ΟΙ ΠΑΡΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΧΙΝΑ*
ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΒΑΡΒΑΚΕΙΟ ΕΠΙ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Σατιρικά ποιήματα που μιμούνται το ύφος
των στίχων πασίγνωστων, στους παλαιότερους
νέους, ποιημάτων από επιφανείς Έλληνες ποιητές.
Τα περισσότερα από τα κείμενα αυτά διδάσκονταν
στη Μέση Εκπαίδευση , στα χρόνια που φοιτούσε
στο Βαρβάκειο ο Αλέξανδρος Σχινάς και τα
"πειραγμένα" αντίγραφά τους πρέπει να γράφτηκαν
την εποχή της βασιλο-Μεταξικής Δικτατορίας της 4ης
Αυγούστου, στο τέλος της γυμνασιακής του ζωής.
Προφανής στόχος η γελοιποποίηση του αυστηρού
γυμνασιακού περιβάλλοντος- με τους "κέρβερους"
καθηγητές- και η καταγγελία της πνιγηρής δικτατορικής
ατμόσφαιρας στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα
στη νεολαία , την οποία ο Μεταξάς είχε μετατρέψει
σε στρατό μικρών πραιτωριανών του καθεστώτος.
Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ
(«Ή Φυγή»)
Είναι παράλογο, Ομέρ Βρυόνη:
Η EON εχούμησε και μας πλακώνει.
Είναι παράλογο, κι’ όμως σουρίζουν,
και παρελαύνουνε και φοβερίζουν.
Είναι παράλογο. Ακούς πώς σκούζουν;
Σαν λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν,
άνοιξε ο Αύγουστος και μου ξερνάει
τον μαύρο κόσμο του για να με φάη.
Για δες σαν δαίμονες μάς πελεκάνε.
Μπρος στον Πατέρα τους πώς ροβολάνε.
Δες τα κεφάλια τους, δες τα στυλιάρια,
δες τα παράσημα και τα καμάρια.
Βρυόνη πρόφθασε, ακόμα λίγο
κι’ από τα νύχια τους δεν θα ξεφύγω.
ΚΑΒΑΦΗ
(«Ιθάκη»)
Σα βγεις στον πηγαιμό για το Βαρβάκειο,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Γερακιόνας καί τους Λιώκηδας(1)
τον θυμωμένο τον Μουζάλα(2) μη φοβάσαι∙
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Γερακιόνας (3) καί τους Λιώκηδας (4)
τον θυμωμένο τον Μουζαλά δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μέσ’ στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
ΙΙολλά τα φθινοπωρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπεις σε καφενέδες, πρωτοειδωμένους∙
να σταματήσεις σε πορνεία αθηναϊκά,
και τες καλές πραγματείες ν’ αποκτήσεις:
Γλουτούς και στήθη — κεχριμπάρια κι’ έβενους —
και προφυλακτικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονο περμαγκανάτ∙
σε λέσχες μυστικές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στο νου σου νάχεις το Βαρβάκειο.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις την πορείαν διόλου.
Καλύτερα ώρες πολλές νά διαρκέσει∙
κι’ εξαντλημένος πια ν’ αράξεις στο σχολειό,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει το Βαρβάκειο.
Το Βαρβάκειο σ’ έδωσε μιαν ευκαιρία.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στο δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι’ αν πτωχικό το βρεις, το Βαρβάκειο δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες τα ελληνικά σχολεία τι σημαίνουν.
ΚΑΛΒΟΥ
(«Εις ελευθερίαν», «Εις Ιερόν Λόχον», «Ο Φιλόπατρις»)
Ευτυχισμένα πλάσματα
της πλέον ευτυχισμένης
κυβερνήσεως, τελειώνομεν
έναν ύμνον και εις άλλον
πέφτομεν πάλιν.
Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμάσια χερσόνησος
Γραικία, συ μου έδωκας
της EON και του Βαρβακείου
τα χρυσά δώρα.
Ας μη βρεξη ποτέ
το σύννεφον, κι’ ο άνεμος
άπατρις ας μή σκορπίση
το σκότος το μακάριον
που μας σκεπάζει.
Και συ τον ύμνον δέξου.
Εχθαίρουσιν οι Δικτάτορες
την ψυχήν και βροντάουσιν
επί τας κεφαλάς
των αχαρίστων.
Ας μη μου δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην παιδείαν.
Είναι γλυκύς ο βίος μας
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την πατρίδα.
ΠΑΛΑΜΑ
(«Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι»)
Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
Ξεβράκωτα, ανύποπτα,
μεσάνυχτα είν’ η μέρα.
Άφαντη η σκέψη, ολάνοιχτα
του θράσους τα παλάτια,
χάλια χορτάστε, μάτια,
σ’ ελληνικό ρυθμό.
Εδώ τα πάντ’ αγράμματα
Κι’ αδιάντροπα λυσσάνε∙
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος
κι’ η παγωνιά φωτιά ‘ναι.
Παράσημα για κλάμματα
και τσίγκους για ασήμια
ντύνεται η θεία μας γύμνια
η πατριωτική.
Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
της γνώσεως τα δέντρα,
κρασί είν’ η άγνοια άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ η πρόοδος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας μας το στόμα
χαμόγελο εθνικό.
Εδώ του Αυγούστου μάγεμα,
η EON αποθεώθη,
τσουλέψαν οι Αρτέμιδες,
οι Ερμήδες είναι νόθοι.
Εδώ η βλακεία ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη
βλέπω το φαλαγγίτη
να χύνεται παντού.
Μακρυά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα δυτικά και τα’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα, εις στάσιν προσοχής,
με φουσκωμένα στήθια.
Γύμνια είναι κι’ η εύήθεια
και γύμνια κι’ η αγουστιά
ΠΟΛΕΜΗ
(«Το παλιό βιολί»)
Άκουσε τ’ απόκοσμο εθνικό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ’ Αυγούστου!
Στο παληό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
πατέρα. Και δικτάτορος μόνον χάριν γούστου.
Και ο Ντούτσε ο άγρυπνος και ο ζηλευτός
ζήλεψε και σώπασε κι’ έσκυψε κι’ εστάθη
για να καταλάβει τι είναι πάλι αυτός
που τα λέει γλυκύτερα τα δικά του πάθη.
Ως κι ο Φοίνιξ, τ’ άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ’ απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούοντας το παλιό βιολί
για να μάθει ο δύστυχος πώς ν’ αναστενάζει.
Τι κ’ αν τρώει ξύλο ό κοσμάκης; Τί
κι’ αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι’ άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκειά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται όσο αυτό παλιώνει.
ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
(Η γυναίκα στο πάρκο)
Απ’ το προαύλιο πέρασε και πάλι η Παρπαρία (5)
μέσα στους όρθιους των ανδρών, μονάχη, τους κορμούς.
Πειράγματα της έριξε η απέξω αληταρία
και μείς τους μαραμένους μας συλλογισμούς.
Κι’ εγώ, που από το μάταιο σχολειό αναχωρούσα,
την είδα κι’ είπα: «Είναι νωρίς∙ θα μείνω...» Μυστικά
στον πόνο και στη γνώση της να εμπιστευθώ μπορούσα
τις στράκες, τις σαΐτες μου και άλλα σχετικά.
ΠΟΡΦΥΡΑ
(Lacrimae rerum)
«Πατέρα»! Το σχολείο μας εστοίχειωσεν
από τη ζωγραφιά σου τη θλιμμένη,
στους τοίχους, στο γραφείο, στά εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σαν ευελπίδων μυρωδιά, κι’ απλώνεται
και το φτωχό σχολείο πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα μισοσπαρτιάτικο,
κι’ όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.
Όξω, βαρειά μονότονη αναγέννηση
δέρνει τη χώρα μας∙ και τότε αντάμα
τα πράγματα που επιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα..., κι’ ένα κλάμα...
Και μέσα δω, ο καλός της πλήξης σύντροφος,
τ’ αγαπημένο καθηγητολόϊ,
τραγουδιστής του Αυγούστου, κι’ αυτό κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά, φριχτά το μοιρολόι.
ΣΟΛΩΜΟΥ
(«Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι»).
Ο Γεώργιος με το Μεταξά χορεύουν και γελούνε,
κι’ εστησ’ ο Έλληνας χορό με την τετάρτη Αυγούστου,
κι’ η χώρα ηύρε την καλή και τη γλυκεία της ώρα.
Το μανιαδάκι (6) βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι’ εκείνο.
Παιδιά καθάρια και γλυκά, παιδιά χαριτωμένα,
χύνονται μέσα στην EON τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
κι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πυγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.
Χώρα γιομάτη θαύματα, χώρα σπαρμένη μάγια,
χωρίς ποσώς τα μάτια σου ν’ ανοίγουν και να κλαίνε.
____________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. και 2. Συνδιευθυντές της Βαρβακείου, αμείλικτοι σε μαθητικά παραπτώματα.
3. και 4.Καθηγητές .Αμείλικτοι διώκτες των "παραβατών", κυρίως εκείνων που σύχναζαν σε απαγορευμένους χώρους, καφέ, κινηματογράφους, πορνεία,στους οποίους έκαναν συχνές και ξαφνικές εφόδους.
5.Καθηγήτρια Τεχνικών της Βαρβακείου.
6. Υπαινικτική αλλά σαφής αναφορά στον διαβόητο υπουργό Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκη, απηνή διώκτη παντός προοδευτικού ατόμου.
________________________
*
Σχινάς, Αλέξανδρος, 1924-2012 | |
| |||||||
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου