Ένα λίαν επίκαιρο σατιρικό ποίημα του Κωνσταντίνου Σκόκου (1854-1929).
Το αλιεύσαμε στο πρώτο φύλλο του περιοδικού του Ημερολόγιον Σκόκου,
το 1886.
Παρατηρούμε ένα σκηνικό αρρώστιας σχεδόν ίδιο με αυτό που ζούμε όλοι
οι Έλληνες σήμερα, ιδιαίτερα όσοι συνωστίζονται μαρτυρικά στην Αθήνα
και τη Θεσσαλονίκη: σκουπίδια παντού, αδέσποτα ζώα , ζωΰφια πάσης φύσεως,
δυσάρεστες οσμές διάχυτες στον αέρα, θόρυβοι, σκόνη, τεράστιες λακκούβες,
τροχοφόρα που η κυκλοφορία τους θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των πεζών,
κακοφωτισμένοι δρόμοι.
Κι όλα αυτά με τους δημοτικούς άρχοντες να βλέπουν απαθώς
την κατάσταση , τους γιατρούς να έχουν κάνει κολεγιά με τους ...νεκροθάφτες
και τους καλλιτέχνεςνα ερμηνεύουν τραγικούς ρόλους στα απειράριθμα
φεστιβάλ που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια κάθε καλοκαίρι.
Αν εξαιρέσουμε τους ανθρώπους και τη διαφορά της τεχνολογίας , σκεφτόμαστε
μελαγχολικά ότι λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε στις μέρες μας.
Το αλιεύσαμε στο πρώτο φύλλο του περιοδικού του Ημερολόγιον Σκόκου,
το 1886.
Παρατηρούμε ένα σκηνικό αρρώστιας σχεδόν ίδιο με αυτό που ζούμε όλοι
οι Έλληνες σήμερα, ιδιαίτερα όσοι συνωστίζονται μαρτυρικά στην Αθήνα
και τη Θεσσαλονίκη: σκουπίδια παντού, αδέσποτα ζώα , ζωΰφια πάσης φύσεως,
δυσάρεστες οσμές διάχυτες στον αέρα, θόρυβοι, σκόνη, τεράστιες λακκούβες,
τροχοφόρα που η κυκλοφορία τους θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των πεζών,
κακοφωτισμένοι δρόμοι.
την κατάσταση , τους γιατρούς να έχουν κάνει κολεγιά με τους ...νεκροθάφτες
και τους καλλιτέχνεςνα ερμηνεύουν τραγικούς ρόλους στα απειράριθμα
φεστιβάλ που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια κάθε καλοκαίρι.
Αν εξαιρέσουμε τους ανθρώπους και τη διαφορά της τεχνολογίας , σκεφτόμαστε
μελαγχολικά ότι λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε στις μέρες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου