Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) Βικιπαίδεια
Ο έρωτας στα χρόνια της θεωρίας του εκφυλισμού (του Θ.Καράβατου)
Θανάσης Καράβατος (*)
Πηγή:anagnostis.gr
Υβριδικά κατασκευασμένος ο τίτλος μου: ένα κομμάτι από το διάσημο μυθιστόρημα Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985) του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, κι ένα άλλο από το μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου, Η νύχτα του εκφυλισμού (1926) – ήσσονος λογοτεχνικής αξίας, σημαντικό πάντως, όπως θα δούμε, για την ιστορία της (νευρο-ψυχ)ιατρικής.
Στον Μάρκες παρακολουθούμε έναν ανεκπλήρωτο εφηβικό έρωτα που μένει ζωντανός και πραγματώνεται σε μεγάλη ηλικία, στα χρόνια μιας μεγάλης επιδημίας που πλήττει τη χώρα. Στον Ξενόπουλο παρακολουθούμε τον έρωτα δύο νέων που πορεύονται μέσα στην ατμόσφαιρα πανικού που δημιουργούσε στα τέλη του 19ου αιώνα η τότε κυρίαρχη στην ψυχιατρική «θεωρία του εκφυλισμού».
Ø Απέναντι στην ελπίδα του Μάρκες, ο πανικός που προκαλούσε στην κοινωνία ο ευγονισμός [eugenism], η «μαλθουσιανικής έμπνευσης» αρνητική ευγονική[i] [eugenic] του sir Francis Galton [1822-1911], που κυριάρχησε μεταξύ 1910-1930, όντας ιδεολογική εκτροπή της κοινωνικής προστασίας και διόρθωσης μέσω προληπτικής ιατρικής. Πρόληψης, για παράδειγμα, των δεινών του «εκφυλισμού», τη θεωρία του οποίου είχαν αναπτύξει στη Γαλλία ο Morel και ο Magnan, στα μέσα του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντας μια συνολική ερμηνεία της τρέλας, με στόχο να αποκαλυφθεί η φυσική ταξινόμηση των ψυχικών νοσημάτων. Την αναφέρει ο Άγγελος Βλάχος, στην ακροτελεύτια φράση της μικρής εισαγωγής του, στα μεταφρασμένα από τον ίδιο επιλεγμένα αποσπάσματα του συγγράμματος Ο Εκφυλισμός [1892] του Max Nordau που παραθέτει ο Ξενόπουλος: «Ευκταίον δε θα ήτο αν επιστήμων φωνή του μεγάλου Γερμανού συγγραφέως συνετέλει εις έγκαιρον συνετισμόν και σωτηρίαν των ασθενών οργανισμών, όσων απειλεί την διάνοιαν η νυξ του εκφυλισμού»[179].[ii] Προειδοποίηση και ευχή μαζί απ’ όπου αντλεί και τον τίτλο του ο Ξενόπουλος. Στην ακραία του πάντως μορφή, ο ευγονισμός τροφοδότησε τους απανταχού του κόσμου ρατσισμούς και τη ναζιστική βία των στειρώσεων ή/και της εξόντωσης «εκφυλισμένων» ομάδων του πληθυσμού.[iii]
Ø Σπεύδω να σημειώσω εκ προοιμίου πως τόσο η ιατρική όσο και η ψυχιατρική νοσολογία χαρακτηρίζονται από την ιστορικότητα των μοντέλων που συγκροτούν την έννοια της νόσου, την οποία όμως επηρεάζουν αναπόφευκτα και οι επικρατούσες κάθε φορά κοινωνικές και ιδεολογικές φορτίσεις. Ιδιαίτερα μάλιστα στην ψυχιατρική νοσολογία.[iv]
*
Ο όρος εκφυλισμός υπήρχε ήδη στο ιατρικό λεξιλόγιο, ιδιαίτερα στην τότε αναπτυγμένη παθολογική ανατομική, ενώ οι φυσιοδίφες Lamarck και Buffon τον χρησιμοποιούσαν ως συνώνυμο της έκπτωσης για να ορίσουν μια «φυσική απόκλιση ενός ζωικού είδους». Ο Morel θα ορίσει τον εκφυλισμό ως «νοσηρή απόκλιση του ανθρώπινου είδους» από το πρότυπο του τέλειου ανθρώπου που είχε πλάσει ο Θεός. Απόκλιση που είχε αρχίσει με το προπατορικό αμάρτημα και συνεχιζόταν με την επίδραση των ποικίλων τοξικώσεων, της πείνας, της ανηθικότητας και, βέβαια, μιας λαμαρκικής κληρονομικότητας του επίκτητου που οδηγούσε προοδευτικά στον ολικό εκφυλισμό και, μέσω της στειρότητας στον φυσικό αφανισμό της γενιάς. Πέραν των άμεσα νοσούντων περιγράφονταν και οι προς τούτο προδιατεθειμένοι, όπου καταγράφονταν ανάλογα σωματικά στίγματα, όπως το σχήμα του κρανίου, των αυτιών, της μύτης, αλλά και του σώματος ολόκληρου. Κοντά σ’ αυτά, ο Magnan θα προσθέσει και τα ψυχικά στίγματα, όταν προς το τέλος του αιώνα προσγείωσε το θεωρητικό σύστημα του Morel στη γη, θεωρώντας την έκπτωση σε σχέση με τους γεννήτορες κι όχι τη θεία τάξη, και εντάσσοντάς την αυτή τη φορά στον δαρβινισμό της εποχής. Να σημειώσω ότι ο Ξενόπουλος, αν και δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, υπήρξε φοιτητής στη Σχολή των Φυσικών Επιστημών από το 1883 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου είχε παρακολουθήσει τον δαρβινισμό μέσα από τα μαθήματα του καθηγητή της Φυσιολογίας Ιωάννη Ζωχιού – και τις αντιπαραθέσεις του με τους θεολόγους συναδέλφους του.
*
Οι βασικοί ήρωες του Ξενόπουλου είναι ο Φοίβος, 22 ετών φοιτητής της νομικής, γιος διάσημου ποιητή της Αθήνας και η δεκαεφτάχρονη Μερόπη, μαθήτρια γυμνασίου, κόρη αξιωματικού του στρατού. Η γνωριμία τους γίνεται τυχαία σε βιβλιοπωλείο, όπου η συζήτησή τους περιστρέφεται γύρω από ένα ποίημα του πατέρα του. Ο Φοίβος προθυμοποιείται να την βοηθήσει στην ανάλυση του ποιήματος που της έχει αναθέσει ο καθηγητής της και δέχεται την πρόσκλησή της –με την έγκριση του πατέρα της, βέβαια– να εργαστούν στο σπίτι τους. Ευκαιρία να γνωριστούν, λοιπόν, κι ο φοιτητής να αρχίσει διστακτικά και αδέξια το φλερτ στο οποίο η νεαρή μαθήτρια ανταποκρίνεται. Ο Ξενόπουλος έχει φροντίσει στο μεταξύ, από τις πρώτες κιόλας αράδες του μυθιστορήματος, να μας περιγράψει τον σωματότυπο του Φοίβου, μαζί με κάποια στοιχεία του «ψυχισμού» του.
Ø «Καθώς είναι κοντός, λεπτός, αμούστακος, χλωμόασπρος, μ’ ελαφρότατα ροδίσματα στο πρόσωπο, μοιάζει παιδί. Από την ίδια απόσταση μ’ από πίσω, η κυρτή λιγάκι ράχη του και τα πόδια του που ανοίγουν πολύ και σχηματίζουν χάμω μια αμβλύτατη γωνία, τον δείχνουν νέο. Μα όταν τον ατενίζεις από κοντά, όταν σε κοιτάζει μάλιστα κι εκείνος με τα μεγάλα, ολόμαυρα μάτια του, νομίζεις πως έχεις μπροστά σου έναν ώριμο, ένα μεγάλο. Και πάλι, από πιο κοντά, κάτι ρυτίδες κάτω απ’ τα μάτια, πίσω απ’ τα αυτιά και στις γωνίες του στόματος, σε κάνουν να υποπτεύεσαι μην είναι γέρος.» [σελ. 8]
Ø «Αν έκανα κανένα έγκλημα, σκεφτόταν, θα τη γλίτωνα από τις αντιφάσεις των αυτοπτών. Άλλοι θα’ λέγαν ένας γέρος! Άλλοι ένας νέος! Άλλοι ένα παιδί! Κι όταν θα έρχονταν να με πιάσουν, θα ’βλεπαν έναν άντρα. Δεν είν’ αυτός! Χα, χα, χα!». Η ιδέα του εγκλήματος τον απασχολούσε συχνά και «το ’χε διασκέδαση να την ξετυλίγει». Να, όπως τώρα, βλέποντας «έναν άνθρωπο, ξυπόλητο και κουρελιάρη, να κοιμάται στο αντικρινό πεζοδρόμιο […] αν είχε μια κάμα στη ζώνη του, μπορούσε περνώντας, να τον ξεκοιλιάσει, χωρίς να τον ιδεί κανένας. […] Άξαφνα αισθάνθηκε αηδία κι αγανάκτηση; Τι είναι αυτά που συλλογιέμαι τώρα; Τρελάθηκα;» [σελ. 8-9].
*
Στην ψυχιατρική νοσολογία του τέλους του 19ου αιώνα, ιδιαίτερη τάξη αποτελούσαν οι κληρονομικά έκφυλοι, τους οποίους ο Magnan ταξινομούσε: α) στους νοητικά καθυστερημένους και (β) στους ανώτερους έκφυλους, άτομα υψηλής ευφυίας χωρίς όμως ηθική αίσθηση. Στους δεύτερους ανήκαν όσοι πάνω κάτω περιγράφονταν το 1889 στις Ψυχώσεις του Σίμωνος Αποστολίδη,[v] ως «έκφυλοι φρενοπαθείς και ημιπαράφρονες» μαζί με τη «φρενοπαθειακή ιδιοσυγκρασία των εχεφρόνων»:
Ø «Εύθυμοι, ασταθείς, επιπόλαιοι, τυχοδιώκται, αλαζόνες, άσωτοι, ματαιόδοξοι, μισάνθρωποι, εγωϊσταί, φαντασιόπληκτοι (εφευρέται, ονειροπόλοι, ουτοπισταί οίον τετραγωνισταί του κύκλου, εφευρέται του αεικινήτου, του πηδαλίου του αεροστάτου, της πανακείας, του μέσου της αθανασίας κ.τ.λ., αποτυχόνες και παρεγνωρισμένοι ποιηταί, λογογράφοι, καλλιτέχναι, κοινωνιολόγοι), καταδιώκται και δικομανείς, ερωτομανείς (Παύλος και Βιργινία, Δον Κιχώτος και Δουλσινέ, οι έκφυλοι εν τη φιλολογία, οι περιπαθείς ύμνοι και τα συναξάρια των ασκητών και μοναχών), εκστατικοί, μυστικοί ή θεομανείς και οραματισταί, φανατικοί, μεταρρυθμισταί (προφήται, αρχηγοί θεοκρατικών αιρέσεων, ασκηταί, θρησκομανείς, εύπιστοι, κοινωνισταί, δυναμιτισταί, αναρχικοί, βασιλοκτόνοι)». Κι από κοντά το «έγκλημα και η φρενοπάθεια», ανθρωπολογικώς και ψυχολογικώς, σύμφωνα με τη «θεωρία της εκφυλίσεως» και τη «θεωρία του αταβισμού» της Ιταλικῆς Σχολής (Lombroso, Garofalo) καθώς η μεγαλοφυΐα και η φρενοβλάβεια, ο πολιτισμός και η εκφύλισις».
Ø Η ψυχική ανισορροπία όλων αυτών εκδηλωνόταν, είτε αυτομάτως, είτε από συγκίνηση, ή σωματική κακουχία. Χαρακτηριστικά ήταν μια σειρά φοβικά και καταναγκαστικά «επεισοδιακά σύνδρομα» που ο φροϋδισμός θα ενέτασσε αργότερα στις νευρώσεις.
Ο Φοίβος, «μετρούσε τα σκαλοπάτια μιας σκάλας που πρωτοανέβαινε, τα γράμματα μιας επιγραφής που έβλεπε […], κι αν ήταν ζυγά, η δουλειά θα γινόταν, αν ήταν μονά θα ’χανε τον κόπο του. Ή άνοιγε ένα βιβλίο στην τύχη, κι αν η δεξιά σελίδα άρχιζε από σύμφωνο, θα πήγαινε καλά, αν από φωνήεν, κακά…» [σελ. 22]. Ο Φοίβος είχε φιλοδοξίες και ήταν φιλόπονος. Με το τέλος του γυμνασίου όμως, άρχισε να καταλαβαίνει πως «η δύναμη του νου του είχε ελαττωθεί ή τουλάχιστον είχε μείνει ίδια, όταν ίσα ίσα του χρειαζόταν μεγαλύτερη». Γι’ αυτό διάλεξε τα νομικά. «Να γίνει μαθηματικός, αστρονόμος – τ’ όνειρό του μια φορά – […] του ήταν τώρα αδύνατο». [σελ. 43]
Εκνευριζόταν εύκολα με το παραμικρό και η επίσκεψη σε νευρολόγο, όπου τον «παρέσυρε» η εξαδέλφη του, έφερε στην επιφάνεια τη βεβαρημένη κληρονομικότητά του: υπήρχαν και «νευροπαθείς» και ψυχοπαθείς» στην οικογένειά του και από τις δυο της πλευρές [σελ. 72]. Πρόσθετοι «καταναγκασμοί» αποκαλύφθηκαν όταν ο γιατρός αρχίζει να τον ρωτά: «Όταν ντύνεστε το πρωί, διστάζετε πολύ τι φορεσιά να βάλετε; – Φοβερά, καμιά φορά καταντά μαρτύριο. Σας έρχονται λέξεις χωρίς νόημα, που σας αρέσει να επαναλαμβάνετε; – Συχνότατα. Συνηθίζετε να μετράτε τα σκαλιά, τις πλάκες του δρόμου ή τα γράμματα των επιγραφών των τίτλων. – Όλα, όλα! Με τις πλάκες μάλιστα προσέχω να μη πατώ απάνω σ’ ένωση, σε δύο πλάκες μαζί, αλλά πάντα σε μία. […] – Μα ποιος σας τα είπε αυτά; Ο πατέρας μου; […]. Κανένας είπε ο γιατρός. […] Συμπεραίνω πως θα ‘χετε κι αυτά , γιατί τα έχουν όλοι όσοι έχουν την ..την …την… – Την αρρώστια μου; Όχι δα, την κράση σας ήθελα να πω […] Δεν πιστεύω να χρειαστεί να ξανάρθετε» [σελ. 72-74]. «Μερικά από αυτά τα ιδιώματα, τα ‘χω κι εγώ», του είπε η Μερόπη [σελ. 82], που πήρε την πρωτοβουλία να του πει πως τον αγαπά, όπως άλλωστε θα προσθέσει κι εκείνος, παρά τους δισταγμούς του… Ο πατέρας της το ενέκρινε. Έμενε να το ανακοινώσει κι ο Φοίβος στον δικό του, ο οποίος είχε στο μεταξύ επισκεφτεί κι αυτός τον γιατρό.
«Βγάλε από το νου σου αυτή την ιδέα! Δεν μπορείς να παντρευτείς εσύ! Δεν είσαι συ για παντρειά! Μου το ’πε ο γιατρός!… Τ’ ακούς; Ο γιατρός μου το είπε… Γιατί τα παιδιά που θα κάνεις.. . τα παιδιά σου… θα είναι… θα είναι… θα είναι τρελά! […] Εγώ λοιπόν είμαι τρελός; ρώτησε σιγότερα. Όχι, του αποκρίθηκε ο πατέρας. Εσύ τρελός δεν είσαι, ούτε είναι φόβος να τρελαθείς, ησύχασε. Τα παιδιά σου μόνο θα γεννηθούν τρελά. Μην παντρευτείς λοιπόν ποτέ. Αλλιώτικα θα κάμεις έγκλημα. Θα φέρεις στον κόσμο ανθρώπους δυστυχισμένους και θα γίνεις μαζί τους και συ κι όλοι μας» [σελ. 94]. Ο γιατρός του έθεσε ευθέως την ανάγκη να αποφύγουν την τεκνοποίηση όταν παντρευτούν: «Πρέπει να της το πείτε και να συμφωνήσετε από πριν. Αλλιώτικα θα σας πει πως τη γελάσατε κι ακόμα θα ‘χει λόγο διαζυγίου» [σελ. 96]. Ο Φοίβος το αποδέχτηκε: «Θα ‘μαστε ευτυχισμένοι οι δυο μας κι ας μη κάμουμε παιδιά». […] Είναι ο νόμος της κληρονομικότητας». Η Μερόπη συγκατατέθηκε: «δεν είναι ανάγκη να δώσουμε λόγο σε κανένα. Αυτή τη συμφωνία θα την ξέρουμε οι δυο μας» [σελ. 98-101].
Ο Φοίβος θα μάθει από τον γιατρό του πως «ο κίνδυνος» είναι αυξημένος επειδή «θα ‘παιρνε ένα κορίτσι με κάποια “προδιάθεση”, όπως είναι αυτόν τον καιρό όλα σχεδόν τα κορίτσια των μεγάλων πόλεων και των ανώτερων τάξεων. Αν όμως έπαιρνε ένα γερό κορίτσι του λαού ή μια χωριατοπούλα, ο κίνδυνος θα ‘ταν μικρότερος. Κι ακόμα μικρότερος, αν έβρισκε γυναίκα από άλλη, όχι πολιτισμένη φυλή,[vi] μια Φελάχα π.χ.» [σελ. 95]. Ο Φοίβος γνώριζε ότι τα ξαδέλφια του θεωρούσαν τη Μερόπη «μισοπάλαβη, εξαλτέ και την οικογένειά της το ίδιο […] έχει μια θεία στο φρενοκομείο» [σελ. 138].
*
Παμπάλαιες οι δοξασίες αυτές. Ανάγονται στον Samuel-Auguste Tissot[vii] που τόνιζε το 1768: «Οι αρρώστιες των ανθρώπων των γραμμάτων έχουν δύο βασικές πηγές, την αδιάκοπη εργασία του πνεύματος και την συνεχή ανάπαυση του σώματος. […] Όταν ο εγκέφαλος εξαντλείται από τη δράση της ψυχής, πρέπει απαραιτήτως να υποφέρουν τα νεύρα».[viii] Τον απόηχό του θα τον βρούμε στα μέσα του 19ου αιώνα, με τον Schopenhauer να διατυπώσει κάτι ανάλογο: «Ουκ ολίγοι λόγιοι, έχουν αποβλακωθεί από το πολύ διάβασμα».[ix]
Πέραν όμως του γενικού κινδύνου από υπερβολική νοητική δραστηριότητα, ελλοχεύει πάντοτε και κάποιος ειδικότερος που αφορούσε στις γυναίκες, τις γυναίκες των πόλεων, τις μορφωμένες. Σ’ αυτές, που διάγουν «εξ απαλών ονύχων εν εδραίω τρόπω ζωής», που πιέζονται από τον ανθυγιεινό ιματισμό τους και ασχολούνται «τη μαθήση παντοίων τεχνών και επιστημών», σ’ αυτές, παρά «ταις απαιδεύτοις και αγροδιαίτοις», παρατηρείται αύξηση «των ρύσεων αίματος και των νόσων υστέρας εν γένει». Το κυριότερο, η γενετήσια ορμή τους αποκαλύπτεται πρωΐμως και «ξένω τινί τρόπω επαυξάνεται, το υπογάστριον αυτών ανοικείω διαίτη εξασθενούται και η αυτών φαντασία δια της ανωφελών ερωτικών βιβλίων αναγνώσεως εν ίλλιγγι διηνεκεί πλάζεται».[x] Αυτά έγραφε ο Γεωργιάδης-Λευκίας, στην Αντιπανάκεια το 1810. Λίγο αργότερα, ο Philippe Pinel συμπεριέλαβε μεταξύ των αιτίων της υστερίας και τα «αισθησιακά αναγνώσματα».[xi]
Το είχε ήδη διατυπώσει αξιωματικά ο Tissot: «Πάσα νέα, ήτις έχει υστερισμούς εις τα 20 έτη, ανάγνωσε μυθιστορίας εις τα 15». Το διαβάζουμε στη Νευρολογική και Ψυχιατρική Επιθεώρηση (1903, τχ Α΄ σελ. 5-8), σε άρθρο (Συμβολή εις την σπουδήν της υστερίας, νευρασθενείας και επιληψίας) του νευρολόγου – ψυχιάτρου και εκδότη της, Σιμωνίδη Βλαβιανού, που αναφέρεται εμμέσως στο μυθιστόρημα του Ξενόπουλου. Πρέπει να είναι ο αναφερόμενος «νέος νευρολόγος που ότι είχε έρθει από την Ευρώπη»], στην [«καινούργια νευρολογική»] Κλινική του οποίου [Maison de santé, «κάπου στα Πατήσια»], νοσηλεύτηκε ο Φοίβος, όταν βρέθηκε ένα πρωί στην πολυθρόνα του, σε εμβροντησία – «δεν άκουγε, δε μιλούσε, δεν κουνιόταν. Μόνο τ’ ανοιχτά του μάτια, με την αλλόκοτη έκφρασή τους, έδειχναν πως ήταν ξύπνιος» [σελ. 145-147]. Η Μερόπη αρνήθηκε να αποδεχτεί τις προτροπές του πατέρα της να εγκαταλείψει τον αρραβωνιαστικό της. «Θα τον περίμενε».
Της κρίσης είχαν προηγηθεί κάποιες συμπεριφορές του Φοίβου που τότε τις ενέτασσαν μεταξύ των ψυχικών στιγμάτων των εκφυλισμένων: «Του ‘ρχόταν να σφίξει το μπράτσο της Μερόπης, να την αγκαλιάσει, να τη φιλήσει», κι όμως ένιωθε πως αυτό «ήταν ένας πόθος που τον έσπρωχνε δυνατά σε μια βεβήλωση. Και για να μην αναγκαστεί ποτέ να βεβηλώσει το σώμα εκείνο που το θεωρούσε ιερό και άχραντο, σκέφτηκε πως έπρεπε να ξεθυμάνει με κανένα άλλο» [113-114]. Όπως και άρχισε να γίνεται συστηματικά, με διάφορα «δουλικά» και «εργατριούλες». Κι όταν ο ξάδελφός του τον οδήγησε σε κάποιο από τα «καλά σπίτια», «απέτυχε» επειδή «εκείνη» ήταν πολύ περιποιημένη και «του θύμιζε τη Μερόπη», ενώ αυτός ήθελε «ένα φτωχοντυμένο, κουτό, αγράμματο… ένα κτήνος». Α, μα εσύ «είσαι έκφυλος» του φώναξε ο ξάδελφος. «Αμ’ τι είμαι;… μήπως δεν το ‘πε ο γιατρός;» [σελ. 136].
Το έγραφαν και τα επιστημονικά συγγράμματα της εποχής. Στην περί εκφύλων επί υφηγεσία διατριβή,[xii] για παράδειγμα, του σπουδαγμένου στο Παρίσι «υφηγητή των φρενικών νοσημάτων» Τηλέμαχου Αχ. Μιταυτσή και υπό τον γενικό τίτλο παρορμήσεις, εντάσσονταν:
ü Αφενός μεν η ελάττωση της γενετησίου ορμής, π.χ. των πλατωνιστών, οι οποίοι «εν τη υψηλή αυτών εξάρσει επιλανθάνονται πάντη του υλισμού», προτιμώντας να αντλούν «την τροφήν της ψυχικής αυτών υπάρξεως» εκεί απ’ όπου «βλαστάνει και ανθεί το σπέρμα της αγνότητος, της θείας και ακηλιδώτου ηθικης».
ü Αφετέρου δε η υπεραύξηση της γενετήσιας ορμής ή «σατυρίασις των εκφύλων», η οποία «άγει εις εκτέλεσιν της γενετησίου πράξεως, αδιακρίτως εάν το καθ’ ου απευθύνεται η πράξις άτομον» είναι π.χ. «ειδεχθεστάτης φυσιογνωμίας και πλημμελεστάτης καθαριότητος […] ή δυσαναλόγου ηλικίας».
ü Συνδυασμός τους, η περίπτωση του «έκφυλου» Φοίβου, που σκεφτόταν: «Δεν μπορούσε ποτέ ν’ ανακατευθεί η ψυχική απόλαυση με τη σωματική. Ήταν δυο πράγματα διαφορετικά, χωριστά, αντίθετα, και για να χαίρεται τη ζωή σαν σωστός, ολάκερος άνθρωπος έπρεπε να ΄χει πάντα γυναίκα που να την αγαπά και να τον αγαπά – τη Μερόπη – , κι από ένα κορίτσι φτωχοκόριτσο σαν την Κούλα ή την Κατερίνα, για να ικανοποιεί τις ορμές του» [σελ. 127].
ü Κάποια στιγμή, ο Φοίβος αναρωτιέται: «Δεν είχε τάχα σώμα κι η Μερόπη; δεν θα ‘χε λοιπόν κι αυτό τις απαιτήσεις του; και με ποιον θα τις ικανοποιούσε, αν όχι με τον αρραβωνιαστικό της, με τον άντρα της; […] Θα ‘πρεπε να ‘χει κι εκείνη έναν υπηρέτη ή έναν εργάτη. Τι παραλογισμός! Ήταν ποτέ δυνατό; Άλλο πράγμα ένας άντρας. Μια τίμια όμως γυναίκα; Ένα κορίτσι από οικογένεια; Ποτέ!» [σελ. 129].
*
Η νοσηλεία του Φοίβου κράτησε τρία χρόνια. Στο μεταξύ ο πατέρας του είχε πεθάνει. Κι ο ίδιος έμοιαζε αλλαγμένος. Η Μερόπη τον «συγκινούσε τώρα σώμα και ψυχή μαζί» κι ανυπομονούσε να «ενωθούν». Δεν νόμιζε πια ότι θα την «βεβήλωνε». Θα «έκαναν παιδιά» [«με είχαν αλαλιάσει αυτοί οι γιατροί] και θα «αναδημιουργούσε τη ζωή του». Θα γινόταν ποιητής. «Κι εκεί στο σπιτάκι του περιβολιού, ο Φοίβος άρχισε να απαγγέλει στη Μερόπη τρία παράξενα κι ακατανόητα ποιήματα». Δεν άργησε να τυπώσει «την πρώτη του λυρική συλλογή», όπως κι ένα «μανιφέστο, ένα κήρυγμα Σχολής. Και με τη γλώσσα που γράφηκε, με το ύφος που θύμιζε αληθινά φρενοκομείο, έκαμε μεγάλη εντύπωση σ’ όλους αυτούς τους μισοπάλαβους, τους ανισόρροπους, του ρατέδες, τους δυσαρεστημένους, τους παραγκωνισμένους, νέους και παλιούς» [σελ. 156-161].
Έτσι αρχίζει το Β΄ μέρος του μυθιστορήματος που αναφέρεται σε μια άλλη πτυχή των επιπτώσεων της θεωρίας του εκφυλισμού. «Έργο μνησίκακο» χαρακτηρίζει ο Ευγένιος Δ. Ματθαιόπουλος Τη νύχτα του εκφυλισμού και «προσχηματική» την πλοκή του,[xiii] αφού εύκολα διακρίνεται ο στόχος του Ξενόπουλου να πλήξει τις νεωτερικές καλλιτεχνικές τάσεις του τέλους του 19ου αιώνα ως «αντίλαλο φρενοκομείου». Ο Ξενόπουλος χλευάζει το περιοδικό Νέα Τέχνη που εξέδωσε ο Φοίβος με την παρέα του. «Ήταν το κορύφωμα της παραφροσύνης» κι ενώ «οι φρόνιμοι θριάμβευαν με την επίθεση αυτή της Επιστήμης [του Νορντάου], άρχισε η αντεπίθεση των παλαβών» [σελ. 178-181]. Όχι τυχαία, ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στο περιοδικό Τέχνη, που είχε όντως εκδοθεί το 1902 από τον ποιητή Πέτρο Βασιλικό (Κ. Χατζόπουλος, το πραγματικό του όνομα). «Σύμπτωμα νοσηρότητος εκ των μάλλον ζωηρών» είχε χαρακτηρίσει ο Ξενόπουλος, ήδη από το 1899, το «πολυθρύλητον περιοδικόν» Τέχνη.[xiv]
Στην Τέχνη αναφέρεται ο νευρολόγος ψυχίατρος του Ναυτικού Πέτρος Αποστολίδης, ο Νιρβάνας της λογοτεχνίας μας, στο μακροσκελέστατο άρθρο του Φυσιολογική αισθητική – Τέχνη και φρενοπάθεια, που δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Νευρολογική και Ψυχιατρική Επιθεώρηση του Σιμωνίδη Βλαβιανού για να υπερασπιστεί την ομάδα του περιοδικού.[xv] Την θεωρούσαν ομάδα «παραφρόνων, δαιμονιακών, ακαταλόγιστων, εκφύλων, αξίων δια το φρενοκομείον». Ταυτόχρονα, «το ζήτημα της δημοτικής γλώσσης συνεδέθη αρρήκτως προς το ζήτημα των φιλολογικών τεχνοτροπιών, […] το δε δημοσιογραφικόν πλάσμα του μαλλιαρισμού, αφού εσύρθει εις τον περίγελων των δρόμων, […] προσήχθη μέχρι τον πραιτωρίου της φρενολογικής επιστήμης. Ηρωτήθησαν τότε φρενολόγοι και ψυχίατροι, ειδικοί παντός είδους, και οι ειδικοί, εν ευλόγω αγνοία του θέματος και των συναφών ζητημάτων, έσπευσαν ν’ αποφανθώσι με την ευκολίαν και την ασυνειδησίαν των προχείρων, γνωμοδοτήσεων».
Συνέβαιναν και εις Παρισίους, φυσικά δε το μάθαιναν και εις τας Αθήνας. Η Νευρολογική και Ψυχιατρική Επιθεώρησις του Βλαβιανού, αναδημοσίευσε το 1902, ένα άρθρο του γνωστότατου φρενιάτρου Edouard Toulouse στο La Chronique Médicale, με τίτλο «Η νευροπάθεια του Ζολά». Το παρουσιάσαμε στο περιοδικό Σύναψις [2007, 5, 108-112], μαζί με την απαντητική επιστολή του Ζολά στη Figaro [31-10-1896], με την οποία του επιτρέπει να δημοσιεύσει τη μελέτη του που διάβασε, ενθυμούμενος την «ικανοποίηση που [του] έδωσαν οι τόσες και μακρές συναντήσεις [τους]». Αξιοσημείωτη η παρατήρηση του γιατρού: «Δύναταί τις να ίδη εν τη περιπτώσει του Ζολά την επικύρωσιν της ιδέας, ότι η νευροπάθεια είνε συχνή σύντροφος της διανοητικής υπεροχής και ότι, ιδίως όταν αύτη εστί συγγενούς καταγωγής, αναπτύσσεται μετά της εγκεφαλικής ασκήσεως, ήτις τείνει σμικρόν κατά σμικρόν προς ανισορρόπησιν του νευρικού συστήματος».
*
Η συνέχεια του μυθιστορήματος θα «επιβεβαιώσει» τις προβλέψεις της θεωρίας του εκφυλισμού. Αρχής γενομένης από την εντύπωση που έκανε στον Φοίβο η ανάγνωση του βιβλίου του Nordau. «Συλλογίστηκε σοβαρά, πολύ σοβαρά: “Αλήθεια λοιπόν είμαι ένας έκφυλος, ένας τρελός; Αυτά τα ταλέντα που μου φανερώθηκαν έτσι ξαφνικά είναι η τρέλα μου, ο εκφυλισμός μου; […] Καμιά αξία δεν έχουν τα έργα μου, τα ποιήματά μου, τα προπλάσματά μου, κι αρέσουν μόνο σε έκφυλους, σε άρρωστους σαν κι εμένα; Η Μερόπη που μ’ εννοεί τόσο, είναι άρρωστη κι αυτή; Μα είναι φοβερό! Φοβερό!” […] Και σε πολλά μέρη έβρισκε πως ο Μαξ Νορντάου λες και μιλούσε γι’ αυτόν, για τα “συμπτώματά” του, για τη Σχολή του!» [σελ. 179-180]. Μεγαλοφυΐα και φρενοβλάβεια!
Δεν ήταν τυχαίο ότι το ενδιαφέρον του τύπου προσέλκυσε εξ αρχής, εντυπωσιοθηρικά, όπως γράφει ο Νιρβάνας, το κεφάλαιο «Μεγαλοφυΐα και φρενοβλάβεια. Πολιτισμός και εκφύλισις», ιδίως τα «βιογραφικά γεγονότα μεγάλων ανδρών και διακεκριμένων ή γνωστών εκ της ιστορίας προσώπων» στο σύγγραμμα του Σίμωνος Αποστολίδη Αι ψυχώσεις.[xvi]Αυτό ακριβώς το μέρος του βιβλίου προβάλει πρωτοσέλιδα η Ακρόπολις στις 14 Δεκεμβρίου 1888, κάτω από τον τίτλο «Μεγαλοφυΐα και παραφροσύνη»: Σε αυτό το «λαμπρόν και πολυτιμότατον» σύγγραμμα, «το οποίον προ τινος ανηγγείλλομεν […], εύρηται περιεργότατον κεφάλαιον πραγματευόμενον περί ζητήματος παντελώς νέου δι’ ημάς, σπουδαιότατον όμως καθ’ εαυτό και χρησιμεύοντος τα μάλιστα προς διαλεύκανσιν της ιστορίας των μεγάλων ανδρών και επομένως του ανθρωπίνου γένους. Το ζήτημα τούτο είνε διατί παρ’ άπασι τοις μεγάλοις ανδράσι παρατηρείται ποια τις ανισορροπία των διανοητικών δυνάμεων και η ενέργεια του νοός αυτών εύρειται πάντοτε σχεδόν μεταξύ των δύο άκρων. Ο κ. Σ. Αποστολίδης, μετ’ εκτάκτου πνεύματος διαυγείας και σπανίας επιστημονικής βαρύτητος διερευνών εν τω συγγράμματι αυτώ, το λεπτότατον τούτο ζήτημα διεξέρχεται».
Την καινοθηρία του τύπου της εποχής θυμάται και μέμφεται ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης (Παύλος Νιρβάνας) όταν, με αφορμή την έκδοση του Εκφυλισμού του Max Nordau(σε απόδοση Άγγελου Βλάχου,), γράφει το 1905 στο περιοδικό Ψυχιατρική και Νευρολογική Επιθεώρησις: «Το ζήτημα του εκφυλισμού, επί του οποίου ήδη το πολύ κοινόν είχε αποκομίσει συγκεχυμένας, παραδόξους και φανταστικάς γνώσεις εκ των Ψυχώσεων του αγαπητού μου συναδέλφου κ. Σ. Αποστολίδου, υπέστη όλας τας μεταμορφώσεις και τας νοθείας της λαϊκής αντιλήψεως».[xvii]
*
Η ζωή του Φοίβου με τη Μερόπη είχε στη συνέχεια πολλές διακυμάνσεις. Παντρεύτηκαν σε στενό κύκλο, σχεδόν ταυτόχρονα με το πρώτο φυλλάδιο του περιοδικού τους κι η ένωσή τους ήταν πλήρης αυτή τη φορά, σώμα τε και ψυχή. «Ο Φοίβος δίστασε και δυσκολεύτηκε κάπως να “βεβηλώσει” το άχραντο σώμα της. Κι η Μερόπη άργησε κάπως να συνηθίσει την “κτηνωδία” και να αιστανθεί μια απόλαυση διαφορετική από εκείνη που της έδινε η ψυχική μόνο επικοινωνία. Αλλά επιτέλους η ανθρώπινη φύση νίκησε» [σελ. 166]. Μα όταν κάποια στιγμή ο Φοίβος κατάλαβε πως ένας φίλος-συνεργάτης του ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του, το αποδέχτηκε αμέσως [185-187], παροτρύνοντας κι εκείνη να το αποδεχτεί, παρά τη σφοδρή της αντίδραση [σελ. 191]. Δεν άργησε να επανέλθει στις σαρκικές απολαύσεις του παρελθόντος: «Ήταν πάλι ο δούλος του σαρκικού του πάθους, ο έκδοτος, ο μανιακός, όπως τότε που ερχόταν να τον σκεπάσει η νύχτα του Εκφυλισμού» [σελ. 198]. Μέχρι που έμαθε πως η Μερόπη ήταν έγκυος. Αναπτερώθηκε «η ελπίδα του ότι θα γεννήσουν μια μεγαλοφυΐα» [σελ. 206] κι ένιωσε τη Μερόπη σαν «κάτι ακόμα ιερότερο γι’ αυτόν: ήταν η μητέρα του παιδιού του. Αδύνατο πια να βεβηλώσει το σώμα της! Την αγκάλιαζε σαν αδελφή» [σελ. 211]. Διακυμάνσεις είχε και η πορεία της υγείας του. Νοσηλεύτηκε και πάλι στην ίδια Κλινική. Κι έμεινε εκεί μέχρι που ο γιος του έγινε δυο χρονών. Δεν περπατούσε, δεν μιλούσε. Ένας «εκ γενετής ηλίθιος» [σελ. 231] ήταν, που θα οδηγούσε οριστικά πλέον τον Φοίβο στο ψυχιατρείο [μαζί με τον γιο του αυτή τη φορά], όταν στην ανεπιτυχή επίμονη και βίαιη προσπάθειά του να τον κάνει να πει το όνομά του, του «έδωσε δυο μπάτσους τρανταχτούς» […]. Είχαν συνταυτισθεί, ήταν δύο ηλίθιοι. Ο νους του Φοίβου σβηνόταν για τέταρτη και τελευταία φορά. […] Η Νύχτα του Εκφυλισμού πλάκωνε αξημέρωτη και τους δυο αυτούς και τη γενιά όλη. Ήταν το τέλος το μοιραίο» [σελ. 271-272].
*
Στην υποχώρηση του ρομαντισμού, την επικράτηση του θετικισμού και την άνοδο των μεσαίων κοινωνικών τάξεων αποδίδει ο J. Hochmann τη μεγάλη ανάπτυξη και διάδοση της θεωρίας του εκφυλισμού σε όλη την Ευρώπη.[xviii] Οι παράγοντες αυτοί «έδρασαν» και στον τόπο μας. Η δεκαετία του 1880 είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ανατρέχοντας στον Κ. Τσουκαλά και τον Κ. Θ. Δημαρά,[xix] διαπιστώνουμε πως εδώ συμπυκνώνονται οι αλλαγές που επιτάχυναν τη σταδιακή μετεξέλιξη της πρώτης μεταπελευθερωτικής ελληνικής κοινωνίας. Η ανάδυση νέων κοινωνικών δυνάμεων που αποσκοπούσαν στον ταχύ εξευρωπαϊσμό του κράτους και της κοινωνίας, θα δημιουργήσουν και τις νέες αντιθέσεις οι οποίες ήταν καθοριστικές για την περαιτέρω πορεία του κοινωνικού σχηματισμού. Το ανορθωτικό εγχείρημα του Χ. Τρικούπη εκδηλώθηκε μεταξύ των ετών 1882 και 1895. Με αυταρχικό, πολλές φορές, τρόπο επιχειρήθηκε η οργάνωση του κράτους, της πολιτικής και της οικονομίας σε ορθολογικές βάσεις και δημιουργήθηκαν –ασχέτως των μετέπειτα περιπετειών– οι πρώτες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση της χώρας. Η πολιτική αυτή και, κυρίως, ο τρόπος εφαρμογής της έμελλε να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού σε μια αντίδραση, ιδιόρρυθμο μείγμα ακραιφνούς συντηρητισμού και έκδηλου λαϊκισμού. Η αδύναμη έως ανύπαρκτη κοινωνία πολιτών φαινόταν έτσι να διστάζει στην οριστική επιλογή ενός δρόμου. Η οικονομική κρίση –διεθνής και εσωτερική– επιβάρυνε την κατάσταση και οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες παρέμειναν ανολοκλήρωτες. Ο άνωθεν επιβαλλόμενος εξευρωπαϊσμός δημιουργούσε δυσπιστίες έως φοβίες, ενώ η αντίσταση σ’ αυτόν αδυνατούσε να ξεπεράσει το πλαίσιο ενός άγονου εθνικισμού. Μοιραία κατάληξη, η πτώχευση του 1893 και η ντροπή της πολεμικής περιπέτειας του 1897.
Οι ελπίδες θα αναπτερωθούν και θα ξαναδιαψευστούν το 1909. Αυτές οι δύο δεκαετίες, που γεφυρώνουν τον 19ο με τον 20ο αιώνα, ήταν καθοριστικές και για τον τρόπο ανάπτυξης της ψυχιατρικής στην Ελλάδα. Ευνόησαν, δηλαδή, την επικράτηση, και εδώ, της θεωρίας του εκφυλισμού, ιδιαίτερα των στοιχείων της που ξεπερνούσαν τα στενά όρια της ψυχιατρικής κλινικής και μετατρεπόταν σε ιδεολογία που διαχεόταν στο ευρύτερο κοινό.
(*) Ο Θανάσης Καράβατος είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου, ψυχίατρος
.:BiblioNet : Καράβατος, Αθανάσιος
********************************
[i] Η ευγονική του ανθρωπολόγου Galton αποσκοπούσε στη βελτίωση των κληρονομικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου με την επιλογή των καλύτερων γεννητόρων που θα ανανεωνόταν σε κάθε γενιά. Επρόκειτο για τη λεγόμενη θετική εκδοχή της, γιατί στις αρχές του 20ου αιώνα ακολούθησε και η αρνητική της: Οι «στιγματισμένοι» γονείς, που διέτρεχαν τον κίνδυνο να γεννήσουν «εκφυλισμένα» παιδιά, θα έπρεπε να αποφεύγουν την τεκνοποίηση ή, καλύτερα, τον μεταξύ τους γάμο. Επρόκειτο για την αρχή του ευγονισμού. Βλ. Pierre-Andre Tanguieff. Au cœur du raisonnement galtonien: le paradoxe de la politique malthusienne et sa solution eugéniste. Raisons Politiques 2007, 26, 175-215.
[ii] Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το Άστυ 1899. Εκδόθηκε ως Max Nordau, Εκφυλισμός, μετάφρασις Αγγέλου Βλάχου, Αθήναι 1905 με πολλές επανεκδόσεις: 1910, 1920, 1922.
[iii] Θανάσης Καράβατος. Η εκφραστική δύναμη της παραφροσύνης και η ναζιστική αντίληψη περί εκφυλισμένης τέχνης. Εισήγηση στο Στρογγυλό Τραπέζι Η εκφραστική δύναμη της παραφροσύνης της Ημερίδας Παραφροσύνη και Δημιουργικότητα – Ψυχασθένεια και καλλιτεχνική έκφραση που έγινε στο Ινστιτούτο Γκαίτε [11-2-2011], με την ευκαιρία της Έκθεσης της Συλλογής Prinzhorn στο Μουσείο Μπενάκη υπό τον τίτλο Αιτία θανάτου: Ευθανασία. Δημοσίευση: Σύναψις 2011, 20, 10-15.
[iv] Η επίδραση είναι αμφίδρομη, όπως δείχνει ένα απλό παράδειγμα: Από τη μια, η ανδροκρατική κοινωνία του 19ου αιώνα που με την πληθωρική ηθικολογία της λογοκρίνει τα αναγνώσματα και περιορίζει τα προορισμένα για τις γυναίκες «ελαφρά αναγνώσματα». Κι από την άλλη, η ιατρική επιστήμη που, με τη σειρά της, αντλούσε κι αυτή «επιχειρήματα» από την κοινωνία, υποστηρίζοντας ότι, διά μέσου της καταπόνησης του εγκεφάλου, η ανάγνωση μυθιστορημάτων βλάπτει σοβαρώς την υγεία, των νέων γενικώς, των γυναικών ιδίως (π.χ. υστερία). Βλ. Θανάσης Καράβατος. Οι βλαβερές συνέπειες της …ανάγνωσης. Κοινωνικές και ιατρικές αντιλήψεις στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Σύναψις 2008, τχ 10, 8-23. Σχετική ανάρτησή του και στον αναγνώστη.
[v] Αι ψυχώσεις. Μελέται ιατρικαί, κοινωνιολογικαί και φιλοσοφικαί περί φρενοπαθειών. Υπό Σίμωνος Αποστολίδου Ιατρού. Εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Ν. Ιγγλέση 1889.
[vi] Η συσχέτιση πολιτισμού και φρενοβλάβειας αναφέρεται ήδη από τον 18ο αιώνα στο πλαίσιο της μελέτης της τρέλας. Ο γάλλος Parchappe ενοχοποιούσε τον πολιτισμό (1839) βασιζόμενος στην αναφερόμενη σπανιότητα της «τρέλας» μεταξύ των κατοίκων της αγροτικής Γαλλίας και στις αναφορές του Humbolt και άλλων εξερευνητών για την ίδια σπανιότητα μεταξύ των «αγρίων» λαών. Η Société des Observateurs de l’Homme οργάνωσε από το 1801 πολλές αποστολές για τη συλλογή σχετικών πληροφοριών. Βλ. Mondher Kilani, Le discours anthropologique à la fin du siècle des lumières», Annales Benjamin Constant, 1992, 13, 9-28.
[vii] Διάσημος ελβετός γιατρός της εποχής του Διαφωτισμού, περισσότερο γνωστός από την τεράστια απήχηση του βιβλίου του, με τις αλλεπάλληλες επανεκδόσεις, για τις βλαβερές επιπτώσεις του αυνανισμού (L’Onanisme). Υπήρξε ελληνική του μετάφραση το 18ο αιώνα.
[viii] Samuel-Auguste Tissot, De la santé des gens de lettres (1768). Επανέκδοση, Paris, Éditions de la Différence 1991, σσ. 29-30. P. Bercherie, Genèse des concepts freudiens. Les fondements de la clinique 2. Éditions Universitaires 1991, 24.
[ix] Schopenhauer A. Περί ανάγνωσης και βιβλίων – Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση. Μτφ Γιάννης Καλλιφατίδης. Άγρα / «ο άτακτος λαγός – 10, σειρά Β, 2013, 6-7.
[x] Αντιπανάκεια. Ήτοι περί των Αιτίων, α τας νόσους δυσιάτους ή ανιάτους, μη τοιαύτας καθ’ εαυτάς ούσας, ως επί το πολύ απεργάζονται. Υπό Αναστασίου Γεωργιάδη Φιλιππουπολίτου. Ιατρού και Χειρουργού και της εν Ιένη Εταιρείας των Ορυκτολόγων, ου μην αλλά και της εν Άλλη Εταιρείας των της Φύσεως Περιέργων, Μέλους αντεπιστέλλοντος, υφ’ ου και εις την λατινίδα φωνήν μεθερμήνευται. Εν Βιέννη 1810, 86.
[xi] P. Bercherie, Genèse des concepts freudiens. Les fondements de la clinique 2. Éditions Universitaires 1991, 24.
[xii] Τηλεμάχου Α. Μιταυτσή. Οι έκφυλοι. Μετά προλόγου του Jean-Baptiste Charcot [γιου του διάσημου καθηγητή Jean-Martin Charcot (1825-1893)] και 42 προσωπογραφιών καιάλλων σωματικών της εκφυλίσεως στιγμάτων. Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Σπ. Κουσουλίνου, 1899.
[xiii] «Έργο μνησίκακο» το χαρακτηρίζει ο Ευγένιος Δ. Ματθαιόπουλος. «Η τέχνη πτεροφυεί εν οδύνει». Η πρόσληψη του νεορομαντισμού στην Ελλάδα. Ποταμός Αθήνα 2005, 424.
[xiv] Γρηγόριος Ξενόπουλος. «Το διήγημα και τα λόγια της πλώρης». Εφημ. Το Άστυ, 18, Σεπτεμβρίου 1899. Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στα φύλλα της 16ης και 18ης-21ης Σεπτεμβρίου 1899.
[xv] Ο Νιρβάνας αναφέρει ότι συγκέντρωνε «όλην την νεωτέραν γενεάν των Ελλήνων λόγογράφων ποιητών, μεταξύ των οποίων τους αξιωτέρους και επισημότερους της σήμερον, όπως τον Κωστήν Παλαμάν, τον Πορφύραν, τον Προβελέγγιον, τον Γρυπάρην, τον Μαλακάσην, τον Βλαχογιάννην και άλλους».
[xvi] Σίμων Αποστοδίδης. Αι ψυχώσεις. Ό.π.
[xvii] Πέτρος Αποστολίδης [Νιρβάνας]. Φυσιολογική Αισθητική. Τέχνη και Φρενοπάθεια. Αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύναψις: 2005, τχ 1, 80-85, τχ 2, 88-101, 2006, τχ 3, 102-113.
[xviii] Jacques Hochmann, «La théorie de la dégénérescence de B A Morel, ses origines et son évolution», στο Patrick Tort [sous la direction]. Darwinisme et société. PUFParis 1992, 401-412.
[xix] Βλ. (α) Κ. Τσουκαλάς, «Η ανορθωτική προσπάθεια του Χ. Τρικούπη», (β) Κ. Θ. Δημαράς, « Ιδεολογική υποδομή του ελληνικού κράτους» και «Η διακόσμηση της ελληνικής ιδεολογίας», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών 1977, τ. ΙΔ, και ΙΓ, ΙΔ αντίστοιχα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου