κομφορμιστής ο [komformistís] O7 & κομφορμίστας ο [komformístas] O3 θηλ. κομφορμίστρια [komformístria] O27 : αυτός που προσαρμόζει τη στάση του στις εκάστοτε συνθήκες, που συμβιβάζεται και συμμορφώνεται με τις κυριαρχούσες απόψεις, ακόμα και όταν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τα βαθύτερα πιστεύω του ή με τις επιταγές της συνείδησής του. ANT αντικομφορμιστής. [λόγ. < γαλλ. conformiste (-iste = -ιστής)· κομφορμ(ιστής) -ίστας· λόγ. κομφορμισ(τής) -τρια]
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου