Στα ίχνη του αζουρίτη
Η ανίχνευση των αρχαίων χρωμάτων, κριτήριο για την αυθεντικότητα των ειδωλίων
Πηγή: Ν. Ζώης, Καθημερινή
kathimerini.gr
Ήταν ζωηρά και έδιναν ενέργεια στις μορφές. Απέδιδαν ανατομικά χαρακτηριστικά, όπως τα μάτια, τα φρύδια, τα μαλλιά και το ηβικό τρίγωνο, ενώ άλλοτε σχημάτιζαν τελείες και γραμμές στο πρόσωπο και στο στήθος ή υπονοούσαν την ύπαρξη ενός κοσμήματος.
Για τη δημιουργία τους, οι ζωγράφοι αξιοποιούσαν σπάνιες χρωστικές ουσίες, όπως η κιννάβαρη (για το κόκκινο), ή πιο διαδεδομένες, όπως ο αζουρίτης (για το μπλε). Παρά τη σημασία τους ωστόσο –και εκτός από μελέτες όπως των Κ. Μπίρταχα, Ε. Χέντριξ κ.ά.– τα χρώματα των κυκλαδικών ειδωλίων είναι ένα πεδίο έρευνας που έχει δρόμο μπροστά του. Ισως μάλιστα προσφέρει και κάποιες απαντήσεις σε ένα ζήτημα διαφορετικό: την προέλευση και την αυθεντικότητα των αρχαιοτήτων.
«Το μάρμαρο από μόνο του, εξαιτίας της δομής του, δύσκολα μας δίνει στοιχεία προέλευσης και αυθεντικότητας ενός τεχνέργου», λέει στην «Κ» ο διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Δημήτρης Αθανασούλης. «Επομένως, όποια άλλα στοιχεία ή επικαθίσεις συναντάμε πάνω του, όπως ιζήματα, χρώματα κ.λπ., αυξάνουν τις πληροφορίες που μας οδηγούν σε συμπεράσματα περί προέλευσης και αυθεντικότητας. Τα χρώματα π.χ. που χρησιμοποιούνταν στην προϊστορική περίοδο ήταν συγκεκριμένα. Αν λοιπόν υπάρχουν ίχνη σε ένα αντικείμενο, συνιστούν ένα επιπλέον στοιχείο της ταυτότητάς του».
Αφορμή για τη συνομιλία με τον κ. Αθανασούλη είναι η πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού για την ίδρυση ενός ερευνητικού και τεχνολογικού εργαστηρίου με την ονομασία Κέντρο Μελέτης Κυκλαδικού Πολιτισμού. Η δημιουργία του είχε ανακοινωθεί από το 2022, μετά την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας μεταξύ του ΥΠΠΟ, του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, όπως προβλεπόταν από τη συμφωνία τους σχετικά με την επιστροφή στην Ελλάδα της συλλογής κυκλαδικών αρχαιοτήτων του Λέοναρντ Στερν.
Στόχος του Κέντρου είναι, μεταξύ άλλων, η τεκμηρίωση των φυσικοχημικών ιδιοτήτων των κυκλαδικών αρχαιοτήτων μέσα από αναλύσεις που θα βασίζονται τόσο στις πλήρως ταυτοποιημένες αρχαιότητες που έχουν ανασκαφεί στην Ελλάδα όσο και στη σύγκρισή τους με αντίστοιχες μελέτες τεχνέργων που στερούνται ταυτότητας και τα οποία είτε βρίσκονται σε μουσεία και συλλογές του εξωτερικού είτε έχουν κατασχεθεί και επαναπατριστεί τα τελευταία χρόνια.
Τα δεδομένα των ερευνών θα συμβάλουν στην επαρκή συντήρηση των αρχαιοτήτων αλλά και στην επίλυση ζητημάτων προέλευσης και αυθεντικότητας. Οι δράσεις του Κέντρου, που στο μέλλον θα αποτελεί προσάρτημα του υπό κατασκευήν Μουσείου Κυκλαδικού Πολιτισμού στη Νάξο, θα ξεκινήσουν το 2024 και μία από αυτές είναι η δημιουργία ψηφιακής βάσης δεδομένων και ενός καταλόγου (corpus) με άπαντα τα κυκλαδικά τέχνεργα που βρίσκονται στην Ελλάδα, στο εξωτερικό και στη διεθνή βιβλιογραφία.
«Σε σχέση με το μέγεθός του, ο κυκλαδικός πολιτισμός έχει υποστεί τη μεγαλύτερη λεηλασία από την αρχαιοκαπηλική δράση, η οποία έλαβε χώρα αμέσως μετά τα μέσα του 20ού αιώνα και είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκονται σε συλλογές, στο εμπόριο κ.λπ. ένα πλήθος τεχνέργων χωρίς ταυτότητα καθώς και αρκετά κίβδηλα αντίγραφα», λέει ο κ. Αθανασούλης, κάνοντας λόγο για μια «σπασμένη εικόνα» του κυκλαδικού πολιτισμού, που συνεπάγεται απώλεια γνώσης.
Η έκταση του φαινομένου των αντιγράφων, συνεχίζει, δεν είναι γνωστή, και οι αρχαιολόγοι έχουν στη διάθεσή τους κυρίως την τεχνοτροπική ανάλυση μιας αρχαιότητας, που δεν είναι απολύτως έγκυρη. «Για να είμαστε βέβαιοι ότι ένα τέχνεργο είναι αυθεντικό», καταλήγει, «χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση, με φυσικοχημικές μεθόδους. Θα μελετούμε το είδος του μαρμάρου, τις επικαθίσεις του, θα κάνουμε συγκρίσεις με δείγματα από τις γαίες της Νάξου. Και έτσι θα έχουμε ελέγξει ένα αντικείμενο από δύο πλευρές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου