Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2014

Πολεμώντας το "κακό" με τη γραφή

ΜΝΗΜΗ ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ
(1913-1960)
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1957
****
Albert Camus

LA PESTE
( Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ)
(Το τέλος του βιβλίου)

[...]Du port obscur montèrent les premières fusées des réjouissances officielles. La ville les salua par une longue et sourde exclamation. Cottard,* Tarrou,* ceux et celle que Rieux avait aimés et perdus, tous, morts ou coupables, étaient oubliés. Le vieux * avait raison, les hommes étaient toujours les mêmes. Mais c'était leur force et leur innocence et c'est ici que, par-dessus toute douleur, Rieux sentait qu'il les rejoignait. Au milieu des cris qui redoublaient de force et de durée, qui se répercutaient longuement jusqu'au pied de la terrasse, à mesure que les gerbes multicolores s'élevaient plus nombreuses dans le ciel, le docteur Rieux décida alors de rédiger le récit qui s'achève ici, pour ne pas ê
tre de ceux qui se taisent, pour témoigner en faveur de ces pestiférés, pour laisser du moins un souvenir de l'injustice et de la violence qui leur avaient été faites, et pour dire simplement ce qu'on apprend au milieu des fléaux, qu'il y a dans les hommes plus de choses à admirer que de choses à mépriser.

Mais il savait cependant que cette chronique ne pouvait pas être celle de la victoire définitive. Elle ne pouvait être que le témoignage de ce qu'il avait fallu accomplir et que, sans doute, devraient accomplir encore, contre la terreur et son arme inlassable, malgré leurs déchirements personnels, tous les hommes qui, ne pouvant être des saints et refusant d'admettre les fléaux, s'efforcent cependant d'être des médecins.

Ecoutant, en effet, les cris d'allégresse qui montaient de la ville, Rieux se souvenait que cette allégresse était toujours menacée. Car il savait ce que cette foule en joie ignorait, et qu'on peut lire dans les livres, que le bacille de la peste ne meurt ni ne disparaît jamais, qu'il peut rester pendant des dizaines d'années endormi dans les meubles et le linge, qu'il attend patiemment dans les chambres, les caves, les malles, les mouchoirs et les paperasses, et que, peut-être, le jour viendrait où, pour le malheur et l'enseignement des hommes, la peste réveillerait ses rats et les enverrait mourir dans une cité heureuse."
FIN



"[...]Από το σκοτεινό λιμάνι ανέβαιναν στον ουρανό τα πρώτα βεγγαλικά του επίσημου πανηγυρισμού. Η πόλη τα χαιρέτησε με ένα μακρόσυρτο πνιχτό επιφώνημα. Ο Κοτάρ , ο Ταρού, όλοι εκείνοι που είχε αγαπήσει και χάσει ο Ριέ, όλοι νεκροί ή ένοχοι είχαν λησμονηθεί. Ο γέρος είχε δίκιο, οι άνθρωποι ήταν πάντα ίδιοι. Αλλά αυτό ήταν η δύναμη και η αθωότητά τους, κι εδώ ακριβώς , πάνω από όλο τον πόνο, ο Ριέ αισθανόταν να ξαναενώνεται μαζί τους. Τότε, μέσα στις κραυγές που διπλασιάζονταν σε δύναμη και διάρκεια και εκτινάσσονταν ψηλά στις ταράτσες, καθώς οι πολύχρωμες δέσμες πολλαπλασιάζονταν στον ουρανό, ο δόκτωρ Ριέ αποφάσισε να γράψει την ιστορία που τελειώνει εδώ, για να μη γίνει ένα μ' εκείνους που σωπαίνουν, για να δώσει τη μαρτυρία του υπέρ των θυμάτων της πανούκλας,
για να αφήσει τουλάχιστον μία ανάμνηση της αδικίας και της βίας, που είχαν υποστεί, και για να πει απλά αυτό που μαθαίνει κανείς μέσα στη δίνη του κακού, πως στους ανθρώπους υπάρχουν πιο πολλά για να θαυμάσεις παρά για να περιφρονήσεις.
Όμως ήξερε ότι αυτό το χρονικό δεν μπορούσε να είναι το χρονικό της οριστικής νίκης. Δεν μπορούσε να είναι παρά η μαρτυρία του τι χρειάστηκε να πετύχουν και του τι θα έπρεπε αναμφίβολα να κάνουν ακόμα ενάντια στον τρόμο και στα ακαταμάχητα όπλα του, παρά τον προσωπικό τους σπαραγμό, όλοι οι άνθρωποι που , μην μπορώντας να είναι άγιοι και αρνούμενοι να παραδεχτούν το κακό, πασχίζουν τουλάχιστον να γίνουν γιατροί.
Ακούγοντας, πράγματι, τις φωνές της ευθυμίας που ανέβαιναν στον ουρανό, ο Ριέ θυμήθηκε πως αυτή η χαρά ήταν ανέκαθεν υπό απειλή. Γιατί ο Ριέ ήξερε αυτό που αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος και το οποίο μπορεί να διαβάσει κανείς στα βιβλία
,πως ο βάκιλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε εξαφανίζεται ποτέ, πως μπορεί να παραμείνει εν υπνώσει δεκάδες χρόνια στα έπιπλα και στα ρούχα, πως περιμένει υπομονετικά στα δωμάτια, στα κελάρια, στα μπαούλα , στα μαντίλια και στα παλιόχαρτα, και πως , ίσως , θα ξαναρχόταν η μέρα της συμφοράς και της διδαχής των ανθρώπων, κατά την οποία η πανούκλα θα ξυπνούσε πάλι τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν μέσα σε μια πόλη ευτυχισμένη."
ΤΕΛΟΣ

Mετάφραση: Gerontakos


*Αλμπέρ Καμύ - Βικιπαίδεια

Albert Camus thumb picture

Albert Camus

The Nobel Prize in Literature 1957

Biography

Albert Camus
Albert Camus (1913-1960) was a representative of non-metropolitan French literature. His origin in Algeria and his experiences there in the thirties were dominating influences in his thought and work. Of semi-proletarian parents, early attached to intellectual circles of strongly revolutionary tendencies, with a deep interest in philosophy (only chance prevented him from pursuing a university career in that field), he came to France at the age of twenty-five. The man and the times met: Camus joined the resistance movement during the occupation and after the liberation was a columnist for the newspaper Combat. But his journalistic activities had been chiefly a response to the demands of the time; in 1947 Camus retired from political journalism and, besides writing his fiction and essays, was very active in the theatre as producer and playwright (e.g., Caligula, 1944). He also adapted plays by Calderon, Lope de Vega, Dino Buzzati, and Faulkner's Requiem for a Nun. His love for the theatre may be traced back to his membership in L'Equipe, an Algerian theatre group, whose "collective creation" Révolte dans les Asturies (1934) was banned for political reasons.

The essay Le Mythe de Sisyphe (The Myth of Sisyphus), 1942, expounds Camus's notion of the absurd and of its acceptance with "the total absence of hope, which has nothing to do with despair, a continual refusal, which must not be confused with renouncement - and a conscious dissatisfaction". Meursault, central character of L'Étranger (The Stranger), 1942, illustrates much of this essay: man as the nauseated victim of the absurd orthodoxy of habit, later - when the young killer faces execution - tempted by despair, hope, and salvation. Dr. Rieux of La Peste (The Plague), 1947, who tirelessly attends the plague-stricken citizens of Oran, enacts the revolt against a world of the absurd and of injustice, and confirms Camus's words: "We refuse to despair of mankind. Without having the unreasonable ambition to save men, we still want to serve them". Other well-known works of Camus are La Chute (The Fall), 1956, and L'Exile et le royaume (Exile and the Kingdom), 1957. His austere search for moral order found its aesthetic correlative in the classicism of his art. He was a stylist of great purity and intense concentration and rationality.
From Nobel Lectures, Literature 1901-1967, Editor Horst Frenz, Elsevier Publishing Company, Amsterdam, 1969
This autobiography/biography was first published in the book series Les Prix Nobel. It was later edited and republished in Nobel Lectures. To cite this document, always state the source as shown above.
Albert Camus died on January 4, 1960.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...