MEΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ
Όταν το πρωτάκουσα, ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και σαν
έφτασα εικοσάχρονο παλικάρι, έλεγαν ακόμη για κείνο, με τον ίδιο θαυμασμό και
περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι, που βρίσκεται στον κόρφο
του Βόλου! Το γιούσουρι, που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της
θάλασσας· ώρες χαμηλώνει και γίνεται κάστρο αγύριστο, με τους ρόζους και
τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ’ αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο!
Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί
σ’ αγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σα σίδερο, δυνατό σα λέοντας,
ψυχωμένο κι αθάνατο σα στοιχειό.
Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβησαν από τη θύμηση των
ανθρώπων τώρα. Εκείνοι που ονειρευτήκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη
γη ή και στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που πήγαν γυρεύοντάς το, δε δευτέρωσαν
το σκοπό τους.
Έχει, σου λένε, κατιτί πλάνο κι επίβουλο, και αλλάζει χρώματα και αλλάζει
σχήματα και γλιστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν
ωκεανόψαρο, που λύνεται το σώμα με το πρώτο αντίκρισμα.
Εγώ, από μικρός που το άκουα, μ’ έπιανε κατιτί
παράξενο. Φόβος και μαζί πείσμα.
Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα
και φράζει τα ποτάμια μονάχα με τα γένια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του
Αλέξαντρου η αδερφή, που γυρίζει τη θάλασσα και στο πικρό άκουσμα βουλιάζει τα
πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά κι ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και
τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του. Μα ένα δέντρο
εκεί, του νερού πλάσμα, θρέμμα του άμμου και να κάνει τόσα θάματα! Μπα, ντροπή
μας! Άκουα τους άντρες λεβεντοθρεμμένους και να μιλούν γι’ αυτό με τόσο
σεβασμό, σα να μιλούσαν για το Τρισυπόστατο. Τι διάβολο! Εκείνοι μια φορά
έβαλαν τα στήθη τους εμπρός στο κανόνι του Τούρκου! Πήδηξαν με αναμμένο δαυλί
στις μπαρουταποθήκες του! Είδαν το θάνατο χίλιες φορές, και δεν τόλμησαν να
ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν μπορούσα να το χωνέψω.
«Δε μου λες, πατέρα» κάνω κάποτε του γέροντά μου, «τι
είναι αυτό το γιούσουρι;».
«Ξύλο, παιδί μου, σαν και τ’ άλλα· θαλασσόξυλο.
Αν θέλεις να το μάθεις, σύρε να ιδείς την πίπα μου».
Πάω μέσα, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια
πίπα χοντρή και μεγάλη με ρόζους, μαύρη κατάμαυρη σαν έβενος.
«Μπα, τούτο είναι το γιούσουρι; Το κόβουν λοιπόν;».
«Το κόβουν, λέει; Αφού το ’χεις στα χέρια σου! Έκοψα
πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς».
«Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψεις και το γιούσουρι του
Βόλου;».
Πέτρωσε ευθύς το χαμόγελό στα χείλη του· σοβαρεύτηκε
το πρόσωπό του. Γύρισε και με κοίταξε αφαιρεμένα, σα να έλειπε ο νους από το
κεφάλι του.
«Α» είπε, «το γιούσουρι του Βόλου δεν είναι το ίδιο.
Πήγα μια φορά κι εγώ. Μα λίγο έλειψε να αφήσω δίχως άντρα τη μάνα σου».
«Αφού κόβεται…»
«Κόβεται, όταν είναι μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είναι
δάση ολάκερα. Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι, αρπάζουν και κανένα κλαρί. Έτσι
κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήσει, δεν το κόβει ούτε η ρομφαία
του Αρχάγγελου».
«Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται;»
«Κοιμάται― μπορεί να κάμει δίχως ύπνο; Μα εκείνο
στοίχειωσε πια! Ζει με τους αιώνες― ποιος ξέρει από πότε. Να ιδείς των παλαβών
τα κόκαλα πως κρέμονται πολυέλαιοι απάνω του!»
Και το βλέμμα του, κάπως δειλό, στυλώθηκε απάνω σε μια
στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή· το μέτωπό του σούφρωσε και κέρωσε, λες κι
έβλεπε οχιά να προβάλλει από κει.
«Εσύ πατέρα, πώς πήγες; Με τη μηχανή;» ξαναρώτησα.
«Όχι, με την πέτρα, σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές
στο καιρό μας!»
«Εγώ, σα μεγαλώσω, θα πάω να το κόψω» είπα με πείσμα.
Ενόμιζα πως θα έλεγε όχι· πως θα φρόντιζε με
χίλια δυο να μ’ εμποδίσει· πως θα μου διηγόταν ιστορίες τρομερές για να
απελπιστώ. Τίποτα! Μια στιγμή με κοίταξε συλλογισμένος από τα πόδια ως τη
κορφή, σα να μετρούσε το ανάστημά μου· χαμογέλασε.
«Καλά· σα μεγαλώσεις, να πας» είπε με την πρώτη
του απάθεια. «Τώρα που είσαι μικρός, σύρε να μάθεις τη θάλασσα».
Πήγα κι έμαθα τη θάλασσα. Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα
ναύτης. Είδα φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια. Πήγα και με σφουγγαράδικα στη
Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς, δεν ξέχασα το
στοιχειωμένο γιούσουρι και το λόγο που έδωκα στον πατέρα μου. Μαζί με το κορμί
μεγάλωνε και ο πόθος μέσα μου, σα να τον είχα στο αίμα μου. Εγώ ήθελα να κόψω
το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω πίσω από το καΐκι στο
νησί μας. Θα το ξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να
διαλαλήσει σε όλη τη χώρα:
«Έβγάτε, χωριανοί, να ιδείτε το μέγα θαύμα! Το
στοιχειό της θάλασσας νικήθηκε από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο
Γκαμάρο! Τρέμουν, τρίζουν τα βουνά! Εβγάτε, χωριανοί, να ιδείτε και να
ειπείτε!»
Θα έτρεχε αμέσως μελίσσι ο λαός· θα έβλεπαν οι
θάλασσογέννητοι και θα σταυροκοπούνταν, θα έβλεπαν οι γυναίκες και θα τρόμαζαν
τα παλικάρια και θα ζηλοφθονούσαν· οι λυγερές και θα έλεγαν: «Να
λεβεντονιός για να γίνει άντρας μας!». Δεύτερος αι-Γιώργης θα δοξαζόμουν στο
νησί. Και ένας τρόμος μυστικός, μια λαχτάρα βασάνιζε κάθε τόσο την ψυχή μου,
μην προλάβει άλλος και αρπάξει τη δόξα μου. Γυρεύεις τι γίνεται; Αλλά πάλι
ησύχαζα με την ιδέα πως άλλος αξιότερός μου δεν ήταν δυνατόν να γεννηθεί. Και
ακόμη πίστεψα πως το δεντρί εκείνο δεν καθόταν τόσους αιώνες εκεί στον
ανήλιαστο θρόνο του, παρά για να γένει μια μέρα δικό μου παίνεμα. Κι έτσι
έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου.
Ψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν-Στραπάτσου
στην Έγριπο. Δώσε απάνω, δώσε κάτω, φτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου.
Άρπαξα τον καιρό.
«Τι λες, καπετάνιε; Κάνουμε την απόπειρα;»
«Ποια;»
«Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι;»
Γέλασε ο καπετάν-Στραπάτσος· γέλασαν και οι άλλοι·
γέλασα και εγώ. Δεν τολμούσα να κάνω το σοβαρό.
«Ρε, τι λες;» μου κάνει, «είσαι στα συγκαλά σου ή να
στείλω για τον παπά; Αμή, πήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα, και θα
κάμουμε εμείς;»
«Γιατί όχι; Είμαστ’ αδέξιοι εμείς; Έπειτα, άκου να σου
ειπώ: εκείνοι πήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι απάνου. Τι θες να κάμουν με μια
βουτιά;»
«Μωρέ, κοίτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα
όνειρα!» μου λέει τέλος ο καπετάνιος.
Δεν απελπίστηκα. «Θα τον καταφέρω στο ύστερο»
σκέφτηκα.
Και αλήθεια, έδωκα, πήρα, τον κατάφερα μια Κυριακή που
δεν ψαρεύαμε.
«Τι λες, πάμε;» του κάνω.
«Μωρέ, πού να πάμε;»
«Για το γιούσουρι!»
«Και ποιος θα βουτήξει;»
«Εγώ βουτάω! Γι’ αυτό ρωτάς;»
Πήγαμε τέλος. Κοιτάζω με το γυαλί στον πάτο, πουθενά
γιούσουρι. Φέρνω μια βόλτα, δυο, τρεις· τίποτα! Άρχισα ν’ απελπίζομαι. Μια
απελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια το ανάσταινα στη φαντασία μου, το έβλεπα
μπροστά μου, πάλευα μαζί του, το νικούσα, και τώρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν
μπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχει, κάπου να το συναντήσω, θες κάτω
στους βυθούς, θες πέρα στο ακρογιάλι, θες πάνω στα σύγνεφα! Να το συναντήσω, να
μετρηθώ μαζί του, κι ας με καταλύσει. Ας κρεμαστούν και τα δικά μου κόκαλα
απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή
μου! Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη
θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μονάχα για το καρβέλι;
«Τραβάτε για το λιμάνι· τραβάτε να πιούμε και
καμιά» είπε ο καπετάνιος βαριεστημένος. «Οι γερόντοι λένε κάποτε παραμύθια».
Κρύος ιδρώτας με πήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια
μου.
«Στο Θεό σου, καπετάνιε» του λέω, «έχε υπομονή!» να
φέρουμε μια βόλτα πάλι.»
Ούτε κείνος όμως, ούτε οι λαμνοκόποι με άκουαν. Το
καΐκι γύρισε κι έφυγε για το λιμάνι, βαριεστημένο και κείνο.
Εγώ, κρεμασμένος στη κουπαστή, δεν έπαυα να κοιτάζω
ζερβόδεξα με καρδιοχτύπι μεγάλο, σα να ζητούσα της μάνας μου τα κόκαλα. Μάταια
όμως! Το νερό πρασινογάλαζο έφτανε ως κάτω στον πάτο και μου έδειχνε ξερά τα
φύκια· όχτους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσιές σουφρωμένες, ζεστές,
κρεβάτια για τις νεράιδες μαλακά κι απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι·
κανένα σημάδι για τ’ ονειρεμένο μου δεντρί.
Έλεγα ν’ αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα.
Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσε μπροστά μου, πίσω έμεινε σα να διάβηκε
φάλαινα.
«Στοπ!» φωνάζω· «σταθείτε»!
Στάθηκε το καΐκι, γύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε
όλοι σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν
ήταν παραμύθι!
Ντύνομαι γοργά, παίρνω το λάζο στη ζώνη μου, ένα
τσεκούρι στο χέρι, και βουτώ κάτω. Μα καθώς σήκωσα τα μάτια, σύγκρυο μ’ έπιασε.
Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! Τι Γοργόνα και τι
Άριστος! Τούτο είναι το θάμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες, βύζαιναν
το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, αγκάλιαζαν τ’ αγκωνάρια, γάντζωναν τις
ποδιές του, ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμη. Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός,
αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κι εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργιές
ψήλωνε. Και από κει κλαδιά και αντικλάδια μυριόριζα, καμαρωτά κι ολόισια
έφευγαν πέρα δώθε, ψηλά και χαμηλά, λες κι έπασχαν ν’ αποκλείσουν όλον τον
πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, σαν γυάλα το σκέπαζε
και το έλουζε, τροφή μαζί και ταίρι, ανάσα και κλίνη του. Και κάτω από το
μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκε η άβυσσο, κρύα και άπατη.
Ήβρα το δέντρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να το
ήβρισκα, το ίδιο έκανε. Αν ήταν ν’ αρπάξω ένα κλαδί και να βγω απάνω, καλά. Μα
εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο κατέβηκα εκεί. Έκαμα το σταυρό μου,
ξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του κατάφερα την πρώτη. Ξύπνησε ο Όφης. Και
αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λες και χύθηκαν όλα τα
ρέματα απάνω μου. Το νερό χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα, σκότος πήδηξε από την
άβυσσο κι έχασα όλα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά, αρπάχτηκα σ’ ένα ρίζωμα να μη με
σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να γλαυκοπαίζουν σα μάτια
αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα απάνω μου. Και στα κλαδιά τα
λευκοπράσινα είδα να κρέμονται τα σκέλεθρα, πομπή και γάνα των παλαβών που
τόλμησαν να τα βάλουν μαζί του. Στο βρούχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό. Και
δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που δέρνονταν μεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια
λάχτιζαν με πείσμα τ’ άσαρκα μέτωπα, σα να τους έλεγαν:
«Γιατί μας φέρατε εδώ;»
Απάνω μου τσίμπαε ο καπετάνιος:
«Έλα τώρα. Έλα, και δεν θα κάμεις τίποτα».
Δε θα κάνω τίποτα! Και γω το κατάλαβα. Μα και με τι
μούτρα ν’ ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλιά; Πού ο αι-Γιώργης;
Α, όχι· αν δεν κατέβαινα, καλά· μα τώρα, πάει! Μόλις έπεσε ο
σίφουνας, σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμη.
Πέτρα να χτύπαγα, το λιγότερο θα ράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν
άνοιξε. Αντί να πάει μέσα το τσεκούρι, έφυγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες,
σα να χτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξεριζώσω, πικροσυλλογίστηκα.
Τσιμπάω απάνω:
«Ρίχτε μου το λοστό».
Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και
αδράχνω το λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Τυραννήθηκα, και γω δεν ξέρω πόσο. Ώρες
ερχόταν, ώρες περνούσαν, και γω με το λοστό στο χέρι. Μόνο στεκόμουν κάποτε να
πάρω ανάσα ή και να ρίξω γύρω καμιά ματιά. Μπορούσε το σκυλόψαρο να ριχτεί
απάνω μου.
Τέλος, τσιμπάω πάλι:
«Ρίχτε μου τη γούμενα».
«Μωρέ, έλα πάνω!» τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος.
«Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλότερο σκοινί. Έλα πάνω· θα σου
κόψω τον αέρα!»
«Κόβεις τον αέρα, μα σχίζω το λάστιχο» του απαντώ
θυμωμένα. « Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου;»
Τα χρειάστηκε ο καπεταν-Στραπάτσος· μου έριξε τη
γούμενα.
Πιάνω από μακριά και θηλυκώνω καλά τον κορμό. Έπειτα
πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με το λοστό τις ρίζες. Εκείνο, δωσ’ του
και γλαυκόπαιζε τα μάτια σα να ήθελε να με μαγνητίσει. Εσειόταν και τάραζε σαν
ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού απλοκαμοί, λάγγευαν δώθε κείθε,
κουλουριάζονταν, τίναζαν καταπάνω μου τ’ ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα
πού να με συλλάβουν! Και αν δεν ήξερα καθόλου τα δολερά παιχνίδια του, κι αν
δεν είχα ακούσει τα καμώματά του, τα σκέλεθρα που έβλεπα σφηνωμένα ψηλά ήταν
αρκετά να μου δείξουν τον κίνδυνο. Σε κάθε του ανακλάδισμα στρείδι κολλούσα στα
πλευρά του μάρμαρου. Πόδια, χέρια, μάτια, όλα δούλευαν σύγκαιρα. Και ο λοστός,
αψύς, ξεκόλωνε ένα με το άλλο τ’ αντιρίμματα, τα έβγαζε από τα θαλάμια τους, τα
χώριζε από την πέτρα, ξεφλουδισμένα πολλές φορές, κι άλλες φορές με σκλήθρες
από χάλαρα, με φόρτωμα από κοχύλια.
Τέλος, κατάλαβα πως άρχισε να λασκάρει. Έχανε το
στήριγμά του.
«Απάνω!» τσιμπάω.
Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι γοργά, παίρνω τη πρώτη
ανάσα.
Μπρε! Πήρε και σούρπωνε. Αντίκρι το Πήλιο ψήλωνε
βαθυγάλαζο σαν από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές, σκόρπια
μάρμαρα. Στο Βόλο άναβαν τα φώτα και ο ουρανός, ολοπόρφυρος από το
ηλιοβασίλεμα, έβγαζε ένα τρεμόφεγγο τ’ αστέρια του. Μου φάνηκε πως ξανάζησα
όταν είδα μπρος μου γνώριμα πρόσωπα. Ξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι και
τους κόπους μου και τη δόξα μου ακόμη.
«Τι, απόκαμες;» ρωτάει ο καπετάν-Στραπάτσος.
«Τώρα θα ιδείς!» του λέω πηδώντας απάνω. «Έλα, παιδιά!
Τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε».
«Μωρέ, τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; Δε σ’ άγγιξε το
στοιχειό;»
Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα
κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου, και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός.
«Μα τραβάτε παιδιά, παιδιά!» λέω. «Το δέντρο κόπηκε».
Ρίχνονται στα κουπιά, τραβούν με δύναμη. Ναι! Αντί να
σύρει μπροστά, πίσω πήγαινε το καΐκι μας.
«Μωρέ, μας γελάς» λέει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος.
«Τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;»
«Μα τον αι-Νικόλα, το ‘κοψα» του κάνω· «τράβα! Τ’
ήθελες, να τ’ αποκόψω, για να με πλακώσει από κάτω; Δυο τραβήματα θέλει και θα
’ρθει με τις ρίζες του».
Αρχίζουμε πάλι το τράβημα. Κάπου μια ώρα έτσι
παιδευτήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κι ετριζοβόλουν. Πείσμα έπιασε τους ναύτες
και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο καπετάν-Στραπάτσος, ξετρελαμένος από χαρά και
περηφάνια, ψυχή έδινε σε όλους με τις φωνές του:
«Ω-ω! Ω-ω!... Γεια σας, παλικάρια! Ίσα, λιοντάρια μου!
Ντροπή μας! Μωρέ, ίσα, τίγρηδες!»
Και τα παλικάρια, τα λιοντάρια, οι τίγρηδες, έχωναν
βαριά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμη, που έλεγες τώρα θα γίνει
σύψαλα. Τέλος, βαθύ μούγκρισμα αντήχησε κι η θάλασσα σήκωσε τρανό κύμα καταπάνω
μας. Το καΐκι πέταξε γοργόφτερο εμπρός. Αμέσως, μέγα κήτος φάνηκε να πιάνει απ’
άκρη σ’ άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι.
«Να ιδώ! Και γω να ιδώ!»
Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το
βλέπουν και σταυροκοπιούνται φοβισμένοι.
«Εμπρός!» λέω στον καπετάν-Στραπάτσο. «Να το βγάλουμε
όξω τώρα που νύχτωσε, πριν το νιώσουν και μας το πάρουν οι Τούρκοι».
Μόλις βγήκαμε από τον κόρφο, Γοργόνα οργισμένη μας
απάντησε η νοτιά. Ο ουρανός έσβησε τ’ αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης
το σκότος απλώθηκε απάνω μας. Το κύμα ψήλωνε βουνό, ανέμιζε φωσφορούχους τους
αφρούς κι έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι άλογα και τι άτια,
τι φώκιες και τι φάλαινες κλωθογύριζαν κοπαδιαστά, βρουχιούνταν και αλάλαζαν
στο σύσκοτο εκείνο χάος! Ν’ ανησυχώ άρχισα. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν
θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος.
Όμως τίποτα. Το γιούσουρι, σφιχτοδεμένο, ακολουθούσε
τα απονέρια που έστρωνε η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και
να ρουχνίζει, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως νικήθη και
πάσχιζε με κάθε τρόπο να απαλλαγεί. Μα ποιος το άφηνε; Μέσα στο άγριο πέλαγο
μια ξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα γνώριζα αίσθημα,
το θάμασμα των γερόντων μας. Ένα πόθο, την ευχή των κοριτσιών:
«Να λεβεντονιός για να γίνει άντρας μας!»
Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί
μας. Τρία μίλια θέλαμε ακόμη. Μα τρία γερά. Τα μπράτσα λύθηκαν όλη νύχτα επάνω
στο κουπί. Τα πρόσωπα σούρωσαν· τα μάτια θόλωσαν. Ζάρες έκαμε το μέτωπο·
άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σα να κύλησαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο
καπετάνιος, ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα στον πάγκο, έμοιαζε πτώμα. Οι λαμνοκόποι αμίλητοι
κινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα το έργο τους. Μόνος
εγώ εξακολουθούσα να λάμνω σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους πήρα. Μα
τι να κάμω και γω; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμή μου. Το κύμα επίμενε
να ψηλώνει ακόμα, να λιχνίζει και να μας βρέχει και να μας κλυδωνίζει φοβερά.
Τέλος, ρόδισε η ανατολή, φάνηκε ο ήλιος. Φάνηκαν
βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας αντίκρι.
«Άλα, παιδιά, και φτάσαμε!» φώναξα.
Και πηδώ στην πλώρη ν’ αγναντέψω καλά το λιμάνι, να
ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω θρασίμι. Το καΐκι πέταξε μέσα, δυό χάλαρα
πήδηξε, άραξε απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδειάζω τη γούμενα.
Ωιμέ! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνο στα χέρια μου!
Τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται, στον κόρφο
του Βόλου, απάνω στο θεόχτιστο πάγκο του, με τις λεπιδωτές ρίζες,
αρκουδοντυμένο τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του πέρα δώθε, λες και πάσχει
να κλείσει όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και
πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ εγγόνι, πάντα μεγάλο, θαμαστό πάντα,
σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό.
Και γω, ο Γιάννος ο Γκαμάρος, νέος αι-Γιώργης του
νησιού, εβδομηντάρης κι ετοιμόρροπος τώρα, δε θαλασσοδέρνομαι παρά για το
καρβέλι!
ΠΗΓΗ: http://www.sarantakos.com
***********************************
ΠΗΓΗ: http://www.sarantakos.com
***********************************
Great greek Writers
The Youssouri
Short story
By Andreas Karkavitsas*
Translation: Vassilis Militsis
[*Andreas Karkavitsas - Wikipedia, the free encyclopedia]
When I first heard of it, I had still been a toddler.
And as I grew up to be a twenty-year-old stout lad, people still referred to
it, both in admiration and horror. It is about the youssouri, the dauntless youssouri,
which lies in the bottom of the gulf of Volo! The youssouri, which at times grows high and fierce reaching the
surface of the sea, and at times retreats and shrinks into the abyss transforming
itself into an impregnable tree-castle full of gnarls and boughs, roots and threads.
On our island there is a long standing lore, handed down from generation to
generation of sailors, from father to son, from son to grandson, about the
great, ever admirable, hard like iron, strong like a lion, a mettlesome and
immortal ghost.
Those who had been the first to see it have now been
deleted from people’s memory. Those who have dreamed to cut it off lie long
under the ground or in the abysses of the sea. Those who sought to capture it
have never reached their end.
It is said to have something beguiling and insidious, for
it is always changing shape, is slippery as an eel, embedded as a castle and
shimmering as an ocean fish; whoever first look at it feel their bodies soften.
When in my childhood days I heard about it I would
always be caught by something strange: fear mixed with spite.
There is, I said, the two-span tall Blackman who
swallows seas and blocks rivers with his beard alone. There is the undead
Gorgon, Alexander the Great’s mermaid sister who roams the seas and whenever
she hears of her brother’s death, she crushes ships with her tail and sinks
them, with all hands aboard. There is Aristo who kills wild beasts, breaks
mountains down and uproots trees with his spear. And here we have a tree, a
creature of the water, a nursling of the sand, which works miracles! Well, that
is a shame! I heard men reared in bravery talk about it in such reverence as if
they spoke of the Holy Trinity. To hell with it! Those stalwart men who defied
the cannons of the Turk blocking them with their torsos! Brandishing a torch they
sprang upon his armories! They stared death right in the face but they did not
dare to uproot a tree! I could not stomach it.
“Can you tell me, father”, I once asked my old man,
“What is this youssouri?”
“Just wood, my son, like all other kinds of wood;
seawood. If you want to have an idea, go and have a look at my pipe”.
I went into the house, looked into the wooden cabinet
and found the pipe. It was a thick big one full of knots and inky-black like
ebony.
“Well, so this is the youssouri? They can cut it then?”
“Of course they can. You have it in your hands,
haven’t you? I had cut off several cubits of it when I worked as a sponger”.
“Then why don’t you go and cut some from the youssouri of Volo?”
His smiling lips turned immediately into stone; his
face took on a grave aspect. He turned and looked at me abstractedly as if his
mind left suddenly his head.
“Ah”, he said, “the youssouri of Volo is different. Once I also tried, but I almost
left your mother a widow”.
“But it can be cut…”
“It can be cut when it is still small. Over in the Barbary
Sea there are whole forests of it. While fishermen are diving for sponges, they
break off a bough from a tree on occasion. Only stealthily, though, while it is
sleeping. But when it’s awake, it can’t be cut even by the Archangel’s sword”.
“Doesn’t the Volo’s youssouri ever sleep?”
“It does sleep – how can’t it help sleeping? But it
has already grown supernatural! It has lived through ages – nobody knows since
when. You should see the bones of those reckless madmen who have dared it
dangling from its branches like chandeliers!”
And he stared frightened at a broken water jug
standing in the courtyard; his brow shrank and went waxy pale as though he was
seeing a viper emerging from that place.
“How did you go down, father? With a pump?” I asked
again.
“No, with a stone, like the Kalymno’s spongers. Where
could pumps have been found in our time?”
“When I’m a grown up one day, I’ll cut it myself” I
said stubbornly.
I thought that he would not consent, that he would try
to deter me, that he would relate horrible tales to dishearten me. Nothing of
the sort! He looked over me wistfully for a moment as if he wanted to assess my
stature. Then he smiled.
“Fine. When you grow up, give it a try”, he said recovering
his previous impassivity. Now that you’re still little, go and learn the sea”.
I went and learned the sea. First I became a deck-hand
and then a sailor. I experienced tempests, snowfalls and foul weather. I even
worked on sponge-fishing vessels on the Barberry coast. However, both as a
deck-hand and as a full-fledged sailor and sponger I never forgot the eldritch youssouri and my pledge to my father.
The more my body waxed bigger the more my desire burned inside me and flowed in
my blood. I was looking forward to cutting the youssouri and if necessary to root it out and drag it to our island
behind my sloop. I would cast it on the
beach, a useless carcass, and get the crier to announce my feat all over the land:
“Hear, hear, fellow villagers; come and witness the
great wonder! The sea ghost has been defeated by our island’s intrepid hero,
Yianno Gamaro! Mountains tremble and grind! Come out, fellows, see and marvel!”
The whole folk would swarm around it at once; the old
salts would cross themselves, the womenfolk would look in dread and the young
lads would envy me the deed. The lithe, fair maidens would say in admiration:
“Lo a fine valiant youth fit to be our husband!” A second Saint George, I would
be glorified on the island. And a secret dread and yearning often tortured my
soul lest some other fellow might forestall and rob me of my glory. You never
know what is going to happen. And then I allayed my anxiety thinking that no
worthier man than I could have been born for such a deed. I even believed that
that tree had not lain in its sunless dwelling for so many ages unless it
became my reward and praise one day. Thus I completed my twentieth year of my
age.
I was fishing
on the Captain Strapatso’s motor ship in Evripo Sound. We gradually arrived in
the gulf of Volo.
I jumped at the opportunity.
“What do you say, captain? Shall we make the attempt?”
“Which attempt?”
“Shall we go and cut the youssouri?”
Captain Strapatso burst out laughing; so did the
others; I did, too. I did not dare to be serious.
“What are you talking about?” he said, “are you out of
your mind? Shall I send for a priest to cast out your demon?”
“But why not go? Are we such duffers? Now let me tell
you this: those old salts dived with the stone. All the way down and the up at
once. What use is just one dive?”
“Oh man, let’s try to earn our bread and leave your
dreams aside!” the captain ended the discussion.
“I did not give up hope. “I’ll talk him into it later
on” I mused.
And indeed, I tried very hard and I persuaded him one
Sunday when we were not fishing.
“How about it, shall we go?”
“Oh gosh, where?”
“After the youssouri!”
“And who’s gonna dive?”
“I am. Don’t worry!”
We did go at last. I looked in through the glass to
see the bottom. No youssouri. I swam
around once, twice, three times; nothing! I began to despair. I felt strangely
desperate. So many years I resurrected it in my fantasy, I had it in front of
me, I fought with it and I beat it, and now all this in vain! I couldn’t bear
it. There must be somewhere, I’ve got to find it either in the bottom or over
on the coast or even in the clouds above! I’ve got to find it, to confront it even
if it crushes my life out of me. Let my own skeleton also hang along with those
of the other madmen, but I can’t stand the fact of never meeting it in my life!
Then why have I lived so long, why have I become a twenty year-old-man, why
have I got to know the sea well, why have I delved the bottom of the seas? Only
to earn my living?
“Let’s pull over to the port. Let’s go and have a
drink” said the captain wearily. “The old timers like to tell tales sometimes”.
Cold sweat broke out. My eyes began to blur”.
“For God’s sake, captain” I told him, have a bit more
patience! Let’s make another round”.
“However, neither he nor the rowers would listen. The
sloop, weary too, changed course and headed for the port.
Leaning on the gunwale, I never stopped looking left
and right with a beating heart as though I were looking for my mother’s holy
relics. But in vain! The green blue water was clear as far as the bottom, where
I could only discern dry looking algae, soft and untouched, on underwater banks
here, on sand strewn stretches there, shirred and warm, beds, soft and virgin,
fit only for the water nymphs. But no youssouri;
no trace of the tree of my dreams.
I was about to give up my glass and lie down on the
deck. But at the same time a fuzzy cloud cast its shadow in front of me and
stayed back as if a whale passed by.
“Stop!” I yelled; “Halt!”
The sloop stood still, turned back to its course and
then we all saw a tree, like a thousand year-old oak, sit on its marble bench.
So it was no lie, it was no tale!
I put on my gear quickly, passed my jackknife in my
belt, grabbed an axe and dove down. But as soon as I raised my eyes, I began to
shudder. Our old timers were right. The two-span tall Blackman, Gorgon and
Aristo were nothing before this wonder! Its roots, black brown and bladed,
sucked at the marble, gnawed into the crevices, pressed around the
cornerstones, hooked its risers – you thought the whole thing was both a body
and sheer strength. Its trunk, sublime as a cathedral, looking as if it were a
host to a team of bears, with gnarls embedded in its hirsute here and there,
soared many fathoms high. And from there shot out, proud and straight,
thousand-rooted boughs and branches to and fro up and down as though they
struggled to ensnare the spacious gulf in their meshes. Around it the clear
water, like a fish bowl domed over it, washed it, being nurse and mate at the
same time, breath and bower. And the abyss, cold and bottomless, yawned
underneath its marble pedestal.
I caught the tree unawares in its profound slumber. But
even if I had found it awakened, it would have been all the same to me. It
would have been easy if I had broken off a bough and come up. However, I wanted
to cut it from its roots. That is what I had dived down there for. I crossed
myself, aimed with my axe, and dash! Ι dealt it the first strike. The
Serpent woke up. And a storm broke out at once, a blow, turmoil as if all the
streams gushed upon me. The water seethed and boiled, was beaten in a
maelstrom, and darkness rose up from the abyss and I was lost in giddiness. I
sat down, grabbed at a clump of roots so that I could not be washed away. And
then all of a sudden I spotted the closed gnarls blink like the owl’s eyes,
black eyes, whose fire rushed upon me like an asp. And I saw the skeletons, a
verdigris procession of those madmen who had dared to provoke it. At its
roaring, I heard a distinct clang, which was no other but that of bones hitting
each other. The bleached leg bones spitefully kicked the fleshless skulls as if
they were saying:
“Why have you brought us here?”
The captain signaled from above:
“Come up now. You’re not going to make it”.
“I’m really not going to make it!” I realized that.
But how could I have the face to go up? Where’s the valiant hero of the island?
Who’s going to be St George now? Oh no. If only I had not gone down, but now
it’s all over and done with! When the whirlwind fell on me, I raised my axe and
gave it a second blow with all my might. Had I struck at a stone, it would have
at least cracked. I did not even nick a splinter. My axe, instead of cutting
into it, backlashed two, three, four spans as if I were hitting on rubber. I’ve
got to root it out, I pondered ruefully.
I signaled up:
“Throw the crowbar down to me”.
“They dispatched the tool. I threw the axe away and
grabbed the crowbar. I began to work at the roots. I lost track of time. I
didn’t know how long I struggled. Hours sped by and I still went on, crowbar in
hand. Once in a while, I paused for breath or to take a look around in case a
sea dog attacked me.
Finally I signaled again:
“Throw me the guy rope”.
“Better come up, you fool!” signaled the captain out
of patience now. “What do you want the cable for? For you maybe? We’ve got a
thinner line. Come up or I’ll cut off the air!”
“If you cut off the air, I’ll tear the hose. “Have you
forgotten I’ve got my jackknife with me?”
Captain Strapatso was scared dead. He threw the guy rope
down to me.
I lassoed it fast around the trunk. Then I went to
other side and worked the crowbar at its roots. The monster was constantly
blinking as if it wanted to mesmerize me. It shook and floundered like a fish.
Its boughs, like the tentacles of an octopus, gamboled to and fro, curled and
shot out its edges to get hold of me. But in vain! Even if I had not known its insidious
games and not heard of its devilries, the mere sight of the skeletons
was enough to deter me form the danger. Every time it stretched, I clung to the
marble like an oyster. Legs, arms, eyes all worked in perfect harmony. The
crowbar, sturdy as it was, grubbing out the small tendrils, one after another,
drove them out of their nests, separated them from the stone, mostly peeled off,
and sometimes with slivers of shingle and loads of shells.
Finally I perceived
that it began to slacken. It was losing its purchase.
“Pull me up!”
I signaled.
They pulled
me up. I took off my gear quickly and breathed a sigh of relief.
Gosh! It was
getting dark. In the distance, Mount Pelio, indigo blue, soared high. The villages
loomed white on the slopes like straggling marble. In the town of Volo the
first lights began to appear and the sky, tinted all purple after sunset,
brought forth its shimmering stars. I felt that I revived seeing familiar
faces. I forgot for a moment about the youssouri
and my toils, even my future glory.
“Exhausted or
what?” asked captain Strapatso.
“Now you’ll
see me!” I told him and jumped on my feet. “Come on, boys! To your oars. We’re
going to pull the tree to the island tonight”.
“What are you
talking about, son? Perhaps something’s come over you? You’re not possessed by
the ghost?”
They all
rushed upon me, they fumbled me, felt my sinews, moved my arms, still
distrustful of the fact that I was whole.
“Go on, pull,
my merry men!” I said. “The
Tree has been cut”.
They rushed to the oars, and pulled forcibly. However,
instead of moving forward, the sloop dragged behind.
“Look here, are you mocking us?” said the captain
indignantly. “Why are you bragging that you’ve cut the youssouri off?”
“By St Nicholas, I’ve cut it off”, I replied. “Pull!
What do you expect? Should I have cut it off so that it would fall on me? Just
pull at it a couple of times and it’ll break away with its roots”.
We resumed pulling. We toiled that way for an hour.
You could hear the oarlocks creak and grate. The sailors grew obstinate and powerful
like genies. Captain Strapatso, mad with joy and pride, kept encouraging them
loudly:
“Ahoy! Ahoy! … My brave lads! Straight on, my lions!
Shame on us! Straight on, my tigers”.
And the brave lads, the lions and the tigers buried
the oars heavily and rowed with such force that you thought the oars would
splinter and shatter. Finally, a deep roar resounded and the sea heaved a great
swell upon us. The sloop winged forward. At once, a leviathan emerged in the
gulf from one side to the other. It was the youssouri.
“Let me see! Let me also see!”
They all ran astern to identify the monster. They
looked at it awestruck, crossing themselves.
“Come on!” I said to captain Strapatso. “We’d better
drag it ashore now that’s dark before the Turks get wind and steal it”.
No sooner had we sailed out of the gulf than foul
weather, like a raging gorgon, met us from the south. The sky blew out its
stars and erased its bourns. Erebus of
Hades itself spread over us. The waves billowed and soared as high as mountains,
foamed and shimmered shedding a white, dim and uncanny glimmer around. What
white horses and what chargers, seals and wales in herds and schools, were
those stupendous high seas that churned, roiled and whirled, roared and
ululated in that chaotic gloom! I was growing restless. That was no ordinary
sea: it was sheer wrath and seaquake, gall and curse, a bane of the abyss.
However, so far so good. The youssouri, bound fast, was following in the wake at the stern of
our vessel. Sometimes, I could hear it thrash about and snort like an animal
plodding uphill. It may have felt disgraced to be defeated and struggled to get
free at all costs. But I would not allow it. In the midst of the furious sea I
could make out the stentorian voice of the crier. One was my expectation: the
admiration of the old timers. One was my desire: the praise of the maidens:
“Here’s a gallant young man to be our husband!”
At daybreak I discerned right before the mast our
island, covered in clouds. We had still three miles to cover, three toilsome
miles, though. Our arms weakened rowing hard all night. Our faces shrank. Our
eyes blurred and wrinkles formed on our brows. Our hair turned hoary as if the
burden of years had passed over us. The captain, lying on his back, resembled a
cadaver. The oarsmen, silent and listless, were rowing like machines performing
their work unconsciously. But I was the only one who went on rowing without
respite. Many times indeed I took the whole task upon myself. However, what
could I do, too? My desire was greater than my strength. The seas went on still
higher, sprayed, soaked and tossed us vigorously about.
Finally, came the rosy hues of sunrise and the sun
emerged above the horizon. Grim land loomed ahead, the sea was still misty, and
our hospitable island in the distance made itself manifest.
“Ahoy, guys! We’re soon docking!” I yelled.
I jumped on the prow to gaze at the port, to see the
beach where I would throw the dead beast. The sloop hurried in to leeward,
jumped over a couple of shallows and moored on the beach. I ran to the prow to
throw out the cable.
Alas! Torn and frayed rope was what was left in my
hands!
What happened to the tree? It dwells again down in the
bottom of the gulf of Volo, standing on its god-made pedestal,
with its bladed roots, its bearlike trunk, its boughs and tendrils, moving to
and fro, as if it strives to entrap everything in its meshes. The legend still
goes on from generation to generation of sailors, from father to son, from son
to grandson; it is always about the great, the ever miraculous, hard like iron,
strong like a lion, mettlesome and immortal like a ghost.
And I, Yanno Gamaro, the new St George of the island,
well in his seventies and decrepit now, still roam the seas only to earn my
daily bread!
ΤΟ ΓΙΟΥΣΟΥΡΙ
Ταινία μεγάλου μήκους που γυρίστηκε εξ' ολοκλήρου στην Κάσο το 1999. Σκηνοθέτης ο Ηλίας Μαλανδρής και παίζουν κυρίως ερασιτέχνες ηθοποιοί. Βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Την μουσική είχαν γράψει τα "Παλαιϊνά Σεφέρια" ενώ ακούγεται κι ένα τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου. Τραγουδούσαν η Ειρήνη Δερέμπεη και ο Ανδρέας Σμυρνάκης. Πρωταγωνιστούν : Ααμέτ Τζόρτα, Ντίνα Ρίτσου, Ανδρέας Κλεμάι, Αννα Κοκκίνου, Ηλίας Μαλανδρής Jr, Νίκος Ζαχάρης, Ιουλία Ασπρά, Γιάννης Πυλωνίτης, Μιχάλης Χατζημανώλης, Συμέλα Αθανασιάδου, Ειρήνη Ηλία, Ακης Χατζηπέτρος, Εμμανουήλ-Γιώργος Μουτάκης, Σωτηρία Χατζή, Δημήτρης Φο΄κας, Ηλίας Βελούδος, Κατερίνα Χριστοπούλου και οι Βασίλης Μπισμπίκης,Άρης Παπαδημητρίου, ο μικρός Δημήτρης Κοτσαρίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου