ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ
Όχι, όπως λεν, ότι δε ζουν οι τόσο αγαπημένεςοι αρχαίες οι Αττικές μορφές στ' ανάγλυφα εκεί πέρα
του λιόχαρου Κεραμεικού νιοί, γέροι, νιές παρθένες,
όλοι τους ζουν και χαίρονται το φως και τον αγέρα.
Το ξέρω η γη τους έλιωσε, πάνε καιροί και χρόνια
αλλά οι λευκές τους οι ψυχές κάτω απ' τον Άδη αγάλι
ξεφύγαν και στα πέτρινα κορμιά τους και τα αιώνια,
εδώ που ζούσαν, φώλιασαν και ζουν μαζί μας πάλι.
Ω ! ζούνε. Η κόρη με σκυφτά τα μάτια τα μεγάλα
κοιτάει τ' ανάλαφρο πουλί, που κάτου σε μια κόχη,
στη γούβα του μαρμάρου της, πήγε να πιει μια στάλα
απ' το νεράκι π' άφησεν εκεί το πρωτοβρόχι.
Πιο πέρα ο γέρος άρχοντας στο χέρι του έχει κλείσει
του γιου του, του μικρού του γιου τ' αγνό, τ' αθώο το χέρι
ειν' άνοιξη και ακούει κοντά τη λεύκα, που' χει αρχίσει
να τραγουδάει στ' ολόδροσο του Μάρτη μεσημέρι.
Κι ύστερ' ακόμα ο μορφονιός στο κυπαρίσσι πλάι
αυτός μέσα στ' ατέλειωτο το γαλανό του Απείρου,
για κοίτα ! ανέβη στ' άτι του και πάει κι όλο πάει
στο δρόμο τον αξένοιαστο της νιότης και του ονείρου.
Ζούνε , σας λέω, και χαίρονται το φως ευτυχισμένα,
τα πάθη μας κι οι πίκρες μας μονάχα εκεί δε ζούνε,
κι όταν περνούν καμιά φορά ζευγάρια ερωτεμένα,
όλοι τους: γέροι, νιοι και νιες κοπέλες, τα βλογούνε,
τα ευχαριστούνε που 'ρθανε μακριά στη μοναξιά τους,
που 'ρθαν εκεί στην άφωνη, παντοτινή γαλήνη,
να τους θυμίσουν απαλά την πιο τρελή χαρά τους,
την πιο γλυκιά: πως κάποτε αγάπησαν κι εκείνοι.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ (1879-1938), "Σκιές", 1920.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου