***
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Οι λέξεις συνεργάζονται με τις αισθήσεις
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Οι λέξεις συνεργάζονται με τις αισθήσεις
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
Πώς γράφω; Δεν είναι η πρώτη φορά που μου κάνουν αυτή την ερώτηση. Και με το δίκιο τους βέβαια οι άνθρωποι. Πενήντα πέντε συναπτά έτη στο κουρμπέτι, δεν μπορεί, σου λέει, θα 'χει βρει τον τρόπο του. Βάζει κάτω τα «πατρόν» του, σαν τις μοδίστρες του παλιού καιρού και, κόψε από 'δώ-ράψε από 'κεί, έτοιμο το μοντελάκι. Πολύ περισσότερο που στο μαγαζί του απ' έξω έχει κρεμάσει τη χειρόγραφη ταμπέλα ενός ζαχαροπλαστείου: «Δεχόμεθα παραγγελίαι!». Και πιο πέρα ακόμη: Αυτός, σου λέει, ξέρει... Κι αφού ξέρει, θα 'χει τον τρόπο να διδάξει και τους άλλους, «να τους μάθει την Τέχνη» που λέμε, όπως ο μάστορης τους καλφάδες. Γι' αυτό και όταν κάποτε μιλούσα μ' έναν του εργαστηρίου «Δημιουργικής Γραφής» και του είπα -πολύ σοβαρά- πως μ' ενδιαφέρει πολύ, εκείνος έσπευσε να μου πει: «Μα, τότε να το πω στους υπευθύνους, και σε βεβαιώνω πως θα χαρούν πολύ να 'ρθεις να διδάξεις!». Τρόμαξα. «Μα, όχι να διδάξω!» εξήγησα. «Να παρακολουθήσω τα μαθήματα, εννοούσα. Ως φοιτητής...».
Δεν ξέρω αν με πίστεψε. Πάντως, εγώ θα το αισθανόμουν σαν λύτρωση αν υπήρχε τρόπος να απαλλαγώ απ' αυτόν τον τρόμο, κάθε φορά που είναι να γράψω ένα καινούριο διήγημα. Γιατί κάθε φορά ξεκινάω από την αρχή, σαν να είναι η πρώτη φορά. Και μάλιστα εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο: Μόλις αντιληφθώ πως το καινούριο μου γραφτό πάει να γίνει «σαν», ακόμα κι αν αυτό το «σαν» αναφέρεται σε κάτι δικό μου -πάει, τελείωσε! Πρέπει να το πιάσω εξαρχής και ν' αλλάξω ρότα.
Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος που παρακολουθώ μετά μεγίστης προσοχής και μελετώ μέχρι κεραίας τις κριτικές που γράφονται για τα βιβλία μου. Μέσα σ' αυτές, λέω, ίσως ανακαλύψω τα μυστικά μου. Το πρώτο πράγμα που έχουν προσέξει λοιπόν όσοι μου κάνουν την τιμή ν' ασχοληθούνε μαζί μου, αφορά τη λειτουργία της μνήμης και το δεύτερο, την «εντοπιότητα» -ας πούμε- της θεματικής μου. Σ' αυτές τις δύο παρατηρήσεις μπορώ ίσως να δώσω κάποιες διευκρινίσεις.
Και πρώτα πρώτα να τονίσω τη σημασία που έχει η μνήμη για τη διαμόρφωση της ατομικής αλλά και της συνολικής συνείδησης. Στη λειτουργία της μνήμης στηρίζεται η συνείδηση του χρόνου και της συνέχειας της ατομικής ύπαρξης, η αποθησαύριση της εμπειρίας και ο έλεγχός της, η μετουσίωσή της σε γνώση, και πιο πέρα ακόμη: η μετουσίωση του «πάθους» (δηλαδή του παθήματος) σε «μάθος». Στα διηγήματά μου, η χρήση της δεν σημαίνει απλή αναπόληση, δηλαδή ρέμβη, πολύ περισσότερο δεν σημαίνει νοσταλγία, αλλά ανακατάταξη και ανασύνθεση του χρόνου και των περιεχομένων του: Κλείνω στο μπουκάλι αυτόν τον Διάβολο, που συγκροτεί αλλά και υπονομεύει την ανθρώπινη ύπαρξη: τον Χρόνο.
Με τον χρόνο, που η μνήμη διαχειρίζεται, είναι άρρηκτα συνυφασμένος ο τόπος.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια γωνιά της Ηπείρου, όπου έζησα σε τρυφερή ηλικία όλα τα μεγάλα γεγονότα που προσδιόρισαν τη μοίρα της πατρίδας μας. Για να το πω παραστατικά, βρέθηκα από μικρή ηλικία σ' ένα αμφιθέατρο, όπου παιζόταν το δράμα του νέου Ελληνισμού. Κι όταν σήμερα μιλώ για 'κείνη την εποχή και για 'κείνον τον τόπο, έχω την αίσθηση ότι μιλώ για τη μοίρα της πατρίδας μας ολόκληρης.
Να προσθέσω σ' αυτά τη διαφορετική αίσθηση της γλώσσας. Η διαφορά αυτή προέρχεται όχι μόνο από το γεγονός ότι η γλώσσα σ' αυτές τις περιοχές, εξαιτίας του συντηρητικού τους χαρακτήρα, διασώζει (διέσωζε, τουλάχιστον ώς τα χρόνια μου) έναν πολύ μεγαλύτερο λεξιλογικό πλούτο, αλλά κυρίως γιατί σ' αυτές τις περιοχές η γλώσσα βρίσκεται σε στενότερη συνάφεια με τα πράγματα και τις πράξεις. Για να το πω αλλιώς: οι λέξεις συνεργάζονται με τις αισθήσεις.
Αυτό δεν συμβαίνει με τους αστικούς πληθυσμούς, όπου υπάρχει γλωσσική ρευστότητα (ιδιαίτερα στις μέρες μας με την ανάπτυξη των διαφόρων τρόπων μαζικής επικοινωνίας) και επομένως γλωσσική ασάφεια. Και τι είναι πιο πολύτιμο για έναν συγγραφέα από τον γλωσσικό πλούτο και την οξυμμένη αίσθηση των λειτουργιών της γλώσσας;
Είναι αυτονόητο ότι όλα αυτά είναι δυνατό πολύ εύκολα να αποβούν αρνητικά για έναν συγγραφέα, αν παραμείνει σ' αυτά ή αν δεν διαθέτει αφομοιωτική ικανότητα και καθολική συνείδηση. Κινδυνεύει τότε να μείνει ένας απλός... «ηθογράφος» - για να χρησιμοποιήσω αυτόν τον ταλαιπωρημένο όρο με την αρνητική σημασία που έχει αποκτήσει πια στα νεότερα χρόνια της φιλολογίας μας. Δηλαδή ένας καταγραφέας των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και φωτογράφος της γραφικότητας.
Αν αυτά μπορούν να χρησιμεύσουν σε επίδοξους ομότεχνους (Τον νου τους!, όχι μπεστσελερίστες!), ας τα λάβουν υπόψη.
"ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ" ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ - 24/10/2008
Χριστόφορος Μηλιώνης ( 1932: Περιστέρι Πωγωνίου Iωαννίνων). Ικανός φιλόλογος και έγκριτος πεζογράφος, κατά κύριο λόγο διηγηματογράφος. Σ’ αυτόν και σε ορισμένους φωτισμένους ακόμα εκπαιδευτικούς οφείλονται τα θαυμάσια "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" του Γυμνασίου-Λυκείου , που αντικατέστησαν τα άθλια κείμενα λογοτεχνίας της δικτατορίας.
Τιμήθηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του «Καλαμάς κι Αχέροντας» (1986) και με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ (2000) για το βιβλίο του «Τα φαντάσματα του Γιορκ».
Από το συγγραφικό του έργο , κατά την ταπεινή μας γνώμη, ξεχωρίζουν τα βιβλία :
Ακροκεραύνια, νουβέλες, Αθήνα, Κέδρος, 1976, σελ. 150.
Το πουκάμισο του κενταύρου και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Θεμέλιο 1982, σελ. 155.
Καλαμάς και Αχέροντας, διηγήματα, Αθήνα, Στιγμή, 1986, Αθήνα, Κέδρος, 1990, σελ. 168.
Ο Σιλβέστρος, μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος, 1987,σελ.180
Τιμήθηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του «Καλαμάς κι Αχέροντας» (1986) και με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ (2000) για το βιβλίο του «Τα φαντάσματα του Γιορκ».
Από το συγγραφικό του έργο , κατά την ταπεινή μας γνώμη, ξεχωρίζουν τα βιβλία :
Ακροκεραύνια, νουβέλες, Αθήνα, Κέδρος, 1976, σελ. 150.
Το πουκάμισο του κενταύρου και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Θεμέλιο 1982, σελ. 155.
Καλαμάς και Αχέροντας, διηγήματα, Αθήνα, Στιγμή, 1986, Αθήνα, Κέδρος, 1990, σελ. 168.
Ο Σιλβέστρος, μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος, 1987,σελ.180
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου