Τρίτη, Μαρτίου 28, 2017

Μία παραγνωρισμένη σπουδαία πεζογράφος

Αποτέλεσμα εικόνας για Kate ChopinΚέιτ Σοπέν (1850-1904)


Kate Chopin - Wikipedia


 Η Κέιτ Σοπέν στάθηκε μια ιδιάζουσα περίπτωση των αμερικανικών γραμμάτων στα τέλη του 19ου αιώνα. Το έργο της, λησμονημένο για καιρό, ανακαλύφθηκε εκ νέου στα μέσα του 20ού αιώνα. Τα τολμηρά, ασυμβίβαστα κείμενά της συνθέτουν, κατά κάποιον τρόπο, την πολυπρισματική αυτοβιογραφία της. Η γραφή της, καθώς αποτυπώνει υπαινικτικά, λιτά και ειρωνικά την ανθρώπινη κατάσταση κι αναδεικνύει τα περίπλοκα ζητήματα που θέτουν η αλήθεια και η ελευθερία, την καθιστά σύγχρονή μας.

Τα διηγήματα της Κέιτ Σοπέν, κομψοτεχνήματα μιας λοξής, κινηματογραφικής ματιάς, γεμάτης κατανόηση για τα ανθρώπινα, λειτουργούν σαν μικρές αποκαλύψεις. Η περιπέτεια των ηρωίδων είναι ακριβώς η αναζήτηση της επιθυμίας τους. Το ουσιαστικό νόημα κάθε ιστορίας είναι το ταξίδι προς την ανακάλυψη του κρυμμένου εαυτού, η περιπλάνηση της αυτογνωσίας: στα τυφλά, ασυναίσθητα, ψηλαφώντας, με σταδιακές ή αιφνίδιες συνειδητοποιήσεις, με συγκαλύψεις, αναστολές και υπαναχωρήσεις, με άρνηση ή παραδοχή, με συστολή ή γενναιότητα. Κάθε ηρωίδα γίνεται μια "Ωραία κοιμωμένη" που αφυπνίζεται.

 Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
2016) Η ιστορία μιας ώρας και άλλα διηγήματα, Ροές
(2011) Η αφύπνιση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1992) Η αφύπνιση, Εκδόσεις Καστανιώτη

 ________________________



Αποτέλεσμα εικόνας για pretty creole women louisiana 1900



Κέιτ Σοπέν 

Το διαζύγιο της Μαντάμ Σελεστέν 


Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης 

Αποτέλεσμα εικόνας για pretty creole women louisiana 1900 Η Μαντάμ Σελεστέν πάντα φορούσε μια περιποιημένη και άνετα εφαρμοστή ρόμπα από τσίτι όταν έβγαινε το πρωί να σκουπίσει τo μικρό της υπόστεγο. Ο δικηγόρος Πάξτον θεωρούσε πως έδειχνε πολύ όμορφη μέσα στη γκρίζα της ρόμπα με τους χαριτωμένους πλισέδες στην πλάτη: και με την οποία κατά κανόνα φορούσε έναν φιόγκο από ροζ κορδέλα στο λαιμό. Σκούπιζε το υπόστεγο όταν ο δικηγόρος Πάξτον κατευθυνόταν τα πρωινά στην στην Οδό Σεντ Ντένις, όπου ήταν το γραφείο του.


Μερικές φορές σταματούσε και έσκυβε πάνω από τον φράκτη να πει μια καλημέρα με την άνεσή του, να κρίνει ή να θαυμάσει τις τριανταφυλλιές της, ή, όταν δεν ήταν αρκετά βιαστικός, να την ακούσει τι είχε να του πει. Η Μαντάμ Σελεστέν είχε συνήθως ένα σωρό πράγματα να του πει. Σήκωνε στο ένα της χέρι την ούγια της τσίτινης ρόμπας και χαριτωμένα ισορροπώντας τη σκούπα στο άλλο, πλησίαζε με μικρά, πηδηχτά βήματα όπου ήταν σκυμμένος πάνω απ’ τον φράκτη, όσο πιο άνετα μπορούσε, ο δικηγόρος.


Φυσικά και του έλεγε τα προβλήματά της. Όλοι γνώριζαν τα προβλήματα της Μαντάμ Σελεστέν.


«Πραγματικά, μαντάμ», της είπε κάποτε, με τον λεπτό, υπολογιστικό και δικολαβίστικο τόνο της φωνής του. «Είναι πάνω από την ανθρώπινη φύση – πολλώ δε μάλλον, τη γυναικεία φύση – να μπορεί κανείς να αντέξει. Ιδού η περίπτωσή σας, να φθείρετε να ωραία σας δάχτυλα» – και μ’ αυτά τα λόγια η Σελεστέν έριξε μια ματιά στα τριανταφυλλένια της ακροδάχτυλα, που φαίνονταν μέσα από τα σκισίματα των φαρδιών καστόρινων γαντιών – «με το ν’ αναλαμβάνετε να ράβετε, να παραδίδετε μαθήματα μουσικής, να είστε αναγκασμένη να κάνετε, ένας Θεός ξέρει, λογής χειρωνακτικές εργασίες για να συντηρήσετε τον εαυτό σας και εκείνα τα δυο μικρά» – το πρόσωπο της Μαντάμ Σελεστέν έλαμψε από ικανοποίηση με την απαρίθμηση των δοκιμασιών της.

«Έχετε δίκιο, κύριε δικαστά. Ούτε μια πεντάρα, ούτε μία, μα ούτε μία δεν είδαν τα μάτια μου τους τελευταίους τέσσερις μήνες που να μπορώ να πω, Σελεστέν, δώσ΄μου το ή στείλ΄το μου».

«Τον αχρείο!» μουρμούρισε ο δικηγόρος Πάξτον μέσα από τα γένια του.

«Κι ακόμη», επανέλαβε, «λένε βγάζει λεφτά εκεί κάτω στην Αλεξάνδρεια όταν θέλει να δουλέψει».


«Και μάλλον έχετε να τον δείτε εδώ και μήνες», υπαινίχθηκε ο δικηγόρος.

«Πέρασαν έξη γεμάτοι μήνες αφότου είδα την αφεντιά του», παραδέχτηκε.

«Ακριβώς, είναι αυτό που λέω. Στην ουσία σας έχει εγκαταλείψει. Παραλείπει να σας φροντίζει. Δεν θα με εξέπληττε το γεγονός καθόλου αν μάθαινα ότι σας έχει φερθεί άσχημα».

«Μα, ξέρετε, κύριε δικαστά», είπε, βήχοντας διφορούμενα, «ένας άντρας που πίνει – τι να περιμένεις; Και να ξέρατε τι υποσχέσεις μου έδωσε! Αχ, αν είχα τα δολάρια που μου υποσχέθηκε ο Σελεστέν , δε θα είχα ανάγκη να δουλεύω, αυτό σας το εγγυούμαι».


Και κατά τη γνώμη μου, μαντάμ, θα ήταν ανοησία εκ μέρους σας να συνεχίσετε να τον ανέχεστε, τη στιγμή που υπάρχουν τα δικαστήρια διαζυγίων που μπορούν να σας αποζημιώσουν».

«Μου μιλήσατε γι’ αυτό το θέμα και παλιότερα, κύριε δικαστά. Όσο για το διαζύγιο, θα το σκεφτώ. Πιστεύω πως έχετε δίκιο».
Η μαντάμ Σελεστέν σκέφτηκε για το διαζύγιο και το συζήτησε. Και ο δικηγόρος Πάξτον έδειξε τρομερό ενδιαφέρον για το θέμα.


«Ξέρετε, για κείνο το διαζύγιο, κύριε δικαστά», η μαντάμ Σελεστέν τον περίμενε εκείνο το πρωί, «Μίλησα με τους δικούς μου και με τους φίλους μου, και σας λέω πως όλοι είναι κάθετοι εναντίον αυτού του διαζυγίου».

«Είναι φυσικό να το περιμένει κανείς, μαντάμ, σ’ αυτή την κοινωνία των Κρεολών. Εγώ σας προειδοποίησα ότι θα συναντήσετε αντιδράσεις και θα πρέπει να τις αντιμετωπίσετε με θάρρος».
«Ω, να είστε σίγουρος πως θα τις αντιμετωπίσω! Η μαμά λέει πως είναι μεγάλη ντροπή. Σαν αυτή ποτέ δεν έχει δοκιμάσει το σόι μας. Αλλά είναι εύκολο η μαμά να μιλάει. Όποιος είναι έξω από το χορό… Άλλωστε, πότε είχε αυτή σκοτούρες; Λέει πως οπωσδήποτε πρέπει να πάω και να συμβουλευτώ τον Πατέρα Ντισερόν – είναι ο πνευματικός μου, καταλαβαίνετε – λοιπόν, θα πάω, κύριε δικαστά, μόνο και μόνο να κάνω το χατίρι της μαμάς. Αλλά όλοι οι πνευματικοί του κόσμου δε θα πείσουν να υπομείνω άλλο στη συμπεριφορά του κυρίου Σελεστέν».
Μια με δυο μέρες αργότερα, τον περίμενε ξανά. «Ξέρετε, κύριε δικαστά, να για το διαζύγιο».

«Ναι, μάλιστα», απάντησε ο δικηγόρος, πολύ ευχαριστημένος που διέκρινε μια καινούρια αποφασιστικότητα στα καστανά της μάτια και στις καμπύλες του ωραίου της στόματος. «Υποθέτω πως είδατε τον Πατέρα Ντισερόν και αντιμετωπίσατε το ζήτημα σθεναρά μαζί του, επίσης».

«Ω, όσο γι’ αυτό, δέχτηκα ένα κανονικό κήρυγμα, σας διαβεβαιώνω. Μου τα έψαλε πως δημιουργώ σκάνδαλο και δίνω κακό παράδειγμα – και πίστευα πως ποτέ δε θα τελειώσει. Λέει πως ο ίδιος νίπτει τα χείρας του. Πρέπει να πάω να δω τον επίσκοπο».
«Δε θα αφήσετε τον επίσκοπο να σας μεταπείσει, πιστεύω», τραύλισε ο δικηγόρος πιο πολύ ανήσυχος απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει γιατί.

«Δε με ξέρετε καθόλου καλά, κύριε δικαστά», έκανε γελώντας η μαντάμ Σελεστέν με μια κίνηση του κεφαλιού και με μια παιχνιδιάρικη κίνηση της σκούπας σ’ ένδειξη πως η συνέντευξη έλαβε τέλος.
«Λοιπόν, μαντάμ Σελεστέν! Και τι νέα από τον επίσκοπο!» ο δικηγόρος Πάξτον στεκόταν σύξυλος και στηριζόταν πάνω σε δυο ετοιμόρροπους πασσάλους του φράκτη. Η Σελεστέν δεν τον είχε δει. «Ω, εσείς είστε, κύριε δικαστά;» είπε σπεύδοντας προς το μέρος του με μια εγκαρδιότητα που δεν μπορούσε παρά να είναι κολακευτική.

«Ναι, είδα τον Σεβασμιότατο», άρχισε να λέει. Ο δικηγόρος είχε κιόλας συμπεράνει από την εκφραστική της όψη ότι αυτή είχε εμμείνει στην αποφασιστικότητά της. «Α, ο επίσκοπος έχει το χάρισμα της ευγλωττίας. Δεν υπάρχει άνθρωπος πιο εύγλωττος σ’ όλη τη ενορία του Νάκιτος*. Μ’ έκανε να κλάψω ο τρόπος που μου μιλούσε για τα βάσανά μου, πόσο με καταλάβαινε και μ’ ένιωθε. Θα σας συγκινούσε ακόμη κι εσάς, κύριε δικαστά, να τον ακούγατε πώς μιλούσε για τον δρόμο που θέλω ν’ ακολουθήσω: είναι επικίνδυνος, είναι ένας πειρασμός. Είναι καθήκον του Καθολικού να τα υπομένει όλα μέχρι εσχάτων. Κι ότι τη ζωή της αναχώρησης και της αυταπάρνησης θα πρέπει ν’ ακολουθήσω – όλα αυτά μου είπε».

«Όμως, βλέπω, δε σας απέτρεψε από την απόφασή σας», είπε ο δικηγόρος μ’ ένα εφησυχασμένο γέλιο.

«Όσο γι’ αυτό, όχι», αποκρίθηκε με έμφαση.
«Ο επίσκοπος δεν έχει ιδέα τι σημαίνει να είσαι παντρεμένη μ’ έναν άντρα σαν τον Σελεστέν και να είσαι αναγκασμένη να ανέχεσαι μια τέτοια συμπεριφορά σαν κι αυτή που πρέπει να υποφέρω. Ο ίδιος ο Πάπας δεν μπορεί να με κάνει να την ανεχθώ άλλο, εάν, όπως λέτε, έχω το νόμιμο δικαίωμα να στείλω τον Σελεστέν εκεί απ’ όπου ήρθε».

Μια αισθητή αλλαγή άρχισε να γίνεται εμφανής στον δικηγόρο Πάξτον. Έπαψε τώρα να φοράει το καθημερινό σακάκι του κι άρχισε να φοράει το καλό του όταν πήγαινε στο γραφείο. Πρόσεχε με σχολαστικότητα το γυάλισμα των παπουτσιών του, τον γιακά του πουκαμίσου του καθώς και το δέσιμο της γραβάτας του. Βούρτσιζε και περιποιόταν τα γένια του με περισσότερη φροντίδα απ’ όσο πρόσεχε πριν. Κατόπιν απέκτησε ένα βλακώδες συνήθειο να ονειροπολεί καθώς βάδιζε στους δρόμους της παλιά πόλης. Θα του έκανε καλό να βρει μια γυναίκα να την παντρευτεί, ονειροπολούσε. Κι δεν είχε στον νου του καμιά άλλη εκτός από την όμορφη μαντάμ Σελεστέν για να εκπληρώσει εκείνο το ιερό, μα κι ευχάριστο, μυστήριο του γάμου μια κι η ίδια στοίχειωνε τις σκέψεις του τώρα. Η παλιά πόλη του Νάκιτος ίσως δε θα τους χωρούσε άνετα, αλλά ο κόσμος ήταν σίγουρα αρκετά μεγάλος για να ζήσουν μακριά από το Νάκιτος.

Η καρδιά του χτυπούσε με έναν περίεργο και ακανόνιστο ρυθμό καθώς πλησίαζε το σπίτι της κυρίας Σελεστέν ένα πρωινό, και τη βρήκε πίσω από τις τριανταφυλλιές να ασχολείται επίμονα με τη σκούπα της. Είχε τελειώσει το υπόστεγο και τα σκαλιά και τώρα σκούπιζε το μικρό πλακοστρωμένο δρομάκι κατά μήκος της άκρης του παρτεριού με τις βιολέτες.

«Καλημέρα, μαντάμ Σελεστέν».

«Α, εσείς είστε, κύριε δικαστά; Καλημέρα». Αυτός περίμενε. Κι αυτή έδειχνε να κάνει το ίδιο. Μετά αποτόλμησε με κάποιο δισταγμό.
«Ξέρετε, κύριε δικαστά, σχετικά με το διαζύγιο. Το σκέφτηκα – θα ήταν καλύτερα να μη λάβετε πια υπόψη εκείνο το διαζύγιο». Σχημάτιζε βαθιούς κύκλους στην παλάμη του γαντοφορεμένου χεριού της με την άκρη του σκουπόξυλου, και τους κοίταζε με κριτικό μάτι. Του δικηγόρου του φαινόταν πως το πρόσωπό της ήταν ασυνήθιστα ροδαλό, αλλά τούτο μπορεί να οφειλόταν μόνο στην αντανάκλαση του ροζ φιόγκου που φορούσε στο λαιμό. «Ναι, νομίζω πως δε χρειάζεται να το σκέφτεστε πια. Βλέπετε, κύριε δικαστά, ο Σελεστέν γύρισε πίσω στο σπίτι χθες τη νύχτα. Και μου υποσχέθηκε στο λόγο της τιμής του πως θα γυρίσει μια καινούρια σελίδα στη ζωή του».

*Νάκιτος: μια μικρή πόλη και έδρα ενορίας στη Λουϊζιάνα, ΗΠΑ. Ιδρύθηκε το 1714 από τον Λουΐ Ζισερό ντε Σεν Ντενίς ως μέρος της γαλλικής Λουϊζιάνας. Το όνομα προήλθες από τους αυτόχθονες ινδιάνους, τους Νάκιτος.
  http://docsouth.unc.edu/southlit/chopinbayou/bayoutp.gif
A picture of the author Kate Chopin 

CONTENTS.

  • A No-Account Creole . . . . . 1
  • In and out of Old Natchitoches . . . . . 51
  • In Sabine . . . . . 78
  • A Very Fine Fiddle . . . . . 96
  • Beyond the Bayou . . . . . 99
  • Old Aunt Peggy . . . . . 111
  • The Return of Alcibiade . . . . . 113
  • A Rude Awakening . . . . . 126
  • The Bênitous' Slave . . . . . 143
  • Désirée's Baby . . . . . 147
  • A Turkey Hunt . . . . . 159
  • Madame Célestin's Divorce . . . . . 163
  • Love on the Bon-Dieu . . . . . 170
  • Loka . . . . . 193
  • Boulôt and Boulotte . . . . . 207
  • For Marse Chouchoute . . . . . 210
  • A Visit to Avoyelles . . . . . 223
  • A Wizard from Gettysburg . . . . . 230
  • Ma'ame Pélagie . . . . . 245
  • At The 'Cadian Ball . . . . . 261
  • La Belle Zoraïde . . . . .280
  • A Gentleman of Bayou Têche . . . . . 291
  • A Lady of Bayou St. John . . . . . 304

Madame Célestin's Divorce
MADAME CÉLESTIN always wore a neat and snugly fitting calico wrapper when she went out in the morning to sweep her small gallery. Lawyer Paxton thought she looked very pretty in the gray one that was made with a graceful Watteau fold at the back: and with which she invariably wore a bow of pink ribbon at the throat. She was always sweeping her gallery when lawyer Paxton passed by in the morning on his way to his office in St. Denis Street.
Sometimes he stopped and leaned over the fence to say good-morning at his ease; to criticize or admire her rosebushes; or, when he had time enough, to hear what she had to say. Madame Célestin usually had a good deal to say. She would gather up the train of her calico wrapper in one hand, and balancing the broom gracefully in the other, would go tripping down to where the lawyer leaned, as comfortably as he could, over her picket fence.
Of course she had talked to him of her troubles. Everyone knew Madame Célestin's troubles.
"Really, madame," he told her once, in his deliberate, calculating, lawyer-tone, "it’s more than human nature - woman's nature - should be called upon to endure. Here you are, working your fingers off" - she glanced down at two rosy finger-tips that showed through the rents in her baggy doeskin gloves - "taking in sewing; giving music lessons; doing God knows what in the way of manual labor to support yourself and those two little ones" - Madame Célestin's pretty face beamed with satisfaction at this enumeration of her trials.


"You right, Judge. Not a picayune, not one, not one, have I lay my eyes on in the pas' fo' months that I can say Célestin give it to me or sen' it to me."
"The scoundrel!" muttered lawyer Paxton in his beard.
"An' pourtant ," she resumed, "they say he’s making money down roun' Alexandria w'en he wants to work."
"I dare say you haven't seen him for months?" suggested the lawyer.
"It’s good six month' since I see a sight of Célestin," she admitted.
"That’s it, that’s what I say; he has practically deserted you; fails to support you. It wouldn't surprise me a bit to learn that he has ill-treated you."
"Well, you know, Judge," with an evasive cough, "a man that drinks - w'at can you expec'? An' if you would know the promises he has made me! Ah, if I had as many dolla' as I had promise from Célestin, I would n' have to work, je vous garantis ."
"And in my opinion, madame, you would be a foolish woman to endure it longer, when the divorce court is there to offer you redress."
"You spoke about that befo', Judge; I 'm goin' think about that divo'ce. I believe you right."
Madame Célestin thought about the divorce and talked about it, too; and lawyer Paxton grew deeply interested in the theme.
"You know, about that divo'ce, Judge," Madame Célestin was waiting for him that morning, "I been talking to my family an' my frien's, an' it’s me that tells you, they all plumb agains' that divo'ce."
"Certainly to be sure; that’s to be expected, madame, in this community of Creoles. I warned you that you would meet with opposition, and would have to face it and brave it."
"Oh, don't fear, I 'm going to face it! Maman says it’s a disgrace like it 's neva been in the family. But it’s good for Maman to talk, her. W'at trouble she ever had? She says I mus' go by all means consult with Père Duchéron - it’s my confessor, you undastan' - Well, I 'll go, Judge, to please Maman. But all the confessor' in the worl' ent goin' make me put up with that conduc' of Célestin any longa."
A day or two later, she was there waiting for him again. "You know, Judge, about that divo'ce."
"Yes, yes," responded the lawyer, well pleased to trace a new determination in her brown eyes and in the curves of her pretty mouth. "I suppose you saw Père Duchéron and had to brave it out with him, too."
"Oh, fo' that, a perfec' sermon, I assho you. A talk of giving scandal an' bad example that I thought would neva en'! He says, fo' him, he wash' his hands; I mus' go see the bishop."
"You won't let the bishop dissuade you, I trust," stammered the lawyer more anxiously than he could well understand.
"You don't know me yet, Judge," laughed Madame Célestin with a turn of the head and a flirt of the broom which indicated that the interview was at an end.
"Well, Madame Célestin! And the bishop!" Lawyer Paxton was standing there holding to a couple of the shaky pickets. She had not seen him. "Oh, it’s you, Judge?" and she hastened towards him with an empressement that could not but have been flattering.
"Yes, I saw Monseigneur," she began. The lawyer had already gathered from her expressive countenance that she had not wavered in her determination. "Ah, he’s a eloquent man. It’s not a mo' eloquent man in Natchitoches parish. I was fo'ced to cry, the way he talked to me about my troubles; how he undastan's them, an' feels for me. It would move even you, Judge, to hear how he talk' about that step I want to take; its danga, its temptation. How it is the duty of a Catholic to stan' everything till the las' extreme. An' that life of retirement an' self-denial I would have to lead, - he tole me all that."
"But he hasn't turned you from your resolve, I see," laughed the lawyer complacently.
"For that, no," she returned emphatically. "The bishop don't know w'at it is to be married to a man like Célestin, an' have to endu' that conduc' like I have to endu' it. The Pope himse'f can't make me stan' that any longer, if you say I got the right in the law to sen' Célestin sailing."


A noticeable change had come over lawyer Paxton. He discarded his work-day coat and began to wear his Sunday one to the office. He grew solicitous as to the shine of his boots, his collar, and the set of his tie. He brushed and trimmed his whiskers with a care that had not before been apparent. Then he fell into a stupid habit of dreaming as he walked the streets of the old town. It would be very good to take unto himself a wife, he dreamed. And he could dream of no other than pretty Madame Célestin filling that sweet and sacred office as she filled his thoughts, now. Old Natchitoches would not hold them comfortably, perhaps; but the world was surely wide enough to live in, outside of Natchitoches town.


His heart beat in a strangely irregular manner as he neared Madame Célestin's house one morning, and discovered her behind the rosebushes, as usual plying her broom. She had finished the gallery and steps and was sweeping the little brick walk along the edge of the violet border.
"Good-morning, Madame Célestin."
"Ah, it’s you, Judge? Good-morning." He waited. She seemed to be doing the same. Then she ventured, with some hesitancy, "You know, Judge, about that divo'ce. I been thinking, - I reckon you betta neva mine about that divo'ce." She was making deep rings in the palm of her gloved hand with the end of the broom-handle, and looking at them critically. Her face seemed to the lawyer to be unusually rosy; but maybe it was only the reflection of the pink bow at the throat. "Yes, I reckon you need n' mine. You see, Judge, Célestin came home las' night. An' he’s promise me on his word an' honor he’s going to turn ova a new leaf."

Natchitoches; is a small city and parish seat Louisiana, . Established in 1714 by Louis Juchereau de St. Denis as part of French Louisiana, the community was named after the indigenous Natchitoches people.

Δεν υπάρχουν σχόλια: