Ο Θωμάς Κοροβίνης γι' αυτούς που αγαπάει Μιλάει στον Χρήστο Παρίδη και διαλέγει αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του "Τα αγαπημένα"
Πηγή: www.lifo.gr , 23/10/14
[...........' Ήμουν τυχερός που διορίστηκα στο δημόσιο ως καθηγητής φιλόλογος το ’82, και μάλιστα στο νομό Θεσσαλονίκης. Δούλεψα σε διάφορα Γυμνάσια και Λύκεια. Στους μαθητές μου έδωσα τον ανθό. Δεν ήμουν ο κλασικός τύπος καθηγητή, εκόμισα «καινά δαιμόνια». Πάντως πέρασα καλά με τα παιδιά. Κι εκείνα μαζί μου ακόμη καλύτερα. Βγήκα στη σύνταξη το 2010 υπηρετώντας τα τελευταία χρόνια στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Δε μπήκα ποτέ σε σχολείο του κεντρικού άστεως, έστω και στο τέλος της εκπαιδευτικής μου θητείας, -οι άλλοι είχαν πιάσει τα πόστα είκοσι χρόνια πριν, δεξιοί κι αριστεροί (για κεντρώους δε συζητώ, δεν υπάρχει για μένα κέντρο, το κέντρο είναι μια μουτσούνα της δεξιάς), -δεν είχα, φαίνεται, τα προσόντα. Ώρες ώρες νιώθω σαν μια αποθήκη από μελωδίες και στίχους.
Με την απόλυσή μου απ’ τον στρατό, -ύστερα από έναν έρωτα ανεπίδοτο που με μάρανε-, γύρω στο’ 80, άρχισα παίζοντας λίγο μπαγλαμά και με τη βοήθεια μαθητών μου λαϊκών μουσικών να σκαρώνω τα τραγούδια μου. Απ’ αυτό τον σεβντά γεννήθηκαν πολλές λαϊκές ή λαϊκότροπες μελωδίες, σε ύφος ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο Καζαντζιδικό του’ 60, και λίγα τραγούδια γραμμένα στα τούρκικα. Βγήκανε τρεις ολοκληρωμένες μουσικές εργασίες, αρκετές συμμετοχές σε δίσκους άλλων και πάρα πολλές συνεργασίες σε πάλκα. Οι κυριότερες συνεργάτιδές μου είναι η Βούλα Σαββίδη, η Μαρία Φωτίου, η Τουρκάλα Ντιλέκ Κοτς, όλες καταπληκτικές, και η αισθαντικότατη Λιζέτα Καλημέρη, πολύτιμη φίλη και ηγερία μου. Πολλοί μουσικοί οι συνεργάτες μου, όπως ο Λάρυ ο μπουζουξής και ο μόνιμος κιθαρίστας μου Σταύρος Κρομμύδας, παιδιά τζιμάνια. Και πολλές, σποραδικές αλλά επεισοδιακές πάντοτε εμφανίσεις. Ποτέ δεν πήγα για καριέρα και σπάνια να τραγουδήσω για διαφήμιση το ρεπερτόριό μου. Κατά το κέφι μου οργανώνω μεγάλες συναυλίες έχοντας μελετήσει πριν τα θέματα-αφιερώματα και επιλέγοντας τον αφρό.
Ανθολογούνται συνολικά ογδόντα οχτώ προσωπικότητες. Ξεκινώ την ανθολόγηση απ' τον Χριστιανόπουλο που υπήρξε στενός μου δάσκαλος και διατρέχοντας το σώμα της λογοτεχνίας φτάνω μέχρι τον ηλικιακά νεότερο Σκαμπαρδώνη που είναι συνομήλικός μου, συμμαθητής και συμφοιτητής μου και παραμένει αναφορά ζωής.
Τα τελευταία χρόνια μοιράζω τη ζωή μου ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και το χωριό Πλατανίδια του Πηλίου. Η μάνα φύση με αποπλανά, στοχάζομαι σκάβοντας τη γη, μαγειρεύω τα επόμενα έργα μου μεγαλώνοντας καρποφόρα. Από το 2009 και κάθε πρώτο Σάββατο του Ιουλίου οργανώνω στο κτήμα μου βραδιά πανελλήνιας συνάντησης λογοτεχνών και μουσικών αφιερωμένη σε διαφορετικό κάθε φορά θέμα. Κάπου-κάπου λόγω υποχρεώσεων κατεβαίνω στην Αθήνα που την αγαπώ ιδιαίτερα. Σαν χωριατόπαιδο, η Θεσσαλονίκη μου φαινόταν μεγαλούπολη. Όταν την κέρδισα, την ξεπέρασα. Σαν Σαλονικιός-δικαιολογημένα ή όχι- κρατώ ένα μικρό σύμπλεγμα μειοδοσίας απέναντι στην πρωτεύουσα αλλά το σμίξιμό μου με την Πόλη μου ’δωσε ένα αλλιώτικο αέρα, ας πούμε πιο κοσμοπολίτικο, που με κάνει να την αφήνω πίσω. Δεν είναι κομπαστικά αυτά, η βιογραφία κάθε ανθρώπου είναι γεμάτη εκπλήξεις, κι ο κάθε τόπος που μας σημαδεύει μας αλλάζει χωρίς να το καταλάβουμε. Οι επισκέψεις μου στην Κωνσταντινούπολη έχουν αραιώσει πολύ, καθώς η επέλαση της παγκοσμιοποίησης και του μυξοευρωπαϊσμού τα τελευταία χρόνια μου ’χει στερήσει τα στέκια μου και την έχει κάνει να χάνει σταδιακά την ταυτότητά της-κάτι που έγινε λίγο πριν και σε μας- και να είναι πια αγνώριστη. Μου έσβησαν σχεδόν όλες τις ζωντανές μέχρι πρότινος αναφορές μου στην Πόλη και τη Σαλόνικα. Στην εποχή των γιάπηδων, οι μποέμηδες χώνονται στη στρούγκα(που θα’ λεγε κι ο φίλος μου Αργύρης Μπακιρτζής).
Δεν ξέρω σε πόσους και σε ποιους συγγραφείς συμβαίνει, πιστεύω σε λίγους, μα προσωπικά έχω μεγάλη έγνοια να περάσω στη λογοτεχνία ένα μέρος της ζώσας ιστορίας, εκείνο που αναλογεί στο βίο μου, έτσι απογράφω ό, τι σημαντικότερο «ανθίστηκα», μπας και μείνει κάτι και στους επόμενους. Όλα χάνονται στην εποχή μας στο τσακ, «ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών», λέει ο Ελύτης. Η εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο κλονίστηκε σοβαρά έπειτα από σειρά μηνύσεων –για μια φωτογραφία μου με ανατολίτικο καλπάκι και τσιγάρο στο χέρι που μου χάρισε- («ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου») ένας δικομανής, ηθικά ανερμάτιστος τύπος –πρώτη φορά στη ζωή μου, εύχομαι και στερνή, πέρασα στην κόλαση των ύβρεων, στην παραφορά της «αράς». Η πείρα μου μ’ έχει διδάξει ότι η παραδοπιστία δεν είναι ίδιον των ελάχιστων. Ξέρω, προφάσεις είναι οι θεοί, υπεράνω όλων ο Μαμωνάς. Αν όμως καταλήξω ότι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, είναι αργυρώνητοι, τότε, ας σκαρφαλώσω καλύτερα σε κάνα βράχο, στο πιο ψηλότερο βουνό που λέει ο Λουκάς Νταράλας. Μήπως να μη μιλάμε για ιδεολογίες πια; Να πιαστώ απ’ τον Πεντζίκη; (μπα, δεν το θέλω!) : «Και τι ωφελούν οι ιδέες σ’ έναν διαλυμένο, σαν κομμένο γάλα κόσμο; Καταντούν σκουπίδια!». Αυτά εν συντομία είχα να πω. Και να δηλώσω ότι αντικρίζω τη ζωή με ευγνωμοσύνη και τους ανθρώπους, -παρά τα χουνέρια και τα καζίκια-, θέλω να ελπίζω ως το τέλος, με ματιά σπλαχνική και πάντοτε διακαώς ερωτική.
Η σειρά αυτών των βιβλίων που ξεκινά είναι μια έξυπνη ιδέα του φίλου εκδότη Νώντα Παπαγεωργίου μα και μια πρόκληση. Πρόκειται για μια καταβύθιση στο «είναι», ταυτόχρονα μια απαιτητική συνομιλία με πνευματικούς ανθρώπους-σταθμούς της ζωής. Θα μπορούσε να έχει τίτλο «Ο συγγραφέας και οι καταβολές του» ή «η λογοτεχνική καταγωγή του συγγραφέα» ή «η κληρονομιά των προγόνων λογοτεχνών» -κάπως βαρύγδουπο αυτό- ή «η λογοτεχνική μου οικογένεια». Οι καλύτεροι δάσκαλοί μου μέχρι τα πρώτα νιάτα ήταν «αμόρφωτοι», -τι αμόρφωτοι, κάποιοι ήταν αναλφάβητοι- όμως άξιζαν ο καθένας δέκα πανεπιστήμια-, η γιαγιά μου η Ελπινίκη, μερικοί ψαράδες του χωριού μου, δυο τρεις γειτόνισσές μου, πρόσωπα της νεανικής μου αλητείας...
Ανθολογούνται συνολικά ογδόντα οχτώ προσωπικότητες. Ξεκινώ την ανθολόγηση απ’ τον Χριστιανόπουλο που υπήρξε στενός μου δάσκαλος και διατρέχοντας το σώμα της λογοτεχνίας φτάνω μέχρι τον ηλικιακά νεότερο Σκαμπαρδώνη που είναι συνομήλικός μου, συμμαθητής και συμφοιτητής μου και παραμένει αναφορά ζωής. Η ανθολόγηση βασίζεται –προς άρσιν παρεξηγήσεων- στην προσωπική πρόσληψη και επιλογή του ανθολόγου. Ασφαλώς είναι πολύ περισσότερα τα λογοτεχνικά έργα που μ’ έχουν επηρεάσει και οι πνευματικές προσωπικότητες που έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδιαμορφώσει ένα μέρος του λογοτεχνικού μου πορτρέτου.
Για όσους συγγραφείς (και τίτλους), απόντες ή παρόντες παραλείπονται, ας μου συγχωρεθεί, κάτι πάντοτε μας ξεφεύγει, είναι απαιτητικό και λεπτό το εγχείρημα, είναι και το ζήτημα της οικονομίας χώρου. Το να μην ανθολογώ απ’ τους κλασικούς τον Σικελιανό, τον Άγρα, τον Πρεβελάκη ή τον Δούκα, και απ’ τους νεότερους τον Μαρκόπουλο, τη Ρούκ, τη Λαϊνά ή τον Βαρβέρη, δε σημαίνει καθόλου ότι τους βρίσκω παρακατιανούς. Μάλλον είμαι άτυχος που κάποιες συναντήσεις δεν προέκυψαν, ενώ μπορεί να στάθηκαν σταθμοί για μένα δημιουργοί που λογαριάζονται στους ελάσσονες και να μη με σημάδεψαν άλλοι που θεωρούνται «κορυφαίοι». Εξάλλου η γνωριμία μ’ έναν συγγραφέα συχνά είναι σύμπτωμα επιλεκτικής τύχης, να πέσει το βιβλίο στα χέρια σου, να στο συστήσουν, να το μυριστείς σα λαγωνικό, να ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία σου, να ’ναι η γραφή και το περιεχόμενο μέσα στα πράγματα την εποχή που σκάει, να τον ψάξεις εσύ ή, το πολύ σπάνιο, αν είσαι τυχερός- να σε ανακαλύψει εκείνος. Πέρα των ανθολογουμένων, -με τον πάντοτε ελλοχεύοντα κίνδυνο να μου «ξεφύγουν»- γνώρισα και αγάπησα πολύ το έργο και άλλων πολλών νεότερων συγγραφέων, μεγαλύτερων ή μικρότερων από μένα, χωρίς όμως να επηρεαστώ ιδιαίτερα, αφού τα βασικά συστατικά της συγγραφικής μου προσωπικότητας είχαν στερεωθεί. Ακολούθησαν ο Καστανάκης, ο Γονατάς, ο Κοτζιάς, ο Καχτίτσης, ο Χειμωνάς, ο Νόλλας, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Παπαδημητρίου, ο Αλαβέρας, ο Σφυρίδης, ο Γιατρομανωλάκης, ο Ξανθούλης, η Μήτσορα, ο Μόντης, ο Βρεττάκος, ο Λειβαδίτης, ο Βαλαωρίτης, η Δημουλά, ο Κύρου, η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, ο Ευαγγέλου, η Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ, η Νατάσσα Χατζιδάκι(Μαρίνα), η Μαστοράκη, η Λαϊνά, ο Χαραλαμπίδης, η Αλαβέρα, ο Τραϊανός, ο Καλοκύρης, ο Λιοντάκης, ο Μαρκόπουλος, ο Βαρβέρης, ο Ίσαρις, ο Κοντός, ο Υφαντής, ο Χιόνης, οι κοντινοί μου, που έτσι κι αλλιώς δε χωράνε στην παρούσα ανθολογία, η Κορομηλά, ο Κάτος, ο Σουρούνης, ο Δαββέτας, ο Δημητρίου, ο Ραπτόπουλος, ο Κοντολέων, ο Βασιλειάδης, η Δεληγιώργη, η Χουζούρη, ο Μίγγας, ο Γρηγοριάδης, ο Ακρίβος, ο Μήτσου, ο Ατζακάς, ο Καλούτσας, ο Σερέφας, η Κουγιουμτζή, η Νικολαίδου, ο Ζαφειρίου, η Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου, η Μπακονίκα, οι νεώτεροι Μακριδάκης, Γεννάρης και Οικονόμου και αρκετοί άλλοι. Α, ξέχασα τον εκπληκτικό «Οργισμένο Βαλκάνιο» του –και εκπληκτικού- σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη. Τι θέλει η λογοτεχνία για να προκόψει; Δημιουργική φαντασία μα κυρίως επίμονο χάζι. Φαίνεται πως έχω πολύ δυνατή μνήμη και κρίση. Μα προπαντός πολύ έντονα ασκημένη παρατηρητικότητα. «Φωτογραφίζω» όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος, όπου κι αν βρίσκομαι, και «παγιδεύω», φυλακίζω μέσα μου όσα μ’ εντυπωσιάζουν. Γίνεται από φυσικού μου, χωρίς στόχευση, -ίσως να έχει σημασία ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας μου-, πάντως όλη αυτή η σοδειά πρέπει να είναι γερή παρακαταθήκη για την δημιουργία. Τι άλλο θέλει η τέχνη για να προκόψει; Και ταλέντο βέβαια. Αλλά και δουλειά πολλή, οργανωμένη, συστηματική, όπως και πείσμα. «Με το πείσμα επικυρώνουμε το ταλέντο μας», λέει ο Σταντάλ», θέλει γινάτι συνειδητό. Κι ένα τελευταίο : θέλει να ζεις! Στα τολμηρά και στα γεμάτα! Χωρίς ισχυρά βιώματα δεν πας πουθενά. Οι δυνατές εμπειρίες είναι προίκα ανεκτίμητη για τα δημιουργό. Άμα φαντασιώνεσαι το βίωμα, βγαίνεις ψεύτικος, εκτός αν είσαι μάγος στην απάτη. Οι καλύτεροι δάσκαλοί μου μέχρι τα πρώτα νιάτα ήταν «αμόρφωτοι», -τι αμόρφωτοι, κάποιοι ήταν αναλφάβητοι- όμως άξιζαν ο καθένας δέκα πανεπιστήμια-, η γιαγιά μου η Ελπινίκη, μερικοί ψαράδες του χωριού μου, δυο τρεις γειτόνισσές μου, πρόσωπα της νεανικής μου αλητείας, η θητεία μου στο πεζικό, -που μπορούσα να την αποφύγω –άμα θες να γλιτώσεις, πούλα «αδερφοσύνη ή τρέλα» μου’ χε πει ο αείμνηστος φίλος, σπουδαίος συγγραφέας Γιάννης Πάνου μα εγώ προτίμησα, τι μαζοχισμός!, να πάω φαντάρος, έτσι θα γνώριζα όλα τα σουσούμια κι όλο τον πλούτο και τη βρώμα του λαού, και έτσι έγινε- ο θησαυρός απ’ αυτές τις κληρονομιές είναι αστείρευτος. Ύστερα κράτησα τη ζωή απ’ το χέρι και την άφησα να με περπατήσει. Συχνά σε μονοπάτια κακοτράχαλα. Από κει και πέρα λογαριάζω δασκάλους μου πολλούς αλλά κυρίως δύο εξωπανεπιστημιακούς, τον Χριστιανόπουλο και την Διδώ και δύο ακαδημαϊκούς, τον Σαββίδη και τον Μαρωνίτη. Magnify Image.
Τον Ντίνο τον διάβασα και τον μελέτησα πολύ νωρίς• τον πήρα πρέφα και τον ξεκοκάλισα, τον θαύμαζα ως ποιητή ξεχωριστά. Στο μικρό φιλόξενο κουτούκι της «Διαγωνίου» -«Μικρή πινακοθήκη» την βάφτισε μα τη μετέτρεψε σε άτυπο «μικρό κέντρο πολιτισμού» της Θεσσαλονίκης- με πήγε ο πανεπιστημιακός μου δάσκαλος Πάνος Πίστας. Ήμουνα είκοσι δύο χρονών. -Σε συμπάθησε ο Χριστιανόπουλος, πράγμα ασυνήθιστο, μου είπε την επομένη, ίσως επειδή είσαι από χωριό. Κολακεύτηκα αλλά μου φάνηκε και αστεία η προτίμηση. Για ποιο λόγο να μυθοποιoύμε τον κόσμο της επαρχίας; Εμείς τα ξέραμε τα χωριά, κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη! Σιγά να μην ήταν οι άνθρωποι εκεί λιγότερο χαλασμένοι! Αμέσως άρχισε μια πολύ εγκάρδια φιλία και μια μαθητεία στενή. Τον πόνεσα πολύ σαν άνθρωπο, τον σπλαχνίστηκα για τα πάθη του, επαινώ τον αγώνα που έδωσε προπαντός στα νιάτα του, γιατί τον χτύπησαν άγρια(χρόνια είχε να γραφτεί στην Ελλάδα τόσο τολμηρή και εξομολογητική ποίηση με τέτοια επιγραμματική συμπύκνωση) και δεν ξέρω αν τον έχει αγαπήσει κανείς τόσο βαθιά σαν εμένα.
Του’ χω αφιερώσει κι ένα μου –μη ηχογραφημένο- τραγούδι : Ντίνο, την νιώθω αυτή τη μοναξιά, φώλιασε και μου τρώει τα σωθικά μα συνηθίζω να παλεύω στη ζωή μου να φέρω βόλτα την περίπτωσή μου. Όταν η απόγνωση μου πνίγει την καρδιά, στα ποιήματά σου αναζητώ παρηγοριά, τους έρωτες σου, αδερφέ μου, προσκυνώ και σαν εσένα ασυμβίβαστος γυρνώ. Ψάχνω γι’ αγάπη, βρίσκω ασυδοσία, αισχρά πληρώνω τη μικρή μου ελευθερία, σ’ αυτή την πόλη που και μένα έχει σφραγίσει νύχτες πολλές έχω κοντά σου μαρτυρήσει. Οι ιστορίες μου με τον Ντίνο είναι ατέλειωτες, και μεταξύ μας και με παρέες. Θα μπορούσα να σκαρώσω τόμους πικάντικων ανεκδότων και διδακτικών αφηγημάτων που πηγάζουν απ' την κοινή μας ζωή ή από την ιδιαίτερα πρωτότυπη θυμοσοφία και την ανεξάντλητη και θαυμαστή παραμυθολογία του. Ξέρω πως θα του άρεσε κι εκείνου πολύ. Και σε σας το ίδιο. Κέρδισα πολλά απ’ τις αστείρευτες γνώσεις και τις χρήσιμες παραινέσεις του, («απ’ το σπίτι σου χωρίς βρακί θα βγαίνεις, χωρίς μολύβι και χαρτί δε θα βγαίνεις»), φυλάχτηκα όμως απ’ τις ατέρμονες προκαταλήψεις του(«καλούτσικη ποιήτρια η τάδε και λαμπερή γυναίκα αλλά σκατοχαρακτήρας, παράτησε τον άντρα της για έναν πορδόμαγκα»). Είχα αρνηθεί δυναμικά στα δεκαοχτώ μου τις αυθαιρεσίες του φυσικού μου πατέρα, είχα σηκώσει κεφάλι μια για πάντα στις πουριτάγκες κι είχα στραφεί από παιδάριο φανατικά προς τα αριστερά• δε θα ’βαζα με τίποτε στα νιάτα μου κεγαγιά στο κεφάλι μου μιαν ιδιότροπη «πεθερά». «Είσαι νόστιμος και θα το πληρώσεις ακριβά. Η τέχνη, μωρό μου, θέλει κουσούρι!». «Και τι να κάνω δηλαδή; Να χαρακώσω τη μάπα μου ή να σακατέψω το χέρι μου;» (Ξέρω, ήθελε να πει, παράτα τα τσιλιμπουρδίσματα και πέσε με τα μούτρα στη δουλειά ώσπου να γίνεις φυματικός!) Μα τίποτε απ’ αυτά δεν αποδείχθηκε στην πορεία. Και χωρίς αναπηρία υπηρέτησα μια χαρά την τέχνη και με την παντιέρα της ερωτικής μου νιότης πρόσω ολοταχώς σάλπαρα στ’ ανοιχτά και πέρασα μέγκλα. Έζησα και στις δυο περιοχές μικρούς –όχι τεχνητούς- μα αυθεντικούς παραδείσους. Οι ιστορίες μου με τον Ντίνο είναι ατέλειωτες, και μεταξύ μας και με παρέες. Θα μπορούσα να σκαρώσω τόμους πικάντικων ανεκδότων και διδακτικών αφηγημάτων που πηγάζουν απ’ την κοινή μας ζωή ή από την ιδιαίτερα πρωτότυπη θυμοσοφία και την ανεξάντλητη και θαυμαστή παραμυθολογία του. Ξέρω πως θα του άρεσε κι εκείνου πολύ. Και σε σας το ίδιο. Θα πω μόνο ένα. Το φθινόπωρο του 1987, με αφορμή την επικείμενη μετοικεσία μου στην Πόλη, έκανα τραπέζι στους φίλους μου σ’ ένα ταβερνάκι στα Κάστρα, σαν εκείνο που περιγράφει ο Τσίρκας στη «Νυχτερίδα». Κάποια στιγμή γυρίζει η μάνα μου σε μένα : -Θα πω κάτι στον κύριο Ντίνο αλλά εσύ δε θ’ ανακατευτείς. –Εντάξει, λέω. Τον ρωτάει λοιπόν : -Κύριε Ντίνο, εσάς το παιδί μου σας ακούει. Δεν του λέτε να παντρευτεί; Και ο Ντίνος: -Ακούστε κυρία Παρασκευούλα μου, εμείς περνάμε καλά. Να αφήσετε το παιδί ήσυχο. Ο γάμος είναι για της γυναίκες. Αν ήταν στη ζωή η μαμά μου, θα ψαχνόταν ακόμη! Ελπίζω να μην τον αδικώ! Ανάμεσα στις συχνές ακριτομυθίες και τον μυστήριο(παθολογικο;) φθόνο που όχι σπάνια τον καταλαμβάνει –και οι ριπές του συχνά μ’ έχουν λαβώσει βαριά-(αν και δεν είναι ο μόνος δάσκαλός μας πάσχων απ’ το σύνδρομο του Κρόνου• εξαιρούνται ελάχιστοι) και την ευγνωμοσύνη που του οφείλω, έχω διαλέξει πολύ συνειδητά το δεύτερο. Η ανιδιοτελής προσφορά του στον πολιτισμό είναι μοναδική και ανυπολόγιστη. Να μην πω ότι δεν έχει όμοιό του! Η ιστορία της «Διαγωνίου» και μόνο είναι μια σπουδαία σύγχρονη πολιτιστική παράδοση, ένα θαύμα! Μπορεί όλους να τους «τσούζει», -τα γνωστά του τερτίπια είναι τρόπος ζωής-, αλλά απ’ το σχολειό του βγήκαν και πρόκοψαν πολλά και κάθε λογής ταλέντα και ταλεντάκια. Του χρωστάμε λοιπόν όλοι μας. Αλλά και η απλή, γενναία, αντικομφορμιστική, αφτιασίδωτη, «μοντέρνα» ποίησή του, έχει γεννήσει μικρά, άφθαρτα τζοβαΐρια.
Ολόκληρη η συνέντευξη ΕΔΩ=> Ο Θωμάς Κοροβίνης γι' αυτούς που αγαπάει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου