήθως, κατόπιν, ένα εκατοσταρικάκι. Επλήρωνε το όλον είκοσι λεπτά, 15 διά την μισήν οκάν, και 5 διά τα εκατόν δράμια, ο λογαριασμός εγίνετο σκαληνός, επειδή η οκά ετιμάτο συνήθως λεπτά 25 – εκάθητο σταυροπόδι, ή εις την πεζούλαν, ή επ’ αυτού του κατωφλίου της ταβέρνας, έπινεν αργά-αργά, ενετρύφα εις το άρωμα του οίνου, και το έφερνεν ίσα-ίσα με την ώραν που θα ήκουε την καμπάνα του εσπερινού. Τότε αμέσως έκανε τον σταυρόν του, έπινε το υπόλοιπον, κι έφευγεν. Επέρνα από την εκκλησίαν, διά να κολλήσει κανένα κερί.

* * *

   Το βράδυ, εις το βασίλεμα του ήλιου, έκαμνε μικράν διάχυσιν, συνισταμένην εις κοκορέτσι και τίποτε άλλο, μαζύ με τους συναδέλφους του, τους βαστάζους της αγοράς. Μόλις ενύκτωνεν, ο Κακόμης ηγόραζε δέκα πέντε λεπτών ψωμί και τυρί ή ελιές και ταραμάν, κατά την ημέραν, κι εδείπνει εις ένα τραπέζι της ταβέρνας της παραθαλασσίας. Εδώ έπινε μόνον ένα εκατοστάρι κρασί ξίκικο-νερωμένο, νοθευμένο, χωρίς άρωμα –κι επλήρωνε μίαν δεκάραν. Ήτο πολύ ακριβώτερα εδώ.
   Κατά τας νηστησίμους ημέρας, επειδή το μεσημβρινόν γιουβέτσι ήτο σαρακοστιανόν, έκαμνε οικονομίαν 30 ή 40 λεπτών την ημέραν. Τα ολίγα ταύτα κέρματα έδιδε τακτικά ως συνδρομήν και εις άλλα μέρη, δικά του, και συχνά εις ένα, Χατζή καλούμενον, πρώην αχθοφόρον, όστις είχε γηράσει πολύ, ελεεινός, πάμπτωχος, με πρησμένα τα πόδια και δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει.

* * *

   Όταν τον επέπληττε κανείς, διατί να πίνει τόσον πολύ, και ήθελε να τον νουθετήσει, ο Αποστόλης απελογείτο:
-         Ελπίζω να μην σώσω να γίνω σαν τον Χατζήν!
   Και τω όντι δεν έσωσε. Ο Αποστόλης απέθανε πεντηκοντούτης. Είχε προεξοφλήσει κι αυτός, ο δυστυχής, «το μέλλον του» -όπως και τόσοι άλλοι!
   Και εις αυτό, και εις άλλα πράγματα ακόμα, δεν ωμοίασε με τον Χατζήν –ούτε με  άλλον ένα συντεχνίτην του, Μπαλντογιάννην, περί του οποίου έλεγε:
-         Α! να ήμουν, τουλάχιστο, σαν τον Μπαλντογιάννη, που έχει γυναίκα και παιδιά, και θα έχει περιποίησι στα γηρατειά του… Βάλτε με το νου σας! Αφού παίρνει κάθε βράδυ μιάμιση οκά κρασί στο σπίτι… για να πιουν όλοι, να μεθύσουν, και να μην του γυρεύουν ψωμί!
   Ούτος ο Μπαλντογιάννης, κατά τα τελευταία έτη του σταδίου του, αντί πάσης αχθοφορικής εργασίας, επροτίμησε να κουβαλά νερό στα σπίτια. Εύρισκε δε, κατ’ αυτόν τον τρόπον, όχι μικράν διασκέδασιν, την οποίαν δεν εκρατείτο να μη μεταδώσει και εις τους άλλους.
   Ο Κακόμης, κοντά εις άλλα προτερήματα, ήτο πράος, ήρεμος, εδραίος, και ως άνθρωπος και ως βαστάζος. Ούτε έδιδε προσοχήν εις κακογλωσσίας και ραδιουργίας, ούτε ηρώτα ποτέ να μάθει πράγματα έξω του κύκλου του, ούτε τον έμελλε τι κάμνουν οι άλλοι. Αλλ΄ο αρχαίος συνάδελφός του, Ο Μπαλντογιάννης, εις τις γειτονιές, όπου επήγαινεν, εις τα στενά σοκάκια, εις τα προαύλια, εις τα σπίτια, παντού, είχε τ’ αυτιά του μαζί του. Ήκουε πάντοτε μισές ομιλίες, απεσπασμένα λόγια, οικογενειακάς έριδας, και με τα τμήματα ταύτα κατεσκεύαζεν ολοκλήρους ιστορίας, κι εκαυχάτο ότι εγνώριζε όλα τα μυστικά της γειτονιάς.
   «Το καλό το πηγάδι» από το οποίον έπινον κατά προτίμησιν όλ’ οι κάτοικοι, κείμενον έξω της εσχατιάς της πόλεως, απείχε πολλάς εκατοντάδας βημάτων από πάσαν συνοικίαν. Όταν επήγαινεν εις τον δρόμον του, φορτωμένος την πελωρίαν στάμναν, καθ’ οδόν εγέλα μόνος του, και πολλάκις ωμίλει μεγαλοφώνως προς εαυτόν. Ήτο γεμάτος από νέα των διαφόρων μαχαλάδων, τα οποία δεν ηδύνατο να χωνέψει.
   Όταν την εσπέραν έβλεπε πουθενά τον παπα-Σταμάτην, τον πνευματικόν, βραδέως βαίνοντα, με την ράβδον υπό μάλης, επιστρέφοντα από τον εσπερινόν, εφώναζε μακρόθεν, να σταματήσει.
-         Παπά!... παπά!
   Ο παπα-Σταμάτης έστρεφε βλέμμα οπίσω.
-         Τι είναι πάλι, Γιάννη;
-         Μα στάσου, παπά! θα σου το πω, δεν μπορώ… θα σου το «ξομολογηθώ» για να ξαλαφρώσω τη συνείδησί μου.
-         Τώρα, μέσα στο δρόμο;… έλα στο κελλί, βλοημένε, να σε εξομολογήσω.
-         Μα δε βαστώ… μήπως γελαστώ και το πω το βράδυ της Ρεβέκκας. Καλύτερα να το πω στην αγιοσύνη σου, για να ξεσκάσω.
   Εννοούσε ότι ήτο φόβος, μήπως το διηγηθεί εις την ιδίαν σύζυγόν του. Αν το εξωμολογείτο εις τον παπάν, θα ησύχαζε πλέον, και ο πειρασμός της ακριτομυθίας θα έφευγε.
   Και αφού ο παπάς ίστατο παρά τινα γωνίαν του δρόμου, ο Γιάννης, φέρων την στάμναν επ’ ώμου, άρχιζε να του διηγείται.
-         Δεν ξέρεις τι είδα σήμερα στον Απάνω Μαχαλά· η τάδε εμάλωσε με τον άντρα της, κι εκείνος εσήκωσε το χέρι να την χτυπήσει… εκείνη έβαλε τις φωνές, κι εμαζεύθηκε κόσμος, κι έγιν’ ένα πατιρντί!... Ήτο να γελάει, που δε γέλασε.
   Ή:
-         Δεν έμαθες τι έγινε σήμερα έξω, στ’ Αλώνια, ή απάνω στα Γελαδάδικα… η τάδε έδιωξε τον άντρα της απ’ το προικιό της το σπίτι… τον εκλείδωσε απ’ έξω και του είπε να μην ξαναπατήσει στο κατώφλιο…
   Ή: η γριά Π. έβαλε μαναφούκια σ’ ένα ανδρόγυνο, κι είναι στην ακμή να χωρίσουν… Τι αντροχωρίστρες αυτά τα λαδικά! Ή: ο γερο-κολασμένος Φ. γύρεψε να ξεγελάσει ένα φτωχό κορίτσι …κλπ…κλπ.
   Είτα, ο Μπαλντογιάννης:
-         Αυτά, παπά μου, και να έχουμε και καλό ρώτημα… τώρα, δόσε μου την ευκή σου, και νάρθω να μου διαβάσεις την συγχωρητική ευκή… να χαίρεσαι το πετραχήλι σου!
-         Καληνύχτα, Γιάννη! ελπίζω, αυτές θα είναι οι ξένες αμαρτίες, οι τελευταίες που μου λες… αποφάσισε και συ μια φορά να πεις τις δικές σου, και τότε να σου διαβάσω την συγχωρητικήν ευχήν.

* * *

   Ας επανέλθωμεν εις τον Αποστόλην. Ούτος, μετά το δείπνον του, άφηνε την χαμαλίκαν του, το σχοινί του, εις μίαν άκρην, υπό την παγκέτταν της ταβέρνας, κι επήγαινε να κοιμηθεί.
   Εκατοικούσε μέσα εις ένα αχούρι εντός κήπου, εις την εσχατιάν της πολίχνης, κοντά στ’ Αλώνια. Επλήρωνεν εκεί μίαν δραχμήν ενοίκιον τον μήνα εις τον γερο-Άγγουρον, τον ιδιοκτήτην της αχυραποθήκης και του κήπου.
   Προ ολίγων χρόνων ακόμη έμενεν εις το πατρικόν του χαμόγειον σπιτάκι, το οποίον εσώζετο, πλην εσχάτως το είχε δώσει ως προίκα εις την αδελφήν του, την Χρυσήν, ορφανήν πατρός και μητρός, ορφανός ο ίδιος, την οποίαν είχε φροντίσει να υπανδρεύσει.
   Ήτο αδελφή πολύ νεωτέρα αυτού, ετεροθαλής, θυγάτηρ της μητριάς του, η οποία μετρίως είχε περιθάλψει τον πρόγονόν της. Ο Αποστόλης έδωκεν εις την αδελφήν του, όχι μόνον τον μικρόν οικίσκον, αλλά και πεντακοσίας δραχμάς, τας οποίας είχεν «από τις πλάτες του» κυριολεκτικώς.
   Εσχάτως, η αδελφή του, νεαρά ακόμη, είχε αποθάνει λεχώ, αφήσασα δύο ορφανά. Ο Αποστόλης δεν ηδυνήθη να κλαύσει.
-         Αχ! άλλη ορφάνια πάλι, είπε μόνον.
   Και ό,τι ηδύνατο, εβοηθούσε κάπως τα τάχιστα τεθέντα υπό την μητρυιάν ορφανά της αδελφής του.

* * *

   Μετά εν έτος, ο Αποστόλης αρρώστησε βαριά και απέθανε κατά Ιούνιον μήνα.
   Η χαμαλίκα του, παραπεταμένη επί ημέρας εκυλίετο παρά την γωνίαν του εξοχικού δρόμου, έξωθεν του κήπου της αχυραποθήκης.
   Την νύκτα της 23ης, οπότε εξημέρωνε του Αγ. Ιωάννου του Κλήδονα (ήτοι το Γενέσιον του Προδρόμου), οι μάγκες της γειτονιάς, ολίγον παρέκει, είχαν ανάψει μεγάλην φωτιάν, κι επηδούσαν άνωθεν ταύτης, κατά το έθος. Αφού έκαυσαν όλα τα κλαδιά του «καματηρού» (ήτοι των μεταξοσκωλήκων), όσα είχον κλέψει οι ίδιοι και όσα τους είχον δώσει οι γειτόνισσες, καθώς και τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς, μερικών οικιών, καθώς συνηθίζεται, εν από τα παιδιά είδε την χαμαλίκαν, και την εκλώτσησε προς τα εκεί.
-         Να, βρε παιδιά, η χαμαλίκα του συχωρεμένου τ’ Αποστόλη. Καλή είναι, τι λέτε;
-         Μην έχει βρυκολακιάσει ο Αποστόλης κι είναι κρυμμένος μέσα, βρε παιδιά! είπεν ένας άλλος μάγκας.
-         Ακόμα καλύτερα! Ρίξτε την στη φωτιά, να καεί ο βρυκόλακας!
   Η χαμαλίκα, ξεκοιλιασμένη, γεμάτη θρυμματισμένα άχυρα, φέρουσα επάνω της όλα τα ίχνη της καθημερινής επαφής με τόσα και τόσα τσουβάλια, και βαρέλια, και μπάλες εμπορευμάτων, ακόμη και πολλά μόρια πίσσης και ρητίνης, ριφθείσα εις το πυρ, ελαμπάδιασεν αμέσως, και επέτα τας φλόγας εις φοβερόν ύψος.
   Ο πρώτος μάγκας, ο Γιάννης ο Φύλακας, όπως εκαλείτο από τους άλλους, επήδησε τολμηρώς επάνω από την φουντωμένην φωτιάν τρεις φορές και συγχρόνως τού ήλθε να φωνάξει·
 -   Θε-σχωρέσ’ και τον καημένον τον Αποστόλη.
   Ο δεύτερος μάγκας, ο Μήτσος το Ψάρι, όπως τον ωνόμαζαν, διαδεχθείς τον πρώτον εις το πήδημα, ηθέλησε να παρωδήσει την επιφώνησιν, το «Θε-σχωρέσ’»· έτρεψε το αρκτικόν οδοντόφωνον δασύ εις ομοιοπνεύματον ουρανισκόφωνο, σχηματίσας ασεβές λογοπαίγνιον.
   Μόλις εξέφερε την φράσιν, και κατά παράδοξον σύμπτωσιν, η μεγάλη φλόγα εφούντωσεν ακόμη υψηλότερα, εις στήλην πυρός τρομακτικήν. Μικρόν απόκαυτρον επετάχθη και, παραδόξως, εκόλλησεν εις τα χείλη του Μήτσου.
   Μόνον επί τινα μόρια δευτερολέπτου έμεινεν αναμμένον το απόκαυτρον, κολλημένον εις το στόμα του μικρού μάγκα, πριν ούτος κατορθώσει να το αποπτύσει ή να το ξεκολλήσει με την χείρα του. Αλλά το μικρόν διάστημα ήρκεσε, διά να του καύσει και τα χείλη και την γλώσσαν.
   Το γεγονός δεν το είδον μόνον τα παιδιά, αλλά και δύο ή τρεις γυναίκες της γειτονιάς, αίτινες και το διηγήθησαν. Ως συγκυρία, ήτο πολύ παράδοξον.

  (1903)
  
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ   Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ

Το πήρα από την έκδοση του Γ. Βαλέτα. Έκανα αντιπαραβολή με την κριτική έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, χωρίς να υιοθετήσω όλες τις διορθώσεις της. Η έκδοση του Ν.Δ.Τ. εκσυγχρονίζει αρκετά την ορθογραφία, εγώ προχώρησα περισσότερο (μονοτονικό, υποτακτική κτλ.).

Χαμάλμπασης είναι ο αρχηγός των χαμάληδων. Το κεπένι είναι αυτό που λέμε κεπέγκι, δηλαδή το πορτόφυλλο.
Η φράση «τσίτσι φάτσι; γκίνε» είναι βλάχικα, και σημαίνει κάτι σαν «τι κάνεις; καλά», όπως λέει το Γλωσσάρι της έκδοσης του ΝΔΤ.
Η φράση «για τάλε, για μαξούρα» είναι κατά το γλωσσάρι παρεφθαρμένα αράπικα που σημαίνουν «γιά  έρχεσαι, γιά τις τρως» -το παραθέτω με άκρα επιφύλαξη.
Η φράση «άλτρος κάβος κονταρέμους» εμφανίζεται και στο διήγημα «Ο Πανταρώτας». Είναι ισπανοεβρέικα και κατά το Γλωσσάρι σημαίνει «θα μετρήσουμε άλλους κάβους», δηλαδή θα γνωρίσουμε κι άλλες παραλίες. Κι εδώ έχω πολλές επιφυλάξεις.


 A.  Papadiamantis
Kakomy
 (Short story)

Translation:
Vasileios Militsis

Among the lumpers of the seaside town, Apostoli Kakomi claimed the primacy. He was acknowledged by all as the chief of lumpers. He was famous for being able to lift on his back about four hundred and fifty pounds. He was bodily bent by birth, and had become more so because of his trade. When he bent to shoulder a burden, he used to say: “Once the sack is loaded upon my back, it moves by itself”.
He used to tell his colleagues that among the pack animals only the camel has the aptitude of kneeing to be loaded, and then, burdened, stands on its feet and walks away.
And this is not the only gift the camel possesses. Another faculty of the beast is to go without food for many days during a long trek, consuming its hump fat, supplying thus itself with food and refreshment. Apostoli Kakomi had seen many camels, as he sojourned some time not only in Egypt but also in diverse places, such as Smyrna, Salonika – with the Sephardic Jews – and on the Danube, as he was wont to brag. He could be said to be a globetrotter.
He spoke foreign languages; not only Turkish but Arabic, Aromanian and Ladino, as well. He knew to say: tsitsi fatsi? Gine1 and altros cavos contaremus2 and ya tale, ya maxura3, and other phrases. His colleagues held him in high esteem and regarded him as a sage.
He had a respectable family background of his birthplace, he acquired a tolerable education and he emigrated overseas. When he returned to his native land, everybody expected him to stay for quite some time, and if he did so, he was supposed have brought along some savings so as to set up a small business.
However, all of a sudden, one morning, he was seen at the seaside market, standing by the auction place, carrying his coolie’s back pannier and holding a small coil of rope.
-              What’s up, Apostoli? … Have you decided to become a lumper?
-              This is the most carefree job, replied Kakomi; I haven’t found a better one.
 ***
Indeed! After he had carried as many sacks of flour or pulses or any other merchandise as he would deign to carry in the morning, and had been paid by the load or in a down payment by agreement, he used to frequent Alexi Gatzino’s tiny café, and as soon as he drank his customary schnapps of masticha4, he started a row with Alexi, who was an odd fish and would pick on him:
-              You’re just cut out for this sort of job; you’re only fit to be a coolie.
-              As for you, Apostoli would reply laughing, you’re good for nothing, let alone being a coolie.
Then he exited from the shop’s other door leading to the upper town quarter, crossed the cobbled alley, and reached Uncle Marco Voulgari’s bakery. There, he would always order his usual daily pot of meal, which was ready at twelve noon.
He squatted down at the low table, by the doorpost of the bakery, grabbed half a loaf or preferably two bannocks, devoured the whole pot, drank a quart of wine, then dropped off to sleep either on the table itself or on the narrow stall of the nearby tavern and drove pigs to market6 for two and a half hours in summer and for only one hour in winter.
He would wake up leisurely, order his usual cup of coffee, smoke his occasional cigarette, if offered, and rarely would he relish a hookah. Afterward he got up listlessly, strolled about the market, hastened to where he was asked to carry some sacks, worked for not more than two hours in the afternoon.
If some urgent chore came up such as carrying and washing barrels by the sea, he would be vexed and yell to his would-be employer.
-              Leave it for tomorrow. Tomorrow is also another day.
He would then get rid of his gear and rope, and after he had been paid a few coins for his afternoon labor, he headed through a side street to the upper parish and gradually arrived at some joint or other, where wine was sold to the dock laborers. Many small time vine growers, disgruntled by the local grocers, would not sell them their wine wholesale, but they broached their casks and peddled their wine in retail at a higher price on the street or from door to door.
The tapstress at the pub very often happened to be an attractive woman, sometimes a young widow who gave the glad eye, and then the consumption of wine was faster and the inrush of boozers, especially on Sundays and feast days, was larger within and without the joint. The patrons sat on crude stools or on the stony ledge tippling and humming some tune or other.
Such joints were wont to be open at times, and especially in winter. Apostoli was acquainted with them all and was the first to savor the fragrant, pure wine, for he often served as the town crier and he heralded all over the various neighborhoods who has broached a cask of good wine. He was also a source of information on who has brought beans or onions onto the quay or if “a stranger sloop unloaded flour of good quality on the wharf… thereupon giving the necessary attestation, etc.”
Such were the places Apostoli frequented to wet his whistle. At first he would order to the man or the woman in charge his usual quart, and afterwards only five to six ounces. When he was through, he paid 20 pence for his quart and 5 for the rest. The bill therefore was discrepant, because the customary cost for the quart alone was 25 pence. He squatted on the ground or sat on the ledge or even on the tavern threshold, drank slowly relishing the fragrance of the wine and waited just for the church bell to sound the vespers. Immediately thereafter, he crossed himself, finished off his wine, and took his leave. He stopped at the church to light a candle.

* * *
In the evening, after sunset, he enjoyed a short camaraderie on kokoretsi5 with colleagues of the market. As soon as darkness fell, Kakomy paid fifteen pence buying some bread, cheese or olives along with some fish roe, and dined at a table of the seaside tavern. On such occasion he only drank five ounces of a watered down and adulterated wine without any fragrance – paying one penny. Things cost more here.
On fasting days he saved 30 to 40 pence on his daily pot of lunch as it was cooked without meat. These few coins were his contribution to purposes of his own, often to the aid of a certain ex laborer, called Hadji, who had grown very old, destitute and pitiable, and unable to work any longer because of his gouty feet.
* * *
When his was rebuked for and admonished against his excessive drinking, Apostoli would only plead:
-              God ‘elp me not to end up like Hadji!
And indeed, he did not end up so. Apostoli died at the age of fifty. He, the poor man, had also anticipated “his future”, like so many others!
In this issue, and in many other cases, he did not resemble Hadji – neither did he resemble his colleague, Baltoyanni, about whom he used to say:
-              If only I was at least like Baltoyanni, who has a wife and kids, and he’s gonna be looked after well in his old age… Just think on it! He buys more than a quart of wine every evening and takes it home… so that they’ll all get tight and won’t ask for more food!
This man in question, Baltoyannis, at the later stage of his life, took up carrying water from door to door. In this way, he had a lot of fun, which he was more than eager to convey it to others, as well.
On the other hand, in addition to his other virtues, Kakomy was meek, quiet and firm, both as a man and a worker. He paid no attention to general backbiting and machinations; neither did he care for issues outside his circle, nor did he snoop into the affairs of others. His old colleague, however, Baltoyanni kept always an ear out wherever he went: to the alleys, courtyards and houses. He would hear unfinished conversations, sparse words here and there, family altercations, and putting together this puzzle, he fabricated whole stories bragging that he knew every secret in the neighborhood.
“The good well”, wherefrom the town people preferred to get their water, was many hundred feet distant as it lay beyond the limits of every district. When Baltoyanni was on the way loaded with the enormous earthenware jug, he would laugh and often talk aloud to himself. He was fraught from the various neighborhoods with gossip, which he was unable to digest.
When in the evening he happened to come across Reverend Stamati, his father confessor, returning slowly from the vespers with his staff under his arm, Baltoyanni called him from afar bidding him to stop.
-              Father!... Reverend!
Reverend Stamati turned around.
-              What is this time, Yanni?
-              Wait a moment, Father! I’ve got to tell you, I can’t help it… I’ll fess up to unburden my conscience.
-              Now, in the middle of the street? … bless me, come to my cell, my child, so that I can give you absolution.
-              I can’t hold it any longer … I’m afraid I’ll tell my Rebecca. I’d better tell your holiness to get it off my chest.
He meant that he risked telling his own wife. If he confessed it to the priest, he would relax and ward off the temptation of divulging his secret.
And after the priest had stood on some corner of the street, Yanni, still carrying the jug on his shoulder, started off his yarn:
-              You can’t imagine what I’ve seen at the Upper Neighborhood today; such and such a woman was having a row with her husband and he was about to wallop her … then she began screaming and a whole throng gathered and there was quite a shindig! …
he couldn’t help laughing, but he restrained himself.
Or
-              You should’ve heard what happened today over at the Threshing Floors or at the Cow Pastures… that whatcha-call-er woman kicked her husband out of her dotal house… locked him out and told him never to set foot on the doorstep…
        Or
-              That old hag P. sowed discord between a husband and wife, who are now about to split up. … You can never know what sort of snoopy tattlers these old witches are!
Or
-              That old lecher F. tried to seduce a poor girl … and so on and so forth.
And then Baltoyanni went on:
-              That’s all, Father, and now, if I may ask, can you bless me, and tell me when I can come so that you may absolve me … God bless your stole!
-              Good night, Yanni! I do hope you’re telling me the last sins of others … so make up your mind that this time you’ll tell me your own for once, and then I’ll be willing to absolve you.
* * *
But let us go back to Apostoli. After his dinner, he usually left his back pannier and rope in a corner under the tavern stall and went to bed.
He lived in a hovel within a garden at the end of the town, near the Threshing Floors. He rented it at a drachma per month from old Angouro, the proprietor of the hovel and the garden.
Only a few years ago he used to live in the still standing family small cottage. This, however, was lately given as a dowry to his sister, Chryssi, for whom Apostoli had found a husband as both siblings were orphaned.
Chryssi, much younger than he, was his half-sister, his stepmother’s daughter. His stepmother had taken fair care of her stepson, and yet Apostoli gave his sister not only the small cottage, but also five hundred drachmas, which had scrapped literally “off his shoulders”.
Recently his sister, still young, died at childbirth, leaving behind two motherless children. Apostoli could only remark with tearless grief:
-              Woe! More orphans again.
And however he could, he hastened to help his two sister’s orphans, who soon had found a stepmother.
 * * *
One year later, Apostoli fell seriously ill and died in June.
His back pannier, cast off outside the garden hovel on the side of the country road, was being blown by the wind.
On the night of June 23, eve of St John’s feast, the swashers of the neighborhood made a roaring bonfire at some place in the street, and jumped over it, as it was the custom of the day. The kids fed the fire with all the mulberry branches – destined for the silkworms – some stolen and some given them by the womenfolk of the neighborhood; when they had also burnt the mayday wreathes of some houses, as it is wont, one of the kids spied out the back pannier and gave it a kick.
-              Hey, hey, guys, here’s late Apostoli’s pannier. That’s just right for the fire, what do you say?
One of the swashers said:
-              Hey, kids, perhaps Apostoli has turned into a vampire and hid inside it!
-              That’s even better! Throw it into the fire for the vampire to burn!
The back pannier, its padded part of grated straw disemboweled, bore all the traces of daily contact with innumerable sacks and caskets and bales of merchandise and smeared with tar and resin. When it was thrown into the fire, flared up quickly, the flames soaring sky high.
The first swasher, called Yanni the Guard, jumped boldly over the roaring fire and at the same time felt like shouting three times:
-              God rest the soul of poor Apostoli.
The second swasher, called Mitso the Fish, mimicked his friend and while jumping, he wanted to parody the exclamation of God rest his soul, and uttered the first word backwards, making thus a profane pun.
No sooner had he uttered the phrase than oddly enough, the big flame flared up even higher growing into a terrible pillar of fire. A flaming fragment was flung and strangely enough stuck onto Mitso’s lips.
The burning fragment stayed only a few seconds on the little swasher’s mouth before he could detach it with his hand and spit out its ashes. But this short interval of time was sufficient to scorch his lips and tongue.
The incident was attested not only by the kids but also by two or three women of the neighborhood, who related it. It was indeed a strange coincidence.
(1903)  

 Notes

1 tsitsi fatsi? Gine, Arumanian: How are you? Fine.
 2 altros cavos contaremus, Ladino: We’ll meet more adversities.
 3 ya tale, ya maxura, corrupted Arabic: you’d better come, or you’ll be thrashed.
4 masticha, a resin gathered from the mastic tree.
5 kokoretsi. A sort of liver and intestine wurst.
6 drove pigs to market. Snored noisily.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...