ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Ζώντας με τις φωνές της ιστορίας
Ζώντας με τις φωνές της ιστορίας
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 17-10-08
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 17-10-08
Πώς ήταν το γραφείο του Εμμανουήλ Ροΐδη, όταν έγραφε την «Πάπισσα Ιωάννα»; Σίγουρα θα στέναζε από τις στοίβες των σκωληκόβρωτων τόμων. Διότι η «παρέκκλιση» του Ροΐδη, ειδολογική και εν ταυτώ υφολογική, είχε ως προϋπόθεση το εξής απλό: έγραφε διαβάζοντας. Τι διάβαζε; Τα πάντα, αδιακρίτως. Ως τι έγραφε; Ως ιστοριοδίφης, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, εγκυκλοπαιδιστής, σατιρικός συγγραφέας, στοχαστής, λογοτέχνης, αναγνώστης. Ο Ροΐδης γράφει στα όρια των ειδών, σημειώνει ο Δημήτρης Δημηρούλης. Ετσι, σε ανύποπτο χρόνο, με την «Πάπισσα» θεμελίωσε μια «παρεκκλίνουσα» κατεύθυνση της πεζογραφίας μας, αν και χρειάστηκε περισσότερο από ένας αιώνας για να βρει τη συνέχειά της, στο ρεύμα της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, όπου και η δικιά μου πεζογραφία μετέχει.
Σήμερα, στην ηλεκτρονική εποχή, εκτός από τους στοιβαγμένους τόμους, έχουμε και τις άπειρες σκαναρισμένες σελίδες, «κατεβασμένες» από τις ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες. Ο υπολογιστής λοιπόν είναι το εργαστήριο της δικιάς μου γραφής, συχνά με την οθόνη του χωρισμένη στη μέση: από τη μια «τρέχει» το κείμενο που διαβάζω και από την άλλη αυτό που γράφω.
Τι διαβάζω, όμως; Το να προσφεύγεις σε διάφορα βιβλία και δημοσιεύματα, σχετικά με το θέμα σου και την εποχή όπου εκτυλίσσεται η πλοκή του αφηγήματός σου, είναι η συνήθης πρακτική των συγγραφέων ιστορικών μυθιστορημάτων, ήδη από την εποχή του Ραγκαβή. Τι διαφορετικό κάνει ένας συγγραφέας πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας;
Η διαφορά δεν βρίσκεται στο τι κείμενα διαβάζει, αλλά στο τι διαβάζει στα κείμενα που διαβάζει. Ολοι παίρνουμε στοιχεία και πληροφορίες, συχνά από τα ίδια κείμενα, όμως η πολυφωνική μεταμυθοπλασία χρειάζεται κάτι περισσότερο: τις φωνές της ιστορίας, όπως υπάρχουν σε κάθε είδους κείμενο. Αυτές μεταφέρει στον λόγο του μεταμυθοπλαστικού αφηγήματος, κάποτε και «αυτούσιες». Αυτές οι φωνές είναι οι «χαρακτήρες» των αφηγημάτων μου, που ποτέ δεν είναι «ολοκληρωμένοι» και αρραγείς, όπως άλλωστε παρατήρησαν κάποιοι. Μάλιστα, ο κάθε «χαρακτήρας» συντίθεται από θραύσματα πολλών φωνών (όπως και άλλα πράγματα του κόσμου, θα πρόσθετα, κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ).
Γράφοντας, περνάω πολύ ωραία με τόση φασαρία γύρω μου, με τόσες φωνές, του παρελθόντος ή και του παρόντος, που δεν μου ψιθυρίζουν ενδόμυχα, αλλά μου φωνάζουν από τα παρακείμενα ράφια της βιβλιοθήκης ή από το αριστερό μέρος της οθόνης. Κάποτε με σκουντάνε κιόλας, αφού τους έδωσα το θάρρος, εγείρουν απαιτήσεις απίστευτες, παίρνουν μόνες τους τη θέση τους στο κείμενο που γράφω, συμπληρώνοντας τις παραγράφους και τις προτάσεις. Μαζί γράφουμε το κείμενο.
Κάθε μία από τις φωνές έχει τον δικό της ήχο, τον δικό της ρυθμό, τη δικιά της αγωνία, δηλαδή όλα όσα συνθέτουν τη δικιά της μορφή, τη δικιά της αλήθεια, έστω κι αν τα λόγια της άλλα σήμαιναν στην πρότερη ζωή της. Είναι βασανιστική η διαδικασία να διαλέξεις τις φωνές και να τις συνταιριάξεις. Πολλές απ' αυτές θα πρέπει να τις μάθεις να συνυπάρχουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Βλέπεις, η έπαρση, εκείνο το παροιμιώδες «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», καθώς και η ψευδαίσθηση της «μοναδικότητας» του καθενός, δεν ανακαλύφθηκαν από τους λογίους της εποχής μας.
Σχεδόν πάντα, κάποιοι άλλοι πεζογράφοι έχουν αναμετρηθεί με το «θέμα» σου. Τι κάνεις μ' αυτούς; Τους καλείς στο πάρτι; Δεν είναι πιο εύκολο να πάρεις αυτών τις φωνές; Αλλωστε, είναι επεξεργασμένες, καλλιεργημένες και οικείες στον αναγνώστη, συχνά δε πιο εύηχες από τη δικιά σου. Γιατί να παιδεύεσαι με τις φωνές διαφόρων, άξεστων και ανάγωγων, που ποτέ δεν σκέφτηκαν τη γραφή σαν ύψιστο ιδεώδες, σαν το αεράκι της ψυχής που δροσίζει το τραπέζι του συγγραφέα μέσα στη λάβρα του μεσημεριού, όταν καθισμένος στη βεράντα του καλεί την «έμπνευση» να τον συνεπάρει, ώστε η φαντασία του να καλπάσει σε άλλους τόπους κι εποχές, σε έρωτες, σε πάθη και Συριανούς συζύγους, όπως ο ίδιος ο Ροΐδης ειρωνεύτηκε το σχετικό διηγημάτιόν του. Σπάνια, λοιπόν, καλώ στο πάρτι φωνές άλλων πεζογράφων. Γιατί η περιβόητη διακειμενική ελευθερία φτωχαίνει απελπιστικά τον ορίζοντα, περιοριζόμενη στα κείμενα των ομοτέχνων.
Στο ερώτημα που πραγματεύομαι εδώ, δηλαδή «Πώς γράφεται η λογοτεχνία;», οι παραδοσιακοί συγγραφείς και οι νεόκοποι λάτρεις της λογοτεχνικής διακειμενικότητας απαντούν ομοφώνως: «Διαβάζοντας λογοτεχνία». Ας πρόσεχαν. Οι προθήκες των βιβλιοπωλείων βρίθουν από μυθιστορήματα που έχουν γραφεί με «έμπνευση», με «φαντασία» και με λογοτεχνία, ο δε Συριανός σύζυγος του Ροΐδη πάτησε το πόδι του και στο θεατρικό σανίδι. Καλά να είναι οι σύζυγοι, όπως και οι άνθρωποι που γράφουν τη λογοτεχνία της εποχής, καθώς και οι αναγνώστες που τη ζητούν και την απολαμβάνουν. Δεν με αφορά ως λογοτεχνία, παρά μόνον ως ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου