Ο «θίασος Χαϊκάλη» με τη ματιά του δικηγόρου
Κώστας Κούρκουλος, 22/12/2014, metarithmisi.gr
Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ της σκηνοθεσίας μιας θεατρικής παράστασης και της «σκηνοθεσίας» της πραγματικότητας, είναι γνωστή:
Στη θεατρική σκηνοθεσία επιτυγχάνεται ο απόλυτος έλεγχος των θεατρικών δρώμενων, σε όλες τις λεπτομέρειές τους, επειδή αυτά είναι προδιαγεγραμμένα. Άρα, δεν υπάρχει περίπτωση ανατροπής ή διάψευσης του σκηνοθέτη, αφού ουδείς άλλος παράγοντας επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης, εκτός από τον ίδιο.
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στις περιπτώσεις όπου επιχειρείται να «σκηνοθετηθεί», δηλαδή να κατασκευαστεί, η πραγματικότητα. Διότι εκεί ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της έκπληξης και της ανατροπής, μια και η πραγματικότητα είναι πάντα πιο «ευφάνταστη» από τον «σκηνοθέτη». Και ιδίως ως προς τα αυτονόητα. Γι’ αυτό και σε κάθε απόπειρα χάλκευσής της, η πραγματικότητα «εκδικείται» κυρίως με τα αυτονόητα, τα οποία συνήθως διαφεύγουν του «κατασκευαστή». Όταν μάλιστα η πραγματικότητα χαλκεύεται από κατ’ επάγγελμα σκηνοθέτες, δηλαδή από εθισμένους στην ασφάλεια των θεατρικών σεναρίων, τότε δεν υπάρχει απλώς κίνδυνος διάψευσης, αλλά η βεβαιότητα της γελοιοποίησης.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην παράσταση του «θιάσου Χαϊκάλη». Όπου επειδή προφανώς αυτή σκηνοθετήθηκε ως δήθεν πραγματικότητα από επαγγελματία σκηνοθέτη, αγνοήθηκαν όλα τα αυτονόητα. Με πρώτο απ’ όλα, το ακόλουθο: Όταν προβαίνει κάποιος σε καταγγελία κατά συγκεκριμένου προσώπου, το βασικό που προσδιορίζει, είναι η ταυτότητα του καταγγελλομένου. Διότι – στην πραγματική πάντοτε ζωή και όχι στη σκηνοθετημένη - δεν νοείται καταγγελία κατά του «Κανένα». Άλλωστε αν - στην πραγματική πάλι ζωή - καταγγελλόμενος είναι ο «Κανένας», τότε αδυνατεί απολύτως η εισαγγελική αρχή να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια. Εκτός και αν απαιτήσουμε να ελέγξει 10.000.000 κατοίκους αυτής της χώρας, ως υπόπτους. Δηλαδή όλους μας.
Έτσι, εκείνο που διαφορίζει την πραγματική ζωή από την παράσταση του «θιάσου Χαϊκάλη» που είδαμε, είναι η παραβίαση του αυτονόητου από τον κ. Χαϊκάλη, με την άρνησή του να αναφέρει στον εισαγγελέα το όνομα του «διαφθορέα» του. Και αυτό, παρ’ ότι, όπως μάθαμε από τα ΜΜΕ, στην κατάθεση που έδωσε, ρωτήθηκε έξι φορές να πει το όνομα και αρνήθηκε. Και όχι μόνον, αλλά αρνήθηκε να προσδιορίσει έστω κάποια ιδιότητα του «διαφθορέα». Έτσι, ο κατά την «καταγγελία» Χαϊκάλη διαφθορέας, παρέμενε ο «Κανένας» και μετά την κατάθεσή του.
Στο σημείο αυτό, είναι αναγκαίος ο νομικός έλεγχος της υπόθεσης:
Η καταγγελία ως είχε, ήταν ανεπίδεκτη δικαστικής έρευνας, εφ’ όσον ο καταγγέλλων αρνείτο και να πει ποιόν καταγγέλλει. Βεβαίως, η καταγγελία ήταν επιδεκτική καλλιτεχνικής κριτικής, ως προς τη σεναριακή σύλληψη και τη σκηνοθετική εκτέλεση. Ως αναρμόδιος όμως, σηκώνω τα χέρια ψηλά, αφήνοντας το καθήκον αυτό στους τεχνοκριτικούς.
Και για να ολοκληρώσω το δικό μου καθήκον, μέχρι εκείνη τη στιγμή η εισαγγελία έχει μόνο ένα έγκλημα να εξετάσει. Και αυτό διαπράχθηκε από τον κ. Χαϊκάλη, με την άρνησή του να αναφέρει εξεταζόμενος το όνομα του καταγγελλόμενου, η οποία άρνηση τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 224 ΠΚ, με την ποινή της ψευδορκίας. Γι’ αυτό μάλιστα το έγκλημα, θα έπρεπε να διαταχθεί η σύλληψή του με τη διαδικασία του αυτοφώρου, αν δεν ήταν βουλευτής. Την ιδιότητα του βουλευτή όμως εκμεταλλεύτηκε ο κ. Χαϊκάλης και έτσι γελοιοποίησε εκ του ασφαλούς και τις δικαστικές αρχές.
Η στάση αυτή του κ. Χαϊκάλη να επιμένει ότι «διαφθορέας» ήταν ο «Κανένας», οδηγεί με όρους λογικής αναγκαιότητας, στο εξής συμπέρασμα: Δεν ενδιέφερε τον σκηνοθέτη η σύλληψη του «διαφθορέα». (Άλλωστε φαίνεται πως δεν υπήρχε πραγματικός διαφθορέας). Και προκύπτει το ερώτημα: Τότε, ποιος ήταν ο σκοπός του σκηνοθέτη; Την απάντηση έδωσαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές με τη στάση τους. Ήταν η εγγραφή «υποθήκης» για το τηλεοπτικό σώου που ετοίμαζε ο σκηνοθέτης, μια και για να αποκτήσει αυτό κάποια σοβαροφάνεια, έπρεπε να στηρίζεται σε δικαστικό προηγούμενο. Διότι δεν θα ήταν αξιόπιστη η τηλεοπτική καταγγελία του κ. Λαζόπουλου, αν δεν είχε προηγηθεί η δικαστική καταγγελία. Στη σχεδίαση όμως της δικαστικής καταγγελίας απέτυχε ο σκηνοθέτης, επειδή – όπως επισημάναμε - μπέρδεψε την πραγματική ζωή, με το θεατρικό σενάριο. Και έτσι γελοιοποίησε τους πάντες.
Πρώτα απ’ όλα γελοιοποίησε τον πρωταγωνιστή της παράστασης κ. Χαϊκάλη, ο οποίος όχι στο θέατρο, αλλά στην πραγματική ζωή, επέμενε επί μέρες να καταγγέλλει στις αρχές τον «Κανένα».
Αλλά γελοιοποίησε και όλους τους δευτεραγωνιστές της παράστασης, οι οποίοι, ακόμη και όταν η πραγματική ζωή διέψευδε τον σκηνοθέτη, αυτοί ενεργούσαν βάσει του αρχικού σεναρίου, ως ξεχασμένοι ηθοποιοί! Μία δειγματοληψία θα πείσει:
Παρ’ ότι μάθαμε όλοι ότι ο κ. Χαϊκάλης είχε καταγγείλει τον «κανένα» και το γέλιο – μαζί με την αηδία βεβαίως - απλωνόταν σε όλη τη χώρα, ο κ. Τσίπρας συνέχισε να μιλάει για "σοβαρή καταγγελία"! Και όχι μόνον, αλλά εξεθείαζε τον κ. Χαϊκάλη ότι "έπραξε το καθήκον του"!
Παρ’ ότι θα ήταν λογικό να ζητηθεί από τους οικείους του ειδική φροντίδα του κ. Χαϊκάλη, εφ’ όσον στα σοβαρά και εκτός θεάτρου κατήγγελλε τον «κανένα» – αντίθετα, στο θέατρο όλα επιτρέπονται – ο ΣΥΡΙΖΑ ασκούσε δημόσια κριτική στην εισαγγελία, επειδή δεν συνέλαβε τον «κανένα»!
Παρ’ ότι όλη η χώρα διασκέδαζε και ταυτόχρονα αηδίαζε με αυτούς που συνέχιζαν να συμπεριφέρονται βάσει του αρχικού σεναρίου, ενώ αυτό είχε γελοιοποιηθεί, ήρθαν και οι Βουδούρης – Παραστατίδης, με τους υπαινιγμούς τους.
Επειδή απάντησε με τρόπο ανεπανάληπτο ο Σ. Λυκούδης, ένας εκπρόσωπός μας που μας τιμά, δεν θα αποτολμήσω την επανάληψη. Θα σημειώσω όμως ότι η συκοφαντία που εκτοξεύεται με υπαινιγμούς, παραπέμπει σε νοοτροπίες υποκόσμου. Ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον ορισμό του συκοφαντικού ολοκληρωτισμού.
Τέλος, ως προς τον «διαφθορέα»: Δεν γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον σκηνοθέτη. Αν δηλαδή έπαιξε και αυτός συνειδητά το ρόλο που του ανέθεσε ο σκηνοθέτης ή απλώς ο τελευταίος εκμεταλλεύτηκε κάποια ψυχοπαθολογία του. (Θυμίζω ότι οι παναθηναϊκοί είχαμε γελοιοποιηθεί με την περίπτωση Τσάκα). Είναι όλα πιθανά. Τα άτομα άλλωστε που πρωταγωνίστησαν, εγγυώνται την αθλιότητα. Ήτοι και ο κ. Λαζόπουλος, ο οποίος, στο ηροστράτειο πάθος του μπέρδεψε την πραγματική ζωή με τον σκηνοθετικό μύθο, γελοιοποιώντας έτσι όλους τους συνεργούς του και ο εσμός των νεοσταλινικών, που χρησιμοποίησε τους πρωταγωνιστές ως χρήσιμους ηλίθιους, αλλά και τα άτακτα στίφη των ψεκασμένων.
Υπάρχει όμως και κάτι τρομακτικό στην όλη υπόθεση: Είναι το γεγονός ότι όλος αυτός ο «θίασος», δεν έχει καν την αίσθηση του γελοίου. Όπως όλες οι γνωστές μορφές του ολοκληρωτισμού. Οι οποίες – για να μην ξεχνάμε - συνήθως ξεκίνησαν ως «θίασοι».
Στη θεατρική σκηνοθεσία επιτυγχάνεται ο απόλυτος έλεγχος των θεατρικών δρώμενων, σε όλες τις λεπτομέρειές τους, επειδή αυτά είναι προδιαγεγραμμένα. Άρα, δεν υπάρχει περίπτωση ανατροπής ή διάψευσης του σκηνοθέτη, αφού ουδείς άλλος παράγοντας επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης, εκτός από τον ίδιο.
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στις περιπτώσεις όπου επιχειρείται να «σκηνοθετηθεί», δηλαδή να κατασκευαστεί, η πραγματικότητα. Διότι εκεί ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της έκπληξης και της ανατροπής, μια και η πραγματικότητα είναι πάντα πιο «ευφάνταστη» από τον «σκηνοθέτη». Και ιδίως ως προς τα αυτονόητα. Γι’ αυτό και σε κάθε απόπειρα χάλκευσής της, η πραγματικότητα «εκδικείται» κυρίως με τα αυτονόητα, τα οποία συνήθως διαφεύγουν του «κατασκευαστή». Όταν μάλιστα η πραγματικότητα χαλκεύεται από κατ’ επάγγελμα σκηνοθέτες, δηλαδή από εθισμένους στην ασφάλεια των θεατρικών σεναρίων, τότε δεν υπάρχει απλώς κίνδυνος διάψευσης, αλλά η βεβαιότητα της γελοιοποίησης.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην παράσταση του «θιάσου Χαϊκάλη». Όπου επειδή προφανώς αυτή σκηνοθετήθηκε ως δήθεν πραγματικότητα από επαγγελματία σκηνοθέτη, αγνοήθηκαν όλα τα αυτονόητα. Με πρώτο απ’ όλα, το ακόλουθο: Όταν προβαίνει κάποιος σε καταγγελία κατά συγκεκριμένου προσώπου, το βασικό που προσδιορίζει, είναι η ταυτότητα του καταγγελλομένου. Διότι – στην πραγματική πάντοτε ζωή και όχι στη σκηνοθετημένη - δεν νοείται καταγγελία κατά του «Κανένα». Άλλωστε αν - στην πραγματική πάλι ζωή - καταγγελλόμενος είναι ο «Κανένας», τότε αδυνατεί απολύτως η εισαγγελική αρχή να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια. Εκτός και αν απαιτήσουμε να ελέγξει 10.000.000 κατοίκους αυτής της χώρας, ως υπόπτους. Δηλαδή όλους μας.
Έτσι, εκείνο που διαφορίζει την πραγματική ζωή από την παράσταση του «θιάσου Χαϊκάλη» που είδαμε, είναι η παραβίαση του αυτονόητου από τον κ. Χαϊκάλη, με την άρνησή του να αναφέρει στον εισαγγελέα το όνομα του «διαφθορέα» του. Και αυτό, παρ’ ότι, όπως μάθαμε από τα ΜΜΕ, στην κατάθεση που έδωσε, ρωτήθηκε έξι φορές να πει το όνομα και αρνήθηκε. Και όχι μόνον, αλλά αρνήθηκε να προσδιορίσει έστω κάποια ιδιότητα του «διαφθορέα». Έτσι, ο κατά την «καταγγελία» Χαϊκάλη διαφθορέας, παρέμενε ο «Κανένας» και μετά την κατάθεσή του.
Στο σημείο αυτό, είναι αναγκαίος ο νομικός έλεγχος της υπόθεσης:
Η καταγγελία ως είχε, ήταν ανεπίδεκτη δικαστικής έρευνας, εφ’ όσον ο καταγγέλλων αρνείτο και να πει ποιόν καταγγέλλει. Βεβαίως, η καταγγελία ήταν επιδεκτική καλλιτεχνικής κριτικής, ως προς τη σεναριακή σύλληψη και τη σκηνοθετική εκτέλεση. Ως αναρμόδιος όμως, σηκώνω τα χέρια ψηλά, αφήνοντας το καθήκον αυτό στους τεχνοκριτικούς.
Και για να ολοκληρώσω το δικό μου καθήκον, μέχρι εκείνη τη στιγμή η εισαγγελία έχει μόνο ένα έγκλημα να εξετάσει. Και αυτό διαπράχθηκε από τον κ. Χαϊκάλη, με την άρνησή του να αναφέρει εξεταζόμενος το όνομα του καταγγελλόμενου, η οποία άρνηση τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 224 ΠΚ, με την ποινή της ψευδορκίας. Γι’ αυτό μάλιστα το έγκλημα, θα έπρεπε να διαταχθεί η σύλληψή του με τη διαδικασία του αυτοφώρου, αν δεν ήταν βουλευτής. Την ιδιότητα του βουλευτή όμως εκμεταλλεύτηκε ο κ. Χαϊκάλης και έτσι γελοιοποίησε εκ του ασφαλούς και τις δικαστικές αρχές.
Η στάση αυτή του κ. Χαϊκάλη να επιμένει ότι «διαφθορέας» ήταν ο «Κανένας», οδηγεί με όρους λογικής αναγκαιότητας, στο εξής συμπέρασμα: Δεν ενδιέφερε τον σκηνοθέτη η σύλληψη του «διαφθορέα». (Άλλωστε φαίνεται πως δεν υπήρχε πραγματικός διαφθορέας). Και προκύπτει το ερώτημα: Τότε, ποιος ήταν ο σκοπός του σκηνοθέτη; Την απάντηση έδωσαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές με τη στάση τους. Ήταν η εγγραφή «υποθήκης» για το τηλεοπτικό σώου που ετοίμαζε ο σκηνοθέτης, μια και για να αποκτήσει αυτό κάποια σοβαροφάνεια, έπρεπε να στηρίζεται σε δικαστικό προηγούμενο. Διότι δεν θα ήταν αξιόπιστη η τηλεοπτική καταγγελία του κ. Λαζόπουλου, αν δεν είχε προηγηθεί η δικαστική καταγγελία. Στη σχεδίαση όμως της δικαστικής καταγγελίας απέτυχε ο σκηνοθέτης, επειδή – όπως επισημάναμε - μπέρδεψε την πραγματική ζωή, με το θεατρικό σενάριο. Και έτσι γελοιοποίησε τους πάντες.
Πρώτα απ’ όλα γελοιοποίησε τον πρωταγωνιστή της παράστασης κ. Χαϊκάλη, ο οποίος όχι στο θέατρο, αλλά στην πραγματική ζωή, επέμενε επί μέρες να καταγγέλλει στις αρχές τον «Κανένα».
Αλλά γελοιοποίησε και όλους τους δευτεραγωνιστές της παράστασης, οι οποίοι, ακόμη και όταν η πραγματική ζωή διέψευδε τον σκηνοθέτη, αυτοί ενεργούσαν βάσει του αρχικού σεναρίου, ως ξεχασμένοι ηθοποιοί! Μία δειγματοληψία θα πείσει:
Παρ’ ότι μάθαμε όλοι ότι ο κ. Χαϊκάλης είχε καταγγείλει τον «κανένα» και το γέλιο – μαζί με την αηδία βεβαίως - απλωνόταν σε όλη τη χώρα, ο κ. Τσίπρας συνέχισε να μιλάει για "σοβαρή καταγγελία"! Και όχι μόνον, αλλά εξεθείαζε τον κ. Χαϊκάλη ότι "έπραξε το καθήκον του"!
Παρ’ ότι θα ήταν λογικό να ζητηθεί από τους οικείους του ειδική φροντίδα του κ. Χαϊκάλη, εφ’ όσον στα σοβαρά και εκτός θεάτρου κατήγγελλε τον «κανένα» – αντίθετα, στο θέατρο όλα επιτρέπονται – ο ΣΥΡΙΖΑ ασκούσε δημόσια κριτική στην εισαγγελία, επειδή δεν συνέλαβε τον «κανένα»!
Παρ’ ότι όλη η χώρα διασκέδαζε και ταυτόχρονα αηδίαζε με αυτούς που συνέχιζαν να συμπεριφέρονται βάσει του αρχικού σεναρίου, ενώ αυτό είχε γελοιοποιηθεί, ήρθαν και οι Βουδούρης – Παραστατίδης, με τους υπαινιγμούς τους.
Επειδή απάντησε με τρόπο ανεπανάληπτο ο Σ. Λυκούδης, ένας εκπρόσωπός μας που μας τιμά, δεν θα αποτολμήσω την επανάληψη. Θα σημειώσω όμως ότι η συκοφαντία που εκτοξεύεται με υπαινιγμούς, παραπέμπει σε νοοτροπίες υποκόσμου. Ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον ορισμό του συκοφαντικού ολοκληρωτισμού.
Τέλος, ως προς τον «διαφθορέα»: Δεν γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον σκηνοθέτη. Αν δηλαδή έπαιξε και αυτός συνειδητά το ρόλο που του ανέθεσε ο σκηνοθέτης ή απλώς ο τελευταίος εκμεταλλεύτηκε κάποια ψυχοπαθολογία του. (Θυμίζω ότι οι παναθηναϊκοί είχαμε γελοιοποιηθεί με την περίπτωση Τσάκα). Είναι όλα πιθανά. Τα άτομα άλλωστε που πρωταγωνίστησαν, εγγυώνται την αθλιότητα. Ήτοι και ο κ. Λαζόπουλος, ο οποίος, στο ηροστράτειο πάθος του μπέρδεψε την πραγματική ζωή με τον σκηνοθετικό μύθο, γελοιοποιώντας έτσι όλους τους συνεργούς του και ο εσμός των νεοσταλινικών, που χρησιμοποίησε τους πρωταγωνιστές ως χρήσιμους ηλίθιους, αλλά και τα άτακτα στίφη των ψεκασμένων.
Υπάρχει όμως και κάτι τρομακτικό στην όλη υπόθεση: Είναι το γεγονός ότι όλος αυτός ο «θίασος», δεν έχει καν την αίσθηση του γελοίου. Όπως όλες οι γνωστές μορφές του ολοκληρωτισμού. Οι οποίες – για να μην ξεχνάμε - συνήθως ξεκίνησαν ως «θίασοι».
Ο Κώστας Κούρκουλος είναι δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου