μουσικό δοκίμιο για τον Χρόνο
Μια σύγχρονη αισθητική πρόταση που
απευθύνεται σε μαζικό κοινό και έχει πολιτικό περιεχόμενο: η συναυλία
“In a Time Lapse” του Ludovico Einaudi στο Ηρώδειο
Κώστας Καραβίδας
Μάταια προσπαθεί κανείς να γράψει για τις εποχές εάν δεν τις έχει μέσα του
Henry David Thoreau
Ένας ολόκληρος λαός ασκήθηκε τα τελευταία χρόνια στο πεδίο του χρόνου, χάνοντάς τον ουσιαστικά μέσα από το χέρια του. Εκπαιδεύτηκε βίαια και εμπειρικά, μέσα από τη συντριβή, στην ιστορική κατανόηση του χρόνου, στην ανάπτυξη της ιστορικής αίσθησης και στην αξίωση για την υλική διαχείριση μιας ακανόνιστης πια καθημερινότητας. Με αυτές τις ψυχικές προδιαγραφές το αθηναϊκό κοινό συνάντησε στη σκιά της Ακρόπολης τον Ludovico Einaudi. Ο ιταλός δημιουργός έχει φροντίσει, με τον τίτλο της (In a Time Lapse - 2012), να υπομνηματίσει ερμηνευτικά για το κοινό την τελευταία του καλλιτεχνική δουλειά. Υποδεικνύοντας έτσι και κατευθύνοντας καταλυτικά την ακουστική της πρόσληψη. Στο βάθος της μουσικής του, όπως ομολογεί κάπου ο ίδιος, βρίσκεται η ανάγνωση του Henry David Thoreau και του μνημειώδους Walden.
Μόλις έπεσαν τα φώτα στο Ηρώδειο και βγήκαν στη σκηνή οι μουσικοί, ο συννεφιασμένος κι απειλητικός αττικός ουρανός έγινε φυσική σκηνοθεσία. Ο φινετσάτος ιταλός συνθέτης, δείγμα μιας τέχνης που ξέρει να χαμογελά και να έχει στυλ, παρέσυρε και καθήλωσε ένα κοινό που φάνηκε απρόσμενα έτοιμο να ακούσει μια μουσική πρόταση που διασχίζει τον άγνωστο χώρο μετά το ροκ, μετά τη τζαζ, μετά την κλασική, μετά την ηλεκτρονική μουσική. Μια μουσική πανδαισία που διδάσκει και απαιτεί την υπομονή και αναζητά δρόμους για τη νέα έκφραση.
Η συνάντηση του ιταλού συνθέτη με το ελληνικό κοινό έκρυβε απρόσμενο ηλεκτρισμό. Σαν να περίμεναν να ακούσουν ακριβώς αυτόν τον παρηγορητικό μουσικό λόγο οι άνθρωποι που συνέρρευσαν στο ρωμαϊκό θέατρο, σ’ ένα ακόμη μείζον καλλιτεχνικό sold out. Ο Einaudi στο Ηρώδειο συγκίνησε, καταπράυνε, γαλήνεψε, αναστάτωσε, κατέπληξε, γύμνωσε συναισθηματικά το υποψιασμένο, αν μη τι άλλο, κοινό του. Νέους και νέες της γενιάς μου, ό,τι απέμεινε στην Ελλάδα από νιάτα και μεσαία τάξη. Καλοβαλμένα μεγάλα παιδιά που δεν τα ρήμαξε (ακόμη) εντελώς η ανεργία και η επισφάλεια και δεν πήραν (ακόμη) τους δρόμους προς τη Δύση. Από αισθητικής πλευράς, παιδιά που από την ιστορία των μουσικών κινημάτων ζήσανε μόνο τον κορεσμό των ειδών και ψάχνουν σαν νυχτοπούλια, στο youtube και τα διαδικτυακά ραδιόφωνα, μουσικές ταυτότητες, αναζητώντας αυτό το όλο και πιο δύσκολο πια στη μουσική και την τέχνη νέο ρίγος.
Ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκος. Γι’ αυτό και τα καλλιτεχνικά έργα που θα εκφράσουν τις οδύνες (και τις ωδίνες) του θα πρέπει, αναγκαστικά, να παντρεύουν είδη, να στήνουν γέφυρες, να προτείνουν επιμειξίες, να ποντάρουν στην υβριδική συνθετότητα. Δεν αρκεί πια η αφελής και αθώα καλλιτεχνική απλότητα που πρόβαλλε η παλιά αισθητική. Έστω κι αν πάλι, μέσα από σύνθετους όμως δρόμους, στην απλότητα θα καταλήξει η τέχνη. Ο μινιμαλιστής Einaudi έδειξε πόση συνθετότητα μπορεί να λανθάνει στον μινιμαλισμό. Όντας ο ίδιος μια καλή εισαγωγή στη σύγχρονη κλασική μουσική, πιάνει το νήμα που συνδέει τον Satie και τον Debussy με τον Yann Tiersen και τον Philip Glass και διασχίζει ακροποδητί τα όρια ανάμεσα στο κλασικό και το New Age. Χωρίς να αγνοεί τους όρους της αγοράς και το mainstream, λύνει ευφάνταστα τον αισθητικό γρίφο σχετικά με το αν μπορεί το ποιοτικό να είναι και εμπορικό. Και αποδεικνύει ότι μια σύγχρονη αισθητική πρόταση μπορεί να απευθύνεται σε μαζικό κοινό και να έχει πολιτικό περιεχόμενο, όχι μονότροπο, αλλά εσωτερικά αναδυόμενο.
Ο Einaudi παρουσίασε μια μουσική πρόταση που ανιχνεύει στοιχεία από μιαν Ευρώπη που έχουμε ανάγκη. Και οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν θερμά. Με τις δημιουργικές εμμονές του παρούσες ο συνθέτης πετυχαίνει κάτι που καλλιτεχνικά σπάνια είδαμε στην ιθαγενή παραγωγή. Συνδυάζει τολμηρά το κλασικό με το ριζοσπαστικά μοντέρνο. Αυτός ο αισθητικός συνδυασμός είναι εγγενώς ανύπαρκτος για τη σύγχρονη ελληνική καλλιτεχνική έκφραση, που χωρίς μια στοιχειώδη ιστορική αστική ολοκλήρωση, παρεξήγησε και νόθευσε τόσο το κλασικό όσο και το μοντέρνο. Και περιορίστηκε, έστω με καλά αποτελέσματα, ειδικά στη μουσική και την ποίηση, σε συνδυασμούς του παραδοσιακού με το μοντέρνο ή ακόμη του λαϊκού με το λόγιο. Από τον Σαββόπουλο του ’60 μέχρι τον Θανάση Παπακωνσταντίνου η ίδια, ενδιαφέρουσα μεν, απουσία κλασικής γραμμής δε, μουσική διαδρομή.
Οι Έλληνες, εν μέσω κρίσης, λοιδορήθηκαν και αυτομαστιγώθηκαν αρκούντως. Φλύαροι λόγοι περί της κρίσης μίλησαν εκκωφαντικά για πολιτισμικά ελλείμματα και αδυναμίες. Την ίδια ώρα, η ζωντανή δημιουργικότητα, οι εσωτερικές εκρήξεις συνείδησης και καλλιτεχνικής έκφρασης, περνούν δίπλα μας απαρατήρητες. Και μια αλλαγή στάσεων και νοοτροπιών διαφεύγει, προκλητικά και μονίμως, της πολιτισμικής κριτικής. Που σε αντίθεση με τους συνήθεις λιβανωτούς και τις δοξολογίες της σύγχρονης λογοτεχνικής κριτικής, επιμένει σχεδόν μονόχορδα και μίζερα στην ανάδειξη παθογενειών, λαθών και ανεπαρκειών μας. Όμως θα πρέπει να το πούμε περήφανα και να το αναδείξουμε. Οι Έλληνες γέμισαν το Ηρώδειο του Einaudi και σνόμπαραν τη Lady Gaga (πόσα κείμενα πολιτισμικής κριτικής για χάρη της…), αφήνοντας επιδεικτικά άδειο το Ολυμπιακό Στάδιο. Κι αυτό είναι κάτι…
Ο ιταλός συνθέτης με την εξαμελή μπάντα του άπλωσε νότες και μελωδίες στον (κυριολεκτικά και μεταφορικά) συννεφιασμένο αττικό ουρανό σαν να επρόκειτο για μουσικό-φιλοσοφικό δοκίμιο. Κι έπλεξε μια μουσική σπουδή στον Χρόνο. Στον χαμένο χρόνο. Που μετριέται με σιωπές και εκρήξεις, υπό το βάρος πια του αφόρητου παροντισμού (Francois Hartog). Ίσως απ’ αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο που το έργο ηχογραφήθηκε σε ένα μοναστήρι της Βερόνα, σε συνθήκες μόνωσης και συναισθηματικής συγκέντρωσης. Όλα τα μουσικά όργανα στη συναυλία (πιάνο, έγχορδα, κρουστά και ηλεκτρονικοί ήχοι) συμμετείχαν σε αυτή τη μουσική ερμηνευτική του χρόνου. Οι μουσικές του Einaudi φτάνουν στο μεδούλι του χρόνου, διαπερνούν την παιδικότητα, την οποία χρωματίζουν με κρουστούς ήχους που παραπέμπουν σε κινήσεις μαριονέτας, αναδεικνύοντας το κυρίαρχο αίσθημα που κατακλύζει τις ζωές των ανθρώπων: τον τρόμο. Το πιο αυθεντικό και δεσπόζον αίσθημα της παιδικότητας που συνοδεύει την ενήλικη ζωή.
Τα διαρκή ανεβοκατεβάσματα του ρυθμού, σαν του κύκλου τα γυρίσματα που τελειωμό δεν έχουν, η εμμονική προσήλωση στην απόδοση των μουσικών θεμάτων, με παύσεις εύγλωττες και εκφραστικές, η δραματοποιημένη και καθηλωτική χρήση ακόμη και του τελευταίου μουσικού δευτερολέπτου είναι τα βασικά μοτίβα μιας μουσικής διερεύνησης της θέσης του ανθρώπου απέναντι στον ομηρικό πανδαμάτορα χρόνο. Μπαρόκ και ιταλική παραδοσιακή μουσική, απλοποιημένη κλασική (φαντάζομαι τις ενστάσεις των «κλασικών» της κλασικής…), αλλά και instrumental pop μιξάρονται σε μια τεράστια ποικιλία ηχοχρωμάτων και συναισθημάτων. Όμως, όλο το μουσικό παιχνίδι του Einaudi, ειδικά στη συναυλιακή εκδοχή του Ηρώδειου, δικαιώνεται στις ηλεκτρονικές του απολήξεις. Γιατί εκεί, στον ηλεκτρονικό ήχο, καταλήγει εν τέλει ο μουσικός διάλογος οργάνων και ήχων. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα τόσο σύγχρονο, νεανικό και εναργές.
Το οργιαστικό ροκ φινάλε του ανκόρ (με μπουζούκι αλλά και με ένα βιολοντσέλο να ηχεί σαν τρελή νησιώτικη λύρα) έφερε πάλι τη σκέψη στους Έλληνες. Στην τλημοσύνη και την εφαρμοσμένη βιοσοφία της κρίσης. Το κοινό κράτησε την αναπνοή του για δύο ώρες, για να ξεσπάσει στο τέλος χορεύοντας διονυσιακά και αφήνοντας αμήχανους και χαμένους τους μουσικούς που ένιωσαν στις ζητωκραυγές του τέλους μια θερμότητα σπάνια για κλασικές μουσικές παραστάσεις.
Ελεγειακός και δραματικός, επικός και συναισθηματικός, αφηγηματικός και στοχαστικός, ερωτικός και διδακτικός ο Εινάουντι στο Ηρώδειο αποτέλεσε ένα μουσικό γεγονός με κοινωνικές προεκτάσεις. Επιβεβαίωση αναμενόμενη και αισιόδοξη ότι στην Ελλάδα της κρίσης όλες οι μουσικές του κόσμου ακούγονται πλέον αλλιώς.
Πηγή:ΧΡΟΝΟΣ 18 (10.2014) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου