ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΙΚΕΛΑΣ
Λουκής Λάρας
[απόσπασμα]
Ο Λουκής Λάρας είναι ένα έργο
αφετηριακό· με τη δημοσίευσή του εγκαινιάζεται μια καινούργια περίοδος της
νεοελληνικής πεζογραφίας. Η υπόθεσή του αναφέρεται στην Επανάσταση του '21 και
ιδιαίτερα στις αντιδράσεις του άμαχου πληθυσμού. Τοπικά εξελίσσεται στη Σμύρνη,
στη Χίο και στην Τήνο όπου ο Λάρας κατέφυγε τελικά και σταδιοδρόμησε ως
έμπορος. Το απόσπασμα που ακολουθεί δίνει μια σκηνή από τα φρικιαστικά γεγονότα
της σφαγής της Χίου κατά το 1822.
«Την επιούσαν ήμεθα από πρωίας
συνηγμένοι κατά το σύνηθες εις την ισόγειον της οικίας είσοδον, ήτις
εχρησίμευεν ως κοινή αίθουσά μας. Καθήμενοι εις των θυρών τα κατώφλια και επί
των βαθμίδων της κλίμακος συνεσκεπτόμεθα, ως πάντοτε, περί του πρακτέου,
αναμένοντες τι η ημέρα θα μας φέρει και υπολογίζοντες πότε ηδυνάμεθα να περιμένωμεν
απόκρισιν εκ Ψαρών.
Η Ανδριάνα μόνη ήτο απούσα. Είχεν
εξέλθει προς εύρεσιν τροφής. Και άλλοτε κατώρθωσε να ποικίλει την πενιχράν
δίαιτάν μας συλλέγουσα χόρτα άγρια εις τους πέριξ του χωρίου λόφους. Αλλ’
εβράδυνεν ήδη να επιστρέψει. Και η μήτηρ μου, ανησυχούσα, πολλάκις ήνοιξε την
θύραν και προέτεινε την κεφαλήν εις την οδόν, να ίδει μη φαίνεται ερχόμενη.
Η Ανδριάνα ήτο ο γενικός προστάτης, η
αληθής πρόνοια ολοκλήρου της εις Μεστά δυστυχούς ημών ομάδος. Πλήρης
αυταπαρνήσεως και αφοσιώσεως, περιέθαλπε την μητέρα και τας αδελφάς μου και
εφρόντιζε περί πάντων των λοιπών· όλα τα επρόφθανεν, όλα τα εσυλλογίζετο· αυτή
εύρισκεν ή εφεύρισκε την καθημερινήν τροφήν μας, αυτή έφερε το νερόν εκ της
πηγής, αυτή κατώρθωσε δι’ αχύρων και παλαιών ταπήτων ν’ αυτοσχεδιάσει στρωμνάς
δι’ όλους εις τα εύκαιρα δωμάτια της οικίας εκείνης· αυτή μας έφερεν ειδήσεις
έξωθεν, σχετιζόμενη μετά των χωρικών και τα πάντα ερευνώσα και τα πάντα
μανθάνουσα. Η ενεργητικότης της ήτο αδάμαστος και ακατάβλητος η ευθυμία της.
Είχε την καρδίαν υγιά και ακμαίαν όσον και το σώμα, και συχνάκις δια της
ζωηρότητος, διά της φαιδρότητός της έφερεν εις τα χείλη μας το μειδίαμα, εν
μέσω της επικρατούσης εκεί γενικής αθυμίας.
Η ώρα εν τούτοις παρήρχετο και ηύξανε
της μητρός μου η ανησυχία. Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου,
αλλ’ ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης. - Τι έγινε; Πώς αργεί; μην
έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα
και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα
τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα...
Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην
φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην.
Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με
τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης:
Α! οι Τούρκοι οι Τούρκοι! Και αρπάσασα
τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.
Η δε Ανδριάνα με τη μίαν χείρα επί της
ανοικτής θύρας, εδείκνυε διά της άλλης την έξοδον, και ασθμαίνουσα δεν ηδύνατο
ν’ άρθρωση τας λέξεις τας οποίας επροσπάθει να προφέρη·- Φύγετε, κρυφθείτε!
Ευρέθη μεν όλοι διά μιας έξω εις τον δρόμον μετά της Ανδριάνας.
Πού επηγαίνομεν; Τι ηθέλομεν; Έμφυτος
τις ορμή διηύθυνε τα βήματά μας μακράν της πύλης του χωρίου. Εφεύγομεν τους
Τούρκους. Δεν εσκεπτόμεθα όμως ότι απομακρυνόμενοι της εξόδου, εκλειόμεθα εντός
του χωρίου. Αλλά μη σκέπτεταί τις εις τοιαύτας ώρας;
Ενώ ετρέχομεν ούτω περίφοβοι,
παραζαλισμένοι, μη γνωρίζοντες πού να καταφύγωμεν, μια γραία εις την θύραν
ταπεινής οικίας ιστάμενη μας είδε, μας ελυπήθη και ήπλωσε προς ημάς την χείρα.
- Ελάτε, εδώ να σας κρύψω, Χριστιανοί.
Εχύθημεν όλοι εντός της ανοικτής θύρας,
ακολουθούντες την γραίαν. Ο θεός την εφώτισε! Εις εκείνην χρεωστούμεν την
σωτηρίαν, την ύπαρξίν μας. Δεν την είδα έκτοτε, ούτε το όνομα της, γνωρίζω,
αλλά ποτέ δεν ελησμόνησα το αγαθόν πρόσωπόν της, ουδ’ έπαυσα ευλόγων την μνήμην
της. Είθε να την αντήμειψεν ο Θεός και να την ανέπαυσεν εν ειρήνη!
Όπισθεν της οικίας ήτο αυλή ύπαιθρος,
εις δε την άκραν της αυλής σταύλος. Εντός του σταύλου μάς έκρυψεν η γραία. Αι
αγελάδες της έβοσκον εις την εξοχήν και δεν επέστρεψαν ούτε την εσπέραν
εκείνην, ούτε τας επιούσας, να μας διαφιλονικήσωσι της κατοικίας των την
κατοχήν. Δεν ηχμαλώτιζον γυναικόπαιδα μόνον οι Τούρκοι· ό,τι εύρισκον ήτο λεία
ευπρόσδεκτος. Αλλά δεν εζημίωσαν ημάς τότε ληστεύσαντες της πτωχής γραίας τα
ζώα.
Η είσοδος ήτο στενή και σκοτεινή, εις
δε το βάθος ηνοίγετο ο σταύλος τετράγωνος και οπωσούν ευρύχωρος· αλλ’ ουδ’
αυτός είχε παράθυρον ή άλλην οπήν, ώστε, ότε εκλείετο η επί της αυλής θύρα της
διόδου, το σκότος ήτο ψηλαφητόν και η αποφορά δεν είχε διέξοδον. Τέσσαρα
ημερόνυκτα εμείναμεν εντός του κρυψώνος τούτου, δεκαοκτώ εν συνόλω ψυχαί!
Το εσπέρας της πρώτης ημέρας η
φιλάνθρωπος γραία μάς έφερε σάκκον πλήρη σύκων. Ότε δε συνηθίσαμεν εις το
σκότος, ανεκαλύψαμεν εις μίαν γωνίαν κάδον έχοντα εισέτι ύδωρ αρκετόν, προς
ποτισμόν των αγελάδων. Χάρις εις το ύδωρ τούτο και εις τα σύκα δεν απεθάνομεν
της δίψης και της πείνης. Εις θέσιν σε προέχουσαν επί μιας των πλευρών του
σταύλου εύρομεν άχυρον, το οποίον εστρώσαμεν κατά γης, διά να μη κατακλίνωνται
επί του βορβορώδους εδάφους αι γυναίκες και τα παιδία. Και εζήσαμεν ούτω
τέσσαρας νύκτας και τέσσαρας ημέρας!
Εκ του κρυψώνος μας ηκούομεν έξω
συχνάκις τας κραυγάς των Τούρκων και οιμωγάς των Χριστιανών, πότε μακράν και
άλλοτε πλησίον. Την τελευταίαν μάλιστα νύκτα τούς είχομεν πολύ, πολύ πλησίον,
διότι διενυκτέρευσαν εις την οικίαν της γραίας, και ηκούομεν τας ομιλίας των
και τας διηγήσεις των αισχρών κατορθωμάτων των.
Ο κύριος των Τούρκων σκοπός ήτο η
ανακάλυψις των κρυπτομένων φυγάδων. Τους άνδρας εφόνευον, τα δε γυναικόπαιδα
ηχμαλώτιζον μεταφέροντες την άγραν των εις την πόλιν. Τους χωρικούς δεν
έβλαπτον συνήθως, εκτός δι’ ύβρεων και ραβδισμών και λακτισμάτων και διά της
καταναλώσεως των τροφίμων των. Δεν έμενον δε επί πολύ οι αυτοί Τούρκοι εις το
χωρίον. Αφ’ εσπέρας ήρχετο μία συμμορία, έτρωγον, έπινον εκοιμώντο, την δεν
πρωίαν ήρχιζεν η έρευνα προς σφαγήν και αιχμαλωσίαν· ανεχώρουν οι πρώτοι με
αιχμαλώτους και λάφυρα, και τους διεδέχετο νέα την εσπέραν συμμορία, και ούτως
εφεξής. Ημείς δ’ επεριμένομεν να κορεσθώσι και να παύση η εξάντλησις της λείας
την διαδοχήν του διωγμού, παρακαλούντες τον Θεόν να μη ανακαλυφθώμεν μέχρι
τέλους.
Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των
ατελεύτητων εκείνων ημερών! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας
προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον
από του στήθους της· ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν.
- Θέλεις να μας καταδώσης; έλεγε.
Και έκυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και
δεν ηκούετο ο θρήνος της.
Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την
παρηγόρηση.
- Μη μ’ εγγίζεις και λερώνεσαι!
Δυστυχής νέα! Η μαύρη απελπισία της
εντός του σκοτεινού και δυσώδους εκείνου καταφυγίου ήτο η φοβερωτέρα ένδειξις
της τύχης, η οποία επερίμενε τας λοιπάς εκεί γυναίκας, εάν οι Τούρκοι μάς
ανεκάλυπτον!
Την τελευταίαν νύκτα εξημερώθημεν με
τον φόβον ότι δεν θα σωθώμεν από τας χείρας των. Η θύρα μόνη του σταύλου μάς
εχώριζεν απ’ αυτών.
Την αυγήν επανήλθεν εις την αυλήν η
σιωπή, αλλ’ εξηκολούθει εντός του χωρίου ο θόρυβος. Πόσον βραδέως αι ώραι
παρήρχοντο! Θα επανέλθωσιν οι Τούρκοι πλησίον μας; Θα τους έχωμεν και την νύκτα
πάλιν; Ησθανόμεθα πάντες ότι δεν ηδυνάμεθα να ανθέξωμεν πλειότερον.
Προς το εσπέρας τούς ηκούσαμεν εις την
αυλήν, ετοιμαζομένους προς αναχώρησιν, και εκρατούμεν την αναπνοήν μας,
περιμένοντες την ελπιζομένην απομάκρυνσίν των.
Εκεί, ακούομεν αίφνης, πλησίον της
θύρας, βροντώδη Τούρκου φωνήν.
- Ας ίδωμεν πριν φύγωμεν, τι έχει εις
αυτήν την αποθήκην. Έκαμα τον σταυρόν μου. Κρύος ιδρώς με περιέχυσεν.
Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη,
και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις
την μίαν χείρα, εις δεν την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο
λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των
ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.
Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του
σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την
αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν!
Αναπνοή εντός του σταύλου δεν ηκούετο.
Ο Τούρκος εκτείνει τον πόδα, προχωρεί εν βήμα... Αντήχησε διά μιας ο πάταγος
υδάτων πατουμένων και βλάσφημος του Τούρκου εκφώνησις. - Μόνον βρώμαι είναι
εδώ. Δεν έχει τίποτε. Πηγαίνωμεν!
Η θύρα εκλείσθη μετά κρότου και οι
Τούρκοι ανεχώρησαν. Εσώθημεν! Εν βήξιμον, εις στεναγμός ηδύνατο να μας προδώση.
Αλλ’ ο Θεός μάς ελυπήθη και ηυδόκησε να μας διαφύλαξη, η δε σωτηρία μας την
ώραν εκείνην μας εφάνη ως αγαθός δια το μέλλον οιωνός και επεριμέναμεν με
πλειότερον ήδη θάρρος της δοκιμασίας μας το τέλος.
Δεν εψεύσθησαν αι ελπίδες μας. Την
αυτήν εκείνην εσπέραν, αφού ενύκτωσεν, ηνοίχθη του στάβλου η θύρα και πάλιν,
αλλ’ υπό φίλης τώρα χειρός, και ήλθεν εν μέσω ημών ο χωρικός τον οποίον ο θείος
μου είχεν αποστείλει προς εύρεσιν πλοίου. Πώς εξετέλεσε την παραγγελίαν, πώς
ανεκάλυψε το κρυσφύγετόν μας, δεν γνωρίζω. Έφερε την αγγελίαν ότι πλοίον
ψαριανόν μας επερίμενεν εις έρημον λιμενίσκον, όχι μακράν του χωρίου, και ήτο
έτοιμος ο χωρικός να μας οδήγηση αμέσως προς αυτό.
Η νυκτερινή ώρα, ο φόβος των Τούρκων, η
άγνοια του μέλλοντος, οι κίνδυνοι της φυγής, η ανάμνησις των πρώτων ματαίων
περιπλανήσεων πολλούς δισταγμούς την ώραν εκείνην εγέννησαν. Αλλ’ αν εμέναμεν,
ο όλεθρος ήτο βέβαιος σήμερον ή αύριον, ενώ φεύγοντες ηδυνάμεθα ίσως να
σωθώμεν. Απεφασίσθη λοιπόν η φυγή και ανεχωρήσαμεν υπό την οδηγίαν του χωρικού.
Κρατούμενοι τας χείρας και βαδίζοντες
εν σιωπή εφθάσαμεν εις την άκραν του χωρίου, προς το αντίθετον της εισόδου
μέρος. Εφεύγομεν την πύλην υποπτευόμενοι ότι εφρουρείτο υπό Τούρκων. Ο οδηγός
μας είχε λάβει τα μέτρα του. Εισήλθομεν εντός οικίας ερήμου διά να
δραπετεύσωμεν εκ των όπισθεν. Η νυξ ήτο σκοτεινή, διεκρίνετο όμως εκ του
παραθύρου το κρημνώδες κάτω έδαφος. Εκρεμάσθη σχοινίον και κατέβην πρώτος εγώ.
Έδεσα εις την ζώνην μου το σχοινίον και το εκράτουν εκ των χειρών, ενώ με
κατεβίβαζον οι άνωθεν. Κατήλθον κατόπιν οι λοιποί άνδρες ανά εις, και
επεριλάβομεν έπειτα τας καταβιβαζομένας γυναίκας και παιδία. Τελευταίος
επήδησεν ο χωρικός, ετέθη επί κεφαλής μας, και ήρχισεν η νυκτερινή οδοιπορία.
Η απόστασις δεν ήτο μεγάλη, αλλά δεν
είναι εύκολος ο δρόμος, όταν με την καρδίαν τρέμουσαν φεύγης εις το σκότος, μη
γνωρίζων πού πηγαίνεις, και φοβήσαι ανά πάσαν στιγμήν μη φανώσιν οι Τούρκοι,
και έχης γέροντας και γυναίκας και παιδία μικρά εις την συνοδείαν σου!»
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Μεστά: χωριό της Χίου.
(Δημήτριος Βικέλας) Λουκής Λάρας | Ολόκληρο το βιβλίο εδώ σε ebook
_________________________
Το Εικοσιένα στην ελληνική πεζογραφία
Στις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες, πεζογραφήματα με θέματα από
την προεπαναστατική και επαναστατική εποχή έχουν αξιοσημείωτη παρουσία·
άλλωστε το Εικοσιένα αποτελούσε ακόμη κομμάτι της ατομικής βιωμένης
μνήμης των ανθρώπων της εποχής.
Η επανάσταση του 1821 και η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας στην ελληνική πεζογραφία δεν έχουν την ισχυρή παρουσία που θα ανέμενε κανείς, στο μέτρο που το Εικοσιένα συνιστά την κύρια ιστορική τομή και τη γενέθλια πράξη του ελληνικού έθνους-κράτους και της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Στις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες, πεζογραφήματα με θέματα από την προεπαναστατική και επαναστατική εποχή έχουν αξιοσημείωτη παρουσία· άλλωστε το Εικοσιένα αποτελούσε ακόμη κομμάτι της ατομικής βιωμένης μνήμης των ανθρώπων της εποχής. Ωστόσο, η νεοελληνική φιλολογία δεν αξιολόγησε θετικά αυτά τα πεζογραφήματα, αφενός λόγω της καθαρεύουσας γλώσσας τους, αφετέρου διότι θεώρησε ότι ήταν λογοτεχνικά πρωτόλεια. Αντίθετα αξιολόγησε θετικά την ποίηση της εποχής για το Εικοσιένα, κυρίως αυτή των Σολωμού και Κάλβου. Ορισμένα από τα σημαντικότερα πεζογραφήματα για το Εικοσιένα γράφτηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα: ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα, ο Χρήστος Μηλιόνης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Το Φίλημα» του Μιχαήλ Μητσάκη, τα σχετικά διηγήματα του Γιάννη Βλαχογιάννη και το διήγημα «Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα» της Πηνελόπης Δέλτα. Στη μεταπολεμική περίοδο τα σημαντικότερα σχετικά μυθιστορήματα είναι η τριλογία Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, και Τα στερνά του Μίχαλου του Μ. Καραγάτση, οι Μαυρόλυκοι και ο Ελληνικός όρθρος του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη και Ο Δαίμονας και οι Σουλιώτες του Μιχάλη Περάνθη. Κατά τα άλλα, στη σχετική με το Εικοσιένα πεζογραφία του 20ού αιώνα κυριαρχούν οι μυθιστορηματικές βιογραφίες κλεφταρματολών και ηρώων της Επανάστασης. Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κοινό στοιχείο σε όλη αυτή λογοτεχνία περί το Εικοσιένα είναι η προσέγγιση της οθωμανικής περιόδου ως ενός διαρκούς αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων απέναντι στους κυρίαρχους Τούρκους, αγώνα που οδηγεί κατά φυσικό τρόπο στην επανάσταση. Η ηρωοποίηση των αγωνιστών συνιστά επίσης φυσικό επακόλουθο αυτής της προσέγγισης.
Στη μεταπολίτευση, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, το ιστορικό μυθιστόρημα απουσιάζει σχεδόν εντελώς από την ελληνική λογοτεχνία. Επανεμφανίζεται στη δεκαετία του 1990 ως απότοκο δύο παράλληλων διαδικασιών: αφενός της έξαρσης του εθνικισμού λόγω του Μακεδονικού ζητήματος και αφετέρου της προϊούσας κρίσης των ιδεολογιών μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ και της απίσχνανσης της πασοκικής ιδεολογίας, την οποία δεν μπόρεσε να αναζωογονήσει το εγχείρημα του «σημιτικού» εκσυγχρονισμού. Έτσι η αδυναμία συγκρότησης μιας συνεκτικής ιδεολογίας που να συσπειρώσει ενεργητικά μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού (άλλωστε ο νεοφιλελευθερισμός που ηγεμόνευσε υπονομεύει τα συλλογικά εγχειρήματα) ευνόησε τη διόγκωση της ζήτησης της ιστορίας. Ώθησε στην επαναδιερεύνηση του εθνικού παρελθόντος, στο πλαίσιο μιας προϊούσας ανάγκης να επανεξεταστούν οι εθνικοί μύθοι και βεβαιότητες και να αναζητηθούν οι ιστορικές διαδρομές που οδήγησαν στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
Σε αυτό το πλαίσιο αυξάνονται ραγδαία τα ιστορικά μυθιστορήματα, στην πλειονότητα τους με θεματικές που επικεντρώνονται στον 20ό αιώνα. Αυξάνονται όμως και τα μυθιστορήματα που αφορούν παλαιότερες εποχές όπως η οθωμανική περίοδος και η επανάσταση του 1821. Ορισμένα αποτελούν απλώς αισθηματικά ρομάντζα εποχής, τμήμα μιας διογκούμενης πεζογραφίας με στόχο ένα λαϊκό, κυρίως γυναικείο, αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται για μια πεζογραφία που παλαιότερα περνούσε κυρίως μέσα από τα δημοσιευόμενα σε συνέχειες αναγνώσματα σε εφημερίδες και περιοδικά.
Εμφανίζονται όμως και μυθιστορήματα που επιζητούν να εισαγάγουν νέα στοιχεία στην αφήγηση της οθωμανικής και της επαναστατικής περιόδου, τόσο στην ιστορική προσέγγιση όσο και στους αφηγηματικούς τρόπους. Για παράδειγμα, εκδίδονται μυθιστορήματα με επίκεντρο γυναίκες του Εικοσιένα (τη Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους, τη Δόμνα Βισβίζη ή την Ποθητή της Ελένης Σαραντίτη) τα οποία, ωστόσο, ελάχιστα ξεφεύγουν από την παραδοσιακή εθνική ηρωική οπτική. Άλλα στοιχεία αυτής της πεζογραφίας είναι η στροφή στην περιγραφή της καθημερινότητας ή/και των ερωτικών ηθών, και στην ανάδειξη της βίας με ρεαλιστικό τρόπο και χωρίς τον εξιδανικευτικό ηρωικό χαρακτήρα που διέπνεε την παλαιότερη πεζογραφία. Ορισμένα μυθιστορήματα, απαλλαγμένα από την παραδοσιακή εθνική οπτική, εξετάζουν με νέους όρους τους δρόμους διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας και της επαναστατικής προοπτικής, επιμένοντας στη διερεύνηση των κοινωνικοοικονομικών και ιδεολογικών μεταβολών στις προεπαναστατικές δεκαετίες, ή επανεξετάζουν τις εμφύλιες αντιπαραθέσεις στην Επανάσταση υπό το πρίσμα των κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων που προκαλούν οι νέοι εθνικοί νεωτερικοί προσανατολισμοί της επανάστασης. Ενδεικτικά παραδείγματα: Το ρολόι της σκιάς του Θωμά Σκάσση, το Για μια συντροφιά ανάμεσα μας και Η αναχώρηση του Νίκου Θέμελη, Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη του Κώστα Βούλγαρη, γραμμένο μάλιστα με τη μορφή κέντρωνα.
Η οικονομική κρίση και το προσφυγικό ζήτημα ανανέωσαν το ενδιαφέρον για την ιστορία με πολλαπλούς τρόπους. Τόσο στο ιστορικό μυθιστόρημα όσο και στο ιστορικό θέατρο, ένας συνήθης τρόπος είναι η διερεύνηση επώδυνων στιγμών του παρελθόντος μέσα από την αφήγηση ιστοριών ζωής (ένα είδος απολογισμών ζωής). Σε αυτά τα έργα, ο λανθάνων ή διακηρυκτικός διάλογος παρελθόντος - παρόντος αφενός λειτουργεί παραμυθητικά απέναντι στις σημερινές δυσκολίες, αφετέρου αντιπαρατίθεται εμμέσως στο ζόφο της απαισιοδοξίας που κυριαρχεί, υποδεικνύοντας ότι ο άνθρωπος με καθημερινό αγώνα μπορεί να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του και να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις μεγάλες ανατροπές που επέφερε η κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η νουβέλα Βγερού γλυκά φανού του Γιώργου Χατζόπουλου (εκδ. Αιώρα, 2015) που συμπλέκει την αφήγηση μιας Χιώτισσας που επέζησε από την καταστροφή της Χίου του 1822 ξεπερνώντας χίλιες δυσκολίες, και μιας σύγχρονης γυναίκας που προσπαθεί να διαχειριστεί με αξιοπρέπεια την αποτυχία του γάμου της επανεξετάζοντας παράλληλα όλη την προηγούμενη ζωή της.
Στο μυθιστόρημα Φεύγω ξένη του Γιάννη Μπάρτζη (εκδ. Αντ. Σταμούλη 2014) το υποκείμενο της αφήγησης και του απολογισμού του βίου συνιστά νεωτερισμό για την ελληνική πεζογραφία με θέμα το Εικοσιένα: πρόκειται για την μουσουλμάνα Γκιουλχανούμ, σύζυγο του Κιαμήλ, τελευταίου οθωμανού μπέη της Κορίνθου. Η Γκιουλχανούμ θα χάσει τον σύζυγο της, τον πατέρα της, τον ένα της γιο, θα χάσει την περιουσία της και το 1823 θα αναγκαστεί να φύγει πρόσφυγας με τα δυο παιδιά που της απέμειναν σε άλλα οθωμανικά εδάφη. Ο συγγραφέας, μέσα από τη ματιά της Γκιουλχανούμ, παρουσιάζει μια ειδυλλιακή και προφανώς ανακριβή εικόνα για την προεπαναστατική κοινωνία της Κορίνθου, όπου μουσουλμάνοι και χριστιανοί, προεστοί και ραγιάδες ζουν εν πολλοίς αρμονικά μεταξύ τους. Πρόκειται για μια εικόνα εξίσου ανακριβή με την παραδοσιακή εθνική αφήγηση των Ελλήνων που υπέφεραν τα πάνδεινα από τους βάρβαρους Τούρκους. Ωστόσο, στηριζόμενος στην ανιστορική αυτή προσέγγιση, ο Μπάρτζης καταφέρνει να αναδείξει την άλλη πλευρά της επανάστασης: τα βάσανα και τις τραγικές ανατροπές που η Επανάσταση επέφερε στις ζωές των μουσουλμάνων της Πελοποννήσου οι οποίοι αισθάνονταν εξίσου ντόπιοι με τους χριστιανούς Μοραΐτες. Έτσι ο συγγραφέας θεματοποιεί τη βία, τον πόλεμο και την προσφυγιά ως κοινές πληγές σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας και εθνικότητας.
Το μυθιστόρημα Μαύρο φυλαχτό. Από το Σούλι ως τους Κορφούς του Βαγγέλη Μπέκα (εκδ. Ψυχογιός, 2017) αφηγείται τον τελευταίο πόλεμο των Σουλιωτών με τον Αλή πασά που καταλήγει στην ήττα και την αναγκαστική προσφυγιά τους στην Κέρκυρα. Ο συγγραφέας στηρίζεται κυρίως στην Ιστορία του Σουλίου του Χριστόφορου Περραιβού (1η έκδ.: 1803) και στην εξαιρετική μελέτη της Βάσως Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες (2η έκδ.: Εστία, 2005). Όπως όμως γράφει στον πρόλογο, επιχείρησε να διατηρήσει «μια ισορροπία μεταξύ των “παραδοσιακών” και των κάπως πιο “προοδευτικών” ιστορικών εκτιμήσεων». Ωστόσο μολονότι ο Μπέκας εισάγει στην πραγμάτευση ορισμένα νεωτερικά στοιχεία, όπως π.χ. το ρόλο της βεντέτας και την κεντρική σημασία της φάρας για τη σουλιώτικη κοινωνία ή την αντίθεση μεταξύ της παραδοσιακής κουλτούρας των Σουλιωτών και της νεωτερικής που φέρνει η Γαλλική επανάσταση, η «ισορροπία» γέρνει προς την πλευρά των παραδοσιακών προσεγγίσεων. Η αντίθεση χριστιανών-μουσουλμάνων ταυτίζεται σε τελευταία ανάλυση με την αντίθεση Ελλήνων-Τούρκων και το Σούλι πέφτει εξαιτίας της διχόνοιας που διαίρεσε τους υπερασπιστές του.
Αυτό το τελευταίο συνιστά νομίζω την κυριότερη αδυναμία στα περισσότερα από τα πρόσφατα ιστορικά μυθιστορήματα για το Εικοσιένα: καθώς αδυνατούν να ενσωματώσουν τις σύγχρονες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για τον χαρακτήρα των πολιτικών αντιπαραθέσεων στη διάρκεια του Αγώνα (που οφείλονται εν ολίγοις στις αντιστάσεις των παραδοσιακών στρωμάτων στη συγκρότηση φιλελεύθερου συγκεντρωτικού νεωτερικού κράτους), οι συγγραφείς αποδίδουν τις εμφύλιες συγκρούσεις στη διχόνοια. Πρόκειται για μια ερμηνεία που, συνειδητά ή ασυνείδητα, εκβάλλει και στη σημερινή συγκυρία καθώς προβάλλει ως θεραπεία της κρίσης την ανάγκη ομόνοιας των κομμάτων, παραβλέποντας τις έντονες ιδεολογικές αντιθέσεις τους που εκπροσωπούν αντιπαρατιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα.
Ένα δεύτερο κοινό πρόβλημα στα περισσότερα ιστορικά μυθιστορήματα, πρόσφατα και παλαιότερα, συνιστά η αναχρονιστική πραγμάτευση των ερωτικών σχέσεων και των σχέσεων μεταξύ των φύλων, πρόβλημα που καθίσταται εντονότερο καθώς αυτά τα ζητήματα απασχολούν τους συγγραφείς σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι παλαιότερα. Είναι ωστόσο απότοκο και της έλλειψης επαρκών, σχετικών με αυτά τα θέματα, σύγχρονων επιστημονικών μελετών για τις περιόδους προ της συγκρότησης του ελληνικού κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου