Ποιος φροντίζει τους ηλικιωμένους;
Ποιος φροντίζει τους ηλικιωμένους;
Σχεδόν ένας στους τέσσερις ηλικιωμένους, ηλικίας 65 ετών και άνω, έχει ανάγκες μακροχρόνιας φροντίδας, αλλά με ελάχιστη κρατική στήριξη στο συνολικό κόστος για τους Ελληνες.
Τα παιδιά, οι σύζυγοι και εν γένει τα πλησιέστερα συγγενικά πρόσωπα είναι αυτά που επωμίζονται το κόστος της μακροχρόνιας φροντίδας των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών στην Ελλάδα. Κι αυτό σημαίνει ότι είτε στερούνται πόρων από την ενδεχόμενη διακοπή της εργασίας τους για να παρέχουν φροντίδα, είτε καταβάλλουν διπλάσια (και απλήρωτη εργασία,) για να καλύψουν την ανύπαρκτη μακροχρόνια φροντίδα , ή ακόμη διαθέτουν μέρος του εισοδήματός τους για να καλύψουν το κόστος ενός ή μίας φροντιστή/τριας, συνήθως από την ανατολική Ευρώπη.
Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ που έχει ως στόχο να παράσχει συγκρίσιμες πληροφορίες μεταξύ των χωρών για την αξιολόγηση της δημόσιας υποστήριξης για υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας στους ανθρώπους που εισήλθαν στην τρίτη ηλικία, διατέθηκαν δημόσια κονδύλια που δεν υπερβαίνουν το 0,5% του ΑΕΠ. Ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της σχετικής κατάταξης μαζί με την Πολωνία και τη Λετονία.
Χωρίς κρατική στήριξη
Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σχεδόν ένας στους τέσσερις ηλικιωμένους (ηλικίας 65 ετών και άνω) έχει ανάγκες μακροχρόνιας φροντίδας, αλλά χωρίς κρατική στήριξη το συνολικό κόστος για ένα άτομο είναι υψηλό και μη προσιτό για τους περισσότερους. Το κόστος μπορεί να αντιπροσωπεύει από 1 έως και σχεδόν 7 φορές το διάμεσο εισόδημα ενός ηλικιωμένου. Ακόμη και για μόλις 6,5 ώρες κατ’ οίκον φροντίδας την εβδομάδα -για άτομα με χαμηλές ανάγκες- το συνολικό κόστος φροντίδας αντιπροσωπεύει περισσότερο από τα 2/3 του διαθέσιμου εισοδήματος ενός ηλικιωμένου με χαμηλό εισόδημα. Οταν δε οι ηλικιωμένοι αναπτύσσουν πιο σοβαρές ανάγκες φροντίδας, ακόμη και εκείνοι με υψηλά εισοδήματα (στο 80ό εκατοστημόριο της κατανομής του εισοδήματος) δεν μπορούν πλέον να καλύψουν το κόστος βασιζόμενοι στο εισόδημά τους.
Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η κατάσταση για άτομα με χαμηλό εισόδημα που ζουν σε μονοκατοικίες και οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες άνω των 80 ετών και με αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των χωρών και των φύλων, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ οι γυναίκες τείνουν να γερνούν με χειρότερη υγεία (σε ποσοστό 27% έναντι 20% των ανδρών) και έχουν περισσότερες ανάγκες.
Το μερίδιο των ανθρώπων που θα παρουσιάσουν αυξημένες ανάγκες μακροχρόνιας φροντίδας αναμένεται να αυξηθεί κατά 30% έως το 2050, με το ποσοστό της αύξησης να διαφέρει αρκετά μεταξύ των χωρών. Η Κορέα προβλέπεται να σημειώσει τη μεγαλύτερη άνοδο (4,4 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενη από την Ελλάδα (2,2 ποσοστιαίες μονάδες) και την Ιταλία (1,9 ποσοστιαίες μονάδες) κυρίως λόγω της ταχύτερης γήρανσης του πληθυσμού. Στο αντίθετο άκρο της κλίμακας η Ουγγαρία και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σημειώσουν τις μικρότερες αυξήσεις (0,15 ποσοστιαίες μονάδες και 0,35 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα).
Τεράστιο κόστος
Για ηλικιωμένους με σοβαρές ανάγκες, που ισοδυναμούν με 41,25 ώρες εβδομαδιαίας περίθαλψης, τα έξοδα μακροχρόνιας φροντίδας εκτιμάται ότι μπορεί να είναι σχεδόν εφτά φορές το μέσο διαθέσιμο εισόδημα ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω ανάλογα με τη χώρα. Το υψηλότερο κόστος εντοπίζεται στη Σουηδία, την Ιταλία (Νότιο Τιρόλο) και την Τσεχία. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Σλοβακική Δημοκρατία και η Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες) το κόστος της περίθαλψης είναι πιο προσιτό για κάποιον με το εθνικό μέσο εισόδημα. Ωστόσο ακόμη και σε αυτές τις χώρες το κόστος της μακροχρόνιας φροντίδας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, είναι σχεδόν ίσο ή υψηλότερο από το διάμεσο εισόδημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου