ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ,
ΣΑΝ ΝΑ ΛΕΜΕ ΣΗΜΕΡΑ
*ΔΕΙΤΕ=>Εντμόν Αμπού - Βικιπαίδεια
Δημοσθενης Κουρτοβικ
Τα Νέα, 11/8/2012
Πρωτοδιάβασα αυτό το μυθιστόρημα όταν ήμουν στην πρώτη νιότη μου, τέλη της δεκαετίας του 1960, σ' έναν από εκείνους τους εύχρηστους και απέριττα καλαίσθητους τόμους της σειράς λογοτεχνίας των εκδόσεων Γαλαξίας. Θυμάμαι πόσο απόλαυσα τη γαλατική χάρη τού ύφους του και, προπαντός, τη σπαρταριστή του σάτιρα ηθών. Κατά τ' άλλα, βρήκα ότι ήταν μάλλον υπερβολικό (μα μήπως η σάτιρα δεν καταφεύγει πάντα στην υπερβολή, για να κάνει ορατή την αλήθεια της μέσα στη θολούρα του δήθεν αυτονόητου;) και πάντως ότι οι καταστάσεις που περιέγραφε ανήκαν, δόξα τω Θεώ, σε μιαν άλλη εποχή. Αλλά ξαναδιαβάζοντάς το σήμερα συνειδητοποίησα ότι η ματιά του συγγραφέα του ήταν πολύ πιο διεισδυτική απ' ό, τι νόμιζα και ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά στην Ελλάδα από την περίοδο της ληστοκρατίας, στην οποία αναφέρεται το βιβλίο.
«Ο Βασιλεύς των Ορέων», έργο ενός φιλελεύθερου, καυστικά
κριτικού, αληθινά βολταιρικού πνεύματος, του μυθιστοριογράφου και δημοσιογράφου
Εντμόν Αμπού (1828 - 1885), κυκλοφόρησε το 1857 και χαρακτηρίστηκε εδώ αμέσως
«ανθελληνικός λίβελος», πράγμα που ο συγγραφέας του είχε προβλέψει ειρωνικά
στον επίλογό του. Γιατί, βλέπετε, μας είχε μάθει απ' την καλή κι απ' την
ανάποδη και ήξερε πώς αντιδρούμε σε οποιαδήποτε κριτική. Είχε ζήσει σχεδόν δύο
χρόνια στην Ελλάδα, την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, ως εταίρος της Γαλλικής
Σχολής, και λίγο μετά την επιστροφή του στη Γαλλία είχε εκδώσει ένα οξυδερκές,
γλαφυρό, ακόμα και σήμερα αξιανάγνωστο δοκίμιο για τη χώρα, τον λαό, την
πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Αδελφών Τολίδη με τίτλο «Η Ελλάδα του Οθωνος»). Τρία χρόνια αργότερα
δημοσίευσε το μυθιστόρημα για το οποίο μιλάμε εδώ.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αττική την άνοιξη του 1856
και υποτίθεται ότι τη διηγείται στον συγγραφέα, όπως την έζησε, ένα από τα
πρόσωπά της, ένας νεαρός και αρκετά αφελής γερμανός βοτανολόγος. Σε μια εκδρομή
του στην Πάρνηθα συντροφιά με δύο Αγγλίδες (μάνα και κόρη), οι τρεις τους
αιχμαλωτίζονται από τη συμμορία του περιβόητου λήσταρχου Χατζησταύρου, του
επονομαζόμενου «Βασιλιά των Ορέων». Κράμα κυνισμού και ιπποτισμού, αγριάνθρωπου
και σεβάσμιου, θυμόσοφου γέροντα, κατσαπλιά και δαιμόνιου επιχειρηματία, ο
Χατζησταύρος (μια καταπληκτική μυθιστορηματική φιγούρα, που, όπως υποστηρίζει ο
Καμπούρογλου, δεν επισκιάστηκε σε δημοτικότητα στη Γαλλία παρά μόνον αργότερα,
από τον Ταρταρίνο) απαιτεί από τους ομήρους του λύτρα μέσα σε δεκαπέντε μέρες,
αλλιώς θα χάσουν το κεφάλι τους. Απρόθυμες να τα καταβάλουν οι Αγγλίδες, για
λόγους αρχής, ανήμπορος ο άφραγκος νεαρός Γερμανός, ελπίζουν στη Χωροφυλακή για
την απελευθέρωσή τους. Η Χωροφυλακή καταφθάνει πράγματι, αλλά ο μοίραρχος
προκύπτει βαφτισιμιός του λήσταρχου, ληστές και χωροφύλακες γίνονται ένα, οι
πρώτοι αναθέτουν στους δεύτερους τη φύλαξη των ομήρων ώσπου να επιστρέψουν από
μια νέα επιδρομή τους και οι αντικαταστάτες τους κάνουν τον αιχμάλωτο Γερμανό
να προσεύχεται στον Θεό να φέρει γρήγορα πίσω τους ληστές για να τους γλιτώσουν
από τους χωροφύλακες! Επειτα από αρκετές περιπέτειες οι δυο Αγγλίδες απελευθερώνονται
χάρη σ' ένα τέχνασμα του νεαρού γερμανού, ενώ ο ίδιος αργότερα χάρη στη
δυναμική επέμβαση ενός αμερικανού φίλου του.
Η ειρωνεία του Αμπού δεν αφήνει τίποτα όρθιο, από τα
ελληνικά ήθη της εποχής ή τις εσπερίδες στα ανάκτορα του Οθωνα ώς τον σφοδρό,
αλλά ασυνειδητοποίητο έρωτα του νεαρού βοτανολόγου, ντρεσαρισμένου όπως είναι
στη στεγνή λογική του επιστημονισμού, για την ψυχρή νεαρή Αγγλίδα, έρωτα που
τον παρασύρει σε περιπαθείς ποιητικές περιγραφές της, αν και ο ίδιος τις θεωρεί
απλώς ζήτημα επιστημονικής ακρίβειας! Αλλά, φυσικά, η κριτική αιχμή του
μυθιστορήματος στρέφεται κυρίως στην ελληνική ληστοκρατία, που σήμερα έχει
πάρει ένα καινούργιο όνομα: κλεπτοκρατία.
Η εξαιρετικά πετυχημένη επιδίωξη του Αμπού είναι να δείξει
ότι η παρανομία σ' αυτή τη μορφή δεν γίνεται αντιληπτή στην Ελλάδα ως διαφθορά
αλλά είναι ένας οργανωμένος, αποδεκτός στην κοινή συνείδηση τρόπος βιοπορισμού.
Ο Χατζησταύρος ασκεί τη ληστεία ως κανονικό επάγγελμα, όντας κατά τ' άλλα
πατριώτης, ευσεβής χριστιανός και φιλόστοργος πατέρας. Με τα έσοδα από τα λύτρα
των θυμάτων του έχει ιδρύσει μια εταιρεία, στην οποία διατηρούν μετοχές
πολιτικοί, στρατιωτικοί, ευυπόληπτοι έμποροι, σε πλήρη γνώση όλοι αυτοί της
πηγής των κερδών τους. Κάνει συνετές επενδύσεις σε ελληνικά και αγγλικά ομόλογα.
Οι δικαστές τον αφήνουν ανενόχλητο, από φόβο ή συμφέρον. Οι εφημερίδες
πληρώνονται από αυτόν για να τον εκθειάζουν ή εκφοβίζονται για να σωπαίνουν. Ο
Χατζησταύρος εμπνέει δέος και θαυμασμό, είναι ένας λαϊκός ήρωας και τα
εγκλήματά του θεωρούνται από τον κόσμο μια θλιβερή μεν, αλλά αναπόφευκτη
έκφραση της επαγγελματικής συνέπειάς του.
Μια άλλη, συναφής, διαχρονική ελληνική κακοδαιμονία που
καυτηριάζει η σατιρική πένα του Αμπού είναι ο παρτικουλαρισμός, η κατάτμηση του
κοινωνικού συνόλου σε ομάδες μικροσυμφερόντων, που ο ακατάπαυστος και
αχαλίνωτος ανταγωνισμός τους καταλύει στην πράξη κάθε έννοια γενικού
συμφέροντος. Γύρω από τη ληστεία οργανώνονται διάφορα λόμπι και συντεχνίες,
όπως θα λέγαμε σήμερα, που τη χρησιμοποιούν για λογαριασμό τους. Πολιτευτές, τοπάρχες,
αξιωματικοί του Στρατού και της Χωροφυλακής καταφεύγουν στις υπηρεσίες του
Χατζησταύρου για να εξουδετερώσουν αντιπάλους τους, παρέχοντάς του σε
αντάλλαγμα κάλυψη και, όποτε χρειάζεται, «επιχειρησιακή» στήριξη. Ακόμα και το
στρατιωτικό απόσπασμα που προβάλλει λυσσαλέα και νικηφόρα αντίσταση στην
επίθεση των ληστών κοντά στην Κακιά Σκάλα το κάνει από ιδιοτελή κίνητρα: η
χρηματαποστολή την οποία συνοδεύει περιέχει και τη δική του μισθοδοσία!
Δύσπιστος, τάχα, ο συγγραφέας για τη διήγηση του γερμανού επισκέπτη
του, τη στέλνει για έλεγχο, πριν την εκδώσει, σ' έναν επιφανή αθηναίο φίλο του,
που ακούει στο υπέροχο όνομα Πατριώτης Ψεύτης. Αυτός, φυσικά, διαψεύδει τα
πάντα κατηγορηματικά και με αγανάκτηση, διακηρύσσει ότι οι ληστές στην Ελλάδα
εξοντώθηκαν ήδη από τον Ηρακλή και τον Θησέα και καταγγέλλει ανθελληνική
συνωμοσία ξένων κύκλων (παλιά, βλέπετε, αυτή η καραμέλα). Η απάντηση του
συγγραφέα, η οποία και κλείνει το βιβλίο, είναι μία μόνο φράση: «Αθηναίε, καλέ
μου φίλε, οι πιο αληθινές ιστορίες δεν είναι εκείνες που έχουν συμβεί
πραγματικά».
Είναι η απάντηση που δίνει πάντα η λογοτεχνία, ως
μυθοπλασία, στη βιωματική μαρτυρία. Μόνο που στη χώρα μας σήμερα ακόμα και οι
μυθοπλαστικές «αληθινές ιστορίες» συμβαίνουν πραγματικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου