Εντευκτήριο Περιοδικό
Ο Τάκης Σινόπουλος (1917-1981) διαβάζει ποιήματά του και μιλάει για την ποίησή του.Βικιπαίδεια :Τάκης Σινόπουλος(1917-1981)
ΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
[…] σε κανέναν άλλον ποιητή η εμπειρία της δεκαετίας 40-49 δεν άφησε ένα τόσο βαθύ και ανεξάλειπτο τραύμα όσο στον Τάκη Σινόπουλο. Γεννημένος το 1917, ήταν είκοσι δύο χρονών όταν ξέσπασε ο πόλεμος και τον βρήκε τελειόφοιτο της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στρατεύτηκε και υπηρέτησε ως γιατρός κατά το διάστημα του Αλβανικού πολέμου, στο 6ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λουτρακίου κι αργότερα, στον εμφύλιο, σα γιατρός τάγματος σε διάφορες μαχόμενες μονάδες της γραμμής των πρόσω. Από το πρώτο του βιβλίο (Μεταίχμιο, 1951) […] δεν έχει πάψει να κατατρύχεται από μια φρίκη που έχει κυριέψει αναπότρεπτα ολάκερη την ύπαρξή του.
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το πρώτο ποίημα του πρώτου βιβλίου του «Ελπήνωρ», περιέχει ένα μεγάλο ποσοστό από τις λέξεις, τις εικόνες και τα θέματα, που θα τον απασχολήσουν σε όλη τη μετέπειτα ποίησή του. Η πρώτη του κιόλας φράση («Τοπίο θανάτου»), προσδιορίζει τη σκηνή και υπαινίσσεται τον τίτλο του ποιήματος, που τον επηρέασε περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο: της «Έρημης Χώρας» του Έλιοτ.
[…]
Ευδιάκριτες είναι οι επιδράσεις, στο πρώτο αυτό βιβλίο, άλλων ποιητών και, ταυτόχρονα, η μεταμορφωτική διάθεση με την οποία τις χρησιμοποιεί ο ποιητής. Υπάρχουν ήχοι από τον Σεφέρη, τον Έλιοτ και τον Πάουντ (μολονότι ο Σινόπουλος δεν διαβάζει αγγλικά), τον Ε.Α. Πόου, τον Σικελιανό, ίσως και τον Παπατσώνη. […]
Κίμων Φράιερ, Τοπίο θανάτου. Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου, μτφ. Νάσος Βαγενάς – Θωμάς Στραβέλης, Κέδρος, Αθήνα 1978, 11-13.
Σινόπουλος Τάκης /Η ΠΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Τάκης Σινόπουλος
Ο Επιζών (Απόσπασμα από το ομότιτλο ποίημα)
Ω! πού είναι, ω!
Σε ποια κατηφοριά
με το κεφάλι στ' ανοιχτά
σαγόνια του ήλιου,
με χέρια και με πόδια φαγωμένα
απó τη λύσσα του ήλιου.
Ω! πού είναι, ω!
τα παιδιά μου τα πανύψηλα,
ο πατέρας μου ο άσπρος κι ο πανύψηλος.
Κι η μάνα μου
που είναι άσπρη και πανύψηλη.
Ω! πού είναι, ω!
Σε ποια κατηφοριά
με το κεφάλι στ' ανοιχτά
σαγόνια του ήλιου.
Κι εγώ πού είμαι,
σε ποια χώρα, σε ποια γη,
πάνω απ' τη γη
σε ποια βουνά που καίνε,
το μάτι ακοίμητο
παραμονεύοντας μες απ' τα ξερολίθαρα.
Ακούγοντας τα βήματα και το μουρμούρισμα,
ακούγοντας το μουρμούρισμα και την προσταγή
ακούγοντας το πείσμα και την έπαρση
τη μεταμέλεια ακούγοντας
και την άλλη φωνή
πιο ήσυχη, πιο σίγουρη.
Ω! πού είναι, ω!
Θρύψαλα από γυαλί σκορπισμένα
σε τούτα ή σε κείνα τα βουνά. Κουρέλια και χαρτιά σαπίζοντας
σε τούτα ή σε κείνα τα βουνά.
Άσπροι πανύψηλοι,
φωνάζοντας χωρίς φωνή
κι εγώ πού είμαι,
κι εγώ πού είμαι, ω!
Παραμερίζοντας ένα δάσος αράχνες
ξεφεύγοντας
ολοένα γυρίζοντας
σ' ένα δάσος με τύμπανα, επιμένοντας
η φωνή μου ν' ακουστεί
σε τούτες τις εποχές
χτυπώντας και χτυπώντας
πόρτες, παράθυρα που κλείσανε
τούτες τις εποχές
με πρόσωπο ερευνητικό
αναγγέλλοντας τη νύχτα
που υπάρχει μέσα στη νύχτα
καθώς υπάρχει ο σπόρος μες στη γη,
η χόβολη στο κάρβουνο
καθώς υπάρχει ο φόβος κι ο καημός
μες στη φωνή του ανθρώπου.
Συλλογή: «Η νύχτα και η αντίστιξη» (1959),
******************
ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Αρκαδία VII - Ο Επιζών
Στίχοι :Τάκης Σινόπουλος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου