Θεός δεν είμαι να μπορώ για όλα να μιλήσω: Όμηρος
Ιλιάς Μ` 176
Ἄλλοι δ' ἀμφ' ἄλλῃσι μάχην ἐμάχοντο πύλῃσιν·
ἀργαλέον δέ με ταῦτα θεὸν ὣς πάντ' ἀγορεῦσαι· Μ`, 175-176.
"Μη θυμώνετε με τη βροχή, γιατί δεν ξέρει να πέφτει προς τα πάνω". Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ
ΙΛΙΑΣ, Ραψωδια Μ`, 1- 177.
Ο Πάτροκλος φρόντιζε την πληγή του Ευρύπυλου την ίδια ώρα που ο πόλεμος συνεχιζόταν με βία και συνεχή οπισθοχώρηση των Αχαιών. Πόσο θα κρατούσε το αμυντικό σύστημα των Ελλήνων. Πόσο θα κρατούσε ακόμα το τείχος που κατασκεύασαν χωρίς να προσφέρουν θυσίες στους θεούς; Πόσο ακόμη θα προστάτευε το τείχος και ο χάνδακας τον στόλο των Αχαιών;
Όσο διαρκούσε ο θυμός και η αποχή από τις μάχες του Αχιλλέα τόσο έμενε αλώβητη η Τροία και το θεϊκό τείχος της. Αλλά και παρά τις επιτυχίες του Έκτορα, το τείχος των Αχαιών ήταν ακόμη απόρθητο.
Πολλοί σπουδαίοι Τρώες και Έλληνες έπεσαν στις ολέθριες και βίαιες μάχες. Ο χρόνος περνούσε και έτσι μπήκαν στο δέκατο έτος. Κανείς από τους αντιμαχόμενους δεν είχε πάρει αυτόν τον ολέθριο πόλεμο.
Όταν αργότερα ο πόλεμος τέλειωσε και έχασαν οι Τρώες τότε οι Αχαιοί μπήκαν στα πλοία τους και έφυγαν για τις πατρίδες τους.
Ο Ποσειδών και ο Απόλλων, που δεν είχαν συγχωρήσει τους Αχαιούς για την ύβρη τους να κτίσουν κάστρο χωρίς θυσίες στους θεούς, απεφάσισαν να εξαφανίσουν από προσώπου γης αυτό το καστρότειχο. Σκέφτηκαν τον απλούστερο τρόπο: Να ενώσουν ‘όλα τα ποτάμια που διασχίζουν τον τρωϊκό κάμπο της Ίδας και χύνονται στη θάλασσα, να τα στρέψουν πάνω στο τείχος των Αχαιών που κτίστηκε χωρίς εκατόμβες και δίχως την ευλογία και τη χάρη των Ολυμπίων θεών. Έσμιξαν έτσι τις καλλικέλαδες ροές των ποταμών: Κάρησου, Γρανικού, Ρήσου, Επτάπορου, Ροδίου, Σκάμανδρου, Αισήπου και Σιμόη και τις ‘έριξαν πάνω στο ανευλόγητο τείχος. Τα ορμητικά νερά παρέσυραν ασπίδες, κράνη και σώματα ηρωικών πολεμιστών που έπεσαν εκεί.
Ο Απόλλων κράτησε αυτόν τον καταρράκτη των οκτώ ποταμών ενεργό για εννέα ολόκληρες μέρες να πέφτει με ορμή πάνω στα τείχη.
Και τις εννέα αυτές μέρες μαζί με τον γήινο καταρράκτη, ο όμβριος Δίας άνοιξε τους καταρράκτες του ουρανού και ασίγαστη δυνατή βροχή κτυπούσε το τείχος και το διέλυσε εις τα «εξ ων συνετέθη»: Λίθοι, πλίνθοι, κορμοί έχασαν τις ενώσεις τους και πέσανε στο χώμα πριν καταλήξουν στη θάλασσα.
Την τελική καταστροφή έφερε ο Ποσειδώνας με την τρίαινα που σήκωσε γιγάντια κύματα. Το τείχος χάθηκε και ο τόπος έμοιαζε όπως ήταν πριν την εγκατάσταση των Αχαιών. Η άμμος σκέπασε την ακρογιαλιά.
Σχόλιο: Η βίαιη επέμβαση στο περιβάλλον στην ακροθαλασσιά της Τροίας από τους χιλιάδες Αχαιούς άλλαξε τις ισορροπίες της φύσης. Ακολούθως με τον χάνδακα, το τείχος και τις λιμενικές εγκαταστάσεις για τα χίλια πλοία των Ελλήνων τα πράγματα χειροτέρεψαν. Στο τέλος οι θεοί επαναφέρουν την οικολογική ισορροπία. Η φύση διορθώνει τις αυθαιρεσίες των ανθρώπων.
Οι θεοί γύρισαν τις ροές των ποταμών στις θέσεις τους και ο τόπος βρήκε την ηρεμία του.
Ο Έκτορας μαχότανε σαν άγριο θηρίο σαν αγριόχοιρος σωστός ή σαν τρανό λιοντάρι. Στη μέση τον κρατούσανε με λόγχες και με βέλη καθώς και κυνηγόσκυλα που του `δειχναν τα δόντια. Αυτός μαχόταν άφοβα χωρίς να σταματάει. Και όταν επιτίθεται όλοι υποχωρούνε. Ο Έκτωρ τους συντρόφους του, επρόσταζε με πάθος αμέσως
Μ`, 50. να ορμήσουνε να ρίξουνε τα τείχη κι ύστερα τα ελληνικά τα πλοία ν` αφανίσουν με μια φωτιά τεράστια που φτάνει στα ουράνια. Μα για να γίνουν όλ` αυτά έπρεπε να περάσουν τον χάνδακα που ήτανε τριγύρω από τα τείχη και είχε στις πλαγιές πολλά και σουβλερά παλούκια. Τ` άλογα χλιμιντρίζανε στα πίσω τους ποδάρια. Μέσα δεν προχωρούσανε γιατί καταλαβαίναν πως άσχημα θα μπλέξουνε στων παλουκιών τις μύτες. Άλογα και άρματα ποτέ δεν θα μπορούσαν το δάσος των εμπόδιων αυτό να ξεπεράσουν και να διαβούν απέναντι να φτάσουνε στα τείχη αφού ακόμα κι οι πεζοί δίσταζαν να το πράξουν. Ο Πολυδάμας ο λαμπρός είπε στον Πριαμίδη:
« Ω Έκτορα ανίκητε, αρχοντογεννημένε άδικα κουραζόμαστε στην άκρη στο χαντάκι. Δεν γίνεται τα άρματα από εδώ να πάνε, ούτε και καβαλάρηδες μπορούνε να διαβούνε. Μονάχα πεζικάριοι απέναντι θα πάνε κι εδώ θα μείνουν αρκετοί τ` αμάξια να φυλάνε. Εμπρός λοιπόν όλοι μαζί τη νίκη να γευτούμε».
Ο Έκτορας συμφώνησε με την πρόταση του Πολυδάμα και αποφασιστικά πήδηξε από το άρμα του με όλα του τα όπλα. Το ίδιο έπραξαν και οι άλλοι αρχηγοί. Άφησαν τα άρματα και τα άλογα στους βοηθούς με την προσταγή, τα αμάξια και τα άλογα, να είναι με τάξη παρατεταγμένα μπροστά στο χαντάκι. Όλοι οι πεζοί συντάχθηκαν σε πέντε διμοιρίες η κάθε μία με τον αρχηγό της. Αρχηγός όλων ήταν ο Έκτωρ.
Η πρώτη ομάδα είχε αρχηγό τον Έκτορα και υπαρχηγό τον Πολυδάμαντα. Ο Πριαμίδης κράτησε και τον γενναίο ηνίοχο του Κεβριόνη κοντά του βάζοντας κάποιον άλλο στη θέση του στα άλογα και στο άρμα. Η ανίκητη ομάδα του Έκτορα είχε άντρες έτοιμους να πέσουν σαν καταιγίδα στη μάχη μέχρι να φτάσουν στα πλοία και να τα κάψουν φέρνοντας τη νίκη στους Τρώες και τον όλεθρο στους Αχαιούς. Η δεύτερη ομάδα είχε αρχηγούς τους γιους του Πριάμου Πάρη, Αλκάθοο, Αγήνορα, Έλενο και Δηίφοβο.Η τρίτη διμοιρία είχε διοικητή τον Άσιο Υρτακίδη που έφτασε εδώ από τον Σελλήεντα ποταμό με τα πανύψηλα πυρόξανθα άλογα του από την Αρίσβη. Η τέταρτη διμοιρία είχε μπροστά τον Αινεία το γιο του Αγχίση και της θεάς Αφροδίτης.
Μ`, 100. Μαζί του συναρχηγοί οι Ακάμας και Αρχέλοχος, γιοι του Αντήνορος. Τους συμμάχους κυβερνούσε ο θεϊκοός Σαρπηδών μα συναρχηγούς τους ξακουστούς Γλαύκο και Αστεροπαίο.
Όλοι συμφώνησαν με όσα είχε προτείνει ο Πολυδάμας: Να αφήσουν άρματα και άλογα και να ορμήσουν πεζοί με τα όπλα τους: Κοντάρια, σπαθιά, τόξα, ασπίδες και τις πανοπλίες τους. Ένας όμως , ο Άσιος Υρτακίδης αρχηγός της τρίτης ομάδας και οι συναρχηγοί του, οι γενναίοι Ιαμενός, Ορέστης, Ασιάδης, Οινόμαος, Αδάμας και Θόων ήθελαν να μην εφαρμόσουν το σχέδιο του Πολυδάμαντα αλλά να προχωρήσουν με τ` άλογα και τ`άρματα τους. Να περάσουν τον χάνδακα και έπειτα να ορμήσουν αποφασιστικά κραυγάζοντας εναντίον των Αχαιών και κρατώντας ψηλά τις ασπίδες πηγαίνοντας προς το τείχος. Μια πύλη του τείχους προστάτευαν οι Λαπίθες Πολυποίτης, ο γιος του Πειριθόυ και ο Λεοντέας που ήταν ολόιδιος ο Άρης. Οι δύο αυτοί ατρόμητοι άντρες έμοιαζαν με αγριόχοιρους που δεν φοβούνται καθόλου να αντιμετωπίσουν οπλισμένους κυνηγούς και τ` άγρια σκυλιά τους.
Μ`, 150. Τους κτυπούσαν οι Τρώες και οι σύμμαχοι τους αλλά τους υποστήριζαν πετώντας μεγάλες πέτρες από τους πύργους του τείχους οι Αχαιοί. Τα κοντάρια σκεπάσανε τον ουρανό καθώς οι αντίπαλοι τα εξακόντιζαν από τις θέσεις που κατείχαν. Πολλά κοντάρια έπεφταν πάνω στις μεγάλες ασπίδες ενώ άλλα έβρισκαν τα σώματα των αντιμαχομένων. Ο Άσιος Υρτακίδης παραπονέθηκε στον Δία κτυπώντας τους μηρούς του:
« Πατέρα Δία ύψιστε δε μας στηρίζεις πλέον. Πάλι τους άλλους βοηθάς και εμάς δε μας αφήνεις το κάστρο τους να πάρουμε, να κάψουμε τα πλοία. Ποτέ μου δε λογάριαζα οι Αχαιοί να έχουν περίσσια τόση δύναμη στην τόση την ορμή μας. Σαν σφήκες ή σαν μέλισσες το σπίτι τους στηρίζουν από ανθρώπινη εισβολή να σώσουν τα παιδιά τους. Έτσι κι αυτοί οι δυο εκεί τις πύλες προστατεύουν και μάχονται με δύναμη και πίσω μας κρατάνε».
Ο μέγας Δίας άκουσε του
Άσιου τα λόγια αλλά βουλή δεν άλλαξε για όσα θα συμβούνε και δόξα θα
γεμίσουνε τον Έκτορα τον μέγα. Στις άλλες πύλες πόλεμο κρατούσαν κι οι
άλλοι ωστόσο,
θεός δεν είμαι, δύσκολο για όλα να μιλήσω. Οι Τρώες δεν
περίμεναν να έχουν τέτοια τύχη. Νομίζανε ότι εύκολα πεζοί θα
προσπεράσουν τον χάνδακα τον τρομερό με τα πολλά παλούκια. Και οι
γενναίοι Αχαιοί το κάστρο τους στηρίζαν και κράτησαν τους τρωϊκούς σ`
απόσταση μεγάλη.
1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.
2*. Στην Ειρήνη και στον Κωνσταντίνο με τις έξυπνες και δημιουργικές ιδέες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου