Εξορμώντας για την «Αυγή» τις δεκαετίες του 1950 και 1960
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΑΠΟ ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΣΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ»
του Θανάση Καλαφάτη
Tον
Θανάση Καλαφάτη τον ξέραμε με αρκετές ιδιότητες: του οικονομικού
ιστορικού, του καθηγητή Πανεπιστημίου, του προέδρου της ΕΜΙΑΝ. Τώρα μας
αποκαλύπτει μια ακόμα: του αφηγητή ξέρει να πει με τρόπο και τέχνη τις
ιστορίες του, ιστορίες ατομικές αλλά που αφορούν πολλούς της γενιάς του,
ιστορίες γνήσιες και συγκινητικές. Το βιβλίο Από το λυκόφως στο λυκαυγές. Μικρές ιστορίες ατομικής ωρίμανσης και πολιτικής στράτευσης 1944-1959,
που κυκλοφορεί τις επομένες μέρες από τις εκδόσεις Θεμέλιο, περιέχει 64
μικρές ιστορίες. Όπως λέει ο ίδιος, «πολλοί φίλοι μού λένε ότι είμαι
ένας παλιάς κοπής αριστερός και άλλοι ότι είμαι ένας ιστορικός έξω από
τις μόδες αλλά επί της ουσίας. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου έναν πεισματάρη
που έχει στρατευθεί στον δικό του κοινωνικό αγώνα υπηρετώντας πάγιες και
καθολικές αρχές της κοινωνικής αλλαγής».
Το βιβλίο,
που κυκλοφορεί συμπληρώνουν ένας πρόλογος του Σπύρου Ι. Ασδραχά και τρία
έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης εμπνεύστηκε 23 πίνακες
διαβάζοντας τις ιστορίες του Καλαφάτη θα κυκλοφορήσουν τον Ιανουάριο σε
λεύκωμα (και αυτό από τις εκδόσεις Θεμέλιο). Προδημοσιεύουμε αποσπάσματα
από την ιστορία αρ. 16, που αναφέρεται στην προδικτατορική «Αυγή».
Στρατής Μπουρνάζος
Μετά
τις εκλογές του 1952, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Βερολίνου του
ίδιου έτους, γίνονταν έντονες πολιτικές συζητήσεις, έστω και κάτω από τη
μύτη της τοπικής Ασφάλειας. Εκτός βέβαια από τους ίδιους
χρησιμοποιούσαν και ορισμένους πρώην αριστερούς που είχαν ανανήψει και
οι οποίοι εισχωρούσαν σε χώρους που γίνονταν συνήθως πολιτικές
συζητήσεις: κουρεία, ραφεία και άλλες μικρές «γιάφκες».
Τα
οικονομικά μας ήταν δύσκολα· ακόμη και η αγορά μιας ημερήσιας εφημερίδας
ήταν πρόβλημα. Όταν συζητούσα με συνομήλικους ή μεγαλύτερούς μου για τα
πολιτικά θέματα, είχα την ανάγκη να είμαι ενημερωμένος και για τις
αντίθετες απόψεις. Έτσι δεν αρκούσε η ανάγνωση της Αυγής. Η Αυγή ήταν
καταδιωκόμενη εφημερίδα, κανείς δεν μπορούσε να την αγοράσει ελεύθερα,
την έδιναν οι μυημένοι εφημεριδοπώλες στους ενδιαφερόμενους διπλωμένη
μέσα σε άλλη εφημερίδα, συνήθως Ακρόπολη ή Καθημερινή.
Όποιος τη διάβαζε στο δρόμο οδηγούνταν στο αστυνομικό τμήμα για τα
περαιτέρω. Τα καφενεία ήταν αριστερά, κεντρώα και δεξιά. Το κύριο
αριστερό καφενείο ήταν στην κεντρική πλατεία σε περίοπτη θέση. Ο
ιδιοκτήτης του, αριστερός του Μεσοπολέμου, είχε ξεπεράσει τις πιέσεις
της Ασφάλειας και νοίκιασε το καφενείο σε έναν πρώην εξόριστο ο οποίος
κατέβαλλε κάθε προσπάθεια ώστε η Αυγή να είναι παρούσα στα
τραπέζια του μαγαζιού. Η εφημερίδα ερχόταν με καθυστέρηση γιατί το
καράβι, που ήταν η μόνη μας συγκοινωνία με το κέντρο, είχε να διέλθει
από πολλές σκάλες-λιμάνια. Όταν αργότερα αποκαταστάθηκε η οδική
συγκοινωνία με την Αθήνα κι άρχισαν να κυκλοφορούν τα λεωφορεία, οι
εφημερίδες έφταναν την ίδια μέρα αλλά αργά το βράδι και η αγορά
αντιλαλούσε από τις φωνές των εφημεριδοπωλών που διαφήμιζαν την
πραμάτεια τους: Εφημερίδες! Καθημερινή-Ακρόπολη-Βήμα-Ελευθερία-Νέα-Έθνος Νεολόγος των Πατρών. Εφημερίδες…
Το πρώτο καφενείο της Δεξιάς ήταν το καφενείο του Σγουρόπουλου (τώρα Καρφάκη)· εκεί μπορούσες να διαβάσεις την Ακρόπολη
με άνεση. Υπήρχε βέβαια και πιο μπροστά το καφενείο του Θανάση Κατωπόδη
(Μάγου) που μπορούσες να διαβάσεις δεξιές εφημερίδες, αλλά εκεί ήταν
συνήθως και η μεγάλη παρουσία των αντρών της Ασφάλειας. Πιο πάνω από τα
προηγούμενα καφενεία, απέναντι από την εκκλησία των Εισοδίων της
Παναγίας, ήταν το καφενείο του Μηνά, όπου μπορούσες να βρεις κεντρώες
εφημερίδες: Το Βήμα, Τα Νέα κ.ά.
Όταν τελείωνε το σχολείο, έτρεχα γρήγορα για να φτάσω στο καφενείο της πλατείας όπου έβρισκα τη χθεσινή Αυγή.
Διάβαζα εν τάχει το κύριο άρθρο, τα σχόλια της «Φωνής της Αλήθειας», το
χρονογράφημα κι έριχνα μια ματιά στην τελευταία σελίδα. Μετά έφευγα και
έφτανα στο δεξιό καφενείο για να δω την Ακρόπολη, που το κύριο άρθρο της ήταν γεμάτο από καταγγελίες κατά της Αυγής και του ντόπιου και διεθνή κομμουνισμού. Στο τρίτο καφενείο με Το Βήμα επέμενα
πολύ στο να καταλάβω την πολιτική των κύριων άρθρων που προσπαθούσαν να
ευνοήσουν τη Δεξιά ισορροπώντας λεκτικά ανάμεσα στα δύο άκρα. Εκεί
χαιρόμουν τα χρονογραφήματα του Παύλου Παλαιολόγου για την ευστοχία που
προσέγγιζε τα ζητήματα της καθημερινότητας, αλλά η αναγωγή που έκανε σε
γενικούς και πολιτικούς όρους δεν μου ήταν τόσο κατανοητή. […]
Θυμάμαι ότι
όταν με έβλεπε στην αγορά ο αείμνηστος φίλος και σύντροφος εκείνης της
περιόδου Γιώργος Ασδραχάς, μου έλεγε: «Δεν μπορείς χωρίς να λάβεις τη
δόση του οπίου σου!», που ήταν η καθημερινή μου ανάγνωση της Αυγής,
και ύστερα γινόταν ο συνήγορος του διαβόλου πάνω σε θέματα ιδεολογικά
και πολιτικά της Αριστεράς, ώστε να μπορούμε να εξοπλιστούμε με τα
καλύτερα επιχειρήματα στις συζητήσεις που κάναμε με άλλους φίλους με
αντίθετες πολιτικές απόψεις. Είναι γεγονός ότι πολλές φορές πέφταμε σε
αντιφάσεις, έτσι αρχίσαμε να διαβάζουμε κλασικά μαρξιστικά κείμενα,
κυρίως πολιτική οικονομία· όμως δεν μπορούσαμε να λύσουμε μια σειρά
προβλήματα που προέκυπταν και από μια στιγμή και μετά στραφήκαμε προς
την κλασική λογοτεχνία. Προσεγγίσαμε τον Μπρεχτ, τον Τσέχωφ, τον
Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκι, τον Σικελιανό, τον Μαγιακόφσκι, τον
Καζαντζάκη. Συνεχίσαμε με τη μελέτη κλασικών έργων για τη Γαλλική
Επανάσταση, διαβάσαμε το βιβλίο του Τζων Ριντ Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Ήμουν ήδη στην τρίτη τάξη του γυμνασίου.
Μέσα από
τεθλασμένες κινήσεις, προχωρώντας από επίπεδο σε επίπεδο, είχα αρχίσει
λοιπόν να προσεγγίζω την ιστορία. Στο σπίτι δεν είχαμε άλλα βοηθήματα
εκτός από τα σχολικά και μερικά λογοτεχνικά. Έτσι άρχισα από τον
Παπαρρηγόπουλο και τον Κορδάτο, διαβάζοντας έξω από το σπίτι. Στη
δημοτική βιβλιοθήκη δεν μας δάνειζαν εύκολα, ενώ η σχολική είχε βιβλία
πολύ αβαθή για τους προσανατολισμούς μας. Έκλεβα λίγες ώρες από εδώ κι
από εκεί και πήγαινα στις βιβλιοθήκες ντόπιων λογίων όπου διάβαζα
ακατάπαυστα. Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, όταν γύριζα από τη
δουλειά δεν μπορούσα να κοιμηθώ εάν δεν διάβαζα κάποιο σημαντικό
ιστορικό αφήγημα. Ύστερα στον ύπνο μου έβλεπα όλη την καταγεγραμμένη
ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα να εξελίσσονται μπροστά μου σαν
κινηματογραφική ταινία. Η μελέτη της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
και του Βυζαντίου, η Ρωσική Επανάσταση, καθώς γίνονταν μέσα από συχνά
διαβάσματα, μου έδιναν τη δυνατότητα να συνθέτω και να χειρίζομαι με
άνεση κριτικά θέματα.
Η Αυγή
ήταν την εποχή εκείνη το φύλλο που διάβαζα πολύ. Ήταν μια στρατευμένη
εφημερίδα, πολύ χρήσιμη σε κείνες τις δύσκολες συνθήκες για την προώθηση
του κοινωνικού και πολιτικού αγώνα και την προάσπιση των συμφερόντων
της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων που καταπιέζονταν σκληρά,
οικονομικά και πολιτικά. Με συγκινούσαν πολύ οι αναφορές που γίνονταν
για τα προβλήματα και τους αγώνες των χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου,
ιδιαίτερα, αν θυμάμαι καλά, οι ανταποκρίσεις από την Αλγερία μιας
γαλλίδας δημοσιογράφου, ύστερα οι συνέχειες για τους αγώνες των
ανθρακωρύχων της Αστούριας. Ήταν ένα μεγάλο παράθυρο για τους αγώνες της
εθνικής ανεξαρτησίας των αφρικανικών και ασιατικών λαών, που είχαν
ξεσπάσει ιδιαίτερα μετά τη Συνδιάσκεψη του Μπαντούγκ της Ινδονησίας το
1955.
Αργότερα,
όταν ήμουν στο Γραφείο Σπουδάζουσας της Νεολαίας ΕΔΑ της Αθήνας, το
1962, με πλησίασε ο αείμνηστος σύντροφος Λεωνίδας Κύρκος και μου είπε:
«Ξέρεις, κάποιος φοιτητής από τη Θεσσαλονίκη, προικισμένος και
εμποτισμένος από τα σοσιαλιστικά ιδανικά, με ρώτησε τι πρέπει να κάνει
πρακτικά για να ενταχθεί στη Νεολαία της ΕΔΑ. Του είπα να συναντηθεί με
ένα πεπειραμένο στέλεχος της Νεολαίας της ΕΔΑ στην Αθήνα· με τη βοήθειά
του να έρθει σε επαφή με τα προβλήματα μιας μικρής τοπικής κοινωνίας και
να τα αναδείξουν μαζί, συνδέοντάς τα με την προώθηση της κυκλοφορίας
της Αυγής». Έτσι περιόδευσα τότε δυο μήνες στα Επτάνησα, ιδιαίτερα στη Λευκάδα, με τον Κωστή Μοσκώφ.
[…] Βέβαια
σήμερα οι καιροί έχουν αλλάξει, το φύλλο έχει άλλο χαρακτήρα, αλλά και
τώρα χρειάζεται να έχει την υποστήριξη όλων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου