Ραφαήλ, "Η Σχολή των Αθηνών", 1505.
«ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ -ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΦΕΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΥΣ-»
Τσαμκιράνη Ειρήνη, Φιλόλογος
Οκτώβριος 2014
Οι ρίζες του αρχαίου
ελληνικού στοχασμού χάνονται πολύ βαθιά στην αχλύ της προϊστορίας. Πριν από τις
απαρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, όταν ο λόγος ήρθε σε ρήξη με το μύθο μέσα από τις
ριζοσπαστικές ιδέες των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, με αποτέλεσμα να τεθούν οι
βάσεις του λαμπρού ελληνικού πολιτισμού που επακολούθησε, εκείνος ο μαγικός
κόσμος του μύθου που προηγήθηκε, δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος. Απεναντίας,
ως εκπληκτικό δημιούργημα και αυτός του ελληνικού πνεύματος κεντρίζει έντονα το
ενδιαφέρον με την ιδιαίτερη φύση και παραδοξότητά του, καθώς και με τις
αντιθέσεις του σε σχέση με τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό του «λόγου», όπως τον
γνωρίζουμε στη συνέχεια,
Κατ’ αρχήν, ως προς τη
φράση «προϊστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας», που τίθεται στον τίτλο, ο
όρος φιλοσοφία δόθηκε συμβατικά. Διότι οι λέξεις φιλόσοφος και φιλοσοφία
απαντώνται μετά τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η πρώτη μαρτυρία για τη χρήση της λέξης
φιλόσοφος βρίσκεται σ’ ένα απόσπασμα, που αποδίδεται στον Ηράκλειτο, αρχή του
5ου π.Χ. αιώνα, ο όρος δε παγιώνεται και καθιερώνεται οριστικά από τον Πλάτωνα
και Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης όμως, ιδιαίτερα, παρατηρεί ότι ο Θαλής θεωρείται
«ο της τοιαύτης αρχηγός φιλοσοφίας» (Μετά τα Φυσικά 983b 20).
Ωστόσο, ο προϊστορικός
ελληνικός στοχασμός, στη βάση του συμβολικός και ποιητικός, δεν αποκλείει ένα
είδος σπερματικής φιλοσοφικής σκέψης. Ποιο είναι όμως επακριβώς αυτό το είδος
στοχασμού, που χαρακτηρίζει τον κόσμο του μύθου και το οποίο αντιτίθεται στον
κόσμο του λόγου; Η απάντηση είναι ως προς ένα βαθμό δυνατή με τη μέθοδο της
αντιπαράθεσης των γενικών χαρακτηριστικών των δύο κόσμων, ώστε να γίνει
κατανοητή η φύση ενός εκάστου μέσα από τον εντοπισμό των διαφορών τους. Εν
τούτοις, δεν πρόκειται απλά για διαφορές παρά για αντιθέσεις, έτσι ώστε να
φαίνεται ότι ο ένας κόσμος λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τον άλλον.
Η έννοια του μύθου
Τον 6ο π.Χ. αιώνα
έχουμε τη γέννηση του λόγου. Εν προκειμένω, με τη λέξη «λόγος» εννοούμε την
ανάπτυξη της λογικής αφαιρετικής και ορθολογικής σκέψης (ορθός λόγος), η οποία
κινητοποιεί το νου προς προβληματισμό θέτοντας ερωτήματα, που αναζητούν
απαντήσεις. Το σπουδαίο αυτό νοητικό εργαλείο οδήγησε στη γέννηση της
πόλης-κράτους και στον ακτινοβόλο κλασικό ελληνικό πολιτισμό.
΄Ομως και
ο μύθος είναι λόγος, αλλά διαφορετικός. Η λέξη μύθος σημαίνει είτε το «σκοτεινό
λόγο», εκ του μύω=κλείνω τα μάτια (αν και κάποια λεξικά δεν υιοθετούν
την εκδοχή), είτε απλά τον λόγο, αλλά τον διδακτικό, από το ρήμα μυώ=διδάσκω,
δηλαδή εισάγω κάποιον στη γνώση. Μία σημασία όμως του ρήματος μυώ είναι και
«συμπιέζω τα χείλη».
Συνεπώς, η έννοια του
«μύθου», ως λόγου, περιέχει κάτι το σκοτεινό, το απόκρυφο και μυστικό, το οποίο
και δεν κοινοποιείται. Παραβάλλοντας και μία σειρά σχετικών λέξεων, όπως
μύστης, μυστικός, μυημένος κλπ, καθίσταται σαφές ότι η έννοια της λέξης μύθος
δεν αφορά απλά και μόνο στη σημασία της πλαστής, αλληγορικής διήγησης, όπως
συνηθίσαμε γενικά να την εννοούμε, αλλά πιο ειδικά στο συγκαλυμμένο λόγο.
Παρά ταύτα, ο
πολιτισμός της μυθικής περιόδου είναι κατά βάση προφορικός και αφηγηματικός,
εφόσον η λέξη μύθος σημαίνει ευρύτερα και την ομιλία και κυρίως ό,τι
μεταδίδεται με το στόμα. Εκ πρώτης όψεως έχουμε να κάνουμε με κάτι αντιφατικό.
Από τη μια ο συγκαλυμμένος λόγος και από την άλλη ο λόγος που μεταδίδεται
προφορικά και κοινοποιείται. Το πράγμα έχει την εξήγησή του.
Βασικά γνωρίσματα του πολιτισμού του μύθου
Πράγματι, ο πολιτισμός
αυτός για αιώνες βασίζονταν στην ακρόαση ποιητικών ασμάτων, που μεταδίδονταν
από γενιά σε γενιά. ΄Ετσι, έχουμε τις μεγάλες επικές συνθέσεις, τις επικές
διηγήσεις, που ιστορούσαν «άθλα παλαιών ηρώων», γενεαλογίες θεών και κοσμογονίες,
οι οποίες τραγουδούσαν τη μορφή και τις αρχές του κόσμου.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε
ότι υπήρχε ένα είδος γραπτού λόγου, αυτός περιορίζονταν μόνο σε κλειστούς
κύκλους μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης, στους βασιλείς, άρχοντες, και ιερείς.
Θρησκευτικά προνόμια,
καθώς και η ιερή και μυστική γνώση, παρέμεναν ζηλότυπα κλεισμένα στην κατοχή
των ολίγων προνομιούχων, που ανήκαν σε κληρονομικά αριστοκρατικά και
θρησκευτικά γένη. Ο υπόλοιπος κόσμος αρκούνταν ν’ ακούει ό,τι του επέτρεπαν
μέσα από τις εκτενείς ποιητικές συνθέσεις των αοιδών, οι οποίες περιείχαν μεν
την υψηλή γνώση , όμως δοσμένη με συγκαλυμμένο τρόπο στους αμύητους. Ιερά
είδωλα και μυστικά σύμβολα και ξόανα κρύβονταν μέσα στο ανάκτορο του βασιλιά ή
στο σπίτι του ιερέα, εφόσον δεν υπήρχαν ναοί για να εκτίθενται φανερά.
Ο πολιτισμός αυτός,
εκτός από βαθιά θρησκευτικός, χαρακτηρίζεται από ένα ενοποιητικό στοιχείο ως
προς την κοσμοαντίληψή του, ότι δηλαδή τα πάντα στον κόσμο αποτελούν μια
αδιαίρετη ενότητα και κατά συνέπεια απουσιάζει από το στοχασμό του η ορθολογική
και αφαιρετική σκέψη, η οποία στη βάση της είναι δυαδική.
Με το δεδομένο ότι η
θεώρηση και αντίληψη περί του κόσμου σε κάθε εποχή και λαό είναι συνάρτηση και
του πολιτεύματός του, η δυναμική και γενικευμένη κυριαρχία του βασιλιά κατά τη
μυθική εποχή, ο οποίος επιδιώκει κάτω από το σκήπτρο του να ενώσει τους πάντες,
αντανακλά ως ένα βαθμό την ιδέα της ενότητας στην ερμηνεία του κόσμου. Ως
αποτέλεσμα, οι παλιές κοσμοθεωρίες αποτελούν μείγμα θρησκευτικών δοξασιών,
φιλοσοφικών παρατηρήσεων και εν σπέρματι επιστημονικών θεωριών. Στους πλείστους
των αρχαίων πολιτισμών το μείγμα τούτο της θρησκείας, φιλοσοφίας και επιστήμης,
παρέμεινε αδιαχώριστο και αδιάσπαστο επί αιώνες. Συνεπώς, και οι πρώτοι
στοχαστές του ελληνικού πνεύματος, των οποίων η μορφή χάνεται μέσα στη μυθική
παράδοση, εμφανίζονται ταυτόχρονα ως προφήτες και μύστες, ως φιλόσοφοι (αν
μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο) και ως επιστήμονες. Νοώντας, βέβαια, ως
επιστήμη για την εποχή την κατάκτηση κάποιας υψηλής γνώσης ως προς την
κατανόηση και ερμηνεία του κόσμου και των φαινομένων του, της οποίας γνώσης η
πηγή δεν είναι φανερή. Οι στοχαστές, δηλαδή, του μυθικού κόσμου, είναι ποιητές
και όχι διανοητές.
Αντίστοιχα, όπως ο
βασιλιάς επιβάλλει τις αποφάσεις στο λαό του ως νόμο, (όχι όμως γραπτά για την
εποχή εκείνη), υπάρχει η πίστη στη δύναμη ενός Παγκόσμιου νόμου, που κυβερνάει
και εποπτεύει τα πάντα.
Μέσα σε όλο τον
ενοποιημένο αυτό κόσμο, θεοί, φύση και ανθρώπινη κοινωνία νοούνται και
μείγνυνται αδιάσπαστα και αδιαχώριστα (οπότε δεν νοείται διαχωρισμός
αντιθέτων), πίσω όμως και μέσα από τα στοιχεία και τα φαινόμενα της φύσης
ενεργούν πάντα ανθρωπομορφικά οι θεοί, ούτως ώστε όλα ν’ αποκτούν έναν
υπερφυσικό χαρακτήρα.
Αυτός είναι σε γενικές
γραμμές ο κόσμος του μύθου, του σκοτεινού λόγου. Για την πληρέστερη όμως
κατανόησή του κρίνεται σκόπιμο ο κόσμος αυτός να αντιπαρατεθεί με τον μετέπειτα
κόσμο του λόγου, ώστε μέσα από την προσέγγισή τους να καταστεί πιο αισθητή η
ποιότητα και ο χαρακτήρας ενός εκάστου, κυρίως δε του πρώτου, που μας απασχολεί.
Βασικά γνωρίσματα του πολιτισμού του λόγου
Το πέρασμα από το μύθο
στο λόγο δεν γίνεται απότομα, αλλά βαθμιαία. Η σταδιακή αλλαγή σχετίζεται άμεσα
με την άμβλυνση του ενοποιητικού στοιχείου του κόσμου και την εμφάνιση στη
σκέψη ενός υποτυπώδους ορθολογικού στοιχείου. Το γεγονός αυτό επισημαίνεται
στους τελευταίους αιώνες της μυθικής εποχής, λίγο πριν την αυγή του
ριζοσπαστικού 6ου αιώνα, όπου γεννιέται ο εκτυφλωτικός λόγος, που αποκαλύπτει
πλέον στο φως τη σοφία. Ο υποτυπώδης ορθολογισμός εμφανίζεται δειλά στα πρώτα
γραπτά κείμενα σε πεζό λόγο, όπως οι νόμοι των νομοθετών ή τα ηθικά αποφθέγματα
των επτά σοφών. Οι αλλαγές είναι σε άμεση συνάρτηση με τη σταδιακή αποδυνάμωση
της βασιλείας, καθώς και τις ραγδαίες μεταβολές, που γνωρίζουν οι ελληνικές
κοινωνίες μετά την κατάρρευση των Μυκηναϊκών βασιλείων, οι οποίες και οδήγησαν
στην έλευση της πόλης- κράτους. Κυρίως τον 8ο και 7ο αιώνα οι κοινωνικές
αναταραχές και ο θρησκευτικός αναβρασμός οδήγησαν στον εν λόγω μετασχηματισμό.
Οι Μιλήσιοι όμως φιλόσοφοι δημιουργούν τη μεγάλη ανατροπή.
Οι στοχαστές της
εποχής, δηλαδή οι φιλόσοφοι πλέον, εκφράζονται σε πεζό και γραπτό κείμενο, εν
αντιθέσει με εκείνους της μυθικής εποχής, που χρησιμοποιούν προφορικό και
ποιητικό λόγο, διότι οι πρώτοι δεν αποβλέπουν να αναπτύξουν και να μεταδώσουν
απλά μία παράδοση, αλλά να δώσουν μία εξήγηση σχετικά με ορισμένα φυσικά
φαινόμενα και την οργάνωση του κόσμου.
Το πέρασμα από τον
προφορικό στον γραπτό λόγο και από τη διήγηση στην εξήγηση έχει εργαλείο μια
σκέψη θετική και ορθολογική.
Οι φιλόσοφοι δεν
εισάγουν στις ερμηνείες τους κανένα υπερφυσικό στοιχείο, έστω κι αν βεβαιώνουν
ότι «τα πάντα πλήρη θεών είναι», απεναντίας η δύναμη της φύσης παίρνει τη θέση
των αρχαίων θεών.
Η τάξη του σύμπαντος
δεν οφείλεται πλέον στους θεούς ή σ’ έναν κυρίαρχο θεό, αλλά στον ενυπάρχοντα
μέσα στην ίδια τη φύση νόμο, δηλαδή στις μόνιμες αρχές πίσω από τη φαινομενική
ροή των πραγμάτων. Ο νόμος αυτός της δικαιοσύνης (Δίκης), συνεπάγεται για όλα τα
συστατικά στοιχεία του κόσμου μια τάξη ισότητας προετοιμάζοντας την ισότητα των
πολιτών απέναντι στην πόλη.
Οι νομικές αποφάσεις συντάσσονται και δημοσιεύονται. Μια νέα ανθρώπινη
τάξη αντικαθιστά την απόλυτη εξουσία του μονάρχη μέσω ενός γραπτού δημόσιου
νόμου, ίσου για όλους.
Η ενότητα της φύσης και η ένωση των αντιθέτων γίνεται δυαδικότητα. Οι
φιλόσοφοι δεν τονίζουν την ενότητα της φύσης, αλλά τη δυαδικότητα των ανθρώπων.
Ο διχασμός της φύσης προσδιορίζει και το χωρισμό του πρώην αδιάσπαστου συνόλου μεταξύ
φύσης, θεών και ανθρώπων, γεγονός που αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση ορθολογικής
σκέψης. Οι έννοιες του φυσικού, του ανθρώπινου και του θεϊκού ξεχωρισμένες
πλέον προσδιορίζονται καλύτερα αμοιβαία.
Το «θαυμάζειν» του μύθου είναι σημάδι παρουσίας του υπερφυσικού. Το
«θαυμάζειν» του Σωκράτη στον Πλατωνικό διάλογο «Θεαίτητος» είναι η μόνη αρχή
της φιλοσοφίας, που κινητοποιεί τη νόηση σε αναζήτηση.
Ο φιλόσοφος αποσπάται από τη μυστικότητα και η άλλοτε μυστική γνώση
γίνεται κοινό αγαθό ισότιμα μοιρασμένο και κατακτάται μέσα από την ελεύθερη
αντιθετική συζήτηση.
Από τη θρησκευτική αποκάλυψη με τη μυστηριακή της μορφή διαμορφώνεται μια
νέα έννοια της αλήθειας, αλήθειας ανοικτής, προσιτής σε όλους, όπου το μυστήριο
μεταβάλλεται σε συζήτηση.
Ο φιλόσοφος αντικαθιστά το βασιλιά, ιερέα και μύστη, καθώς η φιλοσοφία
καθίσταται ένα είδος μύησης μέσω του δασκάλου και μαθητή.
Τα παλιά ιερατικά γένη βάζουν τώρα στην υπηρεσία της πόλης την ιερή
γνώση. Τα ιερά είδωλα μεταναστεύουν στη δημόσια κατοικία τους, στο ναό και τα
βλέπει ως εικόνες ο κόσμος όλος.
Ο φιλόσοφος οπλισμένος με το λόγο και το γραπτό κείμενο φέρνει το
μυστήριο στο κέντρο της αγοράς.
Σύλλογοι και μυστήρια
ανοίγουν τις πόρτες τους σε άτομα, που μπορούν τώρα να γνωρίσουν τις ιερές
αλήθειες, προνόμιο άλλοτε των κληρονομικών γενών, δίχως περιορισμούς σε
κοινωνική θέση και καταγωγή.
Ο Ωκεανός και η Γαία
χάνουν τον ανθρωπομορφικό τους χαρακτήρα, για να γίνουν στους Ίωνες φιλοσόφους
απλά το νερό και η γη. Παρά ταύτα, μέσα από τα στοιχεία πιστεύεται ότι ενεργούν
δυνάμεις θεϊκές και συνάμα φυσικές. Τα ίδια τα στοιχεία είναι οι δυνάμεις, που
γίνονται αντιληπτές με αφηρημένο πλέον και όχι ανθρωπομορφικό τρόπο. Δεν
υπάρχει τίποτε που να μην είναι φύση.
Εν συνόψει, η καταγωγή
της πρώτης ελληνικής φιλοσοφίας (των Ιώνων), είναι μυθική και ιερουργική. Απλά,
στις κοσμολογίες τους επαναλαμβάνουν τους κοσμογονικούς μύθους και τους δίνουν
προεκτάσεις, διότι πίσω από «τα στοιχεία» των Ιώνων διαγράφεται η μορφή των
αρχαίων θεοτήτων. Ανάμεσα στη φιλοσοφία του Αναξίμανδρου και στη Θεογονία του
Ησιόδου οι δομές αντιστοιχούν μεταξύ τους, ακόμη και στις λεπτομέρειες.
Η κοσμολογία των Ιώνων
έχει μεν τη ρίζα της στη μυθική σκέψη, όμως από την άλλη μεριά ο ελληνικός
λόγος είναι γνήσιο παιδί της πόλης. Μετατοπίζει το κέντρο βάρους από τους θεούς
στον άνθρωπο- πολίτη και τον διαπαιδαγωγεί στην πολιτική φιλοσοφία, πολιτική
σκέψη και πολιτική ηθική.
Ιατρομάντεις, οι πρόδρομοι των φιλοσόφων
Όπως προαναφέρθηκε, οι
πρώτοι στοχαστές του αρχαίου ελληνικού πνεύματος είναι ταυτόχρονα προφήτες,
φιλόσοφοι και επιστήμονες. Είναι οι «θείοι άνδρες», που συνδυάζουν τα
γνωρίσματα του προφήτη, ποιητή, μουσικού, γιατρού, τραγουδιστή και βλέπουν πέρα
από το αισθητό. Είναι οι άνθρωποι, που γνωρίζουν τα περασμένα, τα τωρινά και τα
μελλούμενα. Ο ποιητής-προφήτης αποκαλύπτει με μορφή ύμνου, επωδής ή χρησμού μια
ουσιαστική αλήθεια, που έχει τον χαρακτήρα θρησκευτικού μυστηρίου και σοφής διδασκαλίας.
Αυτή την αποκτά μ’ ένα είδος όρασης- εποπτείας. Η θεά Μνημοσύνη τον βοηθά να
βλέπει την αναλλοίωτη και μόνιμη πραγματικότητα. Βαθμιαία, οι σοφοί αυτοί
δάσκαλοι χάνουν τον έντονο μυστικισμό τους αποκτώντας με το χρόνο μια άλλη
επαφή με την πραγματικότητα μέσω ενός νου, που αρχίζει να προσεγγίζει αμυδρά
μια πιο θετική πρώιμη σκέψη. Γι’ αυτό οι κατηγορίες τους, όπως εξελίσσονται μέσα
στο χρόνο, είναι οι παρακάτω:
Προφήτες και δάσκαλοι
(Ορφέας και οι διάδοχοί του Ορφικοί, όπως οι Μουσαίος, Επιμενίδης, Λίνος,
Μελάμπους, Θάμυρις, Αμφιάραος, Χείρων, Μόψος, Φιλάμων, Χρυσόθεμις). Ανήκουν
στην κυρίως μυθική περίοδο, που η αρχή της χάνεται στα βάθη των αιώνων και το
τέλος της φθάνει μέχρι τις παρυφές της πρώιμης ιστορικής εποχής.
Επικοί ποιητές:
9ο-7ο π.Χ. αιώνα (βασικοί εκπρόσωποι Όμηρος- Ησίοδος). Πιο γνωστά έργα του
Ησιόδου : Θεογονία, Έργα και Ημέραι, Μεγάλαι Ηοίαι, Ασπίς Ηρακλέους.
Στα έπη αρχίζουμε ν’
αναγνωρίζουμε πλέον ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο μύθο και σ’ ένα είδος
λογικής επιστήμης, εφόσον μέσα από αυτά ανακύπτουν εκτός από τις θρησκευτικές
και θεολογικές αντιλήψεις και την ερμητική γνώση, που ενδεχομένως περικλείουν,
ποικίλες άλλες πληροφορίες, φιλοσοφικές και επιστημονικές, που παρουσιάζονται
όχι πλέον κρυπτογραφημένες και ενοποιημένες με τη θρησκεία, αλλά σαν πρώιμη
θετική σκέψη και εφαρμοσμένη τεχνογνωσία (αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα
νεότερα διδακτικά έπη του Ησιόδου). Περιγράφονται, δηλαδή, στα έπη οι
θρησκειολογικές αντιλήψεις και οι κοινωνικοί θεσμοί των Ελλήνων της παλαιοτάτης
εκείνης εποχής, αλλά παράλληλα ανευρίσκονται στο περιεχόμενό τους και στοιχεία,
αστρονομίας, μετεωρολογίας, βοτανικής, ζωοτεχνίας, μεταλλουργίας καθώς και
πλήθος άλλων τεχνών και επιστημών, που μαρτυρούν και την υψηλή στάθμη ενός
προηγμένου πολιτισμού.
Νομοθέτες: (Κυριότεροι, Ζάλευκος, Χαρώνδας, Λυκούργος, Δράκων, Σόλων) κυρίως
τοποθετούνται στον 7ο αιώνα π.Χ. Με τους νομοθέτες κάνει πλέον την εμφάνισή του
ο γραπτός πεζός λόγος δημόσια, με τη μορφή νομικών αποφάσεων, εφόσον παρίσταται
ανάγκη μέσα από την εμφάνιση των πόλεων και τις ραγδαίες πολιτικές μεταβολές
και ταραχές, που σημειώνονται σ’ αυτές, να προστατεύονται οι πολίτες από τις
αυθαιρεσίες των αρχόντων με κάποια σταθερή νομοθεσία, κοινή για όλους.
Πραγματοποιείται βαθμιαία και δειλά το πέρασμα από τον δημόσιο προφορικό
ποιητικό λόγο στον δημόσιο γραπτό και πεζό, καθώς και στα πρώτα δικαιώματα του
ανθρώπου.
Επτά σοφοί:
Βρίσκονται στο μεταίχμιο και αποτελούν τη γέφυρα ανάμεσα στην εποχή του μύθου
και στην εποχή του λόγου, εφόσον τοποθετούνται στον 7ο – αρχές 6ου πχ αιώνα. Τα
σοφά τους ηθικά παραγγέλματα και αποφθέγματα διατυπώνονται επιγραμματικά σε
γραπτό πεζό κείμενο. Με τους σοφούς το κέντρο βάρους μετατοπίζεται ολοένα και
περισσότερο πλέον στον άνθρωπο, εφόσον ενδιαφέρονται για την ηθική διάπλαση του
ατόμου και μέσω αυτής για την ευτυχία του, πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα από
την προστασία του ανώνυμου πλήθους, που διασφάλιζαν οι νομοθέτες με τη γραπτή
νομοθεσία τους. Ωστόσο, κάποιοι από αυτούς ήταν και νομοθέτες, όπως ο Σόλων. Ο
σοφός είναι ο κρίκος ανάμεσα στον ποιητή στοχαστή της εποχής του μύθου και στον
φιλόσοφο της εποχής του λόγου, που αμέσως μετά ακολουθεί.
Κατά τον Διογένη τον
Λαέρτιο οι επτά σοφοί ήταν οι Θαλής ο Μιλήσιος, Σόλων ο Αθηναίος, Κλεόβουλος ο
Ρόδιος, Χείλων ο Λακεδαιμόνιος, Βίας ο Πριηνεύς, Περίανδρος ο Κορίνθιος και
Πιττακός ο Μυτιληναίος. Ο Λαέρτιος όμως αναφέρει και έναν όγδοο, τον Μύσωνα τον
Χηνέα.
Ορφέας- Ορφικά κείμενα
Τα κείμενα όμως που
εκπλήσσουν ως προς το πλήθος και τη σπουδαιότητα των ποικίλων πληροφοριών και
γνώσεών τους (επίσης θρησκευτικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών, κάτω από το
πρίσμα και το είδος της προαναφερόμενης ενοποίησης της γνώσης) είναι τα Ορφικά
κείμενα, που απηχούν συν τοις άλλοις ζωντανά τα ήθη και τα έθιμα των πανάρχαιων
Ελλήνων.
Ο Ορφέας θεωρείται ο
μεγαλύτερος των προϊστορικών προφητών, καθώς και πανάρχαιος ποιητής, θείος
μουσικός και θεραπευτής, αστρονόμος, μέγιστος επίσης ιερέας και μύστης. Οι
μυστικές τελετές του είναι αναπόσπαστα δεμένες ειδικά με τη λατρεία του θεού
Διονύσου, γιατί όπου βρίσκει είσοδο ο Διόνυσος, εκεί συναντάμε και τον Ορφέα.
Θεωρείται επίσης ο εμπνευστής της ελληνικής θρησκείας και πατέρας της ελληνικής
Θεογονίας και κοσμογονίας (αν και ο Ηρόδοτος στο Β΄ βιβλίο του θεωρεί ότι ο
Όμηρος και ο Ησίοδος πρώτοι έγραψαν την ελληνική Θεογονία και ότι οι ποιητές
Ορφέας, Μουσαίος και Λίνος είναι μεταγενέστεροί τους). Ο Ορφέας όχι μόνο
θεωρείται εμπνευστής της ελληνικής θρησκείας, αλλά η ορφική θρησκεία επίσης
φέρεται ότι περιλαμβάνει και συμπεριέχει εξ αρχής όλες τις θρησκείες του
αρχαίου ελληνικού κόσμου. Διότι ο Ορφέας λέγεται ότι μυήθηκε αρχικά στα
Καβείρια μυστήρια, πέρασε στη Διονυσιακή οργιαστική και ενθουσιαστική θρησκεία
και κατέληξε στην Απολλώνεια λατρεία.
Λένε επίσης ότι ο
Ορφέας εφεύρε τα γράμματα, όπως αναφέρει ο Αλκιδάμας: «Τα γράμματα πρώτος ο
Ορφέας ανακάλυψε, αφού τα έμαθε από τις μούσες, όπως δηλώνει το επίγραμμα, που
πιστεύεται ότι βρέθηκε στο μνήμα του: Τον προφήτη των Μουσών Ορφέα εδώ έθαψαν
οι Θράκες, τον οποίον εφόνευσε αυτός που βασιλεύει στα ύψη, ο Ζευς, με
αιθαλώδες βέλος, τον αγαπητό γιο του Οιάγρου, ο οποίος δίδαξε τον Ηρακλή και
εφεύρε για τους ανθρώπους γράμματα και σοφία».
Ο Ορφέας από τους
περισσοτέρους θεωρείται πρόσωπο υπαρκτό και ότι γεννήθηκε στην ευρύτερη
ελληνική επικράτεια. Όσον αφορά στο πότε έζησε, οι πλείστοι εκ των μελετητών
συμφωνούν γύρω στον 13ο αι. π.Χ. (κατά τον Στράβωνα δε στους χρόνους της
Αργοναυτικής εκστρατείας), άλλοι όμως τον αναζητούν ως τις αρχές της 3ης
χιλιετίας π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν κάτι σαν τον Μαθουσάλα, αφού
λέγεται ότι έζησε επί εννέα γενιές, δηλαδή κάπου δυόμισι αιώνες.
Κατά μία εκδοχή της
ετυμολογίας του ονόματός του από τη λέξη όρφνη, που σημαίνει χθόνιο σκοτάδι,
νύχτα μαύρη (ρίζα του όρφνη είναι το ρήμα ερέφω = καλύπτω, εξ ου και οι λέξεις
οροφή και έρεβος) υποδηλώνεται το μυστηριακό βάθος της προσωπικότητάς του.
Τα διασωθέντα κείμενα,
φερόμενα ως έργα του Ορφέα και των μαθητών του, είναι γνωστά με την επωνυμία
Ορφικά και τα κυριότερα είναι τα παρακάτω:
Τα Λιθικά εξ 768 στίχων, στα οποία ο Ορφέας διδάσκει τον
Θεοδάμαντα περί της θεραπευτικής αξίας είκοσι πολυτίμων και ημιπολύτιμων λίθων.
Οι Ορφικοί ύμνοι, αποτελούμενοι από 88 ύμνους της ορφικής λατρείας. Αποσπάσματα
και επιγραφές (Orphicorum Fragmenta), τα οποία είναι περικοπές χαμένων
ορφικών κειμένων, που διασώθηκαν σε έργα άλλων αρχαίων Ελλήνων, καθώς και
περισωθείσες επιγραφές, στις οποίες αναφέρονται πληροφορίες σχετικές με τον
Ορφέα και τον Ορφισμό.
Τα ορφικά κείμενα
καταγράφηκαν και διασώθηκαν από τον ΄Ιππαρχο, γιο του Πεισιστράτου, μεταξύ 527
και 514 π.Χ., ο οποίος συγκρότησε επιτροπή με επικεφαλής τον ορφικό ποιητή
Ονομάκριτο, με σκοπό να συγκεντρώσει όλα τα μέχρι τότε διασωθέντα προφορικώς,
δηλαδή από στόματος εις στόμα ορφικά έργα, προς καταγραφή τους. Στον Ονομάκριτο
επίσης ο Πεισίστρατος είχε αναθέσει τη συγκέντρωση και καταγραφή και των
Ομηρικών επών.
Ορφικοί ΄Υμνοι
Οι 88 ορφικοί ύμνοι
αποτελούν εκπληκτική πηγή κυρίως αστρονομικών γνώσεων, τις οποίες έχει επιβεβαιώσει
και έχει επανανακαλύψει και η σύγχρονη αστροφυσική. Οι ύμνοι είναι λατρευτικοί
και απευθύνουν τη λατρεία τους προς τις δυνάμεις της φύσης, οι οποίες
εθεωρούντο εκφράσεις στην πραγματικότητα ενός Θεού, στον οποίο οι Ορφικοί
πίστευαν. Ο ένας θεός ταυτίζονταν με τον παγκόσμιο νόμο, που διηύθυνε τα πάντα
και που ο μεν λαός το αγνοούσε, οι μύστες όμως το δίδασκαν στους μυούμενους.
Οι επαναστατικές για
την εποχή αστρονομικές γνώσεις που ανακύπτουν μέσω των ύμνων, διατυπώνονται
φυσικά με ερμητικό τρόπο εν είδει ποιητικών και λυρικών εικόνων. Αναφέρουμε
κάποια παραδείγματα: Μέσα από τον ύμνο προς τον ήλιο αναπτύσσεται η
ηλιοκεντρική θεωρία και συγκεκριμένα στο στίχο: «Χρυσολύρη, κόσμου τον
εναρμόνιον δρόμον έλκων». Δηλαδή, (Ω ήλιε), με τη χρυσή λύρα έλκεις τον κόσμο
στον εναρμόνιο δρόμο. Ο ήλιος έλκει τον κόσμο και συνεπεία της έλξεως αυτής η
γη κινείται περί τον ήλιο.
Στον ύμνο προς τη Γη
υποδηλώνεται η ετήσια κίνηση του ηλίου στην εκλειπτική ως αποτέλεσμα της
κίνησης της γης. Κατ’ αρχήν, η ετήσια κίνηση του ηλίου, μέσα από τον ύμνο του,
εικονίζεται ότι γίνεται σε άρμα: «Ω ελάσιππε, μάστιγι λιγυρή τετράορον άρμα
διώκων», δηλαδή, ώ ηνίοχε, που οδηγείς άρμα τέθριππο με συριχτό μαστίγιο, όπου
το επίθετο τετράορος αναφέρεται στις τέσσερις εποχές. Αλλά και περί της γης
γίνεται μνεία του άρματος αυτού στο στίχο: «Ζεύξασα ταχυδρόμον άρμα λεόντων»,
εσύ που έζευξες το ταχύδρομο άρμα των λεόντων (του ηλίου). Οπότε, από τον στίχο
αυτό προκύπτει ότι η ίδια η γη ζευγνύει το άρμα του έτους.
Σπουδαίες αστρονομικές
γνώσεις αντλούνται επίσης και από άλλα ορφικά κείμενα εκτός των ύμνων. Όπως η
κίνηση της γης περί τον άξονά της, καθώς και η κίνηση της ουρανίου σφαίρας περί
τον άξονα της γης. Γνώριζαν ακόμη ότι οι απλανείς αστέρες είναι «πυρόεντες»,
ότι η σελήνη έχει όρη και ότι οι διάττοντες αστέρες είναι «ηερόπλαγκτοι»,
δηλαδή δεν έχουν συγκεκριμένη τροχιά, αλλά κινούνται πλανώμενοι διά μέσου του
αέρα.
Από όλα τα παραπάνω
συνάγεται ότι πράγματι «Μύθος κρύπτει νουν αληθείας».
Ως προς την ενοποιητική
θεωρία περί του κόσμου, η οποία επικρατεί κατά τη μυθική εποχή, αυτή προκύπτει
ευκρινώς από τον ύμνο προς τον ουρανό. Στην έννοια του ουρανού
συμπεριλαμβάνονταν όχι μόνο ο ουράνιος θόλος, αλλά και η γη. Γι αυτό και ο
ουρανός καλείται «ουράνιος και χθόνιος» ταυτόχρονα.
«Ουράνιος χθόνιός τε
φύλαξ πάντων περιβληθείς». Δηλαδή, εσύ ουρανέ, που αναλαμβάνεις τη θέση του
φύλακα, ουράνιου, μα και χθόνιου.
Το Σύμπαν επίσης
περιγράφεται ως ζων οργανισμός και αΐδιος ζωή, ζωή ατελείωτη. Ώστε κόσμος και
ζωή είναι συνώνυμα. Επί πλέον η ζωή συνδέεται με το πυρ, «πυρίπνους, αΐδιος
ζωή».
Χάρη στο πυρ του το
Σύμπαν ζει το ίδιο ως όλον, αλλά και παρέχει ζωή στα μέρη του, όπως επίσης
είναι η αρχή όλων και «πάντων τελευτή».
Τσαμκιράνη Ειρήνη
Οκτώβριος 2014
Βασική πηγή: « Μύθος
και σκέψη στην
Αρχαία Ελλάδα». Jean
–Pierre Vernant
Εκδόσεις Ι.
Ζαχαρόπουλος
Ραφαήλ, "Η Σχολή των Αθηνών", 1505.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου