Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΩΣ ΛΙΠΑΣΜΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΩΣ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Το διήγημα του Τάσου Καλούτσα που αναρτούμε συμπυκνώνει βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της θεματολογίας , της ατμόσφαιρας, της δόμησης αλλά και του ύφους που διέπουν σχεδόν όλα τα διηγήματά του, από την αρχή της συγγραφικής του πορείας με τις αλησμόνητες εκδόσεις της Διαγωνίου (Το Κελεπούρι & Το Κλαμπ ): μικρά κείμενα που χτίζονται με υλικό την πνιγηρή εν πολλοίς ελληνική καθημερινότητα.
Η τεχνική του διηγήματος, που διακονεί ο ακαταπόνητος λεπτοανατόμος της ελληνικής πραγματικότητας Καλούτσας, στηρίζεται σε ευδιάκριτους άξονες δράσης και χώρων (μέσα-έξω από το σπίτι, πάνω-κάτω από το διαμέρισμα ) , όπου εκτυλίσσονται τα δρώμενα, συμπύκνωσης του χρόνου, και ξεκάθαρη διάκρισης της συμπεριφοράς από τις μύχιες σκέψεις και τους πόθους του βασικού υποκειμένου-ήρωα του διηγήματος (Φαίνεσθαι VS Είναι) .
Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, οι άνθρωποι παρουσιάζονται ελλειπτικά , μοιάζουν με φιγούρες που κινούνται στο ημίφως, είτε ατομικά είτε ομαδικά . Απουσιάζουν οι αναλυτικές περιγραφές πλην της σκηνής του ανοϊκού ηλικιωμένου , του κυρ Αλέκου, που έχει εγκλωβίσει σχεδόν αιχμάλωτα στο διαμέρισμά του δύο μικρά παιδιά και τραυματίζει με στυλό στο χέρι τη γυναίκα του, Πιπίνα, εμποδίζοντάς την να ανοίξει την πόρτα και να τα παραδώσει στην έντρομη μητέρα τους.
Ο Καλούτσας δομεί το διήγημά του γύρω από τον "πρωταγωνιστή" του, τον Λάζαρο, εργαζόμενο και συγγραφέα , παντρεμένο με τη στοργική συμβία του,τη Δάφνη, που τον θαυμάζει, νοιάζεται γι΄αυτόν και διευκολύνει το συγγραφικό του έργο . Το ζευγάρι ζει εν αρμονία και έχει ένα χαριτωμένο τετράχρονο κοριτσάκι , που χρειάζεται , όπως όλα τα παιδιά, τη φροντίδα του γονιού στην καθοδήγηση και στο παιχνίδι, καθήκον που ο Λάζαρος εκτελεί ευσυνείδητα ως πατέρας, αλλά έχοντας πάντοτε απασχολημένο το «ετοιμόγεννο» μυαλό του με την πλοκή του κυοφορούμενου γραφτού του .
Είναι προφανές ότι ο άνδρας-πρωταγωνιστής δεν είναι ο τυπικός οικογενειάρχης, ο ατομιστής μικροαστός, που είναι κλεισμένος στον μικρόκοσμο του κουκουλιού του , αδιάφορος για τα τεκταινόμενα έξω από αυτό. Η πολιτική του ευαισθησία δείχνει άνθρωπο που νοιάζεται για τα κοινά ακόμα και αν αυτά δεν αφορούν άμεσα την ελλαδική πραγματικότητα, όπως τα αιματηρά γεγονότα στη Γάζα εκείνης της εποχής , που βλέπει στην τηλεόραση, συγκλονίζεται μάλιστα για όσα φριχτά συμβαίνουν στα μικρά παιδιά της περιοχής.
Παράλληλα, ο "ήρωάς " μας είναι ευαίσθητος δέκτης όσων συμβαίνουν στη γειτονιά του . Έχει καλές σχέσεις με τους γείτονες και ιδιαίτερα με τον κυρ Αλέκο , όσο αυτός ήταν καλά στο μυαλό, ενώ προθυμοποιείται να βοηθήσει την άγνωστη μητέρα , που του ζητά να πείσει τον παραλογισμένο Αλέκο να απελευθερώσει τα παιδιά της, γι΄αυτό πηγαίνει πρόθυμα στο διαμέρισμά του μεσολαβώντας πειστικά προς την κατεύθυνση αυτή.
Ο Λάζαρος , πάνω απ΄όλα, είναι ο άνθρωπος που νοιάζεται για το μεγάλο του μεράκι, τη λογοτεχνική συγγραφή. Η επιθυμία αυτή είναι βαθιά καρφωμένη μέσα του και τον απασχολεί με τρόπο βασανιστικό, ψάχνοντας να βρει θέματα ανάμεσα σε όσα γεννά η πλούσια σε γεγονότα καθημερινότητα , κατάλληλα για μετουσίωση σε πεζογραφικό έργο, σε διηγήματα .
Φυσικά, η ζωή ως ανοιχτό σενάριο τον τροφοδοτεί με διαρκές υλικό , όμως η επεξεργασία αυτού του υλικού αναστέλλεται από την εργασιακή και οικογενειακή ρουτίνα, δύο «δυνάστες» που κλέβουν διαρκώς πολύτιμες ώρες από το χρόνο του και δεν τον αφήνουν να αφεθεί απερίσπαστος στο πάθος της συγγραφής . Από τη μια λοιπόν ο βιοπορισμός και από την άλλη τα συζυγικά και πατρικά καθήκοντα δεν του αφήνουν ελεύθερο χρόνο να επιλέξει , να αναλύσει το υλικό του και να το μετουσιώσει σε απτό λογοτεχνικό έργο. Καημός αγιάτρευτος ως φαίνεται ...
Κάθε έκτακτο γεγονός που εμφανίζεται σε αυτήν την έτσι κι αλλιώς απαιτητική ρουτίνα προσθέτει κι άλλα εμπόδια στη άσκηση αυτού του έργου, παρά το ότι αυτό καθαυτό αποτελεί γόνιμο λίπασμα για τη φαντασία του. Φυσικά, το πρόβλημα είναι αμείλικτο , αφού απαιτεί την άμεση επίλυσή του . Πώς , για παράδειγμα, θα διαχειριστεί ως άτομο και πώς ως ευαίσθητος διανοούμενος και συγγραφέας τις εικόνες από όσα φριχτά συμβαίνουν για το λαό και τα παιδιά της Παλαιστίνης ; Θα τις εκφράσει συμμετέχοντας στη συλλογική δράση, στα συλλαλητήρια και στις πορείες για την ειρήνη, ή θα τις μετουσιώσει σε κάποιο κείμενο όπου θα αποτυπώνονται τα δεινά τους;
Ο Λάζαρος είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν επιθυμεί τριβές και εντάσεις με τους άλλους , δεν είναι ευέξαπτος και φιλόνικος. Μολαταύτα πιστεύει σε αξίες , διαθέτει ανθρώπινα ανακλαστικά και σθένος, ιδιότητες που τον σπρώχνουν να δρα προς όφελος του πάσχοντος ανθρώπου. Στην περίπτωση του επεισοδίου του τρελαμένου κυρ Αλέκου , με την καημένη Πιπίνα και την απεγνωσμένη μητέρα που του ζητά να σώσει τα παιδιά της, δεν αρνείται την παρέμβασή του , φοβούμενος πιθανούς κινδύνους . Ίσα ίσα επιδεικνύει τον απαραίτητο δυναμισμό για να ακινητοποιήσει τον γέροντα, πιάνοντας γερά τα χέρια του. Νιώθει επιπλέον φρίκη στην εξευτελιστική προοπτική να φορέσει ο νοσοκόμος με το ζόρι τον ζουρλομανδύα στον Αλέκο και πετάγεται ως το καφενείο , για να τηλεφωνήσει στην Αστυνομία.
Στις δύο όμως τελευταίες περιπτώσεις αποφεύγει να οξύνει τα πνεύματα , αντιδικώντας με τον βίαιο νοσοκόμο ή τον αστυνόμο που καθυστερεί να εμφανιστεί , πίνοντας αμέριμνος τον καφέ του . Αδιαφορεί μάλιστα για την απειλή του κυρ Αλέκου να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το μπαλκόνι , λέγοντας κυνικά «Ασ΄τον να πέσει. Να ’ταν, τουλάχιστον, νέος... να έλεγα».
Η ενύπνια απόφαση όμως του Λάζαρου για ματαίωση της συμμετοχής του στις μαζικές κινητοποιήσεις για την Παλαιστίνη, με επιχείρημα ότι λίγα πράματα μπορούσε να πετύχει με αυτή , όταν εκδηλώνεται μέσα σε μια κοινωνία αδιάφορη για τον πόνο του ξένου, δε συνεπάγεται την παραίτηση από τη προσήλωσή του στα ανθρωπιστικά ιδεώδη.
Η παρατήρηση της Δάφνης για τη γενναία επέμβασή του στο επεισόδιο του πάνω ορόφου, με την οποία κατάφερε να ελευθερώσει τα παιδιά από τα χέρια του παρανοϊκού γέρου ,είναι ο καταλύτης που του αλλάζει εντελώς τη διάθεση.
Η πρώτη αποστροφή της ευαίσθητης γυναίκας «Τι φταίνε τα καηµένα τα παιδιά!...» , εννοώντας τα παιδιά της γειτόνισσας , συνοδευόμενη από τη γενικευτική κατάληξη «Όλα τα παιδιά του κόσµου… Τι φταίνε!», διέλυσαν μεμιάς την απογοήτευση και τη βαρυθυμία του , επανέφεραν την ελπίδα ότι τίποτε δενπάει χαμένο αν γίνεται για καλό σκοπό.
Οι φράσεις αυτές «ήταν ακριβώς τα λόγια που χρειάζονταν αυτή τη στιγµή, που τον έφερναν πίσω στον κόσµο που ήξερε» , αναζωπύρωσαν μέσα του την αποφασιστικότητα να ξαναρχίσει το γράψιμο. Τον αφύπνισαν , επανέφεραν στην προσφιλή του « καθηµερινότητα που µπορούσε ν’ αγγίξει, να επηρεάσει, ν’ αλλάξει...Έπρεπε, λοιπόν, να τ’ ακούσει από τα χείλη της; Γιατί έψαχνε αλλού, αφού αυτός ήταν ο δικός του κόσµος; Ένα ξαφνικό κύµα αισιοδοξίας τον ανακούφισε.».
Επιμύθιο : Ο Τάσος Καλούτσας είναι ένας πεζογράφος που επί χρόνια εργάζεται μαστορικά πάνω στη μικρή φόρμα , πολεμά να τιθασεύσει ιδέες και λέξεις , να τις οργανώσει σε μικρά σύμπαντα , καταγράφοντας και περιγράφοντας την καθημερινότητα ανθρώπων από τα μικρομεσαία κυρίως στρώματα, που φαίνεται ότι γνωρίζει καλά και τα ψυχογραφεί πειστικά με διεισδυτικό τρόπο .
Κύρια προσόντα της γραφής του είναι η επιμελημένη λεπτοδουλειά στην οργάνωση των διηγημάτων του και η ρεαλιστική αποτύπωση γεγονότων καταστάσεων της αντιφατικής -και σε πολλές εκφάνσεις της ζοφερής- νεοελληνικής πραγματικότητας . Μολονότι γνωρίζει πολύ καλά ότι η Λογοτεχνία δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει την ευρισκόμενη σε καθολική κρίση κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε (θυμηθείτε τον θλιβερό ζτανοφικής κοπής "σοσιαλιστικό ρεαλισμό") , διατηρεί ολοζώντανη την ελπίδα της πίστης στην ευεργετική επίδρασή της στη ζωή των ανθρώπων. Πίστη του ότι η Λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τον εαυτό μας και τον προσωπικό κόσμο μας, άρα να καλυτερέψει τη ζωή μας.
Από την πλευρά μας , ως φανατικοί αναγνώστες, συμμεριζόμαστε ολόψυχα την αισιοδοξία του. Γιατί πιστεύουμε στην περίφημη ρήση του Τζoρτζ Σόντερς: «Αν αγαπάς την ανάγνωση, αγαπάς και τη ζωή»...
Gerontakos, 4/11/2024
******************************
Τάσος Καλούτσας
ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Διήγημα από τη συλλογή «Η ωραιότερη μέρα της», Μεταίχμιο 2010.
Βραβείο Διηγήματος, Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών.
ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑIΕΣ ΜEΡΕΣ Ο ΛAΖΑΡΟΣ ένιωθε το µυαλό του ετοιµόγεννο.
Τι θαυµάσια εµπειρία, σκεφτόταν. Τριγυρνούσε γύρω στο γραφείο του, έσκυβε πάνω στα λευκά χαρτιά του και στύλωνε το βλέµµα του στοχαστικά στο κενό, µε συναίσθηµα ευφορίας. Λες και γύρευε να πιαστεί από κάπου και ν’ αρχίσει να πλέκει µεθοδικά, σαν την αράχνη, τον ιστό του. Το γεγονός ότι είχαν ξεσπάσει πάλι οι εχθροπραξίες στη Μέση Ανατολή κι αυτή τη φορά η βία κλιµακωνόταν µε µανιασµένη αγριότητα στη λωρίδα της Γάζας ήταν σίγουρα ένα επιπλέον κίνητρο. Σε µια τέτοια κατάσταση κυοφορίας και προσµονής κι ακόµα περισσότερο σαστισµένος και ανήσυχος, έγειρε εκείνο το µεσηµέρι στο κρεβάτι του.
Δεν ήξερε πόση ώρα λαγοκοιµόταν, όταν ένιωσε τα µελίγγια του ιδρωµένα κι άκουσε µια εύθυµη, δροσερή φωνή δίπλα του.
«Αχ, τι έπαθα... Θέλω να το ανεβάσω, τραβάω το κορδόνι, κι αντί να το ανεβάσω, το κατεβαίνω πιο πολύ...» Δυο χάντρινα µατάκια τον ατένιζαν µε έκπληξη. «Το κατεβάζω» διόρθωσε ο Λάζαρος, έχοντας µια στυφή γεύση στο στόµα του. «Ναι, το κατεβάζω πιο πολύ» επανέλαβε η φωνή. «Για να δούµε όµως τώρα… θα πάω πάλι να το ανεβάσω· θα µπορέσω ή θα το κατεβάσω ξανά...» Είχε ξετινάξει κάπως τη νάρκη του και άκουγε τη φωνή, που έµοιαζε µε ένα συνεχές τιτίβισµα, να αποµακρύνεται στον διάδροµο. Μετά, έφτασε στ’ αυτιά του ο θόρυβος απ’ το τραβηγµένο στόρι. «Ουφ, τι έπαθα» ξεφύσηξε πάλι «αυτά όλο χαµηλώνονται!...» «Χαµηλώνουν». Ο Λάζαρος ήθελε να τη διορθώσει από µακριά, µα κρατήθηκε.
Σηκώθηκε, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και κατευθύνθηκε στο γραφείο του, όπου τον περίµενε ο µεσηµεριανός διπλός καφές που του ’χε φτιάξει η γυναίκα του.
Κοίταξε µε απορία την άδεια κούπα του. Συνήθιζε βέβαια εκείνη να τον δοκιµάζει, λίγο προτού φύγει... Η λεπτή φωνούλα του κοριτσιού αντηχούσε σε αδιάκοπη διαµάχη µε τα στόρια. Σώπασε µόλις τον είδε να την πλησιάζει. Της πρότεινε να τον ακολουθήσει στο σαλόνι κι έβαλε στο βίντεο µια ταινία. Μετά γύρισε στο γραφείο και βούλιαξε στην πολυθρόνα του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί.
Ολόισια µπροστά του έβλεπε το µπαλκονάκι λουσµένο στον κρύο ήλιο του απογεύµατος.
*
Δρασκέλισε το κατώφλι της µπαλκονόπορτας και βγήκε έξω. Αυτή την ώρα, λίγο πριν ξεκινήσει για τη δουλειά του, η συναυλία των πουλιών φούντωνε στα γυµνά κλαριά των δέντρων, κάτω από το µπαλκόνι τους. Η πρωινή αύρα γέµισε τα πνευµόνια του µε µια µυρωδιά από καµένο λάστιχο.
Κοίταξε το γαλαχτωµένο ουρανό, ενώ άκουγε τις ευχές που του έστελνε από απέναντι µια γειτόνισσα. Τι ευχές και αηδίες, σκέφτηκε, ανταποδίδοντας έναν άκεφο χαιρετισµό, δεν έβλεπε την κατάσταση; Ακόµα δεν µπήκε η νέα χρονιά κι είχανε γίνει κοµµάτια!... Γύρισε µέσα, ρούφηξε βιαστικά στο πόδι τον χυµό του κι ήταν έτοιµος να του δίνει, όταν ακούστηκαν τ’ απανωτά χτυπήµατα στην πόρτα.
Η γυναίκα που στεκόταν µπροστά του ήταν γνωστή, αλλά µιλούσε τόσο γρήγορα, που δεν καταλάβαινε τι του έλεγε. Φαινόταν πολύ φοβισµένη και το τσουλούφι που έπεφτε άταχτα στο µέτωπό της δεν σταµατούσε να πηγαινοέρχεται καθώς στριφογύριζε µε ταραχή το κεφάλι της.
Αυτό που έβγαινε από µέσα της έµοιαζε µε σπασµωδικό κλάµα και τον σάστισε. «Σας παρακαλώ, σώστε τα παιδιά µου!» κατέληξε. Στράφηκε πίσω του και διέκρινε το αγουροξυπνηµένο πρόσωπο της γυναίκας του, που στο µεταξύ είχε πεταχτεί κι εκείνη από το κρεβάτι, να τους κοιτάζει µε απορία. Μετά παράτησε χάµω τη φουσκωµένη τσάντα του και την ακολούθησε.
Η γυναίκα τον οδήγησε στον πάνω όροφο, στο διαµερισµατάκι της κυρα-Πιπίνας. Από µέσα έφταναν πνιχτές φωνές. Ξαφνικά µια στριγκλιά της Πιπίνας που επικαλούνταν τον µεγαλοδύναµο Θεό. Μια βραχνή αντρική φωνή αποκρινόταν συρτά. Με δάκρυα και τρόµο στα µάτια η γυναίκα τον ικέτεψε να κάνει κάτι. Χτύπησε το κουδούνι. Οι φωνές σώπασαν. Παρατεταµένο κελάηδηµα πουλιού, έργο του κυρ Αλέκου, που ήταν µερακλής και µεγάλος µάστορας.
Ερχόταν κι ο ίδιος καµιά φορά να του ζητήσει κάποιο χρειαζούµενο εργαλείο. Τώρα η γυναίκα δίπλα του είχε ξεσπάσει σε σιγανούς λυγµούς. Στη σιωπή που µεσολάβησε, τα κατάφερε να θυµηθεί πως ήταν η ανιψιά του ζευγαριού, τους είχε επισκεφθεί για τις γιορτές από το νησί και να δεις πώς τη λέγανε, Μυρτώ; Η πόρτα άνοιξε µισή πιθαµή και πρόβαλε η θαµπή αξύριστη µορφή του κυρ Αλέκου. «Προσέξτε το µαχαίρι…»
Πάρτε το απ’ τα χέρια του!» άκουσε τον ταραγµένο ψίθυρο της γυναίκας. Αυτός του χαµογέλασε, µαχαίρι δεν έβλεπε, δεν φαινόταν όµως και το δεξί χέρι του γέρου που το έκρυβε πίσω απ’ την πόρτα. «Τι θες;» τον ρώτησε ψυχρά, χωρίς να δείξει πως τον αναγνώρισε. Προσπάθησε να του µιλήσει, µε το χαµόγελο πάντα, άλλωστε τον συµπαθούσε.
Ταυτόχρονα έριχνε κλεφτές µατιές µέσα στο διαµερισµατάκι. Όλο κι όλο τρεις µικροί χώροι, σε παράταξη· µπαίνοντας η κουζινούλα, δεξιά το σαλονάκι, στο βάθος η κρεβατοκάµαρη. «Καλά, αλλά τώρα πήγαινε...» τον έκοψε µε την µπάσα φωνή του «γιατί έχω δουλειά». «Στο βάθος, στο βάθος» έσκουξε η Μυρτώ «τα έχει στην κρεβατοκάµαρη... Αχ, κακόµοιρα παιδάκια µου!». Έσπρωξε να του κλείσει κατάµουτρα την πόρτα, αλλά αυτός είχε προλάβει να σφηνώσει το πανωκόρµι του στο άνοιγµα. Αν και τον εµπόδιζε, µπόρεσε να δει δυο παιδικά κεφαλάκια στο βάθος, που είχαν στραµµένο το έντροµο βλέµµα τους πάνω του.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε περισσότερο κι η Πιπίνα ξετρύπωσε το ξεµαλλιάρικο κεφάλι της κάτω απ’ τη µασχάλη του γέρου, σπρώχνοντας τον αγκώνα του. «Άσε µε να δω, άσε µε, λοιπόν, παιδάκι µου!» στρίγκλισε. Το δεξί χέρι του κυρ Αλέκου εµφανίστηκε, δεν κρατούσε µαχαίρι, µα ένα κίτρινο στιλό διαρκείας. Αγωνιζόταν να ξαναµαγκώσει την πόρτα πίσω της. «Καλό µου παιδί» είπε τσιριχτά η Πιπίνα κολλώντας σχεδόν το µούτρο της στο δικό του αφού το γλαύκωµα, προφανώς, δεν της επέτρεπε να ξεχωρίσει παρά µόνο σκιές «εσύ είσαι; Βάλ’ τον, σε παρακαλώ, λίγο µυαλό, γιατί πάει, τo έχασε. Παλάβωσε... Βοήθησέ µας, Χριστέ µου!». Προσπαθώντας να κρατηθεί όρθια, ανεβοκατέβαζε το κουτσό πόδι της· µετεωριζόταν. «Αχ Θεέ µου,ο άντρας µου τρελάθηκε!» επανέλαβε. «Ηρεµήστε, ηρεµήστε» τους είπε ψύχραιµα αυτός. Με µια απαλή, σχεδόν εγκάρδια κίνηση, αποτόλµησε να πιάσει το αριστερό χέρι του γέρου από τον καρπό. «Θα πρέπει να θυµάσαι» του ψιθύρισε τρυφερά στ’ αυτί «που σ’ επισκέφτηκα την περασµένη βδοµάδα και µου ’ψησες καφεδάκι εκεί µέσα» κι έδειξε κατά τη µεριά της κουζινούλας. Ο γέρος πρόσεχε τα χείλη του, λες κι έβγαινε από µέσα τους ο ήχος µαγικής φλογέρας· τα µάτια του ωστόσο δεν έλεγαν να λαγαρίσουν.
Ξαφνικά φωτίστηκαν, µια ελάχιστη λαµπερή αστραπή έσχισε στη µέση τη θαµπάδα τους. «Ε, τι λες, θυµάσαι που τα συζητήσαµε µια χαρά οι δυο µας;» συνέχισε. Στη γέρικη µορφή απλώθηκε άφατη θλίψη. «Είδες τι πάθαµε...» βγήκε µετά σπασµένη η φωνή του. «Είδες τι πάθαµε τώρα...» ψέλλισε ξανά, λες κι απορούσε κι ο ίδιος µε αυτό που του συνέβαινε. «Μην στεναχωριέσαι, δεν είναι τίποτα, θα περάσει. Εσύ είσαι εντάξει άνθρωπος...» τον καθησύχασε. «Να τη βράσω τέτοια καλοσύνη» ούρλιαξε η Πιπίνα, καθώς κρεµόταν γαντζωµένη πάνω του «δεν µας άφησε να κλείσουµε µάτι όλη τη νύχτα, ο δαίµονας! Άσε µε, σου λέω, άσε µε να φύγω!». Ο άντρας της όµως την κρατούσε γερά απ’ το αριστερό της χέρι. «Πού στον διάβολο θες να πας;» φώναξε· «απ’ το σπίτι σου θες να φύγεις;». «Παράτα µε, λοιπόν µου µαύρισες την ψυχή!» κλαψούρισε εκείνη· «αχ Θεέ µου, λυπήσου µας!». Αγωνιζόταν να του ξεφύγει, καθώς την έσφιγγε πάνω του. «Δεν έχεις να πας πουθενά» βόγκηξε «εδώ είναι το σπίτι σου!». Αλλά η Πιπίνα µ’ ένα απότοµο τράβηγµα κατάφερε να λευτερώσει το χέρι της και τότε ο γέρος έµπηξε µε µίσος το στιλό στο εξωτερικό µέρος της παλάµης της. Η πλαστική µύτη καρφώθηκε σαν στιλέτο στο κρέας και το αίµα τινάχτηκε σαν σιντριβάνι.
Μουγκρίζοντας όρµησε πάνω του, αλλά τελικά o πόνος της την ανάγκασε να µαζευτεί, αφήνοντας σιγανές κραυγές απόγνωσης. Τότε κι αυτός βρήκε την ευκαιρία να αρπάξει τα χέρια του γέρου. Παγιδεύοντάς τα από τους καρπούς, τα έσφιξε δυνατά. «Τα παιδιά µου... Σας παρακαλώ, σώστε τα παιδιά µου!...» υπενθύµιζε πανικόβλητη η φωνή της γυναίκας.
Στεκόταν δίπλα του, στο κλιµακοστάσιο. Σκύβοντας πάνω απ’ τον ώµο του κυρ Αλέκου, τους έγνεψε µε τρόπο, καθώς του κρατούσε ακίνητα τα χέρια. Όµως ο γέρος τον πήρε είδηση: «Σαν πολύ κοιτάς προς τα µέσα, τι σκοπό έχεις;» γρύλισε. Δεν είχε τι να του πει. Τον έσπρωξε ελαφρά, ανοίγοντας όσο µπορούσε τον χώρο πλάι του. Εγκαταλείποντας την κρυψώνα τους τα παιδιά κατευθύνονταν κιόλας µ’ ευκινησία προς την έξοδο. Οι φλέβες φούσκωσαν στον λαιµό του γέρου κι ένα υπόλειµµα δύναµης σπαρτάρισε στα παγιδευµένα χέρια του. Τον ένιωσε να καταβάλλει µια τελευταία προσπάθεια, τόσο αδύναµη που τον λυπήθηκε. Η γυναίκα άρπαξε τα παιδιά της και, µουρµουρίζοντας µέσ’ απ’ τα δόντια της ένα ανακουφιστικό «ευχαριστώ», εξαφανίστηκε µαζί τους αµέσως στις σκάλες. «Άσε µε, σε παρακαλώ, είµαι κουρασµένος» είπε ξέπνοα ο γέρος. Όχι µόνο τον άφησε αµέσως, αλλά του ’ρθε να του ζητήσει και συγνώµη. Φαινόταν τόσο ταλαιπωρηµένος, τόσο αναστατωµένος. Δεν ήταν καθόλου ο κυρ Αλέκος που γνώριζε. Εκείνος είχε πάντα ένα πράο χαµόγελο και µια ήρεµη έκφραση στο πρόσωπό του· ένα συνεχές σιγανό σφύριγµα έβγαινε από τα χείλη του, όταν έσκυβε και καταγινόταν µε τις δουλειές του: να σφίξει µια βιδούλα, ν’ αλλάξει το φθαρµένο λαστιχάκι της βρύσης, να ψάξει για τα κατάλληλα καρφιά στην εργαλειοθήκη. Κι όταν δεν ασχολούνταν µε κάτι συγκεκριµένο, έπαιρνε την εφηµερίδα του ή κάποιο περιοδικό και τα ξεκοκάλιζε µε τις ώρες. Ακόµα κι όταν τον απόπαιρνε µε βαριές κατάρες η Πιπίνα, παρακαλώντας µε όλη την καρδιά της τον Ύψιστο και τους αγίους να ρίξουν κεραυνούς και να τον κάψουν, στάχτη να τον κάνουν που της είχε µαυρίσει τη ζωή κι η στριγκή φωνή της, απ’ το µπαλκονάκι όπου άπλωνε την µπουγάδα της, αντηχούσε ολόγυρα απειλητική, ακόµη και τότε εκείνος δεν της αντιγύριζε κουβέντα ή το πολύ να κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας: «Έλα τώρα, µωρέ Πιπίνα, εντάξει...», γεµάτος κατανόηση για τα βάσανά της που δεν ήταν λίγα ,το πόδι, το γλαύκωµα, ή ακόµα και την ατεκνία, και που µε τον καιρό είχαν σµπαραλιάσει τα νεύρα της! Όχι, σίγουρα δεν ήταν ο κυρ Αλέκος ο άνθρωπος αυτός!
Το ασανσέρ σταµάτησε και φάνηκε ένας µουσάτος νοσοκόµος. «Πού είναι ο άρρωστος;» ρώτησε τραχιά, επαγγελµατικά. Στα χέρια του κρατούσε µια κοντή άσπρη µπλούζα. Πλησίασε, άρπαξε το χέρι του γέρου και βάλθηκε να τον τραβολογά. Εκείνος έβαλε µε πείσµα αντίσταση, ρίχνοντας το βάρος του κορµιού του προς τα πίσω και λούζοντάς τον µε βρισιές. Ήταν άξιο απορίας πού έβρισκε το κουράγιο. «Έλα µαζί µου, λοιπόν!» µούγκρισε ο νοσοκόµος, προσπαθώντας να δέσει τα µπράτσα του γύρω στο σώµα του γέρου. Έκανε να του περάσει την µπλούζα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ζουρλοµανδύας! σκέφτηκε µε τρόµο αυτός, καθώς τους έβλεπε, αµέτοχος, να παλεύουν µπροστά του!Ώστε, µε αυτό τον τρόπο παρέχονταν οι πρώτες βοήθειες!
Ο νοσοκόµος τον παρακαλούσε τώρα να βάλει ένα χεράκι να ξεκουνήσουν τον γέρο από τη θέση του. «Α όχι, αυτό δεν µπορώ να το κάνω...» του ξεκαθάρισε. Πρόσεξε ότι ο κυρ Αλέκος, -απ’ το πολύ ζόρι το κατωσάγονό του τρεµούλιαζε– είχε καρφωµένα τα θολά µάτια του πάνω του. Μετά τον είδε να γραπώνεται γερά από την πόρτα, µπορούσε ν’ ακούσει ακόµη και τα νύχια του να γρατζουνίζουν απεγνωσµένα την επιφάνειά της. Στο µεταξύ η Πιπίνα είχε ξεγλιστρήσει έξω. «Άντε στα κοµµάτια!» αγανάκτησε ο νοσοκόµος. Τον παράτησε κι ο γέρος βρήκε την ευκαιρία να τρυπώσει αµέσως µέσα, βροντώντας την πόρτα πίσω του. Ο νοσοκόµος µπήκε στο ασανσέρ κι εξαφανίστηκε.
Το κλειδί στριφογύρισε δυο φορές στην κλειδωνιά. Ο σύρτης ακολούθησε κι ακούστηκε ένα πνιχτό ξεφωνητό θριάµβου. Τα µούτρα των γυναικών που εµφανίστηκαν στον διάδροµο, κάτω από το θαµποκίτρινο φως, σφίχτηκαν πανιασµένα, τα µουρµουρητά τους δυνάµωσαν. Σφάλµα, δεν έπρεπε να τον αφήσουν να κλειστεί µέσα, µονάχος...
Όχι τουλάχιστον µέχρι νά ’ρθει η αστυνοµία! Η φωνή του γέρου έφτανε βραχνή µα πιο αποφασιστική, τους πληροφορούσε ότι κρατούσε µαχαίρι κι αλίµονο σε όποιον θα επιχειρούσε να µπει· θα τον καθάριζε· µετά θ’ αυτοκτονούσε, πηδώντας απ’ το µπαλκόνι... Η Πιπίνα πλησίασε –το χέρι της, µπανταρισµένο πρόχειρα µ’ ένα καταµατωµένο µαντίλι– κολλώντας το µάγουλό της στη µανταλωµένη πόρτα κι άρχισε τις κλάψες και τα παρακάλια. Τον ικέτευε, για τελευταία φορά, να λογικευτεί.
Θέλοντας να διαµαρτυρηθεί για την αργοπορία της αστυνοµίας κατέβηκε κάτω, στο καφενείο. Στη δουλειά του είχε αργήσει για τα καλά. Οι δυο τρεις πρωινοί θαµώνες τον λοξοκοίταζαν. Με τ’ ακουστικό ακόµα στ’ αυτί, είδε τον αστυνοµικό που µπήκε, κάθισε δίπλα του αφήνοντας ήσυχα το καπέλο στο τραπέζι µπροστά του και, καληµερίζοντας κεφάτα, έκλεισε το µάτι στον καφετζή. Παράτησε το τηλέφωνο και, «Μήπως είστ’ εσείς;» τον ρώτησε. «Αν εννοείς για τον γέρο… ναι, εγώ είµαι» απάντησε ο αστυνοµικός.
Παράγγειλε καφέ, χαµογελώντας µυστήρια. Τον κοίταξε µε µάτια διάπλατα, ξεροκαταπίνοντας. «Μα τι κάνετε εκεί , ο άνθρωπος...» «Ε, άσ’ τον, λοιπόν, να πέσει» , τον έκοψε ξερά ο µπάτσος, «συγγενής σου είναι;». Δεν µπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. «Να ’ταν, τουλάχιστον, νέος... να έλεγα», χαχάνισε ο άλλος κι έκλεισε πάλι το µάτι του στον καφετζή. Συγκράτησε µια χοντρή βλαστήµια, του έριξε µια θανατερή µατιά κι έφυγε αµίλητος.
*
Η Δάφνη κοίταξε λοξά το ρολόι της. Η φίλη της τράβηξε άλλη µια ρουφηξιά από τον καφέ της. «Ώστε αυτά, λοιπόν» είπε «µε λίγα λόγια είχατε περιπέτειες χθες...». «Μην το συζητάς, τα νεύρα µου είναι ακόµα τεντωµένα.
Γνωστοί άνθρωποι, βλέπεις. Όχι κανένα ιδανικό ζευγάρι, αλλά να, γείτονες, όσο να πεις». Πέρασε τα δάχτυλα στα µαλλιά της. «Αφού σώθηκαν τα παιδιά...» «Τυχερά» είπε η Δάφνη. «Φεύγοντας για το αεροδρόµιο η µάνα τους µου το τόνισε: “Ας είναι καλά ο άντρας σας’’ µου λέει· “ξέρετε τι θα πει να µας κρατάει όλη τη νύχτα καθηλωµένες φυλάγοντας την πόρτα σαν κέρβερος, µε το µαχαίρι;” Είδε κι έπαθε κάποια στιγµή η γυναίκα να το σκάσει και να κατέβει κάτω να ζητήσει βοήθεια. Απειλούσε ότι, αν δεν τον άφηνε η Πιπίνα να της κάνει έρωτα, θα τους έσφαζε όλους!» «Α στον διάβολο!» έκανε η άλλη, µισογελώντας. «Κοίτα, φίλε µου, τι µπορεί να σου τύχει». Το κραγιόν είχε κοκκινίσει το χείλος του φλιτζανιού της. «Βέβαια. Υπέφερε, λέει, χρόνια από τον προστάτη του ο άνθρωπος και ξαφνικά του ανέβηκε η ουρία, κάτι τέτοιο, δεν ξέρω ακριβώς, κι έκανε όσα έκανε. Δεν γινόταν καλά η κυκλοφορία του αίµατος στον εγκέφαλο, να αυτό!» «Αφού ’ναι έτσι, µπορούσε άνετα να τους σκοτώσει ή και να πηδήξει απ’ τον τέταρτο όροφο» συµπέρανε η φίλη της. «Μα φυσικά. Και να δεις, κάτι τέτοιο θα συνέβαινε στο τέλος, αν περιµέναµε από τον µπάτσο... Ας είναι καλά τα παιδιά της Πυροσβεστικής, που τον πήρανε µε το µαλακό και τον κατάφεραν να τραβήξει τον σύρτη. Τ’ άλλα µετά ήταν εύκολη δουλειά – δεν χρειάστηκε να σπάσουν την πόρτα, κατάλαβες; Ο καηµένος πάτησε βέβαια µια φωνή, “αν µπείτε” τους λέει “αυτοκτονώ!” – και πραγµατικά, κρατούσε το µαχαίρι. Αλλά µόλις τους είδε, έκανε ένα βηµατάκι και σωριάστηκε καταγής, σαν άδειο σακί. Έχασε τις αισθήσεις του». «Το φαντάζοµαι». Η φίλη της ίσιωσε την άκρη της σκουρογάλαζης πλισεδωτής φούστας της. «Συνήλθε καθόλου;» ρώτησε.
«Ναι, νωρίς το απόγευµα χθες που πήγα στην κλινική, ήταν καλά. Στο κρεβάτι, αλλά καλά. Το βαρύ εγκεφαλικό ήρθε τα µεσάνυχτα. Δεν τη γλίτωσε». «Ας είναι, ησύχασε... Και πότε φύγαν οι γυναίκες;» «Κοίτα» έκανε η Δάφνη. «Το αεροπλάνο που θα µετέφερε τη σορό στο νησί τους έφευγε το µεσηµέρι, στις δώδεκα ακριβώς.Δεν υπήρχε άλλος συγγενής, εξόν από τις δύο γυναίκες και τα παιδιά για να τη συνοδεύσουν. Για τα εισιτήρια και όλα τ’ άλλα κανόνισε ο Λάζαρος». «Φαντάζοµαι, θα έχει χάσει το κέφι του ο άνθρωπος». «Ε, ναι, λιγάκι». Με τα µάτια της καρφωµένα στο ρολόι, η Δάφνη άρπαξε τις σακούλες της και πετάχτηκε όρθια. «Ξεχάστηκα τελείως. Φεύγω, γιατί θα κάθεται στα βελόνια.
Η µικρή σίγουρα θα του έχει ζαλίσει το κεφάλι».
*
«Σε βλέπω, µπαµπάκα» κελάηδησε η φωνή.
Ο Λάζαρος σήκωσε το κεφάλι του. Με τον δείκτη και τον αντίχειρα ενωµένους η µικρή σχηµάτιζε ένα δαχτυλίδι γύρω στο δεξί µάτι της. Έκανε το ίδιο κι αυτός. «Κι εγώ σε βλέπω» της είπε.
Θα ’ταν αρκετή ώρα που την άκουγε να φλυαρεί µόνη της στο σαλόνι. Τώρα ήρθε και στάθηκε στην πόρτα. Το σούρουπο γλιστρούσε κιόλας πηχτό απ’ την µπαλκονόπορτα κι η γαλάζια λάµπα του γραφείου του κάπως τον ζέσταινε.
«Σε βλέπω καλύτερα» ξανάπε παιχνιδιάρικα, βάζοντας και τα δυο χέρια στα µάτια της. Αυτός κατέβασε το κιάλι του. «Δες µε πάλι, µπαµπάκα» τον παρακάλεσε.
Ο Λάζαρος δεν µίλησε. Την κοίταζε χαµογελώντας.Ύστερα βάζοντας πάλι τα κιάλια του, είπε: «Σε βλέπω! Ήσουν µακριά κι ήρθες κοντά». Άπλωσε το χέρι του. «Μπορώ να σ’ αγγίξω».
Τέντωσε κι εκείνη το χεράκι της. «Κι εσύ... Ήρθες πολύ κοντά!» Ο Λάζαρος βυθίστηκε ξανά στη σιωπή του. Δεν επρόκειτο ακριβώς για σιωπή, αφού ένα αγαπηµένο µουσικό κοµµάτι είχε κολλήσει επίµονα στο µυαλό του και, φυσικά, το άκουγε τόση ώρα µόνος του. Κυρίως όµως, τον παίδευε το διήγηµα. «Μπαµπάκα, γιατί δεν µου µιλάς; Πότε θα µου φέρεις το δωράκι που µου υποσχέθηκες;» Τώρα που τον βρήκε, δεν εννοούσε να τον αφήσει. «Προσπαθώ να γράψω κάτι...» δικαιολογήθηκε, κάπως αµήχανος. «Γιατί προσπαθείς να γράψεις κάτι;» «Για να το διαβάσεις κάποτε εσύ». Χµ, ευρηµατικό. «Γιατί να το διαβάσω κάποτε εγώ;» «Μα για να µάθεις τι µου είχε συµβεί». Κι αυτό... σπουδαίο επίσης! «Και γιατί να µάθω τι σου είχε συµβεί;»
Σωστά, ποιος ο λόγος να καταγράψει το προσωπικό του βίωµα, ένα ασήµαντο περιστατικό, όπως έκρινε τώρα, µ’ έναν άρρωστο ηλικιωµένο άντρα, τη στιγµή µάλιστα που ο κόσµος γύρω του κόχλαζε και υπήρχε τόση κοινωνική αναταραχή; Το παιδί, µε τον τρόπο του, τα είχε πει όλα.
Θέλοντας να βάλει ένα φρένο στον διάλογο, ο Λάζαρος την έστειλε στο δωµάτιό της, να συνεχίσει το παιχνίδι της, µέχρινά ’ρθει η µητέρα της. «Η µαµά µου άργησε» είπε εκείνη µε παράπονο και κοντοστάθηκε. «Να µπαµπάκα, δες το λορόι σου» πρόσθεσε, φέρνοντάς το απ’ το τραπεζάκι. «Δεν άργησε πολύ;» «Μην ανησυχείς...» πρόλαβε µόνο να της πει, όταν ακούστηκε το κλειδί να γυρίζει µε κρότο στην κλειδαριά.
Ο Λάζαρος στέναξε µε ανακούφιση. Σε µια ύστατη προσπάθεια να ξαναβρεί το νήµα των σκέψεών του και να προχωρήσει την ιστορία του, έσκυψε µε λαχτάρα στα χαρτιά του. «Μανούλα µου...» Η µικρή επιχειρούσε µε ορµή έφοδο στον διάδροµο. «Έι, βλέπω το ’µαθες το κόλπο» άκουσε τη φωνή της Δάφνης, «δίνεις ένα σάλτο, φρρτ, κι όποιον πάρει ο Χάρος».
Την φίλησε. «Σιγά, παιδάκι µου, θα µε γκρεµίσεις κάτω...
Αχ, πάνε οι σακούλες µου!» Εµφανίστηκε µε την πιτσιρίκα κρεµασµένη πάνω της.
Ο χαιρετισµός του Λάζαρου συνοδεύτηκε από ένα σοβαρό,και µάλλον απόµακρο, σάλεµα του κεφαλιού. Βούλιαξαν σε µια πολυθρόνα απέναντί του. «Λοιπόν» ρώτησε εκείνη «πώς τα πήγατε οι δυο σας;» Στράφηκε προς την κόρη της: «Έπαιξες µε τα παιχνιδάκια σου, τον άφησες να δουλέψει τον µπαµπά σου ή...». «Αµέ» την έκοψε «είδα και τηλεόοραση…». Η τελευταία λέξη, σχεδόν τραγουδιστή, λες και αναφερόταν στο πολυτιµότερο αγαθό.
Ή το πιο εφιαλτικό... σκεφτόταν ο Λάζαρος, µε τα µάτια καρφωµένα στο κενό. Είχε στον νου του το µεγάλο αδιέξοδο που έδειχναν τα κανάλια στις ειδήσεις: Το Συµβούλιο Ασφαλείας, για µια ακόµη φορά, ανέτοιµο να προλάβει τις εξελίξεις. Σκηνές αλλοφροσύνης στα νοσοκοµεία µε εκατοντάδες τραυµατίες, κυρίως άµαχους. Κι η φαρµακευτική βοήθεια µπλοκαρισµένη στα σύνορα. Κατακραυγές από παντού για γενικευµένη ανθρωπιστική κρίση. Πραγµατικό τέλµα. Ένας πατέρας, τέλος, κρατώντας το άψυχο σώµα του παιδιού του στην αγκαλιά, να λέει µπροστά στον φακό µε µάτια πληµµυρισµένα δάκρυα: «Φτάνει πια!». Κι αυτός να τον αντικρίζει παθητικά από τον καναπέ του, µόνος στο σαλόνι του –η Δάφνη σηκωνόταν τις πιο πολλές φορές κι έφευγε, «Δεν µπορώ πια να τα βλέπω, πιάνεται η ψυχή µου!» έλεγε– και να κόβεται η ανάσα του. «Ναι; Και τι είδες, παρακαλώ;» τη ρώτησε, φιλώντας την πάλι ηχηρά στο µάγουλο.
«Είδα τον Καραγκιόζη» φώναξε, σκάζοντας ένα προκαταβολικό γελάκι· «µανούλα, ξέρεις, ο Καραγκιόζης είχε τρία παιδάκια· ο πρώτος ήτανε καλός µαθητής κι οι άλλοι δυο ήτανε κου-κου-νά-ρια!» Ξέσπασαν οι δυο τους στα γέλια.
Με µια απότοµη κίνηση, σαν να παραιτούνταν οριστικά ή να διαµαρτυρόταν για όλα, ο Λάζαρος πέταξε το µολύβι στο γραφείο του.
Η αλήθεια ήταν πως απόφυγε να του το πει έγκαιρα και τώρα πια ήταν αργά. Το έγκληµα είχε διαπραχθεί κι ο δράστης, χωρίς να έχει απολογηθεί, την είχε σκαπουλάρει στους κήπους του ύπνου και των ονείρων. Από τη σκοτεινιά του διαδρόµου, όπου στεκόταν, ο Λάζαρος έστειλε ένα θυμωµένο και µαζί τρυφερό βλέµµα στον ένοχο που κοιµόταν ήρεµα στο κρεβατάκι του. Η συνεργός, που σκόπιµα του είχε αποκρύψει πως ο ένοχος είχε ρουφήξει τον µεσηµεριανό του καφέ, ήταν βουλιαγµένη σε µια πολυθρόνα του σαλονιού και πάνω στο πρόσωπό της κυµάτιζαν οι ανταύγειες της τηλεόρασης. «Ώστε γι’ αυτό, λοιπόν, ήταν όλο το απόγευµα τόσο φλύαρη, τόσο κινητική· γι’ αυτό µε κοίταζε τόσο ένοχα...» συµπέρανε ο Λάζαρος. «Και γιατί δεν µου το ’πες; Το βρίσκεις σωστό να ρουφάει καφέδες πριν καλά καλά κλείσει τα τέσσερα;»
«Νοµίζεις πως δεν τη µάλωσα;» αντέτεινε η Δάφνη· «όµως τι να κάνω, φοβόταν τόσο µην το µάθεις, που της υποσχέθηκα... Τηλεφώνησα ως και στον γιατρό: “Μην ανησυχείτε, κυρία µου” µου λέει “το πολύ να παρουσιάσει καµιά διάρροια ή να µην µπορεί να κοιµηθεί το βράδυ”. Γελούσε...» Κι όπως έβλεπε, τίποτα δεν είχε συµβεί. Ο Λάζαρος αναστέναξε βαθιά. Δεν ήταν βέβαια αυτή η πραγµατική αιτία της δυσθυµίας του. Διέσχισε τον διάδροµο και βγήκε στο µπαλκονάκι, προσπαθώντας να µην σκέφτεται τίποτα, αλλά δεν τα κατάφερνε. Μ’ ένα ελάχιστο σάλεµα του κεφαλιού προς το δωµάτιο που έπαιρνε τον υπνάκο του το παιδί και µετά δεξιά, προς το σαλόνι, µπορούσε να έχει εµπρός του, τυλιγµένο σε κάποιο µαγικό θαµπόφωτο, το πανόραµα της οικογένειας. Λογάκια καταστάλαζαν µέσα του. Και πίσω από τη ράχη του, ένιωθε τον πυκνό, ασυνήθιστα ζεστό για την εποχή, αέρα της νύχτας να ξαγκιστρώνει από τα πλοκάµια των δέντρων τα µπερδεµένα µιλήµατα των ανθρώπων που µπαινόβγαιναν στην ταβέρνα και να τα φέρνει επίσης στ’ αυτιά του.
Έχεις την οικογένεια, σκεφτόταν – αυτό το αµυδρό, αβέβαιο φως… Μα δεν µπορείς να εφησυχάζεις, έτσι; Ξαφνικά του φάνηκε πως η άγρια σκοτεινιά αλυχτούσε πίσω του.
Φωνές ανάκατες µε πνιχτές οιµωγές χιµούσαν λυσσασµένες να γκρεµίσουν µια ασταθή αίσθηση πληρότητας. Κάπου–ίσως όχι και τόσο µακριά όσο θα φανταζόταν κανείς– µαινόταν ο πιο ζοφερός, ο πιο σπαραχτικός πόλεµος: βόµβες, ρουκέτες εκατέρωθεν, µανιτάρια φωτιάς, βολές από πυροβόλα όπλα, συµπλοκέςσώµα µε σώµα. Ένα τοπίο απόλυτης καταστροφής. Φρίκη και τρόµος! Και ποια λόγια θα βρίσκονταν άραγε, από ανθρώπους που δεν ζούσαν το ίδιο δράµα, να περιγράψουν αυτή τη φρίκη! Το σίγουρο ήταν πως οι οικογένειες εκεί κατέφευγαν στα πιο βαθιά υπόγεια για να προστατευτούν. Γυναίκες, παιδιά µε στραπατσαρισµένα µέλη έστρεφαν το βλέµµα τους προς τον ουρανό – όχι προς αναζήτηση κάποιου ακριβοδίκαιου Θεού, αλλά από τον φόβο των αεροπλάνων. Πες µου τώρα αν ένα τέτοιο βλέµµα τροµοκρατηµένου παιδιού µπορεί να σ’ αφήσει απόψε να κοιµηθείς, µε ειρήνη και ησυχία! Όχι, δεν µπορείς να κάθεσαι ν’ απολαµβάνεις τη νύχτα που φοράει την παραπλανητική της µάσκα, ενώ την ίδια στιγµή ένας σωρός φρέσκο χώµα, ίσως δεκάδες τέτοιοι σωροί, τρίζουν ακόµη πόντο πόντο, πάνω από θλιβερά καταποντισµένα φέρετρα.
Να την ανέχεσαι ν’ ανοίγει τη σκοτεινή βεντάλια της πάνω από τυραννισµένες υπάρξεις που υποµένουν τον απεγνωσµένο τους θάνατο, µε φιµωµένες τις κραυγές της οδύνης τους. Ω σήκω, λοιπόν, λιγάκι ψηλότερα, βγες από το καβούκι σου!.. Διώξε µακριά το σαγηνευτικό χάδι της. Όχι µονάχα δεν είναι πειστικό – είναι και βέβηλο! Υπάρχουν οι φωνές, δεν ακούς τις φωνές; Είναι οι φωνές των ανυπεράσπιστων θυµάτων του αδιέξοδου µακελειού. Και είναι εντελώς αταίριαστο να σµίγουν µε αυτό το αλλοπρόσαλλο µουρµουρητό της ευωχίας που ανεβαίνει από την ταβέρνα… Ο Λάζαρος ξαναµπήκε µέσα, προχωρώντας µισοζαλισµένος, σαν ανδρείκελο. Το µουσικό κοµµάτι που δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ το µυαλό του όλο το απόγευµα και δεν ήταν άλλο από την «Ιστορία του Κεµάλ» –του νεαρού πρίγκιπα της Ανατολής που νόµισε ότι µπορούσε ν’ αλλάξει τον κόσµο, αλλά τον εµπόδισαν οι σκοτεινές ψυχές των ανθρώπων, βρισκόταν τώρα στο φόρτε του. Κάποτε, σκεφτόταν, συνήθιζε να νανουρίζει µ’ αυτό το µελωδικό τραγούδι την κόρη του. Η Δάφνη τον σταµάτησε.
Την κοίταξε που του έσφιγγε απαλά το χέρι, τα χείλη της ανοιγόκλειναν και, πριν ακόµα ακούσει τα λόγια της, φαντάστηκε πως του έλεγε: «Μην δίνεις σηµασία σε τέτοια µικροπράγµατα, αγάπη µου» χαµογελώντας καθησυχαστικά. Στην πραγµατικότητα όµως εκείνη του έλεγε κάτι άλλο: «Λοιπόν, ξέρεις, τον εντυπωσίασε η δύναµή σου… Εσύ, παιδάκι µου, τον καθήλωσες. Αλλά περισσότερο χάρηκε µετά, όταν αρνήθηκες να βοηθήσεις τον νοσοκόµο να τον πάρει. Το επαναλάµβανε συνέχεια… Ήρθε στα σύγκαλά του, κι αυτό θυµήθηκε πρώτο – δεν είναι περίεργο; Σε αγαπούσε πολύ!…». Λόγια που της τα είχαν πει οι γυναίκες πριν φύγουν, πρόσθεσε, και του χαµογέλασε τρυφερά. Για µια ακόµη φορά ο Λάζαρος έπεφτε έξω σχετικά µε το πού µπορούσε να ταξιδεύει η σκέψη του άλλου. Κι οπωσδήποτε τα έβρισκε λίγο ξεκάρφωτα, γιατί ο ίδιος ένιωθε σαν να τον χώριζε ήδη ένας αιώνας από το περιστατικό µε τον «κυρ Αλέκο».
Δίχως να πει τίποτα προχώρησε σαν υπνωτισµένος προς την κρεβατοκάµαρη κι έπεσε µπρούµυτα στο κρεβάτι.
Το µυαλό του δεν είχε λευτερωθεί, αφού οι ωδίνες συνεχίζονταν. Τα θρυµµατισµένα περιστατικά της πραγµατικότητας αναζητούσαν τη δική τους συνοχή στη θαυµατουργή δύναµη της φαντασίας. Έψαχνε τρόπο να υφάνει τον ιστό του κι αισθανόταν την ίδια στιγµή τραγικά παγιδευµένος µέσα του. Ίσως γιατί αυτό που χρειαζόταν, σκέφτηκε, ήταν άλλου είδους δράση… Γεµίζοντας τον άδειο χώρο πλάι του, η Δάφνη τον ανάγκασε να ζαρώσει στη γωνιά του κρεβατιού και να µείνει ακίνητος. Σιωπηλή, έφερνε µαζί της από το σαλόνι τη δηλητηριώδη αύρα των κακών ειδήσεων, συµπέρανε ο Λάζαρος, αφού κανένας διάδροµος ελπίδας δεν φαινόταν να έχει ανοιχτεί κι η εκεχειρία φάνταζε ακόµα µακρινό όνειρο.
Λοιπόν, µπορεί να είχε λείψει απ’ το πρώτο συλλαλητήριο, δεν το είχε πάρει έγκαιρα χαµπάρι, αλλά στο αµέσως επόµενο, που θα γινόταν σε δυο τρεις µέρες, θα φρόντιζε να βρεθεί στην πλατεία από νωρίς. Θα έφευγε απ’ τη δουλειά του, θα στηνόταν εκεί µε τις ώρες, εν ανάγκη µες στη βροχή, δεν τον ένοιαζε. Στη σκέψη αυτή, στυλώνοντας το βλέµµα στο κέντρο του σκοταδιού στον απέναντι τοίχο, ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν κι όταν τα ξανάνοιξε βρισκόταν κιόλας στην αγορά και ψώνιζε. Γέµισε φίσκα τρεις σακούλες, όπως συνήθως –στη µια υπήρχε και το δωράκι που είχε υποσχεθεί στη µικρή– κι έπαιρνε τον δρόµο του γυρισµού. Η µέρα ήταν µουντή αλλά ευτυχώς δεν έβρεχε. Πλησιάζοντας την κεντρική λεωφόρο άκουσε φωνές και συνθήµατα. Ένα πλήθος ανθρώπων περνούσαν αργοβάδιστοι από µπροστά του, µε πανό στα χέρια. Πάλι καθυστερηµένος, δαγκώθηκε ο Λάζαρος, και χώθηκε βιαστικά ανάµεσά τους. Ακολούθησε την πορεία, επαναλαµβάνοντας µηχανικά κάποια συνθήµατα όταν πρόσεξε πως οι διπλανοί του τον έκοβαν λοξά, στην αρχή µε περιέργεια –το βλέµµα τους σταµατούσε στα ψώνια του– µετά, λες και ήταν παρείσακτος, έσκυβαν ο ένας στ’ αυτί του αλλουνού µουρµουρίζοντας κάτι συνωµοτικά και σαν να γελούσαν σε βάρος του. Πριν γίνει δαχτυλοδειχτούµενος εν µέσω καγχασµών, ορθάνοιξε τα µάτια του. Μα τι ήταν πάλι κι αυτό... µε τις σακούλες στη διαδήλωση! Τινάζοντας το φευγαλέο όνειρο από πάνω του ο Λάζαρος συνειδητοποιούσε πόσο προδοτικό ήταν. Υπήρχε, λες, κάποιος µες στο µυαλό του που το ερµήνευε ακαριαία, αποκαλύπτοντας την πικρή αλήθεια: Όσο κι αν ήθελε να δείξει πως νοιαζόταν για το γενικότερο καλό, η έγνοια του για το ατοµικό του συµφέρον δεν κρυβόταν… Ή µήπως ήταν υπερβολικά αυστηρός απέναντι στον εαυτό του; Πώς γινόταν όµως η δήθεν αγωνία του για τους δυστυχισµένους, µεταφρασµένη έστω στη συµβολική γλώσσα του ονείρου, να µην µπορεί να τον απαλλάξει απ’ τη µανία της ιδιωτικής κατανάλωσης; Ένιωσε πραγµατικά αξιολύπητος και δάκρυα µούσκεψαν τα µάγουλά του. Σκεφτόταν πως ακόµα κι αν τα κατάφερνε, τελικά, να παραβρεθεί –διαψεύδοντας το επίβουλο όνειρο– στο συλλαλητήριο, τι άλλο θα µπορούσε να κάνει; Το πολύ να συµµετείχε µε την υπογραφή του σε κάποιο ψήφισµα καταδίκης του πολέµου, να πήγαινε σε καµιά συναυλία για τον ίδιο σκοπό, να έδινε ένα µικρό ποσό σε κάποιον σχετικό έρανο, άντε να πρόσφερε εθελοντικά και µια φιάλη από το αίµα του. Όλα αυτά περνούσαν απ’ το χέρι του (και φαινόταν αποφασισµένος) να τα κάνει. Θα ήταν ωστόσο αρκετά για ν’ αναχαιτιστεί αµέσως το µαζικό έγκληµα; Κάποτε η αποστολή της ανθρωπιστικής βοήθειας, το ήξερε, θα έφτανε στον προορισµό της, ως τότε όµως εκατοντάδες παιδικά βλέµµατα θα είχαν σβήσει. Ο Λάζαρος ένιωθε το πρόσωπό του να παραµορφώνεται φριχτά µες στο σκοτάδι από µια σύσπαση που έσχιζε στα δυο και την ψυχή του· και παρά την προσπάθειά του να µην προδοθεί, τα ρουθούνια του άρχισαν, αθέλητα, να σφυρίζουν. Δεν ήξερε γιατί του συνέβαινε αυτό, ίσως όµως να έφταιγε η απέραντη µοναξιά που καταλάβαινε πως έκρυβε ο κόσµος γύρω του αλλά και ο ίδιος µέσα του. Η σκληρότητα, το υποκριτικό ενδιαφέρον, αλλά και η ανηµπόρια του.
«Σκέφτεσαι όµως, αλήθεια, τι θα µπορούσε να τους είχε κάνει αν δεν τους βοηθούσες; Εννοώ, έτσι που τους είχε στριµώξει µε το µαχαίρι... Τι θα πάθαιναν τα παιδιά!.. Τι φταίνε τα καηµένα τα παιδιά!...» άκουσε την απόµακρη φωνή της Δάφνης, που µονολογούσε. Ένα σύντοµο κενό σιωπής και µετά πρόσθεσε στενάζοντας: «Όλα τα παιδιά του κόσµου… Τι φταίνε!». Αλλά αυτή τη φορά η παράξενη εµµονή της δεν του φαινόταν καθόλου ξεκάρφωτη. Ήταν ακριβώς τα λόγια που χρειάζονταν αυτή τη στιγµή, που τον έφερναν πίσω στον κόσµο που ήξερε. Στην καθηµερινότητα που µπορούσε ν’ αγγίξει, να επηρεάσει, ν’ αλλάξει...
Έπρεπε, λοιπόν, να τ’ ακούσει από τα χείλη της; Γιατί έψαχνε αλλού, αφού αυτός ήταν ο δικός του κόσµος; Ένα ξαφνικό κύµα αισιοδοξίας τον ανακούφισε. Λίγο πριν τον τυλίξει η αράχνη της νύστας στον ιστό της, ο Λάζαρος καταλάβαινε πως θα έβρισκε το κουράγιο να ξεφύγει. Πιο σίγουρος για τον εαυτό του, πιο αλαφρωµένος γύρισε µαλακά πλευρό και φύσηξε σιγανά τη µύτη του. Ας πούµε ότι ήθελε να δείξει µ’ αυτό ότι απλά ήταν λιγάκι µπουκωµένος.
Η πρώτη σκέψη που έκανε αµέσως µετά, µε γλυκιά προσµονή, ήταν πως αύριο θα στρωνόταν οπωσδήποτε να γράψει το διήγηµα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου