Πρωτομαγιές της Κατοχής - Ελληνική Πρωτομαγιά του 1944
Αναδημοσίευση: Ριζοσπάστης,28.29.30 Απριλίου 2015
***
1942 - «Ριζοσπάστης» 21/5 - Ο αγώνας του λαού. «Παρά την απαγορευτική διαταγή των γερμανοϊταλών που απειλεί με θάνατο κάθε απόπειρα απεργίας, την Πρωτομαγιά κατέβηκαν σε απεργία πάνω από 1.500 εργάτες τεσσάρων μηχανουργείων του Πειραιά. Την ίδια μέρα σταμάτημα δουλειάς στους σιδηροδρομικούς και στο καπνεργοστάσιο Παπαστράτου. Στην Ελευσίνα απεργήσανε 120 εργάτες κι εργάτριες της Ελαιουργίας».
1943 - «Ριζοσπάστης» 10/5 - Στην Αθήνα μαζικές εκδηλώσεις στη γιορτή της Πρωτομαγιάς.
«Στα Πατήσια (Αλυσίδα), στο Παγκράτι, στο Κουκάκι, στην Καισαριανή και
σ' άλλες συνοικίες και συνοικισμούς δεκάδες χιλιάδες εργάτες κι
εργαζόμενοι διαδήλωσαν για το ψωμί, τους μιστούς και τα μεροκάματα, για
τη λευτεριά και τη λαοκρατία. Μίλησαν ομιλητές που εξήγησαν τη σημασία
της Πρωτομαγιάς μέσα σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού κι αντιφασιστικών
εκδηλώσεων. Υψώθηκαν Ελληνικές και Κόκκινες σημαίες. Τα όργανα του
Ταβουλάρη κι η καραμπινιερία χτύπησαν στο ψαχνό και τραυμάτησαν μερικούς
σοβαρά.Παρόμοιες εκδηλώσεις είχαμε στον Πειραιά...».
(Κατά την κατοχή, η Πρωτομαγιά ξαναπαίρνει την πρωτοβουλιακή κι ηρωική μορφή της, απ' όπου την είχε απομακρύνει κι αποκλείσει ο μεταξικός φασισμός. Τα παραπάνω απλά λόγια ξαναφέρνουν στο νου μας τα καταπληκτικά εκείνα κατορθώματα του ελληνικού λαού, όταν με πέτρες και με τα κορμιά του κυνηγούσε τα τανκς, και τ' αχρήστευε. Η 3η Πρωτομαγιά της κατοχής βρίσκει τους πρωτοπόρους μας στο Χαϊδάρι, και δημιουργεί την εποποιία των 200 στο Θυσιαστήριο).
Και ο Θανάσης μου τα λέει. Ολα είνε δικά του.
Τάπε τόσο ωραία, δεν αλλάζω τίποτα.
Η προετοιμασία του Φονικού
«Απ' τις 15 του Απρίλη ως τις 26 του Μάη πούφυγαν για τη Γερμανία, ή πρώτη αποστολή (1.050 κρατούμενοι), ήταν η εποχή της πιο άγριας τρομοκρατίας. Τους λέγαμε: ο ματωμένος Απριλομάης. Απ' τις 26 και πέρα, φέρνανε οι τσολιάδες στο Χαϊδάρι πέντε - πέντε, δέκα - δέκα, δώδεκα, χιλιάδες (αυτές ήταν της Κοκκινιάς) απ' τα μπλόκα, και φεύγαν για τη Γερμανία σε 3, 5, 6 μέρες. Το στρατόπεδο ήταν κείνη την ώρα 3.000 ψυχές. Πιο ύστερα πληθύνανε. Εγώ μεταφέρθηκα απ' τη Μέρλιν εκεί στις αρχές του Απρίλη, δηλαδή απάνω στην ώρα. Το πρώτο βράδι σε βάνουνε στην απομόνωση. Σ' αφήνουν ως τις 12 μεσάνυχτα. Τότε έρχεται ο δεσμοφύλακας. Είνε για το κατούρημα. Μόνο τότε επιτρέπεται. Υστερα σε ξανακλειδώνουν στο κλουβί σου. Στο έμπα και το έβγα, πέφτουνε βουρδουλιές απάνω σου. Οπου νάνε. Οπου σε πάρει. Πρέπει να μην τις μποδίζεις, τότε σε βαρά χειρότερα. Την πρώτη φορά δεν το ξέρεις. Την αβγή βαρά το πρώτο σου προσκλητήριο. Ακούς λέξη γερμανική, πρέπει να καταλάβεις. Αμα δεν καταλάβεις, σε βαρούν. Σου λέει πρώτα προσοχή, ύστερα ανάπαυση. Εμείς την ξέραμε την ανάπαυση ελληνικά, δηλαδή τα χέρια οπίσω. Μα η γερμανικιά είν' αλλιώς, τα χέρια μπρος, να ετσιδά. Την κάνομε την πρώτη μέρα ελληνικιά, τρώμε άθεο βούρδουλα.
Βρίσκω τώρα στο Χαϊδάρι 227 Ακροναυπλιώτες της 4ης Αυγούστου. Πολλοί ήταν γνωστοί μου, μα αρχή αρχή δεν τους εγνώρισα. Απ' τις κακουχίες. Ηταν ένας φορτοεκφορτωτής που καλουμάριζε 150 οκάδες πράμα στην πλάτη, και τ' απόμεινε τώρα δύναμη μωρού. Ετούτοι oι παληοί, του Μεταξά, είχανε την οργάνωση υπηρεσιών - γουρουνάδικα, πρόβατα, μαραγκούδικα, σκεύη, - όλη η ομαλότητα του στρατόπεδου ήταν στα χέρια τους. Ξέρανε καλά. Οχι μόνο για τις δουλειές, μα και για ό,τι έβρισκε τον άνθρωπο εκεί μέσα, καλό ή κακό, ξέρανε τα βολέβαν τέλεια. Τα γουρούνια και τα πρόβατα που σου λέου, θαρείς πως ήτανε για μας; Οοοχι! για τους γερμανούς. Εμείς για 10 τσιγάρα κάθε Σάβατο φιάναμε ντουλάπες, γραφεία, κοστούμια, για τη Γερμανία. Οποιος δε ήτανε τεχνίτης, πάγαινε στο Σκαραμαγκά, στον Πειραιά, στα βομβαρδισμένα, ψαχούλευε ν' ανασύρει πτώματα, ή συντρίμια. Τα πολυβόλα μας παγαίνανε, τα πολυβόλα μας εγύριζαν. Κάτω απ' τα ερείπια οι γυναικούλες βάζανε τη νύχτα σημειωματάκια, καμιά φημερίδα, κάνα τσιγάρο. Αν σ' έπιαναν μ' αυτά, ίσως είχες και θάνατο. Από κει μαθαίναμε οι κρατούμενοι τα νέα του όξω κόσμου. Γιατί, μιας και εμπήκες μεσαδώ, πουλί πετάμενο απ' τον όξω κόσμο δεν πρόκεται να δεις ποτέ. Μόνο σαν κατεβαίνεις στα έργα, στον Περαία, στη στροφή, στο Πυριτιδοποιείο, εκεί μαζεύουνταν κορίτσα όταν περνάγαμε, και μας φωνάζανε: γειά σας παιδιά ! γιατί δε μας μιλάτε ! Μα εμείς πού να μιλήσομε, είχε θάνατο η μιλιά! Μας ρίχνανε τσιγάρα, οι γερμανοί μας τα πέρνανε. Καμιά γυναίκα ερχόντανε και φώναζε από μακρυά τ' όνομα του παιδιού της: - Ο... τάδες, παληκάρια, μήπως είνε μαζί σας; Μα δεν εμάθαινε, δεν απαντούσαμε, θα θέριζε το πολυβόλο.
Τη μεγάλη βδομάδα εχτέλεσαν εδώ επί τόπου, απάνω στα νταμάρια, 50 από μας, σ' αντίποινα για γερμανοτσολιάδες που δε θυμούμαι τι επάθανε. Τους θέρισαν με πολυβόλα και πήγαν τα σκυλιά την άλλη μέρα και καθαρίσανε τα αίματα. Τη Δευτέρα του Πάσχα, στις 25, 26, 27 του Απρίλη, όλο και μας πέρνανε, 10 για κρέμασμα, 60, 70 για εχτέλεση, 5, 6, 15, ετούτα είτανε τα ψιλοπράματα, για σαμποτάζ γραμμών. Ετούτα όλα ήταν τα προοίμια του φονικού της Πρωτομαγιάς.
Την παραμονή από γιατάκι σε γιατάκι εμάθαμε: Περιμέναμε την κατάληψη του Τσέρνοβιτς και πολιορκιότανε το Ιάσιο. Και είμαστε στις παραμονές του 2ου Μετώπου.
(Εδώ για πρώτη φορά απ' την αρχή σταματώ το Θανάση. --Είσαι σίγουρος; λέω. Τσέρνοβιτς και Ιάσιο; Μη γράψομε ανακρίβειες και τα θυμούνται άλλοι. -- Τσέρνοβιτς και Ιάσιο! Μάλιστα! Και κανένας άλλος δεν μπορεί να θυμάται όπως θυμούνται οι μελλοθάνατοι. Τι θες να πεις συναγωνίστρια! Δεν ξέρω δηλαδή εγώ πως με το Τσέρνοβιτς και το Ιάσιο χαραγμένο στην καρδιά και την ελπίδα του 2ου Μετώπου, 200 αγωνιστές μας ξεψυχήσανε την περσυνή Πρωτομαγιά; Πώς δεν το ξέρω; Είμαι σίγουρος! Και εξακολουθεί ο Θανάσης).
(Του γνέφω του Θανάση ότι λίγο κατάλαβα. Και ο Θανάσης εξακολουθεί).
Ιδιόχειρο σημείωμα ενός από τους εκτελεσμένους, με το οποίο αποχαιρετά τους δικούς του ανήμερα της εκτέλεσης
Επιθεωρεί το λοιπόν ο Φίσερ, και πάει και κάθεται στη μέση, εκεί όπου ήταν ένα πράμα που πηδάγανε τ' άλογα. Κι αρχίζει και λέει: «Οσοι ακούνε όνομα, να βγαίνουνε γρήγορα». Γυρίζει τα χαρτιά, τον κατάλογο. Αμέσως ηλεχτρισμός πιάνει το στρατόπεδο. Ανοίγει το στόμα του και λέει το πρώτο όνομα: Αϊβατζίδ-η-η-η-ς Γεώργιος. Μάγειρας είταν απ' τα Σέρβια της Μακεδονίας. Μόλις ακούει τ' όνομα, πετιέται ένας άντρας. -- Γειά σας αδέρφια, φωνάζει, και σηκώνει τη γροθιά του ψηλά. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Ενας - ένας π' ακούει, πετιέται στη μέση.
Γροθιές
παντού ανεμίζανε, σα νάτανε σημαίες. Ακουες τις φωνές τους να
φωνάζουνε: «Ζήτω το ΕΑΜ! ΕΛΑΣ! Κ.Κ.Ε!» Μα το κυριώτερο ήταν: «Γειά σας -
γειά σας - εκδίκηση». Είσαντε και δυο μικρά και φωνάξανε: «Ζήτω η
ΕΠΟΝ!». Ο ένας 17 χρονώ, είχε κάμει επί Μεταξά στην Ανάφη.Με
την πρώτη κραυγή εκδίκηση! οι γερμανοί ανακουμπωθήκανε κι αναταραχτήκαν.
Δεν τόβαλε ο νους του πως θα το υποψιαστούν, ότι πάνε για θάνατο.
Καμιά φορά τελειώνει η πρώτη 20άδα. Σκοποί τους πέρνουν και τους παν στα μαγειρεία να πάρουνε τα ρούχα τους, τάχα πως μετακινιούνται γι' αλλού. Μα οι αγωνιστές είτανε σίγουροι, και μόνο για τα μάτια πέρναν καμιά χαλασμένη κουβέρτα, τάφιναν τ' άλλα για τους ζωντανούς.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Κατά 5άδες και καθώς τους πέρνουν, αδειάζανε αραιώνανε οι θέσεις, ιδίως απ' τις 100αρχίες των συνεργείων, γιατί εκεί, ήταν οι παληοί, τα θύματα του Μεταξά, οι Ακροναυπλιώτες, οι υπεύθυνοι, οι καλλίτεροί μας, οι ήρωες. Τότε σε μια στιγμή το στρατόπεδο άρχισε να κλαίει. Σιγά σιγά όμως, μην το δείξουνε, και φέρει αντίποινα χειρότερα το κλάμα.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Βαλασόπουλος ιδιωτικός υπάλληλος, Μακέδος καπνεργάτης από την Καβάλα. Ρεμπούτσικας δικηγόρος από την Πάτρα. Πλακοπίτης χτίστης από την Κοζάνη. Τσαλίκης δάσκαλος από το Βόλο. Χιτήρης δάσκαλος από την Κέρκυρα. Κλαπατσέας φοιτητής νομικής από την Καλαμάτα. Σαντομοίρης βιολονίστας από τις Σέρες. Ολα τα επαγγέλματα κι όλες οι ελληνικές περιοχές αντιπροσωπεύονταν. Ωσπου φώναζαν τα ονόματα, έβλεπες κι ήτανε ξεπεταμένα τα νεύρα του λαιμού, και μια πανάδα σέχε περεχύσει, κι έτσι λοιπόν ώσπου εφώναζες εκείνο το τρομαχτικό: παρών!
Ηταν εκεί κι η Ιταλική φρουρά, παληά από τις πρώτες, πούξερε λίγα ελληνικά, έκπληχτοι κατακίτρινοι μας παρακολουθούσαν. Ητανε κι η Γερμανική φρουρά, περίμενε σαν κάθε μέρα για να μας πάει στην αγγαρεία, ανοίξανε κι αυτοί το στόμα τους την ώρα που αποχαιρέταγε ο Ναπολέοντας το στρατόπεδο.
Ο γερμανός διοικητής πολλές φορές του τόχε πει: Ναπολέων, θα σε σκοτώσω, δε θα βγεις ζωντανός από δω! Τον μισούσε. Γιατί όπως σου λέου ήταν πολύ μεγάλος. Αγιος. Κι έτσι ο Ναπολέοντας κάθε μέρα περίμενε να τελειώσει η ζωή του. Σήμερα όμως ο διοικητής σα να ταράχτηκε και λέει: (μας το ξηγήσαν ύστερα όσοι ξέραν γερμανικά και βρέθηκαν κοντά) -- Οχι δεν είναι δυνατόν, θα σου χαρίσω Ναπολέων τη ζωή. -- Δέχομαι, λέει ο Ναπολέων, μα να μην μπει στη θέση μου άλλος. Ο γερμανός δεν απαντά. Ο Ναπολέων φεύγει με την 20άδα.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Φτάνει τους 100. Δεν είχε φτάσει ποτέ τόσο. Το στρατόπεδο ανάστατο. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Φτάνει τους 150. Το στρατόπεδο μουγκαλίζει: όλους θα μας σκοτώσουνε ! Θρήνος και οδυρμός μας αναταράζει. Λέει κάποιος τότε: «Μια ζωή την έχομε παιδιά, χαλάλι! Δεν πεθαίνομε εγκληματίες, για την Πατρίδα πάμε».
Ο κατάλογος εξακολουθεί, φτάνει τους 200. Μες στον εγέρα άκουες φωνές: -- «γειά σας παιδιά! ΚΚΕ! ΕAM! εκδίκηση!» Ηταν αυτοί που φεύγανε. Εμείς οι άλλοι, τσιμουδιά. Μια σιωπή, δεν άκουες μήτε την ανάσα.
Τον έπιασαν από το χέρι, κάνουνε κύκλο, η φρουρά τους περικυκλώνει, οι μπούκιες τ' αυτόματα καταπάνω τους, κι αρχινάν το χορό. «Εχε γειά καημένε κόσμε, έχε γειά γλυκειά ζωή...». Κάθε στροφή κι αλλάζανε. Εσερνε το χορό ο επόμενος. Σύρανε όλοι οι μελλοθάνατοι. Τα πράματά τους που βαστούσαν τάχανε πεταμένα χάμω. Αλλάζαν κάθε τόσο σκοπό και τραγούδι. «Μαύρη είν' η νύχτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι, στα άγρια στα σκοτεινά στις ράχες, ρούγες, στα βουνά, ο κλέφτης ξεσπαθώνει - ξεσπαθώνει...». Δόστου και σέρνανε κι αλλάζανε κι έβλεπες τα κορμιά τους να τινάζουνται, σα νάτανε ηλεχτρισμένα.
Τότες θάταν η ώρα ως 7 1/2 το πρωί. Δεν είχαμε ρολόι κανένας, μα απ' τον ήλιο εκαταλαβαίναμε. Στέκουνται εκείνη τη στιγμή σε στάση προσοχής, κι αρχινάνε τον Εθνικό Υμνο. Βροντερά και λυπητερά τόπανε. Τη στροφή «απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα αντρειωμένη χαίρε ω χαίρε ελευτεριά» την είπαν τρεις φορές συνέχεια. Εμείς oι άλλοι οπού στεκόμαστε κι ήταν θολό το μάτι μας κι ένα σκοινί σα νάταν στο λαιμό και μας έπνιγε, θαρούσαμε ότι ακούγαμε τα κόκαλά τους κι έτριζαν εκείνη την ώρα.
Η ώρα ήταν περασμένες 9. Τους φορτώνουνε, στ' αυτοκίνητα. Μπρούμυτα τους φορτώσανε, για να χωράν πολλοί. Οπως τα παστά στα βαρέλια.
Τότε κίνησαν τ' αυτοκίνητα. Εμείς πίσω ακούαμε, όσο φεύγανε, το τελευταίο τους ηρωικό τραγούδι. Αυτό αντιπροσώπευε όλο το Χαϊδάρι μας: Ηρωισμός απάνω απ' ό,τι μπορεί να πιστέψει άνθρωπος, και αλληλεγγύη. Αυτό το ίδιο πράγμα αντιπροσώπεψε κι ο Ναπολέοντας, όταν αρνήθηκε να πάρει άλλος τη θέση του στο θάνατο.
Πολυβόλα από δω, αυτόματα από κει, μοτοσυκλέτες πλάγια, κι έτσι κινήσανε για την Καισαριανή.
Εμείς πίσω κάθε 5 λεφτά λέγαμε: Τώρα θάνε στο Πυριτιδοποιείο. Σε 10 λεφτά λέγαμε: Τώρα θάνε στην Ομόνοια. Σ' ένα τέταρτο λέγαμε: Τώρα θα τους ξεφορτώνουν. Μέχρι τις 12 το μεσημέρι τους παρακολουθούσε η αγωνία μας, και κανένας το μεσημέρι δεν έφαε.
Επί
15 μέρες αδιάκοπα λέγαμε για κείνους. Μας αγαπήσαν, μας εβόηθησαν, και
τώρα να στους παίρνουνε μέσα από τα χέρια. Οποιος ήξερε ανέκδοτά τους τα
'λεγε. Εγώ θυμόμουν τον Πλακοπίτη τον εργολάβο, ήταν λίγο τσεβδός. Στην
Ειδική Ασφάλεια επί Μεταξά εκάμαμε μαζί. Ο Κομποχόλης τον έπιανε τότε
και τον εβάραγε με τσεκούρι στα μπράτσα του, που ήταν γερά σα βράχος.
Γύριζε ύστερα και μας έλεγε με την τσεβδή μιλιά του: «Βρε τούτα τα
μπρατσάκια μου που χτίζουνε τα σπίτια, που φτιάχνουν τόσα πράματα, γιατί
βρε να μου τα βαράνε έτσι; Να μου τα σπάσουν θέλουνε τώρα oι κερατάδες;
Δηλαδή τα χεράκια μου σε τι τους φταίξαν; Δεν καταλαβαίνω...».Την
άλλη μέρα αναρχία στο στρατόπεδο. Καμιά δουλειά δεν εγινόταν. Οι νέοι
που πήγανε συνεργεία στα ζώα, τα ζώα δεν τους δέχουνταν. Τα γουρούνια
γρύλιζαν, τα πρόβατα προγκάγανε. Τόσον καιρό, βλέπεις, οι άλλοι τα
περιποιόσαντε, μπλέκανε μες στα σύρματα, τα ξέμπλεκαν απαλά - απαλά,
τους είχανε μάθει. Οι νέοι τότε πικράθηκαν. Λέγαν γιατί; Μήπως κι εμείς
δεν είμαστε αγωνιστές; Να μη μας θέν' τα ζώα... Ως κι αυτά τους
αγάπαγαν!
Ξέχασα να σου πω: Εκείνο το πρωί που φύγανε, ήταν μαζί μας κι ένας γέρος που κατηγόρησε η γυναίκα του πως φυγάδευε Εγγλέζους, δεν ήτανε κομμουνιστής, δεν ήταν τίποτα, και λίγο ως τότε γκρίνιαζε. Σα φύγαν οι 200, λέει στο φίλο του: «Αλκή μου, την γλυτώσαμε για σήμερα. Αν κι άξιζε να πάει κανείς με τέτοιο θάνατο, όπως τον σημερνό!».
Ετσι μας τους πήρανε τους 200 μας την Πρωτομαγιά.
Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης ήταν δυο εργάτες του Δήμου για να νταραβερίζουνται τα αίματα, κι ένας παπάς. Ο παπάς ξεμολόγαγε. Τι του ξεμολογιόντανε oι μελλοθάνατοι; - Χαιρετίσματα στη γυναίκα μου! - Ζήτω ο Κόκκινος στρατός! - Εκδίκηση! - Ζήτω η λευτεριά! - Πεθαίνουμε για τη λευτεριά και τη λαοκρατία! Δεν άντεχε για μια στιγμή ο παπάς, κάνει να στρέψει αλλού το πρόσωπο, τον πρόγκησαν οι Γερμανοί με τα πιστόλια.
Ο κόσμος πήρε το ξοπίσω τα καμιόνια που 'φευγαν με τα νεκρά κορμιά. Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε και ρίχνανε λουλούδια, κι όλοι ήταν βαρούσες σαν υπνωτισμένοι απάνω απ' τις σταγόνες το αίμα τους, που 'τρεχε κι έπηζε, κι η γης δεν το 'πινε, και γινόταν αυλάκια. Απάνω στο αίμα σκύβοντας και κοιτάζοντάς το, σήκωναν ύστερα πολλοί τα μάτια και τα χέρια τους ψηλά στον ουρανό. Ητανε η απόγνωση. Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης οι εργάτες του Δήμου κουβάλησαν απ' το δίπλα χωράφι με φτυάρια πολύ χώμα, για να ρουφήξει κι εκεί τα αίματα. Το τμήμα αυτό της ελληνικής γης, απ' το πηχτό εκείνο υγρό, ήτανε τώρα πια, καθώς λέν', κορεσμένο.
Ετσι γιορτάστηκε η Πρωτομαγιά στην Αθήνα, στο χρόνο 1944.
***
1942 - «Ριζοσπάστης» 21/5 - Ο αγώνας του λαού. «Παρά την απαγορευτική διαταγή των γερμανοϊταλών που απειλεί με θάνατο κάθε απόπειρα απεργίας, την Πρωτομαγιά κατέβηκαν σε απεργία πάνω από 1.500 εργάτες τεσσάρων μηχανουργείων του Πειραιά. Την ίδια μέρα σταμάτημα δουλειάς στους σιδηροδρομικούς και στο καπνεργοστάσιο Παπαστράτου. Στην Ελευσίνα απεργήσανε 120 εργάτες κι εργάτριες της Ελαιουργίας».
(Κατά την κατοχή, η Πρωτομαγιά ξαναπαίρνει την πρωτοβουλιακή κι ηρωική μορφή της, απ' όπου την είχε απομακρύνει κι αποκλείσει ο μεταξικός φασισμός. Τα παραπάνω απλά λόγια ξαναφέρνουν στο νου μας τα καταπληκτικά εκείνα κατορθώματα του ελληνικού λαού, όταν με πέτρες και με τα κορμιά του κυνηγούσε τα τανκς, και τ' αχρήστευε. Η 3η Πρωτομαγιά της κατοχής βρίσκει τους πρωτοπόρους μας στο Χαϊδάρι, και δημιουργεί την εποποιία των 200 στο Θυσιαστήριο).
Ελληνική Πρωτομαγιά του 1944
Από
καιρό μούλεγε ό Θανάσης: Είμαι αγωνιστής κι εγώ. Εχουνε δει τόσα τα
μάτια μου. Θάθελα να τα πω. Να τα πω να τα γράψουνε. Εγώ δεν ξέρω πολλά
γράμματα, μα τάχω ζήσει και τα ξέρω καλά. Ημουνα και στο Χαϊδάρι την
περσινή Πρωτομαγιά!
-- Ησουν εκεί Θανάση; Λέγε μου για το Χαϊδάρι την Πρωτομαγιά!Και ο Θανάσης μου τα λέει. Ολα είνε δικά του.
Τάπε τόσο ωραία, δεν αλλάζω τίποτα.
Η προετοιμασία του Φονικού
«Απ' τις 15 του Απρίλη ως τις 26 του Μάη πούφυγαν για τη Γερμανία, ή πρώτη αποστολή (1.050 κρατούμενοι), ήταν η εποχή της πιο άγριας τρομοκρατίας. Τους λέγαμε: ο ματωμένος Απριλομάης. Απ' τις 26 και πέρα, φέρνανε οι τσολιάδες στο Χαϊδάρι πέντε - πέντε, δέκα - δέκα, δώδεκα, χιλιάδες (αυτές ήταν της Κοκκινιάς) απ' τα μπλόκα, και φεύγαν για τη Γερμανία σε 3, 5, 6 μέρες. Το στρατόπεδο ήταν κείνη την ώρα 3.000 ψυχές. Πιο ύστερα πληθύνανε. Εγώ μεταφέρθηκα απ' τη Μέρλιν εκεί στις αρχές του Απρίλη, δηλαδή απάνω στην ώρα. Το πρώτο βράδι σε βάνουνε στην απομόνωση. Σ' αφήνουν ως τις 12 μεσάνυχτα. Τότε έρχεται ο δεσμοφύλακας. Είνε για το κατούρημα. Μόνο τότε επιτρέπεται. Υστερα σε ξανακλειδώνουν στο κλουβί σου. Στο έμπα και το έβγα, πέφτουνε βουρδουλιές απάνω σου. Οπου νάνε. Οπου σε πάρει. Πρέπει να μην τις μποδίζεις, τότε σε βαρά χειρότερα. Την πρώτη φορά δεν το ξέρεις. Την αβγή βαρά το πρώτο σου προσκλητήριο. Ακούς λέξη γερμανική, πρέπει να καταλάβεις. Αμα δεν καταλάβεις, σε βαρούν. Σου λέει πρώτα προσοχή, ύστερα ανάπαυση. Εμείς την ξέραμε την ανάπαυση ελληνικά, δηλαδή τα χέρια οπίσω. Μα η γερμανικιά είν' αλλιώς, τα χέρια μπρος, να ετσιδά. Την κάνομε την πρώτη μέρα ελληνικιά, τρώμε άθεο βούρδουλα.
Βρίσκω τώρα στο Χαϊδάρι 227 Ακροναυπλιώτες της 4ης Αυγούστου. Πολλοί ήταν γνωστοί μου, μα αρχή αρχή δεν τους εγνώρισα. Απ' τις κακουχίες. Ηταν ένας φορτοεκφορτωτής που καλουμάριζε 150 οκάδες πράμα στην πλάτη, και τ' απόμεινε τώρα δύναμη μωρού. Ετούτοι oι παληοί, του Μεταξά, είχανε την οργάνωση υπηρεσιών - γουρουνάδικα, πρόβατα, μαραγκούδικα, σκεύη, - όλη η ομαλότητα του στρατόπεδου ήταν στα χέρια τους. Ξέρανε καλά. Οχι μόνο για τις δουλειές, μα και για ό,τι έβρισκε τον άνθρωπο εκεί μέσα, καλό ή κακό, ξέρανε τα βολέβαν τέλεια. Τα γουρούνια και τα πρόβατα που σου λέου, θαρείς πως ήτανε για μας; Οοοχι! για τους γερμανούς. Εμείς για 10 τσιγάρα κάθε Σάβατο φιάναμε ντουλάπες, γραφεία, κοστούμια, για τη Γερμανία. Οποιος δε ήτανε τεχνίτης, πάγαινε στο Σκαραμαγκά, στον Πειραιά, στα βομβαρδισμένα, ψαχούλευε ν' ανασύρει πτώματα, ή συντρίμια. Τα πολυβόλα μας παγαίνανε, τα πολυβόλα μας εγύριζαν. Κάτω απ' τα ερείπια οι γυναικούλες βάζανε τη νύχτα σημειωματάκια, καμιά φημερίδα, κάνα τσιγάρο. Αν σ' έπιαναν μ' αυτά, ίσως είχες και θάνατο. Από κει μαθαίναμε οι κρατούμενοι τα νέα του όξω κόσμου. Γιατί, μιας και εμπήκες μεσαδώ, πουλί πετάμενο απ' τον όξω κόσμο δεν πρόκεται να δεις ποτέ. Μόνο σαν κατεβαίνεις στα έργα, στον Περαία, στη στροφή, στο Πυριτιδοποιείο, εκεί μαζεύουνταν κορίτσα όταν περνάγαμε, και μας φωνάζανε: γειά σας παιδιά ! γιατί δε μας μιλάτε ! Μα εμείς πού να μιλήσομε, είχε θάνατο η μιλιά! Μας ρίχνανε τσιγάρα, οι γερμανοί μας τα πέρνανε. Καμιά γυναίκα ερχόντανε και φώναζε από μακρυά τ' όνομα του παιδιού της: - Ο... τάδες, παληκάρια, μήπως είνε μαζί σας; Μα δεν εμάθαινε, δεν απαντούσαμε, θα θέριζε το πολυβόλο.
Ο
νιοφερμένος ήτανε ακόμα σε πιο απομόνωση. Δεν τον εμπιστευόνταν oι
άλλοι κρατούμενοι, ίσαμε να τον καταλάβουν μπα κι είνε τίποτα χαφιές.
Αμα κέρδιζες την εμπιστοσύνη, σου λέγανε κι' εσέ τα νέα. Τη νύχτα. Από
γιατάκι σε γιατάκι. Δηλαδή στο τσιμέντο. Με μια κουβέρτα από κάτω του
Ερυθρού Σταυρού, κι άλλη μια από πάνω, του σπιτιού σου.
Το
περσινό Πάσχα ήταν 16 Απρίλη. Τότες ήταν βγαλμένη η πρώτη γερμανική
επικήρυξη: "Για έναν γερμανό, 50 έλληνες - για έναν τσολιά, 15 έλληνες
θανατωμένοι".Τη μεγάλη βδομάδα εχτέλεσαν εδώ επί τόπου, απάνω στα νταμάρια, 50 από μας, σ' αντίποινα για γερμανοτσολιάδες που δε θυμούμαι τι επάθανε. Τους θέρισαν με πολυβόλα και πήγαν τα σκυλιά την άλλη μέρα και καθαρίσανε τα αίματα. Τη Δευτέρα του Πάσχα, στις 25, 26, 27 του Απρίλη, όλο και μας πέρνανε, 10 για κρέμασμα, 60, 70 για εχτέλεση, 5, 6, 15, ετούτα είτανε τα ψιλοπράματα, για σαμποτάζ γραμμών. Ετούτα όλα ήταν τα προοίμια του φονικού της Πρωτομαγιάς.
Την παραμονή από γιατάκι σε γιατάκι εμάθαμε: Περιμέναμε την κατάληψη του Τσέρνοβιτς και πολιορκιότανε το Ιάσιο. Και είμαστε στις παραμονές του 2ου Μετώπου.
(Εδώ για πρώτη φορά απ' την αρχή σταματώ το Θανάση. --Είσαι σίγουρος; λέω. Τσέρνοβιτς και Ιάσιο; Μη γράψομε ανακρίβειες και τα θυμούνται άλλοι. -- Τσέρνοβιτς και Ιάσιο! Μάλιστα! Και κανένας άλλος δεν μπορεί να θυμάται όπως θυμούνται οι μελλοθάνατοι. Τι θες να πεις συναγωνίστρια! Δεν ξέρω δηλαδή εγώ πως με το Τσέρνοβιτς και το Ιάσιο χαραγμένο στην καρδιά και την ελπίδα του 2ου Μετώπου, 200 αγωνιστές μας ξεψυχήσανε την περσυνή Πρωτομαγιά; Πώς δεν το ξέρω; Είμαι σίγουρος! Και εξακολουθεί ο Θανάσης).
Την
παραμονή της Πρωτομαγιάς, απ' τα χαρτάκια κάτω στα συντρίμια, μάθαμε το
φόνο του γερμανού στρατηγού στους Μολάους της Σπάρτης. Τότε οι
κρατούμενοι αρχίνησαν να λογαριάζουνε. -- Πόσους χρωστάμε τώρα βρε
παιδιά; 50 για το στρατηγό (αν κι άλλοι λέγανε: για τούτον δεν πρέπει να
χρωστάμε, γιατί ήταν μάχη κανονική, στρατός με στρατό, 1.500 γερμανοί
με αντάρτες) - καλά γι' αυτόν, ας τον αφίσομε απόξω, μα είνε κι άλλοι 2
τσολιάδες. 15+15=30 χρωστάμε - είνε κι άλλη μια οφειλή της περασμένης
εβδομάδας άλλοι 30, κάνουνε 60 - ήταν και της Ζωοδόχος Πηγής το μπλόκο
στο Παγκράτι, σκοτώθηκαν κι εκεί κάνα - δυο τσολιάδες, τραυματίστηκαν
κάνα - δυο γερμανοί, χρωστάμε ακόμα και γι' αυτούς - πόσους χρωστάμε
άραγες...
Τους μέτραγαν, κρατάγανε μες στο μυαλό τους το
τεφτέρι, την οφειλή, ήξεραν ότι από μεσαδώ, μες απ' το Χαϊδάρι, θα
δίναμε για να ξοφλήσουνε όλα εκείνα των ελλήνων τα χρωστίδια ! Και μη
νομίζεις, ήταν με χαρά που τόλεγαν ! Για να τελειώνει μια ώρα αρχήτερα
τούτο το βάσανο της κατοχής ! Λέγανε: δεν πειράζει, ας χτυπούν oι
αγωνιστές ! Δεν τους γονάτιζε πως το πληρώνανε με τη ζωή τη δική τους.
Δεν ξαίρω αν σούδωκα να καταλάβεις, συναγωνίστρια, επειδής και δεν
έκαμες εσύ στο Χαϊδάρι, και είνε λίγο δύσκολο.(Του γνέφω του Θανάση ότι λίγο κατάλαβα. Και ο Θανάσης εξακολουθεί).
Είχαμε
τότε διερμηνέα το Ναπολέοντα, ακροναυπλιώτης κι αυτός, ο καλλίτερός
μας, τον αγαπάγαμε και μας αγάπαγε σα μάνα. Την παραμονή της Πρωτομαγιάς
του λεν oι γερμανοί ν' αντικατασταθούν όλα τα συνεργεία, για να
μαθαίνουν τάχα κι άλλοι τις δουλειές. Εκείνος όμως φαίνεται εκατάλαβε το
φοβερό νόημα. Στις 6 τ' απόγεμα ήταν ο γυρισμός απ' τις αγγαρείες. 6 με
7 ήταν ανάπαυλα. Oι έμπιστοι τότε μίλαγαν αναμεταξύ τους. Ερχεται ένας
και μου λέει κρυφά: «Αβριο θα μας φάνε, έτσι φαίνεται». Υστερα έκλεινε ο
θάλαμος, χαιρετιόσουνα ίσαμε για το άλλο απόγεμα. Κείνη τη νύχτα ο
θάλαμος είχε νεκρική σιγή, και ποτές δεν το εξηγήσαμε το μυστήριο της
σιγής εκείνης της νύχτας. Στο θάλαμο όμως της ακροναυπλίας τη νύχτα
κείνη τραγουδήσανε, μ' όλη τη τρομερή απαγόρεψη! Είμαστε στους θαλάμους
150-200, κατά τη σφίξη πούχε το στρατόπεδο. Μέσα στη νύχτα, στα βαθειά,
άκουες φοβερές φωνές: - βοήθεια ! - γυναικούλα μου ! - παιδάκια μου !
Βλέπανε εφιάλτες. Μόνο κάνας κοιλόπονος απ' τα ρεβυθοφάσολα σε κράταγε
ξύπνιο, οι άλλοι ξεραινόταν από τη φοβερή κούραση. Δίπλα μου ήταν ένας
λοχαγός απ' την Κόρινθο πούχε κατηγορία σύμπραξη με αντάρτες - δε
θυμάμαι τ' όνομά του, πρέπει να ψάξω νάβρω τη γυναίκα του να της πω τα
τελευταία του λόγια. Με πλησιάζει ξυστά τη νύχτα και μου γυρεύει μια
γόπα τσιγάρο. -- Βλέπω ονείρατα, μου λέει, και ξυπνώ. Αν ζήσεις παρηγόρα
τη γυναίκα μου. Δεν είμαι κομμουνιστής εγώ, ούτε ΕΑΜ. Πεθαίνω όμως για
την πατρίδα. Και πάσκιζε μες στο σκοτάδι να διακρίνει μια φωτογραφία
πούσωσε μες στα ρούχα του.
Ξημερώνοντας αβγή το προσκλητήριο. Είμαστε όλοι
ζαβωμένοι σα να πλανιότανε ο χάρος. Πολλοί κάμανε το σταυρό τους, κι ο
λοχαγός μαζί. Συνταχτήκαμε. Φραπ, και ολούθε γύρα μας τα πολυβόλα
ξεφαντώνουν από τις σκοπιές. Οι μπούκες στρέφουν καταπάνω μας. Οι
φαντάροι με τ' αυτόματα. Κι ήταν μια μέρα να την έβλεπες, χαρά θεού. Και
οι νεκρές σκοπιές κείνη τη μέρα είχαν πολυβόλα. Τριπλοσκοποί παντού. Οι
φαντάροι με κράνη. Φτάνει ο γερμανός διοικητής, Φίσερ τόνε λέγανε, λέει
στο Ναπολέοντά μας που ήταν διερμηνέας: «Ολοι οι πάντες θάρθουν σήμερα,
δε δέχομαι απουσίες». Αλλες φορές κάτι γουρουνάδες, γιατρούς, τους
δικαιολογούσε για δουλειές, σήμερα, έπρεπε νάνε όλοι παρόντες εκεί -
χάμω. Τρέξανε όλοι. Κάνει μια βόλτα ο Φίσερ, επιθεωρεί τις σκοπιές.
Παραταζόμαστε κατά 100αρχίες τις λέγανε, αν κι είμαστε και ως διακόσιοι.
Επιθεωρεί ο γερμανός, ξαναπάει στο κέντρο. Οι 100αρχίες ήταν σε σχήμα
γάμα και κάθεμια με το διάδρομό της.
(Ο Θανάσης κάνει
τώρα μπροστά του πάνω στο τραπέζι το προαύλιο του Χαϊδαριού. Βάζει ένα
κουτάκι σπίρτα, έναν αναφτήρα που βρέθηκαν, καρφώνει και το δάχτυλό του
στη μέση, και το μετακινεί ανάλογα. Εκεί απάνω παρακολουθεί μ'
ορθάνοιχτα μάτια το τοτινό δράμα. Δε με υποψιάζεται πως τόνε παρακολουθώ
τι κάνει. Μετακινεί το δάχτυλό του και ο Θανάσης εξακολουθεί).Ιδιόχειρο σημείωμα ενός από τους εκτελεσμένους, με το οποίο αποχαιρετά τους δικούς του ανήμερα της εκτέλεσης
Επιθεωρεί το λοιπόν ο Φίσερ, και πάει και κάθεται στη μέση, εκεί όπου ήταν ένα πράμα που πηδάγανε τ' άλογα. Κι αρχίζει και λέει: «Οσοι ακούνε όνομα, να βγαίνουνε γρήγορα». Γυρίζει τα χαρτιά, τον κατάλογο. Αμέσως ηλεχτρισμός πιάνει το στρατόπεδο. Ανοίγει το στόμα του και λέει το πρώτο όνομα: Αϊβατζίδ-η-η-η-ς Γεώργιος. Μάγειρας είταν απ' τα Σέρβια της Μακεδονίας. Μόλις ακούει τ' όνομα, πετιέται ένας άντρας. -- Γειά σας αδέρφια, φωνάζει, και σηκώνει τη γροθιά του ψηλά. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Ενας - ένας π' ακούει, πετιέται στη μέση.
Καμιά φορά τελειώνει η πρώτη 20άδα. Σκοποί τους πέρνουν και τους παν στα μαγειρεία να πάρουνε τα ρούχα τους, τάχα πως μετακινιούνται γι' αλλού. Μα οι αγωνιστές είτανε σίγουροι, και μόνο για τα μάτια πέρναν καμιά χαλασμένη κουβέρτα, τάφιναν τ' άλλα για τους ζωντανούς.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Κατά 5άδες και καθώς τους πέρνουν, αδειάζανε αραιώνανε οι θέσεις, ιδίως απ' τις 100αρχίες των συνεργείων, γιατί εκεί, ήταν οι παληοί, τα θύματα του Μεταξά, οι Ακροναυπλιώτες, οι υπεύθυνοι, οι καλλίτεροί μας, οι ήρωες. Τότε σε μια στιγμή το στρατόπεδο άρχισε να κλαίει. Σιγά σιγά όμως, μην το δείξουνε, και φέρει αντίποινα χειρότερα το κλάμα.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Βαλασόπουλος ιδιωτικός υπάλληλος, Μακέδος καπνεργάτης από την Καβάλα. Ρεμπούτσικας δικηγόρος από την Πάτρα. Πλακοπίτης χτίστης από την Κοζάνη. Τσαλίκης δάσκαλος από το Βόλο. Χιτήρης δάσκαλος από την Κέρκυρα. Κλαπατσέας φοιτητής νομικής από την Καλαμάτα. Σαντομοίρης βιολονίστας από τις Σέρες. Ολα τα επαγγέλματα κι όλες οι ελληνικές περιοχές αντιπροσωπεύονταν. Ωσπου φώναζαν τα ονόματα, έβλεπες κι ήτανε ξεπεταμένα τα νεύρα του λαιμού, και μια πανάδα σέχε περεχύσει, κι έτσι λοιπόν ώσπου εφώναζες εκείνο το τρομαχτικό: παρών!
Το αγγελτήριο των εκτελέσεων σε εφημερίδα της εποχής («Καθημερινή», 30/4/1944)
Κατά
την έβδομη 20άδα φωνάζει ο γερμανός: Να-πο-λέ-ων Σου-κα-τζί-δης. Μας
ήρθε χτύπημα σα νάπεσε σύννεφο και μας σκέπασε το στρατόπεδο και μ' όλο
πούταν λαμπρή μέρα. Σα νάπερνες το παιδί απ' τη μάνα του. Ο γερμανός
φωνάζει τ' όνομα και γυρίζει απ' αλλού. Πα-ρ-ώ-v! φωνάζει ο Ναπολέων,
πετιέται στη μέση, και δίνει τα χαρτιά της δουλειάς στο βοηθό. Του λέει:
«Να μου προσέχεις τα παιδιά όπως τα πρόσεχα κι εγώ». Του δίνει τα
κλειδιά κι ό,τι άλλο είχε της υπηρεσίας, και μιλούν μεταξύ τους σιγά 2
λεφτά.
Τότε ο Ναπολέων με τα δυο του χέρια, άρχισε να μας
στέλνει φιλιά. Μέχρι 10 φορές. -- Παιδιά μου! Παιδιά μου! φώναζε κι
άνοιγε προς εμάς τα χέρια του. Ηταν κατακόκκινος. Την τραγιάσκα του την
είχε χώσει στην τσέπη. Ετούτη ήταν απ' όλες η πιο μεγάλη συγκινητική
στιγμή, την ώρα που ο Ναπολέοντας χαιρετούσε το στρατόπεδο.Ηταν εκεί κι η Ιταλική φρουρά, παληά από τις πρώτες, πούξερε λίγα ελληνικά, έκπληχτοι κατακίτρινοι μας παρακολουθούσαν. Ητανε κι η Γερμανική φρουρά, περίμενε σαν κάθε μέρα για να μας πάει στην αγγαρεία, ανοίξανε κι αυτοί το στόμα τους την ώρα που αποχαιρέταγε ο Ναπολέοντας το στρατόπεδο.
Ο γερμανός διοικητής πολλές φορές του τόχε πει: Ναπολέων, θα σε σκοτώσω, δε θα βγεις ζωντανός από δω! Τον μισούσε. Γιατί όπως σου λέου ήταν πολύ μεγάλος. Αγιος. Κι έτσι ο Ναπολέοντας κάθε μέρα περίμενε να τελειώσει η ζωή του. Σήμερα όμως ο διοικητής σα να ταράχτηκε και λέει: (μας το ξηγήσαν ύστερα όσοι ξέραν γερμανικά και βρέθηκαν κοντά) -- Οχι δεν είναι δυνατόν, θα σου χαρίσω Ναπολέων τη ζωή. -- Δέχομαι, λέει ο Ναπολέων, μα να μην μπει στη θέση μου άλλος. Ο γερμανός δεν απαντά. Ο Ναπολέων φεύγει με την 20άδα.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Φτάνει τους 100. Δεν είχε φτάσει ποτέ τόσο. Το στρατόπεδο ανάστατο. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Φτάνει τους 150. Το στρατόπεδο μουγκαλίζει: όλους θα μας σκοτώσουνε ! Θρήνος και οδυρμός μας αναταράζει. Λέει κάποιος τότε: «Μια ζωή την έχομε παιδιά, χαλάλι! Δεν πεθαίνομε εγκληματίες, για την Πατρίδα πάμε».
Ο κατάλογος εξακολουθεί, φτάνει τους 200. Μες στον εγέρα άκουες φωνές: -- «γειά σας παιδιά! ΚΚΕ! ΕAM! εκδίκηση!» Ηταν αυτοί που φεύγανε. Εμείς οι άλλοι, τσιμουδιά. Μια σιωπή, δεν άκουες μήτε την ανάσα.
Εναν
καιρό συγκεντρώνουνται οι 200, ο κατάλογος τότε σταματά. Αρχινά τώρα
συνέχεια ο άλλος κατάλογος: -- 1 τζαμτζής, 5 μαραγκοί, 1
επιγραφοποιός... Ο κανονικός κατάλογος της κάθε μέρας. Το στρατόπεδο
ανάσανε. Γλυτώνει ως άβριο πρωί. Κάνεις ένα αχ! Κι ας είνε μόνο για 24
ώρες. Ποιος ξέρει ως άβριο... Μπορεί ν' ανοίξει το 2ο Μέτωπο... Μπορεί
και να ψοφίσουν όλοι οι γερμανοί φασίστες... Ποιος ξέρει ως άβριο,
μπορεί και γλύτωσες.
Εν τέλει συγκεντρώνουνται όλοι οι
200 μπροστά στα μαγεριά. Ο κουλοχέρης ο βασανιστής Κόβατς συζήταγε με το
Ναπολέοντα: Τώρα όλοι εσείς παρτιζάνοι, μπουμ μπουμ, σήμερα καπούτ ! Ο
Ναπολέων του λέει: -- Σου ζητώ μια χάρη, μην τους χτυπάς, να τους
φέρεσαι καλλίτερα. Το χτήνος γελούσε. Υστερα ο Ναπολέων μπαίνει στη μέση
και λέει: -- Ελάτε παιδιά να χορέψομε, να δουν οι γερμανοί πώς
πεθαίνουν οι έλληνες!Τον έπιασαν από το χέρι, κάνουνε κύκλο, η φρουρά τους περικυκλώνει, οι μπούκιες τ' αυτόματα καταπάνω τους, κι αρχινάν το χορό. «Εχε γειά καημένε κόσμε, έχε γειά γλυκειά ζωή...». Κάθε στροφή κι αλλάζανε. Εσερνε το χορό ο επόμενος. Σύρανε όλοι οι μελλοθάνατοι. Τα πράματά τους που βαστούσαν τάχανε πεταμένα χάμω. Αλλάζαν κάθε τόσο σκοπό και τραγούδι. «Μαύρη είν' η νύχτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι, στα άγρια στα σκοτεινά στις ράχες, ρούγες, στα βουνά, ο κλέφτης ξεσπαθώνει - ξεσπαθώνει...». Δόστου και σέρνανε κι αλλάζανε κι έβλεπες τα κορμιά τους να τινάζουνται, σα νάτανε ηλεχτρισμένα.
Τότες θάταν η ώρα ως 7 1/2 το πρωί. Δεν είχαμε ρολόι κανένας, μα απ' τον ήλιο εκαταλαβαίναμε. Στέκουνται εκείνη τη στιγμή σε στάση προσοχής, κι αρχινάνε τον Εθνικό Υμνο. Βροντερά και λυπητερά τόπανε. Τη στροφή «απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα αντρειωμένη χαίρε ω χαίρε ελευτεριά» την είπαν τρεις φορές συνέχεια. Εμείς oι άλλοι οπού στεκόμαστε κι ήταν θολό το μάτι μας κι ένα σκοινί σα νάταν στο λαιμό και μας έπνιγε, θαρούσαμε ότι ακούγαμε τα κόκαλά τους κι έτριζαν εκείνη την ώρα.
Το
λοιπόν αφού ετραγούδησαν oι μελλοθάνατοι, εμείς οι άλλοι, το στρατόπεδο
που απόμενε, διαλύθηκε, κι εκείνοι ζήτησαν τότε να ουρήσουν. Μα η
φρουρά δεν τους το επέτρεψε, κι έτσι κι εκείνοι ούρησαν μπρος στη
γερμανική φρουρά που τους είχε κυκλώσει.
Τότε μπήκανε
μέσα 5-6 μεγάλα μαύρα φορτηγά αυτοκίνητα και σταθμεύουν στο No 15, στ'
απομονωτήρια. Τους κάνουνε μεταβολή στους μελλοθάνατους, τους παν κι
εκείνους στ' απομονωτήρια. Αμα τους πέρναν για εχτέλεση τους γδύνανε,
μέναν με τη φανέλα και το σώβρακο, κι όσο πηγαίνανε, τα ρούχα τους τα
πέταγαν στο δρόμο, για να προλάβουν να τα πάρουνε οι άλλοι, οι ζωντανοί.
Εβλεπες ρούχα στρωμένα στο δρόμο, όμως πολλοί από μας δεν τάπιαναν
γιατί ανατριχιώζαν, δεν εμπορούσαν να τα βάλουνε, τέτοια ρούχα, από
τέτοιους μεγάλους ανθρώπους ! Σήμερα όμως δεν τους γδύσανε, για να τους
ξεγελάσουν, πως δεν παν για θάνατο.Η ώρα ήταν περασμένες 9. Τους φορτώνουνε, στ' αυτοκίνητα. Μπρούμυτα τους φορτώσανε, για να χωράν πολλοί. Οπως τα παστά στα βαρέλια.
Τότε κίνησαν τ' αυτοκίνητα. Εμείς πίσω ακούαμε, όσο φεύγανε, το τελευταίο τους ηρωικό τραγούδι. Αυτό αντιπροσώπευε όλο το Χαϊδάρι μας: Ηρωισμός απάνω απ' ό,τι μπορεί να πιστέψει άνθρωπος, και αλληλεγγύη. Αυτό το ίδιο πράγμα αντιπροσώπεψε κι ο Ναπολέοντας, όταν αρνήθηκε να πάρει άλλος τη θέση του στο θάνατο.
Πολυβόλα από δω, αυτόματα από κει, μοτοσυκλέτες πλάγια, κι έτσι κινήσανε για την Καισαριανή.
Εμείς πίσω κάθε 5 λεφτά λέγαμε: Τώρα θάνε στο Πυριτιδοποιείο. Σε 10 λεφτά λέγαμε: Τώρα θάνε στην Ομόνοια. Σ' ένα τέταρτο λέγαμε: Τώρα θα τους ξεφορτώνουν. Μέχρι τις 12 το μεσημέρι τους παρακολουθούσε η αγωνία μας, και κανένας το μεσημέρι δεν έφαε.
Κάθε
μέρα, ύστερα απ' το προσκλητήριο, ήταν υποχρεωτικό να τραγουδάμε. Να
δείχνουμε πως είμαστε τάχαμου ευχαριστημένοι. Δεν εμπορούσαμε να πούμε
εκείνα που θέλαμε. Ελέγαμε λοιπόν κι εμείς: «Τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα
της άνοιξης καμάρι, τα λούλουδα, οι ζέφυροι, ο ήλιος, το φεγγάρι, χάνουν
την ομορφάδα τους στη σκλαβωμένη γη...». Εκεί απάνω εβγάζαμε τ' άχτι
μας. Εκείνη την ημέρα φεύγοντας εμείς για τις δουλειές, κανένας δεν
τραγούδησε. Τρεις μέρες ύστερα είμαστε άρρωστοι. Στο γυρισμό της
δουλειάς το βράδυ, φοβόμασταν να κοιμηθούμε μες στο θάλαμο. Ερημιά.
Αδειοι. Ακουες, θαρρείς, τις μιλιές τους να βγαίνουν μέσα απ' τον τοίχο.
Από 100 στο «τρίτο μπλόκο», είχαν τώρα μείνει 15. Ηταν και θάλαμος
μικρότερος, που 'μεινε μόνο ένας ! Γιατί εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι
παληοί. Ολοι από τον Μεταξά μέχρι σήμερα συνέχεια. Απ' όλους αυτουνούς,
απ' όλες κείνες τις χιλιάδες, μόνο 14 απόμειναν στη ζωή για δείγμα. (Ο
Θανάσης μου λέει τώρα κάτι ονόματα απ' τους 14: Ο... τάδες δικηγόρος, ο
τάδες... - Οχι, όχι, Θανάση, του λέω, άσε τους τούς ανθρώπους, άσε τους
ζωντανούς! Θες να τους κυνηγήσουν τώρα να τους αποξεκάμουνε; Υστερα από 9
χρονώνε βάσανα;).
Ξέχασα να σου πω: Εκείνο το πρωί που φύγανε, ήταν μαζί μας κι ένας γέρος που κατηγόρησε η γυναίκα του πως φυγάδευε Εγγλέζους, δεν ήτανε κομμουνιστής, δεν ήταν τίποτα, και λίγο ως τότε γκρίνιαζε. Σα φύγαν οι 200, λέει στο φίλο του: «Αλκή μου, την γλυτώσαμε για σήμερα. Αν κι άξιζε να πάει κανείς με τέτοιο θάνατο, όπως τον σημερνό!».
Υστερα
στις 2 του Μάη, 3 του Μάη. 4 του Μάη, 7 του Μάη, 10 του Μάη. 12 του
Μάη, είχαμε όλο εχτελέσεις. Ολο απ' το Χαϊδάρι. Από 50 ως 60 μας
ξάφριζαν κάθε φορά.
Στις 3 του Μάη πήραν τις 5 πρώτες
γυναίκες για εχτέλεση - Φρόσω Χατζηδάκη 73 χρονών, μαζί με την κόρη της
Μαρία, 35 χρονών. - Ντέρη 22 χρονών, είχαν εχτελεστεί κι άλλα δυο
αδέρφια της. - Ανισίου 35 χρονών, είχε εχτελεστεί κι ο αρρεβωνιαστικός
της, ανάπηρος αλβανικού πολέμου. - Χωραφά 45 χρονών, είχε εχτελεστεί κι ο
άντρας της. Από τότε εχτέλεσαν κι άλλες πολλές γυναίκες. Αλλά για τους
200 της Πρωτομαγιάς που 'θελες να σου πω, δεν ξέρω τίποτ' άλλο. Απ' το
κατώφλι του Χαϊδαριού κι ύστερα, εγώ δεν ξέρω πια. Ρώτηξε κάναν άλλον».
Η εχτέλεση
Απ'
το κατώφλι κι ύστερα, τους τρέχανε μες στα μαύρα καμιόνια οι Γερμανοί,
κι εκείνοι τραγούδαγαν. Μπρουμουτισμένοι, στοιβαγμένοι, σα να 'ταν
κιόλας ψόφιο πράμα, κι ωστόσο τραγούδαγαν. Ο έξω κόσμος ωσάν αστραπή το
'μαθε. «Κουβαλούν μελλοθάνατους από το Χαϊδάρι στο Θυσιαστήριο!» Απ' το
Παγκράτι που 'φτασαν, το 'μαθε κι η Καισαριανή και οι γειτονικοί
συνοικισμοί της. Το 'μαθαν οι γυναίκες που 'χαν στο Χαϊδάρι άντρες,
τρέχαν να δουν μην είνε ανάμεσα. Το 'μαθαν τα παιδάκια που 'χαν στο
Χαϊδάρι πατεράδες, τρέχουν να δουν μην τους αναγνωρίσουνε. Το 'μαθαν και
oι Ελασίτες και ετοιμαστήκανε μήπως μπορέσουν τους ελευτερώσουν. Μα
είδαν λεφούσι Γερμανούς κι αυτόματα, και δεν μπόρεσαν τίποτα. Από τη
λεωφόρο Παγκρατιού μέχρι τη λεωφόρο του Θυσιαστήριου έτρεξε κόσμος κι
έπηξαν οι δρόμοι. Οι μελλοθάνατοι συνέχεια τραγούδαγαν «40 παλικάρια»
«έχε γεια, καημένε κόσμε» και τον εθνικό ύμνο μας. Στο πέρασμά τους
πέταξαν ένα δαχτυλίδι με τ' όνομα, ξέσκισε μια γυναίκα λουρίδα απ' το
ρούχο της και την πέταξε, και πολλοί επιμένουν πως πέταξαν κι ένα άσπρο
κουρέλι όπου με αίμα είχανε γραμμένα: «Πεθαίνουμε για τη Λευτεριά και τη
Λαοκρατία». Δεν επιτρέπονταν μολύβι και χαρτί απάνω τους. Γιατί να μην
είνε αλήθεια; Οσα που κάμανε, ήταν λιγότερα απ' αυτό;
Τ' αυτοκίνητα πλευρίζουν τη σιδερένια πλάγια πόρτα μέσα απ' το χωράφι, και τους ξεφορτώνουνε.
Σ'
όλα τα γύρω υψώματα ανεβαίνει και τα γεμίζει ο κόσμος. Ενας οπερατέρ -
φωτογράφος προσπαθεί απ' τον ανατολικό λόφο να πάρει τη σκηνή, κι οι
Γερμανοί τον κυνηγούν μ' αυτόματα. Δύναμη πολισμάνων παρατάσσεται γύρω -
τριγύρω στην περιοχή. Ενας απ' αυτούς λιποθυμά τρεις φορές. Οι
μελλοθάνατοι μόλις τους είδαν τους φωνάζουν: «Βλέπετε τι μας κάνουν οι
φασίστες; Μόλις μπορέσετε, τα όπλα σας να τα δώσετε στο λαό».
10
η ώρα το πρωί τους φέρανε, και ως τις 2 απ' το μεσημέρι βάσταξε κείνη η
τελετή. Τους μάντρωσαν στο βάθος - βάθος, μες σε κάτι χωρίσματα ένα
τετραγωνικό μέτρο χώρο το καθένα απ' τα τρία, εκεί που, όταν ήταν
σκοπευτήριο, γέμιζαν τα πιστόλια τους. Οι αγωνιστές ζήτησαν να σταθούν
όλοι έξω, να τιμούν τις ομάδες που στήνουνταν κάθε φορά στον τοίχο,
ζήτησαν μόνοι τους να φορτώνουν τα πτώματα για να τα πιάνουν μαλακά...
και μόνο με την τελευταία ομάδα ν' ασχοληθούν oι γερμανοτσολιάδες. Μα
δεν τους επιτρέψανε την τελευταία τους θέληση. Τους στοίβαξαν μες στις
τρεις τρύπες, και κατά 20άδες έβγαιναν και στήνονταν στον τοίχο. Αντίκρυ
στον τοίχο, απάνω σε σιδερένια στρίποδα, στις γωνιές, ήταν τα πολυβόλα.
Και τα πυρά τους ρίχναν, διασταυρωνόμενα.Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης ήταν δυο εργάτες του Δήμου για να νταραβερίζουνται τα αίματα, κι ένας παπάς. Ο παπάς ξεμολόγαγε. Τι του ξεμολογιόντανε oι μελλοθάνατοι; - Χαιρετίσματα στη γυναίκα μου! - Ζήτω ο Κόκκινος στρατός! - Εκδίκηση! - Ζήτω η λευτεριά! - Πεθαίνουμε για τη λευτεριά και τη λαοκρατία! Δεν άντεχε για μια στιγμή ο παπάς, κάνει να στρέψει αλλού το πρόσωπο, τον πρόγκησαν οι Γερμανοί με τα πιστόλια.
Ο
κόσμος γύρω στα λοφάκια, και στις ταράτσες, στέκεται βουβός. Ακούγεται
καθαρή - καθαρή ομοβροντία και ριπή της κάθε 20άδας. Τότε ο κόσμος
άρχισε όλος μαζί να κλαίει. Κλαίγαν και γέροι και παιδιά. Λέγαν: «Κατάρα
- ανάθεμα». Φτάνουν απάνω στη στιγμή οι τσολιάδες. Και τραγούδαγαν
ενθουσιασμένοι: «Με το χαμόγελο στα χείλη πάν' οι τσολιάδες μας
μπροστά...». Πάγαιναν οι τσολιάδες μας μπροστά χειροκροτώντας,
συνεχίζοντας του Γερμανού το εξαίσιο έργο! Παραλαβαίνανε τα πτώματα, τα
στοίβαζαν σα σφαγμένα αρνιά και φεύγανε με τ' αυτοκίνητα. Αυτό ήταν το
καθορισμένο καθήκον τους στις μέρες εχτελέσεων.
Σ' όλο
αυτό το διάστημα οι καμπάνες του συνοικισμού χτυπούσαν νεκρικά. Μια
γυναίκα αστυφύλακα, που κοίταζε από ψηλά, τρελάθηκε και την έχει ο
άντρας της ακόμα κλεισμένη στο Αιγινήτειο. Ενας απ' τους εχτελεσμένους
ήρωες δεν είχε ξεψυχήσει, σηκώνεται μέσα απ' το σωρό, κουβάρι, το αίμα
στο χαντάκι του 'φτανε ως το γόνατο, και κάνει κάτι σκέρτσα με τα χέρια,
κι αρχίζει να γελά, να ξεκαρδίζεται. Ο κοντινός του Γερμανός του
αδειάζει το περίστροφο. Μα δεν εκατάλαβε τίποτα, είχε κι αυτός τρελαθεί.Ο κόσμος πήρε το ξοπίσω τα καμιόνια που 'φευγαν με τα νεκρά κορμιά. Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε και ρίχνανε λουλούδια, κι όλοι ήταν βαρούσες σαν υπνωτισμένοι απάνω απ' τις σταγόνες το αίμα τους, που 'τρεχε κι έπηζε, κι η γης δεν το 'πινε, και γινόταν αυλάκια. Απάνω στο αίμα σκύβοντας και κοιτάζοντάς το, σήκωναν ύστερα πολλοί τα μάτια και τα χέρια τους ψηλά στον ουρανό. Ητανε η απόγνωση. Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης οι εργάτες του Δήμου κουβάλησαν απ' το δίπλα χωράφι με φτυάρια πολύ χώμα, για να ρουφήξει κι εκεί τα αίματα. Το τμήμα αυτό της ελληνικής γης, απ' το πηχτό εκείνο υγρό, ήτανε τώρα πια, καθώς λέν', κορεσμένο.
Την
ίδια μέρα όλοι οι γύρω συνοικισμοί κήρυξαν γενική απεργία. Τη νύχτα
γενική κινητοποίηση του πληθυσμού, φωνάξανε παρά ποτέ ηρωικά κι ασώπαστα
χουνιά, κι όπου είχε στάξει το αίμα τους, και στο ντουβάρι της
εχτέλεσης, από ψηλά, κρυφά - κρυφά, απ' τους τοίχους, σκεπάστηκαν όλα
παντού λουλούδια και ρίχτηκαν παντού στεφάνια. Αυτό ήταν των ζωντανών,
προς τους νεκρούς αγωνιστές, το μνημόσυνο.
Ετσι γίνηκε η εχτέλεση των 200 ηρώων.Ετσι γιορτάστηκε η Πρωτομαγιά στην Αθήνα, στο χρόνο 1944.
Ηταν
μια μέρα εξαίσια της άνοιξης, κι όμως η γη η αθηναϊκή δεν είχε ακόμα
αρκετά στεγνώσει, για να μπορέσει να ρουφά. Το τόσο πολύ αίμα που χτήνη -
άνθρωποι την πότισαν, η φύση πια δεν το δεχότανε, κι αναγκαζόταν το
ξαναξερνούσε.
Η εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή, σε χαρακτικό του Τάσσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου