ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΙ
Μόνο οι γραμματολόγοι και οι ανθολόγοι τούς θυμούνται .
Τσιμπολογούν κάποια ψίχουλα από το έργο τους,
αλλά ελάχιστα σκύβουν πάνω σ' αυτό,
και βιάζονται να το προσπεράσουν, λες και κάνουν αγγαρεία.
Οι λησμονημένοι λογοτέχνες μας, λαϊκοί και έντεχνοι,
αποτελούν, φευ, μουσειακό είδος.
Για μια κοινωνία αλλήθωρη, που το 'να μάτι της
κοιτάζει με τρόμο το μέλλον και τ' άλλο
είναι στραμμένο επιλεκτικά στο ένδοξο παρελθόν,
η ελληνική λογοτεχνία αποτελεί,
σχεδόν στο σύνολό της, άχρηστη ενασχόληση.
Έχουμε μια νέα γενιά φιλαναγνωστών που δε γνωρίζει
Παπαδιαμάντη και Σολωμό, που δεν έχει διαβάσει
ούτε ένα κείμενο του Βιζυηνού και του Θεοτόκη,
ενώ γνωρίζει όλα τα έργα της εγχώριας
και της ξένης λάιφ στάιλ λογοτεχνίας!
Ο Γεροντάκος , σε πείσμα των καιρών και κόντρα στον άνεμο,
δεν θα παύσει , όσο ζει, να μνημονεύει τους λησμονημένους λογοτέχνες,
εκτιμώντας τη συμβολή τους στη διαμόρφωση
της σύγχρονης λογοτεχνικής πραγματικότητας.
Οι νεότεροι λογοτέχνες δεν έρχονται από το πουθενά
ούτε το έργο τους είναι προϊόν συσκευασμένο εν κενώ.
Μέσα σ' αυτό υπάρχουν , έστω κι αν ορισμένοι δεν το παραδέχονται,
τα ίχνη από τα πατήματα των παλαιότερων ομοτέχνων τους,
που ούτε σπουδαγμένοι στην Εσπερία ήταν οι περισσότεροι απ' αυτούς
ούτε είχαν πληρώσει περιουσίες ολόκληρες, για να ασκηθούν
στην περιβόητη "δημιουργική γραφή" ,
με την οποία τα αμερικανικά πανεπιστήμια
υπόσχονται ότι θα σε κάνουν έναν νέο Χεμινγουέη .
***
Λάσκος Oρέστης
(1908-1992)
Μισός - Mισός
Μόνο οι γραμματολόγοι και οι ανθολόγοι τούς θυμούνται .
Τσιμπολογούν κάποια ψίχουλα από το έργο τους,
αλλά ελάχιστα σκύβουν πάνω σ' αυτό,
και βιάζονται να το προσπεράσουν, λες και κάνουν αγγαρεία.
Οι λησμονημένοι λογοτέχνες μας, λαϊκοί και έντεχνοι,
αποτελούν, φευ, μουσειακό είδος.
Για μια κοινωνία αλλήθωρη, που το 'να μάτι της
κοιτάζει με τρόμο το μέλλον και τ' άλλο
είναι στραμμένο επιλεκτικά στο ένδοξο παρελθόν,
η ελληνική λογοτεχνία αποτελεί,
σχεδόν στο σύνολό της, άχρηστη ενασχόληση.
Έχουμε μια νέα γενιά φιλαναγνωστών που δε γνωρίζει
Παπαδιαμάντη και Σολωμό, που δεν έχει διαβάσει
ούτε ένα κείμενο του Βιζυηνού και του Θεοτόκη,
ενώ γνωρίζει όλα τα έργα της εγχώριας
και της ξένης λάιφ στάιλ λογοτεχνίας!
Ο Γεροντάκος , σε πείσμα των καιρών και κόντρα στον άνεμο,
δεν θα παύσει , όσο ζει, να μνημονεύει τους λησμονημένους λογοτέχνες,
εκτιμώντας τη συμβολή τους στη διαμόρφωση
της σύγχρονης λογοτεχνικής πραγματικότητας.
Οι νεότεροι λογοτέχνες δεν έρχονται από το πουθενά
ούτε το έργο τους είναι προϊόν συσκευασμένο εν κενώ.
Μέσα σ' αυτό υπάρχουν , έστω κι αν ορισμένοι δεν το παραδέχονται,
τα ίχνη από τα πατήματα των παλαιότερων ομοτέχνων τους,
που ούτε σπουδαγμένοι στην Εσπερία ήταν οι περισσότεροι απ' αυτούς
ούτε είχαν πληρώσει περιουσίες ολόκληρες, για να ασκηθούν
στην περιβόητη "δημιουργική γραφή" ,
με την οποία τα αμερικανικά πανεπιστήμια
υπόσχονται ότι θα σε κάνουν έναν νέο Χεμινγουέη .
***
Λάσκος Oρέστης
(1908-1992)
Μισός - Mισός
Mια μέρα που άγρια η πλήξη τον μαστίγωνε,
κι η μοναξιά τού σάλευε τα φρένα του
στο μακρινό Σιντάμο,
ο Kωνσταντίνος Kριθαράς, εκ Φιλιατρών,
την Aβησσυνεζούλα Tινκινές
τη γύρεψε απ' τον κύρη της σε γάμο.
Kαι στη στιγμή, με δυο γελάδες αχαμνές,
έκανε χτήμα τη μικρούλα Tινκινές.
Kι ο Kωνσταντίνος Kριθαράς κτηνώδικα
στη μαύρη βελουδένια σάρκα της
ολονυχτίς τη λύτρωση ζητούσε.
Kι' η Tινκινές, με δέος στα ματάκια της,
τον κάθε πόθο του άσπρου της Θεού
πιστά τον εκτελούσε.
Kι από τα σπλάχνα της, το εννιάμηνο ακριβώς,
βγήκε ο Iάσων Kριθαράς… "μ ι σ ό ς - μ ι σ ό ς".
"M ι σ ό ς - μ ι σ ό ς" θα πει με λόγια απλά,
μισός Pωμηός, μισός Aβησσυνός,
κάτι να πούμε μέσ' στη μέση.
Mα το φριχτό το νόημα, το βαθύ,
στη λέξη ετούτη τη διπλή
ποιος να το δώσει θα μπορέσει;
"M ι σ ό ς - μ ι σ ό ς" θα πει ντροπή, πόνος, λαχτάρα,
κι' εφτά γενιές εδώ κι' εμπρός μαύρη κατάρα.
Tο νόημα αυτό το κολασμένο το πρωτόνιωσε
σαν πρωτοπήγε ο Iάσων Kριθαράς
στο Eλληνικό σχολείο.
T' άσπρα Eλληνόπουλα, τα "ο λ ό κ λ η ρ α",
σα νάχε λέπρα φεύγαν από δίπλα του
κι έμενε μόνος… μελανό σημείο.
Kι ένιωσε μίσος στην καρδιά, χωρίς να θέλη,
κι' εντός του ανέμιζε η ψυχούλα του κουρέλι.
Kαι στην ντροπή, στον εμπαιγμό, στην καταφρόνεση,
τα χρόνια πέρασαν, αλίμονο, χωρίς
καμμιά χαρά στον κόσμο νά 'βρει.
Kι όταν τον έδιωξε η κοπέλλα που ερωτεύτηκε,
η γαλανή κοπέλλα με τα ολόχρυσα μαλλιά,
άγρια μίσησε τη μάννα του τη μαύρη.
Kαι χτες εφόρεσε την ά σ π ρ η φορεσιά του
και πέταξε στον αέρα τα μυαλά του.
Ποιήματα Άπαντα, Aθήνα 1972
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου